Βασικές ευρωπαϊκές τάσεις για το 2021

Το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit 

Μετά το Brexit το Ηνωμένο Βασίλειο θα επικεντρώσει την εξωτερική του πολιτική στη διαπραγμάτευση συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου σε όλο τον κόσμο, αλλά η πρόοδος στο συγκεκριμμένο πεδίο αναμένεται ανομοιογενής και άνιση. Η Βρετανία θα επιδιώξει να διαπραγματευτεί εμπορικές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, (που αποτελούν τη σημαντικότερη εξαγωγική της αγορά), καθώς και με τις πρώην αποικίες της στην Κοινοπολιτεία, τα τέως «επικυριαρχούμενα του στέμματος κράτη» («Dominion States»), όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Ωστόσον, η πρόοδος των διαπραγματεύσεων θα είναι αργή, ειδικά στις διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίαρχες τουλάχιστον του «δυτικού παιγνίου», λόγω ζητημάτων όπως τα αντιφατικά μεταξύ των δύο χωρών πρότυπα πρότυπα για τα γεωργικά τρόφιμα. 

Επίσης, το Ηνωμένο Βασίλειο θα συνεχίσει να επαναδιαπραγματεύεται τις εμπορικές συμφωνίες που διέθετε προηγουμένως ως κράτος – μέλος της ΕΕ. Η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις αυτού του είδους θα είναι ταχύτερη, δεδομένου ότι ως επί το πλείστον το Λονδίνο και οι εταίροι του θα επαναλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν με αναδιατύπωση, τις ήδη υπάρχουσες συμφωνίες. Επί πλέον το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιδιώξει να επιτύχει συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση για θέματα που εξαιρούνται από την κύρια εμπορική συμφωνία, ιδίως δε για τα ζητήματα που αφορούν στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Ενώ είναι απίθανο οι Βρυξέλλες να παραχωρήσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο πλήρη πρόσβαση στην ενιαία αγορά τους, είναι δυνατές περιορισμένες συμφωνίες οι οποίες καλύπτουν ορισμένα τμήματα του τομέως των «υπηρεσιών», υπό την προϋπόθεση ότι το Λονδίνο υπόσχεται να διατηρήσει το δικό του κανονιστικό πλαίσιο ευθυγραμμισμένο με εκείνο των Βρυξελλών. 

Φαίνεται ακόμη ότι, το Brexit δύναται να οδηγήσει την Σκωτία σε μια νέα ώθηση για ανεξαρτησία.  Ενώ η Σκωτία δεν θα αποσχισθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2021, θα παραμείνουν ποικίλα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη εδαφική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου : Στην Σκωτία, οι ψηφοφόροι θα υποστηρίξουν συντριπτικά το τασσόμενο υπέρ της ανεξαρτησίας «Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα» (SNP) στις νομοθετικές εκλογές της χώρας τον ερχόμενο Μάϊο. Το SNP θα πραγματοποιήσει εκστρατεία για να αποσπάσει από την κυβέρνηση την υπόσχεση ενός νέου δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας, αίτημα το οποίο προφανώς θα απορρίψει το Λονδίνο. 

Ποικίλες φράξιες εντός του SNP θα ωθήσουν το κόμμα να εγκαταλείψει την δεδηλωμένη θέση του εναντίον κάθε «έκνομης ενέργειας», αλλά είναι απίθανο μία τέτοια πρόταση να επικρατήσει επειδή η ηγεσία του κόμματος είναι απρόθυμη να αναλάβει τον κίνδυνο της μονομερούς αποχώρησης. Ενώ η Σκωτία δεν θα αποχωρήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2021, το ζήτημα της αποσχίσεως δεν πρόκειτια να αποσυρθεί σύντομα από την πολιτική ζωή, διατηρώντας υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα της Βρετανίας. 

Το τέλος της εποχής Μέρκελ στην Γερμανία 

Οι γενικές εθνικές εκλογές στη Γερμανία τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα σηματοδοτήσουν το τέλος της καγκελαρίας της Άνγκελα Μέρκελ μετά από 16 χρόνια (!) στην εξουσία. Αυτές οι εκλογές θα ανοίξουν τον δρόμο για πολυσύνθετες πολιτικές αλλαγές στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ειδικά εφ΄όσον η σημερινή κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντικατασταθεί από μια «πιο δεξιά» ή «πιο αριστερή» κυβέρνηση, που θα επιδιώξει να αλλάξει πορεία σε θέματα όπως οι δημοσιονομικές δαπάνες και η ομοσπονδοποίηση της ΕΕ.

Οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στα κεντροδεξιά κόμματα που υπερασπίζονται την εγχώρια δημοσιονομική πειθαρχία και είναι απρόθυμα να μοιραστούν τον οικονομικό κίνδυνο της ευρωζώνης και στα κεντροαριστερά κόμματα που υπερασπίζονται τις υψηλότερες δημόσιες δαπάνες και υποστηρίζουν περισσότερο την «ομοσπονδοποίηση» της ΕΕ. Τα ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα πιθανότατα θα έχουν καλή επίδοση, αλλά το πιθανότερο αποτέλεσμα φαίνεται μια κεντρική κυβέρνηση που δεν θα εισάγει δραστικές αλλαγές στην εσωτερική ή εξωτερική πολιτική. 

Οι εκλογές θα οδηγήσουν πιθανώς σε κατακερματισμένο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο (Bundestag), καθώς και μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις για να σχηματισθεί κυβέρνηση. Αυτές οι δομικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις θα δημιουργήσουν αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον των επί μέρους γερμανικών πολιτικών, ενώ θα επιβραδύνουν και την διαδικασία λήψεως αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι έως ότου υπάρξει μια νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο, πιθανώς θα αναβληθούν ποικίλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε ηπειρωτικό επίπεδο. 

Τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές, η Γερμανία θα είναι πρόσφορη σε εσωτερικά-εγχώρια μέτρα τόνωσης για τον μετριασμό του οικονομικού αντικτύπου της κρίσεως της COVID-19, αλλά μόνον ως προσωρινό μέτρο, επειδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μεσοπρόθεσμα θα επιδιώξει την αποκατάσταση του δημοσιονομικού ισοζυγίου της χώρας.

Σε επίπεδο ΕΕ, η Γερμανία θα θεωρήσει την Γαλλία ως βασικό σύμμαχό της για να ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το Βερολίνο κατά τη διάρκεια μιας «εκλογικής χρονιάς» θα επιδιώξει επίσης να μετριάσει ορισμένες από τις προτάσεις των Παρισίων, ιδίως εκείνες οι οποίες αφορούν στην βαθύτερη οικονομική και χρηματοοικονομική ολοκλήρωση της ευρωζώνης και στην μεγαλύτερη στρατιωτική συνεργασία στο ευρωπαϊκό συγκρότημα. Η Γερμανία θα αφοσιωθεί στην «Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ και θα αυξήσει την πίεση στις εταιρείες αλλά και στα νοικοκυριά για την μείωση των εκπομπών CO2. 

ΕΕ-ΗΠΑ : Οι σχέσεις βελτιώνονται, αλλά οι διαφωνίες παραμένουν

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προωθήσουν τη συνεργασία, περιορίζοντας την μεταξύ τους αντιπαράθεση στις διμερείς τους σχέσεις, αλλά θα παραμείνουν μεταξύ των Βρυξελλών και του Λευκού Οίκου πολυεπίπεδες διαφωνίες σε θέματα όπως το εμπόριο, η άμυνα και οι σχέσεις με την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα δεν θα επιβάλουν νέες αυξήσεις δασμών στις μεταξύ τους εξαγωγές, ενδέχεται όμως να διατηρηθούν οι υπάρχουσες.

Εν τω μεταξύ, θα παραμείνει αόριστη μια ολοκληρωμένη εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ, διότι τα συγκρουόμενα πρόδηλα και αφανή συμφέροντα στις Βρυξέλλες και στον Λευκό Οίκο θα συνεχίσουν να δημιουργούν εμπόδια σε θέματα όπως οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και η ανταλλαγή προσωπικών δεδομένων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να πιέζουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις δαπάνες τους για άμυνα, αλλά χωρίς να αμφισβητήσουν τη ρήτρα αμοιβαίας προστασίας της συμμαχίας. 

Όσον αφορά στην Κίνα, οι Βρυξέλλες και ο Λευκός Οίκος θα ευθυγραμμιστούν σε θέματα όπως η απαίτηση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για ξένους επενδυτές στις χώρες, η στενή παρακολούθηση των κινεζικών επενδύσεων σε στρατηγικούς τομείς των οικονομιών τους, αλλά και η καταδίκη και τιμωρία του Πεκίνου για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, οι χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, θα πιέσουν τις Βρυξέλλες να μην επιδεινώσουν τυχόν υφιστάμενες εμπορικές διαφορές με το Πεκίνο. 

