ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ -Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ο κορυφαίος Αμερικανός γεωγράφος Ησαΐας Μπόουμαν έγραφε προφητικά το 1928 στην 4η έκδοση του βιβλίου του «Ο Νέος Κόσμος: Προβλήματα στην Πολιτική Γεωγραφία» : «Μακροπρόθεσμα, οι τελωνειακές ενώσεις σχηματισμένες από φυσικά συσχετιζόμενα κράτη και η γενική ασφάλεια σε καιρό ειρήνης, θα αποδειχθούν για τους λαούς της Ευρώπης πολύ πιο σημαντικά από την ακριβή θέση των συνοριακών γραμμών».
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια συνδυασμένη πρόκληση ταυτότητος και διεθνούς ρόλου στην επόμενη δεκαετία. Επί σχεδόν 500 χρόνια, η Ευρώπη βρισκόταν στο επίκεντρο του διεθνούς συστήματος, ενώ οι εσωτερικοί της ανταγωνισμοί επεκτάθηκαν σε όλο τον κόσμο. Αλλά η σχετική ισορροπία της παγκόσμιας ισχύος και επιρροής έχει πλέον αλλάξει άρδην. Και αντί να είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας δυναμικής, η Ευρώπη περιορίζεται όλο και περισσότερο μεταξύ αντιπάλων μεγάλων δυνάμεων : κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης και τώρα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Εσωτερικά, η Ευρώπη αγωνίζεται ακόμα για την δημιουργία μιας λειτουργικής και συμπαγούς ηπειρωτικής ένωσης, αν και διπλωματικά όνειρα τέτοιου τύπου έχουν διαβρωθεί έμπρακτα από ποικίλες οικονομικές κρίσεις, από το Brexit και από την στοιχειώδη μεν αδιαμφισβήτητη δε αναβίωση του εθνικισμού στα τελευταία χρόνια.
Εξωτερικά, η Ευρώπη παραμένει κατακερματισμένη όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική και στις προτεραιότητές της. Τα μεταβαλλόμενα πρότυπα του παγκόσμιου ανταγωνισμού θα την υποχρεώσουν να επανεξετάσει τις εσωτερικές της δομές και να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο τα συμφέροντά της στο εξωτερικό. Διαφορετικά, θα βρεθεί ακόμη πιο μακριά από το κέντρο του ιστορικού γίγνεσθαι, με τις εσωτερικές διαιρέσεις να αποτελούν και πάλι το πλέον καθοριστικό χαρακτηριστικό της.
Υπερβαίνοντας τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές διαιρέσεις
Η ιστορία δεν είναι στατική διεργασία. Ρέει σαν ένα ασταμάτητο ποτάμι που εκτύσσεται χαράσσοντας μαιάνδρους. Μερικές από τις εγγύς προκείμενες καμπύλες της έκπτυξής της μπορεί να ιδωθούν, αλλά το ακριβές σχήμα, ο ρυθμός και η αναταράξεις της συχνά δεν αναγνωρίζονται πλήρως μέχρι να τα βιώσουμε, να περάσουμε από μέσα τους. Ωστόσο, εδώ και αρκετές δεκαετίες, η Ευρώπη προσπάθησε να «τερματίσει την ιστορία», ή τουλάχιστον να υπερβεί τις μακροχρόνιες γεωγραφικές, πολιτιστικές και γλωσσικές διαιρέσεις, που εδώ και πάρα πολύ καιρό έχουν διαμορφώσει την συνολική ανάπτυξη της ηπείρου.
Ενώ το πέρας του Ψυχρού Πολέμου επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια σύντομη στιγμή «μονοπολικής κυριαρχίας», έδωσε στην Ευρώπη την ευκαιρία να επιταχύνει τα σχέδιά της για την επίτευξη μιας στοιχειώδους ενότητας διαμορφούμενης από ένα παραδοσιακά κατακερματισμένο σύνολο εθνών. Η επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εισαγωγή του ευρώ και η προώθηση ενός προοδευτικού ρυθμιστικού περιβάλλοντος ήσαν όλα μέρος της ίδιας διεθνοπολιτικής στρατηγικής και φιλοσοφικής αντιλήψεως: Η επιθυμία να ενωθεί η Ευρώπη, να ξεπεραστούν εν πολλοίς οι εθνικές ταυτότητες και η ανθρώπινη κοινωνία να προχωρήσει βάσει των ευρωπαϊκών φιλελεύθερων μοντέλων .
Ωστόσο, αυτή η πρόσφατη «φιλελεύθερη – προοδευτική» προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενότητα, ήταν απλώς η τελευταία μιας μακράς σειράς προσπαθειών για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού πεπρωμένου – προσπαθειών που κατέτειναν να διαμορφώσουν αυτό το πεπρωμένο είτε με κατάκτηση εδαφών και πόλεμο, είτε με βασιλικούς γάμους και διπλωματία, είτε μέσω οικονομικής κυριαρχίας ενός κυριάρχου κράτους – ενοποιητή.
Κατά κάποιο τρόπο, η Ευρώπη έχει από καιρό οραματισθεί ποικιλοτρόπως τον εαυτό της ως μια κοινή ενιαία οντότητα, ή έχει τουλάχιστον αναγνωρίσει μια κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρώπη θα μπορούσε να ξεπεράσει τις εσωτερικές της διαφορές και να συγκεντρωθεί ενάντια στις εξωτερικές απειλές, είτε επρόκειτο για τους Μαυριτανούς, για τους Οθωμανούς είτε για τους Σοβιετικούς.
Αλλά τις περισσότερες φορές, η ευρωπαϊκή ιστορία ήταν γεμάτη με μεταβαλλόμενες συμμαχίες, καθώς διάφορες εξωευρωπαϊκές δυνάμεις επιδιώκουν είτε να δημιουργήσουν μια παγκόσμια «μοναρχία» είτε απλώς να κυριαρχήσουν στην Ήπειρο. Οι εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανερχόμενων ιδεών των «εθνικών ελευθεριών» και των καθολικών μοναρχιών, δημιούργησαν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο κομβικών χωρών που επεδίωκαν να διατηρήσουν μια ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη ή και να κυριαρχήσουν σε ολόκληρο το ηπειρωτικό σύστημα. Και οι δύο αυτοί στθερότυποι αναζήτησαν έναν κοινό σκοπό – δηλαδή, κάποια μορφή «ειρήνης και σταθερότητος» ικανή να διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη και την ασφάλεια.
Οι εσωτερικές προκλήσεις
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετώπισε η Ευρώπη ήταν ο ίδιος ο αυτοκαθορισμός της. Από ηπειρωτική άποψη, η Ευρώπη περιλαμβάνει τμήματα της Ρωσίας και της Τουρκίας. Από γεωγραφική άποψη, η Ευρώπη είναι μια ευμεγέθης χερσόνησος που προβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό, συμπιεσμένη στη βάση της μεταξύ της Μαύρης και της Βαλτικής θαλάσσης. Ο σπουδαίος Βρετανός γεωγράφος και γεωπολιτικός Χάλφορντ Τζων Μακίντερ, σχολιάζοντας τη μακρά ιστορία της εσωτερικής ευρωπαϊκής δυναμικής μετά το τέλος του Α’ Μεγάλου Πολέμου το 1919, σημείωσε ότι ο πυρήνας της Ευρώπης μπορούσε να αποδοθεί με ένα σταυρό, σχεδιασμένο από με τους τεμνόμενους νοητούς άξονες Ισπανίας – Γαλλίας – Γερμανίας και Ηνωμένου Βασιλείου – Γαλλίας – Ιταλίας. Αυτή η περιοχή αντιπροσώπευε τον πυρήνα της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραστηριότητας αλλά και του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού για την ισχύ και την κυριαρχία, ενώ υποβίβαζε την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη σε αμφισβητούμενες παραμεθόριες ζώνες αγωνιζόμενες ενάντια στην Οθωμανική Τουρκία και στη ρωσική επέκταση.
Η Βρετανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο νησιωτικό οχυρό του, έπαιξε έναν ασταθή και επιζήμιο ρόλο γιά την υπόλοιπη Ήπειρο και τις χώρες της, ενεργώντας μερικές φορές ως έναυσμα σε ενδοηπειρωτικούς ανταγωνισμούς, ενώ άλλες φορές στράφηκε σε μιαν «υπεράκτια» ναυτική εξισορροπιστική στρατηγική, πάντα όμως με στόχο το «διαίρει και βασίλευε» επ’ ωφελεία της βρετανικής αυτοκρατορίας.
Οι ρίζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα στη δεκαετία του 1950, αντικατοπτρίζουν αυτόν τον πυρήνα της Ευρώπης, με τότε τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία να ενώνονται από το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Δανία προσχώρησαν στη συνέχεια στη δεκαετία του 1970, ακολουθούμενες από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα τη δεκαετία του 1980. Με εξαίρεση την Ελλάδα, η Ευρώπη του Ψυχρού Πολέμου ταιριάζει καθαρά στο νοητό «σταυρό» του Μακίντερ. Αλλά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε μια νομισματική ένωση και εφήρμοσε αρκετούς γύρους επέκτασης (ευγενικά αποκαλούμενης από τις Βρυξέλλες «διεύρυνση» για να αποφύγει την εμφάνιση αντι-ιμπεριαλιστικών ανατανακλαστικών). Μιας επέκτασης του ευρωπαϊκού συμπλόκου στη Σκανδιναβία και στη συνέχεια έως τα πρώην σοβιετικά σύνορα, στα κράτη της Βαλτικής και βαθιά μέσα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξήτασε επίσης την επέκταση της στην Τουρκία και στα Βαλκάνια με πιθανές εντάξεις των χωρών.
Η ταχεία επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το ισχυρό κίνητρο για μεγαλύτερη ολοκλήρωση του εθνοφυλετικού συγκροτήματος, δημιούργησε πολλές από τις νέες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει το νυν υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκό συγκρότημα / μπλοκ. Οι κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές διαφορές ήσαν ήδη εμφανείς στον πυρήνα της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης, αλλά η γεωγραφική επέκτασή της μαζί με την «εκρηκτική» παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 τις έφεραν στο προσκήνιο. Άλλες επιπλοκές περιλαμβάνουν : την εξεύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ των συνεισφερόντων και των παραληπτών των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, το διαφορετικό κόστος εργασίας, την εσωτερική μετανάστευση καθώς και τους επίμονους διαφορετικούς εθνικούς πολιτισμούς. Πολιτικώς, η Ευρώπη βιώνει μια στοιχειώδη άνοδο του πατριωτικού λαϊκισμού (όχι εθνικισμού) και μια τάση προς αυταρχικότερες κυβερνήσεις, ιδίως στα ανατολικά σύνορά της – πράγμα που αντικατοπτρίζει παλαιά γεωπολιτικά σταθεροτυπικά πρότυπα που έθεταν τις φιλελεύθερες – «δημοκρατικές» θαλάσσιες δυνάμεις εναντίον των συντηρητικών, αυταρχικών ηπειρωτικών κρατών.
Οι θεμελιώδεις – ιδρυτικοί πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δέχονται όλο και περισσότερο επίθεση από το ίδιο το ασταθές ευρωπαϊκό συγκρότημα, δρώμενο που συνέβαλε στην απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει. Μεταξύ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της βιοπαθολογικής τρέχουσας κρίσης της COVID-19, οι κομβικές ευρωπαϊκές χώρες αγωνίζονται να διατηρήσουν την ενότητα της Ένωσης απαιτώντας δημοσιονομική ευθύνη μεταξύ των κρατών μελών. Οι αποκρίσεις στις δύο πρόσφατες οικονομικές κρίσεις έχουν επίσης προξενήσει κλήσεις για περιορισμένους (τουλάχιστον) εμπορικούς φραγμούς και έναν ανζωογονημένο προστατευτισμό. Και οι κρίσεις αυτές αναζωογόνησαν την αντίθεση των Ευρωπαίων προς την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης – όχι μόνον όσον αφορά στην αύξηση των αιτούντων άσυλο εκτός του ευωπαϊκού μπλοκ, αλλά επίσης και στην ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση εργασίας. Μια άνιση οικονομική ανάκαμψη από την COVID-19 μόνο θα επιδεινώσει τις αυξανόμενες ρήξεις εντός της Ευρώπης οπότε μπορεί έτσι να εξαναγκάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε να απομειώσει τις φιλοδοξίες της για την επιδιωκόμενη υψηλότερη ολοκλήρωση είτε ακόμη και να επανεξετάσει το πεδίο εφαρμογής του ίδιου του ευρωπαϊκού συγκροτήματος.
Οι εξωτερικές προκλήσεις
Οι εσωτερικές διαρθρωτικές προκλήσεις της Ευρώπης συνδυάζονται με το τρέχον μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον. Για μεγάλο μέρος της περιόδου μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμόρφωσης του παγκόσμιου «ρυθμιστικού περιβάλλοντος», με την χρησιμοποίηση το συνδυασμένο βάρους της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ώστε να προωθείται μια φερ΄ειπείν «προοδευτική ατζέντα» που διέτρεχε ένα ευρύτατο πολιτικοκοινωνικό φάσμα από την καλή μεταχείριση των ζώων μέχρι στα δικαιώματα του ψηφιακού απορρήτου των πολιτών. Όμως, κλιμακωτά η συγκριτική ισχύς της ευρωπαϊκής αγοράς εξασθενεί και αυξάνονται οι διαφωνίες σχετικά με τους κανονισμούς εντός της ηπείρου.
Η Κίνα εκμεταλλεύτηκε ήδη τις ευρωπαϊκές εσωτερικές διαιρέσεις και περιόρισε τα χρήματα των ευρωπαϊκών επενδύσεων για να επιταχύνει την οικονομική (και βεβαίως πολιτική) επέκταση και επιρροή του Πεκίνου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια αλλά ακόμη και στις μεγάλες κομβικές ευρωπαϊκές χώρες. Τώρα ο πυρήνας της Ευρώπης (προφανώς επηρεαζόμενος από τις ΗΠΑ) αρχίζει να διαμορφώνει μια περισσότερο ενιαία στάση για την αντιμετώπιση των κινεζικών επενδύσεων, της κινεζικής κατασκοπείας και των ισχυρισμών της Λαϊκής Δημοκρατίας στο εξωτερικό περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εδαφικών διεκδικήσεων. Καθώς η Κίνα εμφανίζει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για την ενδυνάμωση της δικής της διεθνούς θέσης, η πίεση της ενάντια στην ευρωπαϊκή ενότητα και ενάντια στα μορφοποιημένα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά «ιδανικά», εξαναγκάζει την Γηραιά ήπειρο να χαράξει προτεραιότητες και να καθορίσει την αντίθεσή της.
Επίσης η Ρωσία, κατάφερε να εκμεταλλευθεί τις ευρωπαϊκές διαιρέσεις, παίζοντας με τους υφιστάμενους ενεργειακούς δεσμούς και τις διαφορετικές εσωτερικές ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί ρωσικής «απειλής». Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είναι πολύ πιο προσαρμοσμένες στις ρωσικές ενέργειες απ΄ότι η Δυτική Ευρώπη, και αυτό δημιουργεί επιπλέον πιθανή τριβή, καθώς η Ευρώπη επιδιώκει να καθορίσει τις δικές της προτεραιότητες εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από ερωτήματα σχετικά με τον μελλοντικό ρόλο του ΝΑΤΟ, τη συνολική σταθερότητα των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης (ή τουλάχιστον την πορεία των συμφερόντων των δύο πλευρών), καθώς και τον ρόλο των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνάμεων εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να μειώνουν τις δυνάμεις τους στο εξωτερικό και επιδιώκουν να μειώσουν την ενεργό εμπλοκή τους σε παγκόσμιες συγκρούσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα συρθεί από διαφορετικά συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής, καθώς τα κράτη μέλη της ασχολούνται με ζητήματα ασφαλείας, είτε σε πρώην αποικιακές αυτοκρατορίες τους, είτε κατά μήκος της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η Τουρκία και τα Βαλκάνια αντιστοιχούν σε δύο νέες προκλήσεις ασφάλειας για την Ευρώπη, με την εξελισσόμενη πώληση κινεζικών όπλων στη Σερβία, καθώς και την αύξηση των εντάσεων μεταξύ Ελλάδος και Άγκυρας για εδαφικές διαφορές στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η συνεχιζόμενη εμφύλια σύγκρουση στη Λιβύη κινητοποίησε διαφορετικά συμφέροντα και προξένησε μερική εμπλοκή κάποιων ευρωπαϊκών κρατών, ενώ στο πεδίο της αντιτρομοκρατίας στην περιοχή Σαχέλ της υποσαχάριας Αφρικής συνεχίζει να τραβά την προσοχή της Γαλλίας και άλλων χωρών. Τα βασικά ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Γερμανίας, επιδεικνύουν περισσότερο ενδιαφέρον για την Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την κινεζική ναυτική επέκταση, με τη Γαλλία να κινείται ταχύτερα λόγω των κτήσεών της στον Ειρηνικό και των μακροχρόνιων ανεξάρτητων από το αμερικανικό πλαίσιο εξωτερικών αμυντικών πολιτικών της. Η Αρκτική επέσυρε επίσης την προσοχή καθώς οι κλιμακούμενες κλιματικές αλλαγές καθιστούν την περιοχή προσιτή σε περισσότερη οικονομική δραστηριότητα και αναζωογονείται ο στρατιωτικός ανταγωνισμός, οδηγώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναζητήσει μεγαλύτερο ρόλο στην περιφερειακή διαχείριση. Συνεπώς η ανάγκη καθορισμού των ευρωπαϊκών αμυντικών προτεραιοτήτων στο εγγύς και στο άπω πλανητικό υπόλοιπο, καθώς και η εξισορρόπηση των ευθυνών της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, θα δοκιμάσουν την περαιτέρω μετεξέλιξη της Ευρώπης.
Ευρώπη και «Νέα Παγκόσμια Τάξη»
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν διαμορφώθηκε με τον τρόπο που ήλπιζαν οι μεταπολεμικές της ελίτ. Ο φιλελευθερισμός της βορειοδυτικής Ευρώπης φαίνεται ότι φτάνει στα όριά του και αντιμετωπίζει αντίσταση σε όλο τον κόσμο. Οι σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες κλονίζονται επί αρκετές δεκαετίες, καθώς οι διαφορές στην στρατηγική προοπτική και μέριμνα αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο. Η ανασυγκρότηση της ισχυρής Ρωσίας εξαναγκάζει εμμέσως την νυν Ευρώπη να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της διαιρέσεις. Και η άνοδος της Κίνας (όχι μόνον ως οικονομικής και στρατιωτικής δυνάμεως, αλλά και ως εναλλακτικής πηγής νέων παγκοσμίων θεσμίων και κανόνων), έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια την σύλληψη της Ευρώπης ως πρωτοστάτη του σύγχρονου υλιστικού πολιτισμού και της παγκόσμιας «δημοκρατικής» πολιτικής τάξης.
Εσωτερικά, ανέκαμψε και πάλι ο παλαιός αγώνας των «ελευθεριών» έναντι των απολυταρχικών κυβερνήσεων. Η επέκταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει καταστήσει σχεδόν αδύνατη την οποιαδήποτε συναίνεση, ενώ τον συμβιβασμό όλο και πιο δύσκολο. Οι δημογραφικές καταπτώσεις και η παρατεταμένη οικονομική επίπτωση μιας σειράς αλληλοδιαδόχων κρίσεων μας υποχρεώνουν ήδη σε επανεκτίμηση του τι σημαίνει να είσαι Ευρωπαίος και σε προβληματισμό αν τα σύνορα μπορούν και τελικά θα παραμείνουν ανοιχτά εντός της Ένωσης. Το πολυσυζητημένο Brexit, ακόμη και αν είναι προβληματικό, μπορεί να εμπνεύσει ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να ζητούν περισσότερα από τις Βρυξέλλες με την απειλή εξόδου τους. Εν τω μεταξύ, άλλοι μπορεί να αναρωτιούνται αν το ίδιο το ενωσιακό συγκρότημα είναι πολύ μεγάλο για να το διαχειριστούν επαρκώς τα όργανα της Ενώσεως, ίσως δε οι μη συμμορφούμενες στις επιταγές του χώρες να αναγκασθούν να βγούν, ή τουλάχιστον να προωθήσουν ένα νέο βαθμιδωτό λειτουργικό σύστημα της Ευρώπης ως τον καλύτερο τρόπο για τη διαχείριση του μέλλοντος.
Ωστόσον, αυτό που είναι απολύτως σαφές είναι ότι παρά τα ευγενικά συναισθήματα και τους οραματισμούς, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μεγάλο ευρωπαϊκό πείραμα απέτυχε να «τερματίσει την ιστορία», να απαλείψει το παρελθόν και να αντικαταστήσει τις ιδέες του έθνους, των συνόρων και των διαφορών με μιαν αφηρημένη κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα ως πρότυπο για το μέλλον της παγκόσμιας συνεργασίας των κρατών. Στην τέταρτη έκδοση του βιβλίου του «Ο Νέος Κόσμος: Προβλήματα στην Πολιτική Γεωγραφία» που κυκλοφόρησε το 1928, ο Αμερικανός γεωγράφος Ησαΐας Μπόουμαν οραματίσθηκε μιαν ευρωπαϊκή τελωνειακή ένωση που δεν ενδιαφέρεται περισσότερο για το εμπόριο παρά για τα σύνορα. Όμως, ενώ η πρόγνωση του Μπόουμαν έχει γίνει πραγματικότητα, το ίδιο έχει και η προειδοποίησή του ότι «δεν χρειάζεται ποτέ να φοβόμαστε τη διεθνή συνεργασία ως διαδικασία ισοπέδωσης» και ότι «οι λαοί του κόσμου είναι πολύ ανόμοιοι, οι διαφορές τους είναι πολύ παγιωμένες, ώστε να πραγματοποιηθούν ισοπέδωση».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απίθανο να «καταρρεύσει» απλώς, αλλά η κρίση της ταυτότητός της θα την εξαναγκάσει να συμφιλιωθεί τόσο με το μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον όσο και με την πραγματικότητα των διαφορών εντός του ίδιου του διευρυμένου ευρωπαϊκού συγκροτήματος.
Εάν ο ευρωπαϊκός πυρήνας δεν μπορεί να συντονιστεί καθιστάμενος συμπαγής και να καταλήξει σε μια κοινή κατανόηση σχετικά ενός σταθεροτύπου συνεργατικής πορείας οικονομικής, τεχνολογικής και κοινής ασφάλειας, η Ευρώπη θα δει την παγκόσμια θέση της να ολισθαίνει περαιτέρω, κάτι που θα ενθαρρύνει τα έθνη είτε να απελευθερωθούν από την ενωσιακή τους σύνδεση και να ακολουθήσουν τη δική τους εθνική πορεία, είτε να οδηγηθούν σε εξάρτησή τους από άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Α. Κ.