Η Ευρώπη σχεδιάζει τη δική της πορεία με την Κίνα
«Το δίσεκτο 2020 τελείωσε μέσα σε μια σωρεία προβλημάτων για την ΕυρωπαΪκή Ένωση. Αυτή η διαπίστωση δεν αποτελεί ένα μεμψίμοιρο παράπονο για το …. ατυχές πεπρωμένο της ηπείρου μας.
Όπως αποδείχθηκε στην πράξη, τελικά δεν ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον που παρείχε τα εορταστικά «πυροτεχνήματα» της πρωτοχρονιάς, αλλά οι ίδιες οι Βρυξέλλες, οι οποίες προκάλεσαν οργίλες αντιδράσεις ποικίλης έντασης ανακοινώνοντας μια συμφωνία με την Κίνα για ένα μακρόχρονο αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενο επενδυτικό σύμφωνο.
Λίγοι αναλυτές είχαν δει την κίνηση αυτή να έρχεται, καθώς η πλειονότητα των ανθρώπων είχε την προσοχή της αποσπασμένη λόγω της εορταστικής περιόδου. Και όπως αποκαλύφθηκε σαφέστατα στο εν λόγω σύμφωνο υπάρχουν αρκετά τρωτά και ευαίσθητα σημεία για την ΕΕ.
Για παράδειγμα, η Κίνα δεν δεσμεύεται να ανοίξει δημόσιες αγορές. Παρά τις προμήθειες της κινεζικής κυβέρνησης, (που ανέρχονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ετησίως), οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν θα αντιμετωπίζονται ισότιμα στις δημόσιες προσκλήσεις υποβολής προσφορών.
Επίσης η Κίνα αρνείται να υπογράψει τη συμφωνία του «Παγκόσμιου Οραγανισμού Εμπορίου» (WTO) για τις δημόσιες συμβάσεις. Η Ευρώπη απέτυχε να πείσει το Πεκίνο να αποδεχθεί ένα νομικό σύστημα αξιολόγησης των επενδύσεων για τον χειρισμό των ενδεχομένων διαφορών μεταξύ των επενδυτών, διότι οι ισχύουσες ρήτρες ισότιμων όρων είναι απίθανο να περιλάβουν και να αντιμετωπίσουν θέματα όπως οι διεισδυτικές έμμεσες επιδοτήσεις.
Ένα ακόμη από τα κύρια προβλήματα του συμφώνου είναι ότι οι δεσμεύσεις για τη βελτίωση των εργασιακών δικαιωμάτων παραμένουν ασαφείς. Δεν περιλαμβάνουν κρίσιμες δεσμεύσεις σχετικά με την καταναγκαστική εργασία και το δικαίωμα στο συνεταιρισμό, ενώ παραμένουν ανοικτές σε περαιτέρω διαπραγματεύσεις.
Προφανώς με την έγκριση του συμφώνου είναι πιο δύσκολο να πιέσουμε την Κίνα για αυτό το θέμα, ειδικά τώρα που η καταναγκαστική εργασία φαίνεται να έχει καταστεί μέρος της γενικότερης πολιτικής της για την «επανεκπαίδευση» του πληθυσμού στο Σιντζιάνγκ.
Με την εφαρμογή του συμφώνου η Ευρώπη χάνει την δυαντότητα μόχλευσης, όχι μόνο σε ζητήματα κρίσιμα για τη μελλοντική της ανταγωνιστικότητα, αλλά και σε ζητήματα θεμελιωδλων αξιών – που κυμαίνονται από τα ανθρώπινα δικαιώματα έως το μέλλον των μονάδων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα.
Το περασμένο έτος η Κίνα ακύρωσε τη διεθνή συνθήκη της για το Χονγκ Κονγκ. Ήταν επίσης ένας χρόνος κατά τον οποίον η Κίνα συγκρούστηκε με την Ινδία στα σύνορα, αποπειράθηκε τον στρατιωτικό εξαναγκασμό της Ταϊβάν, αλλά και τον οικονομικό εξαναγκασμό κατά της Αυστραλίας.
Από την πλευρά του Πεκίνου, η υπογραφή της επενδυτικής συνθήκης από την ΕΕ μετά από μια τέτοια ακολουθία γεγονότων και με την εξελισσόμενη μετάβαση της προεδρικής εξουσίας στις ΗΠΑ, ισοδυναμεί με ισχυρή υποστήριξη της κινεζικής πολιτικής πορείας, αν όχι έμμεσης ενθάρρυνσής του Πεκίνου να συμπεριφερθεί πιο επιθετικά.
Στις 30 Δεκεμβρίου τα μεγάλα «πολιτικά όπλα» της Ευρώπης έδειξαν τα πρόσωπά τους σε μία φευγαλέα βιντεοδιάσκεψη με τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. Σε αυτήν την τηλεδιάσκεψη δεν μπορούσε να αποκρυβεί ότι είχε γίνει μια θεμελιώδης επιλογή, σχετικά με το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετίζεται με τον υπόλοιπο κόσμο ως παγκόσμια δύναμη. Βεβαίως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η επιλογή έχει σημαντικό κόστος, πράγμα καθόλου παράλογο.
Αναμφίβολα, η ΕΕ σχεδόν στην ολότητά της καλωσόρισε την άφιξη του Τζο Μπάϊντεν ως νέου Αμερικανού Προέδρου με ανακούφιση. Όμως, η ήπειρος έχει πλέον ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να αναζητήσει προστασία στην «αγκαλιά» της Αμερικής, όπως στην μακρά περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά τον Πρόεδρο Τραμπ, στην Ευρώπη επικρατεί μια πιο υπολογισμένη προσέγγιση, έχοντας βαθιά επίγνωση του γεγονότος ότι τα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ έχουν ήδη αποστασιοποιηθεί αρκετά. Μάλιστα κατά πολύ περισσότερο από ό, τι παραδέχονται ανοιχτά οι περισσότεροι πολιτικοί και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Από τότε που εξελέγη ο Τζο Μπάϊντεν, στην Ευρώπη έχει αναπτυχθεί μια ελπίδα ότι γρήγορα η «Δύση» θα θεραπευθεί από τα προβλήματά της με τις ΗΠΑ, απηχώντας τα νοσταλγικά λόγια του ίδιου του Μπάϊντεν : «… τώρα πίσω, στην κορυφή του τραπεζιού».
Ο Τζέϊκ Σάλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του νέου Προέδρου Μπάϊντεν, επικαλούμενος το παλαιό πλαίσιο ενός «αμερικανοκεντρικού» κόσμου, προχώρησε την προσωπική του εκτίμηση τόσο πολύ ώστε έγραψε στο Twitter πως το ευρωπαϊκό συγκρότημα πρέπει να αναβάλλει επί μία επταετία την εφαρμογή της συμφωνίας με την Κίνα μέσω καθυστερήσεων της διαδικασίας. Επίσης δήλωσε στο ίδιο κείμενο ότι η ΕΕ «χρειάζεται συντονισμό» με τον Λευκό Οίκο και ότι « Η κυβέρνηση Μπάϊντεν – Χάρις θα καλοδεχθεί πρώιμες συμβουλευτικές συνομιλίες με τους Ευρωπαίους εταίρους μας γιά τις κοινές μας ανησυχίες γύρω από τις κινεζικές οικονομικές πρακτικές».
Με την απόρριψη προσκλήσεων τέτοιου είδους, η ΕΕ έδειξε ότι βλέπει τον εαυτό της ως αυτοτελή και αυτεξούσια υπερδύναμη, τουλάχιστον στο εμπόριο. Φάνηκε πως δεν έχει χρόνο για αιτήματα των Προέδρων των ΗΠΑ, είτε αυτοί είναι φιλελεύθεροι είτε λαϊκιστές. Οι κυρίαρχες δυνάμεις σκέπτονται, αποφασίζουν και είναι έτοιμες να ενεργήσουν από μόνες τους.
Ο συντονισμός με την Ουάσινγκτον είναι φυσικά καλός, εάν και όταν αυτός αποδειχθεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την ενίσχυση και των ευρωπαϊκών συμφερόντων, όπως για παράδειγμα στην αντιμετώπιση των στρεβλώσεων εφαρμογής των συμφωνημένων που προκαλούνται από τις κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις.
Όσο όμως οι ΗΠΑ έχουν τις δικές τους διμερείς συμφωνίες «Φάσης 1» με την Κίνα, δίνοντας στις αμερικανικές εταιρείες το προβάδισμα έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους, η αναβολή της εμπορικής συμφωνίας της ΕΕ με το Πεκίνο θα ήταν απλούστατα μια ανεξήγητη πράξη οικονομικού και γεωπολιτικού αυτοτραυματισμού.
Η απογοήτευση της Ουάσιγκτον με την Ευρώπη είναι προφανής, αν και είναι δύσκολο να κατανοηθεί πλήρως ορθολογικά. Λέγεται ότι οι επερχόμενοι στην εξουσία των ΗΠΑ Δημοκρατικοί είναι «μπερδεμένοι και έκπληκτοι», ενώ η υπόσχεση για μια ανανεωμένη «Δύση», μετά την εποχή του Τραμπ, έχει ήδη σβήσει πριν καν φύγει ο Τραμπ.