Ένας από τους τομείς στους οποίους θα αυξήσουν τη συνεργασία τους οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής, ειδικά καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες «επανέρχονται» συμμετέχουσες στη «Συμφωνία των Παρισίων» του 2015 [«Σύμβαση Πλαισίου ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή»]. Οι Βρυξέλλες και ο Λευκός Οίκος θα υπερασπιστούν επίσης τον ρόλο των πολυμερών διεθνών οργανισμών, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ενώ θα επιδιώξουν να τους ενισχύσουν και να συνεργαστούν για την ευρυθμότερη μεταρρύθμισή τους. 

Σχηματοποιείται μια οικονομική ανάκαμψη δύο ταχυτήτων 

Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα θα βελτιωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά οι διαφορές στην απόδοση μεταξύ του Βορρά και του Νότου θα συμβάλουν στην αδυναμία εκρίζωσης μακροχρόνιων οικονομικών βλαβών. Πιθανότατα οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης θα ανακτήσουν τις περισσότερες από τις απώλειες που σχετίζονται με την COVID-19 του 2020 όσον αφορά στο ΑΕΠ τους, στην απασχόληση, στην παραγωγή, στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, ενώ στον Νότο οι περισσότεροι από αυτούς τους δείκτες θα παραμείνουν κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα.

Η διαδικασία του αντι- COVID-19 εμβολιασμού θα είναι αργή και άνιση, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο να διατηρήσουν ορισμένα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης επί αρκετούς μήνες. Αυτό θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά τομείς όπως ο τουρισμός, τουλάχιστον κατά τις αρχές του έτους, πράγμα το οποίο θα είναι ιδιαίτερα επιζήμιο για τις οικονομίες στο Νότο που εξαρτώνται από τον τουρισμό. 

Ένα βελτιωμένο οικονομικό κλίμα θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις του Βορρά να άρουν σταδιακά τα «μέτρα τόνωσης» προκειμένου να μειώσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα, αλλά οι κυβερνήσεις στο Νότο (Ισπανία-Ιταλία-Ελλάδα) θα διατηρήσουν, ή ακόμα και θα αυξήσουν, τις πολιτικές «παρατεινόμενης ανοχής» τους, με το συνακόλουθο τίμημα των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της επιδείνωσης του χρέους. Ως αποτέλεσμα, ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος (συμπεριλαμβανομένου του κρατικού χρέους και των τραπεζικών κρίσεων) θα παραμείνει στο Νότο, ενώ θα μειωθεί στο Βορρά. Επίσης οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στο Νότο θα αφήσουν ανοικτό το ενδεχόμενο σφοδρών αντικαθεστωτικών συναισθημάτων και ενεργειών. 

Η απόκλιση Βορρά-Νότου στις οικονομικές επιδόσεις θα καταστήσει πολύ δύσκολο για τα μέλη της Ευρωζώνης να καταλήξουν σε συναίνεση σχετικά με μέτρα για την αύξηση της κατανομής των οικονομικών και χρηματοοικονομικών κινδύνων στο πεδίο του νομίσματος, επειδή κλιμακωτά θα χαθεί η αίσθηση του «οικονομικού επείγοντος» η οποία κατέστησε εφικτά τα μεγάλα «πακέτα τόνωσης» της ΕΕ το 2020 (όπως συνέβη με την «Συμφωνία του Ταμείου Ανάκαμψης» του Ιουλίου 2020). Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (όπως η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης ή η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών) πιθανότατα θα αναβληθούν επί μακρόν, γεγονός που θα αφήσει την Ευρωζώνη ευάλωτη και σε μελλοντικές κρίσεις. 

Εν τω μεταξύ, η αναζωογονημένη μεγαλύτερη αισιοδοξία για την παγκόσμια οικονομία θα κάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση πιο πρόθυμη να συμμετάσχει σε εμπορικές συνομιλίες. Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πιθανό να συνεχίσει τις εμπορικές διαπραγματεύσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με χώρες όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Καθώς το οικονομικό περιβάλλον βελτιώνεται αργά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι επίσης πιθανό να συνεχίσει να θεσπίζει νομοθετήματα σχετικά με την «Πράσινη Συμφωνία», ώστε να πιέσει επιτυχώς τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος. 

Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts