ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΔΗΣ ΟΔΗΓΟΣ 

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολον της ελληνικής φιλοσοφίας και σε ολόκληρο την παγκόσμιο ιστορία της σκέψεως.

Στοιχεία περί του βίου του έχουμε κυρίως από τον Διογένη τον Λαέρτιο, και ελάχιστες μόνον συμπληρώσεις από τον Στράβωνα τον Αμασιέα, τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα και τον Θεμίστιο τον Παφλαγόνα. Όμως ο Διογένης έγραψε κατά τον τρίτον αιώνα μ. X. (ο Στράβων στις αρχές του πρώτου, ο Κλήμης στις αρχές του δευτέρου και ο Θεμίστιος τον τέταρτον αιώνα), οπότε ήταν σχεδόν αδύνατον να διαχωρίσουν τα γεγονότα από τις εικασίες και τα ποικίλα μυθολογήματα που εν τω μεταξύ συνεσωρεύθησαν περί το πρόσωπον του Ηρακλείτου. 

Ο Διογένης αναφέρει πως το θρυλικό βιβλίον του, «Περί Φύσεως», εχωρίζετο σε τρία μέρη : το «Περί του παντός», το «Πολιτικόν» και το «Θεολογικόν», χωρισμός που είναι μάλλον απίθανος. Φαίνεται ότι όπως αναφέρει η παράδοση πράγματι κατέθεσε το βιβλίον του στον ναό της Αρτέμιδος (όπου, κατά την παράδοση, το ανεκάλυψεν αργότερον ο Ευριπίδης). Η πράξη του αυτή ενείχε διπλό συμβολικό χαρακτήρα : Υπεγράμμιζε την σφοδρά διάστασή του με το περιβάλλον του, διάσταση η οποία έφθασε στο οξύτερόν της σημείο με την αναίτιο εξορία του φίλου του Ερμοδώρου. Δεν συνανεστρέφετο κανέναν ενήλικο, δεν είχε μαθητές, συνεπώς δεν ενεπιστεύετο το βιβλίον του παρά μόνον στο ναό. 

Από τους μεγάλους πρωτοπόρους του Πνεύματος προγόνους μας, είναι ίσως ο μοναδικός στοχαστής που έγραψε για το «αεί μέλλον» ενώ οι κορυφαίοι Πλάτων και Αριστοτέλης, έγραψαν για το «αεί παρόν». Συνεπώς ενώ ζούμε διαρκώς εντός του πλατωνικού και αριστοτελικού Κόσμου, ελπίζουμε συνεχώς στον Ηράκλειτο ! 

Αν ίδιον της φιλοσοφίας είναι να θέτει ερωτήματα τα οποία εκ των προτέρων γνωρίζει ότι εν τέλει δεν ημπορεί να απαντήσει, τότε ουδεμίαν εντύπωση πρέπει να μας προξενεί το γεγονός πως ο Ηράκλειτος δεν έμεινε ασυγκίνητος από την πολιτική κατάσταση της πατρίδος του και εστράφη πνευματικώς και προς την πολιτική σκέψη, παρά το ότι με την στάση του επέπληξε τα κακώς κείμενα (όπως μαθαίνουμε από ποικίλες μαρτυρίες), οπότε έτσι έδωσε την εικόνα ενός αλαζόνος και υπερόπτη αριστοκράτη.  

Συμφώνως με τις μαρτυρίες ο Ηράκλειτος πράγματι προήρχετο από αριστοκρατική γενεά, από τη γενεά των Κοδριδών ή Ανδροκλειδών, από όπου κατήγοντο και οι βασιλείς της Εφέσου. [Οι Ανδροκλείδες ήσαν γένος από ευπατρίδες, που κατήγοντο από την Μεσσηνία και μετενάστευσαν στην Αττική και στην Μικρά Ασία (Έφεσο).

Ονομάσθησαν έτσι από τον Ανδροκλή, τον βασιλέα της Μεσσηνίας την εποχή των Μεσσηνιακών πολέμων, και τον υιόν του Κόδρου μυθικόν Άνδροκλο, ο οποίος συμφώνως με την παράδοση ίδρυσε την Έφεσον, όπου ελατρεύετο η Ελευσίνιος Δήμητρα και η Πελοποννησιακή Άρτεμις]. Αυτό φαίνεται ότι δεν εστάθη αρκετό για έναν άνθρωπο που παρητήθη από τα βασιλικά του δικαιώματα για χάρη του αδελφού του και αυτοβούλως αφιερώθη στην πνευματικήν αναζήτηση.

Ακριβώς μέσω αυτής της πνευματικής του πορείας ο Ηράκλειτος κατεδίκασε τον πλούτον και την πονηρία των συμπολιτών του («μὴ ἐπιλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, “ἔφη”, Ἐφέσιοι, ἵν᾽ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι», DK 125a). [ Diels – Kranz / Τα αριθμημένα αποσπάσματα- σπαράγματα από το πόνημα του Χέρμαν Ντηλς με εκδότη τον Βάλτερ Κραντς «Die Fragmente der Vorsokratiker Griechisch und Deutsch von Hermann Diels»] 

Το πραγματικό νόημα του εν λόγω αποσπάσματος φέρει τον Ηράκλειτον όχι ενώπιον του πλούτου, αλλά μάλλον ενώπιον του αμέτρου πλούτου και των δεινών τα οποία αυτός επιφέρει. Το χρήμα ημπορεί να διαφθείρει, αυτό δε φαίνεται ότι επίστευεν ο φιλόσοφος πως συνέβη στους Εφεσίους. Αναζητούντες χρυσόν ανεύρον ελάχιστον, όσο και εάν κατέσκαψαν την γη («χρυσὸν γὰρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλὴν ὀρύσσουσι καὶ εὑρίσκουσιν ὀλίγον», DK 22). Και αυτό συνέβη διότι τους έλειπεν η σοφία.  

Εδώ ο Ηράκλειτος επανέρχεται στο ζήτημα της ύβρεως. Οι αναζητήσαντες τον χρυσόν (ο οποίος συμβολίζει τον υλικόν πλούτο) επεζήτησαν το ευτελές και το πολύ, το «ευ εν τω πολλώ» και όχι «το πολύ εν τω ευ». Διότι οι άριστοι αναζητούν «κλέος αέναον θνητών» (DK 29) και όχι τον χρυσόν. Το «κλέος» εξυψώνει την πνευματικήν αναζήτηση του ανθρώπου, το «αέναον» θέτει την αναζήτηση εντός του ακαταπαύστου «Γίγνεσθαι» και το «θνητών» λειτουργεί ως υπενθύμιση των ανθρωπίνων ορίων, ώστε να μην επέλθει ύβρις.

Ως παραδείγματα αξίων, εναρέτων και σοφών ανδρών ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί τον Βία τον Πριηνέα (DK 39) [«Στην Πριήνη εγεννήθη ο Βίας, ο υιός του Τευτάμου, που η φήμη του είναι μεγαλυτέρα από την φήμην των άλλων»] και τον φίλον του, σφοδρό πολέμιο της οχλοκρατίας, Ερμόδωρο τον Εφέσιο (DK 121). [«Τους ενηλίκους Εφεσίους αξίζει να τους κρεμάσει κανείς όλους και να αφήσει την πόλη στους ανηλίκους, διότι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πλέον χρήσιμον από όλους τους λέγοντες: ας μην υπάρχει ανάμεσά μας κανείς πάρα πολύ χρήσιμος. Ειδεμή, ας πάει να ζήσει αλλού, με άλλους ανθρώπους»]. 

Δεδομένης της ιδιαιτέρας εθνοψυχολογίας μας διόλου δεν είναι άξιον απορίας ότι ο Σκοτεινός Εφέσιος εκατηγορήθη για ασέβεια και αλαζονεία, όπως επίσης και για την παγίαν εμμονή του στο αριστοκρατικό πολίτευμα. Λίαν ευκόλως η ρήξη του με τους πολλούς, η ανάδειξη του ενός ως απολύτου νόμου στον οποίον όλοι οφείλουμε υποταγή (DK 33) [«Νόμος είναι και το ν’ ακολουθεί κανείς την γνώμην του ενός»], αλλά και η στροφή του εναντίων της μάζης των συμπολιτών του σε συνδυασμό με την αριστοκρατική του καταγωγή, παρεξηγούνται ιδιαιτέρως.

Οπότε αυτή η δριμεία πτυχή της διδασκαλίας του, που εμπόδισε τους «κοινούς ανθρώπους» να κατανοήσουν το ισόθεον βάθος των λόγων του. Απεκλήθη απαξιωτικώς από τους συγχρόνους του «υπερόπτης», «οχλολοίδορος», «σκοτεινός» και «κοκκυστής» (φωνασκών και ακατάληπτος όπως το πτηνό κόκκυξ / κούκος). 

Ο Διογένης ο Λαέρτιος, («Βίοι Φιλοσόφων», Βιβλίο Β – 22) γράφει ότι λέγουν πως αφού ο Ευριπίδης έδωσε στον Σωκράτη να διαβάσει το βιβλίο του Ηρακλείτου και κατόπιν τον ερώτησε για τις εντυπώσεις του, εκείνος απήντησε: «Όσα κατενόησα είναι θαυμάσια, όσα δεν κατενόησα φαντάζομαι πως θα είναι επίσης θαυμάσια, μόνον που χρειάζονται Δήλιο κολυμβητή» (οι Δήλιοι εφημίζοντο ως άριστοι δύτες και κολυμβητές).

Καθώς κατά την αρχαϊκήν εποχήν, όταν οι ελληνικές πόλεις, (ως συγκροτημένες μορφές επί μέρους συλλογικοτήτων του έθνους), κατενόησαν την ανάγκη θεσπίσεως νόμων, ανέθεσαν αυτό το έργον σε σοφούς νομοθέτες. (Γνωστά ονόματα τέτοιων νομοθετών ήσαν οι Αθηναίοι Σόλων και Δράκων, καθώς και οι ολιγότερον γνωστοί Ζάλευκος ο Επιζεφύριος Λοκρός και Χάρων ο Θηβαίος) θα ήταν «πολιτική ορθίτις» και μικρόψυχη δημοκρατουρία να απαξιώσουμε την θέση του περί της «υποταγής στον ένα» του αποσπάσματος 33, ήτοι περί απολύτου υποταγής στην θέληση του ενός άρχοντος νομοθέτου.

Η σοφία, αλλά και η αλήθεια, που επίσης πρέπει να νοηθεί αρετή του ανθρώπου πρώτης βαθμίδος, όπως διαφαίνεται από το απόσπασμα 112 [«Η σωφροσύνη είναι η μεγίστη αρετή, και η σοφία του να λέγεις την αλήθεια και να πράττεις συμφώνως προς την φύση, υπήκων σε αυτήν» (σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας), DK, B 112.] για τον Ηράκλειτο δεν είναι ανεξάρτητη από την ηθική του στάση είτε απέναντι στους άλλους είτε απέναντι στον θεό, αλλά κυρίως απέναντι στον εαυτό του.

Η κατανόηση της συμπαντικής λειτουργίας, όσον είναι σοφία, άλλο τόσον διέρχεται από την ηθική, η οποία μεταφράζεται σε σωφροσύνη, σε αλήθεια και, εν τέλει σε συμφωνία προς την Φύση. 

Κατά την ρήση του Μάρκου Τυλλίου Κικέρωνος η ηθική φιλοσοφία των Ελλήνων έχει την απαρχήν της στην κατάβαση της φιλοσοφίας από τον ουρανό στην γη με τον Σωκράτη, [«Tusculanae Disputationes» ή «Tusculanae Quaestiones» / Διαμάχες ή Ερωτήσεις Τουσκουλανές – Πέμπτο Βιβλίον – IV. [10] : «Ο Σωκράτης όμως ήταν ο πρώτος που εκάλεσεν την φιλοσοφία από τον ουρανό και την έβαλε στις πόλεις και την εισήγαγε ακόμα και στους οίκους και την οδήγησε να διερευνήσει την ζωή και τα έθιμα και τα καλά και κακά πράγματα»] .

Ομοίως οι ρίζες της ηθικής ημπορούν να ανιχνευθούν στον Ηράκλειτον. Παρ’ όλον ότι ο άνθρωπος ομοιάζει να είναι (ή πράγματι είναι) παθητικόν αντικείμενον των συμπαντικών δυνάμεων, τις οποίες δεν ημπορεί να ελέγξει, έχει ακόμη την ευθύνη του «πράττειν τ’ αγαθά». Αυτή η ευθύνη βαρύνει τον σκεπτόμενον άνθρωπο, [εκείνον ο οποίος έχει αποκτήσει την (ατελή) γνώση, η οποία σε καμίαν περίπτωση δεν συγκρίνεται με την θεϊκή γνώση] και ο οποίος είναι έρμαιον των επιθυμιών του. 

Ο Ηράκλειτος υπερέβη την κοσμολογία της «σχολής της Μιλήτου» (Υλοζωική Ιωνική Σχολή) που ίδρυσεν ο Θαλής ο Μιλήσιος, ενώ οι Ελεάτες (της σχολής του Παρμενίδου του Ελεάτου) εξεκίνησαν έναν διάλογο που εν τέλει εστράφη εναντίον του.

Επίσης οι τιτάνιοι πρόγονοι Πλάτων και Αριστοτέλης διεξήγαγαν ένα μεγάλο αγώνα εναντίον της σκέψεώς του Ηρακλείτου. Οι Στωικοί, οι Σκεπτικιστές, ακόμη δε και οι Κυνικοί, ιδιοποιήθησαν και μετέτρεψαν, ορισμένες ιδικές του σκέψεις.

Ο μεταστραφείς από τον παγανισμό στον χριστιανισμό, Ιουστίνος Καισαρείας, ο Φιλόσοφος και Μάρτυς, με στήριγμά του την διαπρύσιο απολογητική του προσπάθεια, έχων ως χριστιανός την πεποίθηση «ό,τι αληθινόν ειπώθη ποτέ είναι ιδικόν μας», εθεώρησεν τον Ηράκλειτο («Απολογία πρώτη υπέρ χριστιανών, προς τον Αντωνίνον τον Ευσεβή», I, 46) ως έναν χριστιανό που έζησε προ Χριστού, ως έναν χριστιανό ο οποίος «εν μέρει» μόνον εγνώρισεν τον Χριστό.

Έτσι, επεχείρησε τον ιδιότυπον «εκχριστιανισμόν» του Ηρακλείτου. Σημειωτέον ότι αυτό το είδος της ερμηνευτικής προσπαθείας θα γνωρίσει αρκετά μεγάλη επιτυχία σε όλην την διάρκεια των χριστιανικών αιώνων, παρά το ότι ο χριστιανισμός – ως ένας ιδιότυπος νεοπαγής «λαϊκός πλατωνισμός» και συνάμα καινοφανές κοσμοθεωρητική άποψη και πέρας του Αρχαίου Κόσμου – δεν ενδιεφέρθη ιδιαιτέρως για τους πρώτους Έλληνες στοχαστές. 

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ / Georg Wilhelm Friedrich Hegel τον ανακαλύπτει και πάλιν, βεβαιώνει δε πως δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηρακλείτου την οποίαν δεν θα συμπεριελάμβανε και στην ιδικήν του «Λογική» [«Μαθήματα επί της Ιστορίας της Φιλοσοφίας» (Vorlesungen über die Geschichte der Philosophie), τόμος I, 2α έκδοση, Στουτγάρδη,1940, σελ. 344. Όρα επίσης «Επιστήμη της Λογικής» (Wissenschaft der Logik)]. 

Ο πολύς Χέγκελ είναι ο πρώτος στοχαστής ο οποίος μετα-αναγενησιακώς ανακαλύπτει γενικώς την αληθινή σπουδαιότητα της προσωκρατικής σκέψεως, αλλά ιδιαιτέρως εκείνης του Ηράκλειτου. Το κεφάλαιον περί Ηρακλείτου στα «Μαθήματα επί της Ιστορίας της Φιλοσοφίας», μετά την μονογραφία του επίσης Γερμανού φιλοσόφου και θεολόγου Φρήντριχ Ντάνιελ Ερνστ Σλαϊερμάχερ / Friedrich Daniel Ernst Schleiermacher («Herakleitos»), Βερολίνο, 1807), αποτελεί την πραγματικώς ουσιαστικήν έναρξη της συζητήσεως περί την ηρακλείτιο φιλοσοφία.

Ο Ηράκλειτος θεωρείται ο δημιουργός μιας διαλεκτικής φιλοσοφίας ο οποίος με την σκέψη συλλαμβάνει το ακατάπαυστο γίγνεσθαι της ολότητος. Η αρνητικότης είναι το κίνητρον του γίγνεσθαι, ενώ η αλήθεια του απολύτου και του απείρου αποκαλύπτονται με την ενότητα των αντιθέτων. Ο Χέγκελ είναι ασφαλώς ένας ηρακλειτικός στοχαστής, επειδή και αυτός είναι ο δημιουργός της ιδικής του φιλοσοφίας, η οποία συλλαμβάνει την πορείαν της Ιδέας προς την Φύση και την Ιστορία του Πνεύματος με έναν τρόπο που δεν ημπορούσε να είναι ο τρόπος του Ηρακλείτου. Εντούτοις, ο εγελιανός λόγος διαλέγεται συνειδητώς προς τον ηρακλείτιον λόγο. 

Ο δαιμόνιος Λένιν [«Φιλοσοφικά τετράδια, διαλεκτικός υλισμός και ιστορικός υλισμός»] θεωρεί τον Ηράκλειτο πατέρα του διαλεκτικού υλισμού και το απόσπασμα 30 – «Τον κόσμον αυτόν, που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, δεν τον έπλασε κανένας θεός και κανένας άνθρωπος, αλλά ήταν πάντα, είναι και θα είναι αείζωον πυρ, που ανάβει συμφώνως με ορισμένο μέτρο και ομοίως»- το εκτιμά ως μια «πολύ καλή παρουσίαση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού».

Την άποψη αυτήν την προσυπογράφει και ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν παραθέτων την φράση αυτήν του Λένιν στην «Ιστορία τον κομμουνιστικού (μπολσεβίκικου) κόμματος της Ε.Σ.Σ.Δ.», στο κεφάλαιο το οποίον αφιερώνει στον διαλεκτικόν υλισμό και στον ιστορικόν υλισμό, που είναι η «γενική θεωρία του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος».  

Ο Δανός φιλόσοφος και θεολόγος Σαίρεν Κίρκεγκωρ στο έργον του «Φόβος και Τρόμος» («Frygt og Terror») αυτοαποκαλείται «μαθητής του Ηρακλείτου», αν και στον πυρήνα, στην καρδία της διαλεκτικής κινήσεως τοποθετεί την υπαρξιακήν ανησυχία. Με το γεγονός αυτό, η διαλεκτική επιφορτίζεται με συγκρούσεις και αγωνία, η δε χρονικότης προσλαμβάνει μορφήν υπαρξιακής επαναλήψεως.  

Η σύνθεση του χρονικού και του αιωνίου συμβαίνει πραγματικώς και βιώνεται στην τωρινή στιγμή, διότι το αιώνιο είναι παρόν, και η στιγμή δεν είναι ένα άτομον του χρόνου, αλλά ένα άτομον της αιωνιότητας επί της οποίας στηρίζεται κάθε διαλεκτική. Ωστόσον, ο Κίρκεγκωρ παραμένει ένα χριστιανικό και θρησκευτικό πνεύμα, ένας εξερευνητής των μυστικών της υποκειμενικότητος, ενώ θλίβεται επειδή ο αληθής χριστιανισμός απουσιάζει από την ιστορία, οπότε παραμένει μακράν της κοσμικής διαλεκτικής του Ηρακλείτου. 

Ο τιτάνιος Φρειδερίκος Νίτσε πιστεύει πως εφόσον ο κόσμος χρειάζεται αιωνίως την αλήθειαν, αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο. [«Η γένεση της φιλοσοφίας την εποχή της ελληνικής τραγωδίας» και «Η καταγωγή της τραγωδίας, ή Ελληνισμός και Πεσσιμισμός».] Ο Νίτσε, (ο οποίος απεπειράθη με μείζον πάθος να συγχωνεύσει σε ένα οργανικόν όλον τον Ηράκλειτο, την τραγωδία, τον Σοπενχάουερ και τον Βάγκνερ και απέτυχε σε αυτό το μεγαλειώδες τόλμημά του), θεωρεί τον Ηράκλειτο έναν απ’ τους προπάτορές του και του αφιερώνει έξοχες σελίδες στα βιβλία που έγραψε για την ελληνική τραγωδία και φιλοσοφία. Οι φιλολογικές και φιλοσοφικές ερμηνείες του, καθώς και οι άλλες οι αφετηριακές προσεγγίσεις του, παραμένουν πάντα μεγαλοφυείς και εκχειλίζουν από νεανική ορμή.  

Ο Ζαρατούστρα, ήρως και φερέφωνόν του, συχνάκις μεταχειρίζεται ηρακλειτικά σύμβολα, με την μόνην όμως κρίσιμο διαφορά, πως ο νιτσεϊκός άνθρωπος, εξοντώνων τον θεόν ή διακηρύσσων πως «ο θεός είναι νεκρός», θέλει να καταστεί Υπεράνθρωπος, ενώ ο άνθρωπος του Ηρακλείτου πρφυλάσσεται ώστε να μην προβεί σε πράξεις υβριστικές που θα παρεβίαζαν τον ρυθμόν του κόσμου.

Ο ποιητής και στοχαστής της «ανακυκλήσεως του ιδίου» οραματίζεται μια κυκλική και «επαναληπτική» κοσμική διαδικασία και συνδέει αυτό του το όραμα με εκείνο της διαλεκτικής του ακαταπαύστου «γίγνεσθαι». Η «αιωνία επιστροφή του» αντανακλά τα ηρακλείτια αποσπάσματα 30, 31, 63, 67 και 88. Ενώ όμως αυτός ο Γερμανός μέγας ελληνολάτρης και προφήτης του ευρωπαϊκού μηδενισμού («νιχιλισμού») συλλαμβάνει το Μηδέν, ο Ηράκλειτος γνωρίζει ότι εμπεριέχεται ο ίδιος μέσα στο Όλον. 

Αθανάσιος Κωνσταντίνου

Similar Posts