Ειδικότερα, ο ειδικός στις Κινεζικές Σπουδές δημοσιογράφος Μάθιου Πότινγκερ, Αναπληρωτής Σύμβουλος και Διευθυντής του Ασιατικού Τομέα στο «Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας» του Λευκού Οίκου, έγραψε απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους συμπροεδρεύοντες της διεθνούς «Διακοινοβουλευτικής Συμμαχίας για την Κίνα» (IPAC) : «Οι ηγέτες τόσο στα πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ όσο και σε ολόκληρη την κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι μπερδεμένοι και έκπληκτοι καθώς η ΕΕ κινείται προς μια νέα επενδυτική συνθήκη την παραμονή μιας νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ».
Φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις πως οι Αμερικανοί ιθύνοντες θα έκαναν καλά να το ξεπεράσουν, να σταματήσουν να φαντασιάζονται την Δύση όπως ήταν κάποτε και να αντιμετωπίσουν τον κόσμο όπως είναι σήμερα.
Βεβαίως υπάρχουν πολλά περιθώρια για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ να αυξήσουν (από κοινού) την πίεση στον Σι Τζινπίνγκ, κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο. Η μόνη προϋπόθεση είναι ότι μια τέτοια πίεση πρέπει να αποδίδει «μέρισμα» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Επίσης η ευρωπαϊκή επενδυτική συμφωνία καθιστά σαφές ότι το καθεστώς του «συστημικού αντιπάλου», το οποίο απέδωσε η Ένωση στην Κίνα το 2019, δεν την εμποδίζει να αντιμετωπίζει το Πεκίνο ως εταίρο, όπου αυτό έχει ουσιώδες νόημα. Δεν πρόκειται να υπάρξει κάποιος αναίτιος και παράταιρος, ανανεωμένος Ψυχρός Πόλεμος.
Ενώ η ΕΕ επιδιώκει να προστατεύσει τις στρατηγικές της βιομηχανίες και να μειώσει την εξάρτηση της αλυσίδας εφοδιασμού σε καθορισμένους τομείς, εξακολουθεί να θέλει να διεξάγει εμπόριο με όρους αγοράς σε τομείς που θεωρεί λιγότερο στρατηγικούς. Το πραγματικό ερώτημα είναι πού να χαράξει τη νοητή γραμμή μεταξύ των δύο συνόλων.
Εδώ γεννάται το ερώτημα θα υπάρξουν «κόκκινες γραμμές» σε αυτήν την διαδικασία αναδιαμόρφωσης των διεθνοπολιτικών σχέσεων; Βεβαίως μην περιμένετε απαντήσεις από πάγιους επικριτές της ΕΕ. Για αυτούς δεν υπάρχουν γραμμές.
Η σχεδίαση ορίων για πολλούς πολιτικούς και σχολιαστές αποτελεί μια έμμεση μορφή δειλίας και ανόητου κυνισμού. Όσο ο ισχυρός Κινέζος ηγέτης συμπεριφέρεται με «απρέπεια» απόλυτου μονάρχη, (όπως και πάλι έπραξε πρόσφατα στο Χονγκ Κονγκ), δεν μπορεί να υπάρξει καμία ουσιαστική εμπορική συμφωνία, καμία αλληλεξάρτηση ή διπλωματία προσέγγισης με το Πεκίνο. Οι δικτάτορες δεν μπορούν να καθησυχαστούν.
Ωστόσο, δεδομένου του μεγέθους και της διασύνδεσης της Κίνας με την Ευρώπη, μια στρατηγική πολιτική «μη εμπλοκής» δεν αξίζει σχεδόν καθόλου τον τίτλο «στρατηγική». Μοιραζόμαστε όλοι τον ίδιο πλανήτη, οπότε ένα ισχυρό, στρατιωτικά και τεχνολογικά, κράτος 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων δεν μπορεί να εξαφανιστεί ως δια μαγείας από την πραγματικότητα.
Πώς μπορούμε να κάνουμε τον Σι Τζινγπίνγκ να καταπολεμήσει την υπερθέρμανση του πλανήτη; Υπάρχει μήπως κάποια χώρα που δεν υποστηρίζει με κάποιο τρόπο μια συστηματική της αντιπαλότητα με το Πεκίνο γύρω από το παγκόσμιο κλιματικό ζήτημα;
Η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Ιαπωνία, (όλες τους δημοκρατικές χώρες), δεν είναι … ένθερμοι φίλοι της Κίνας. Αυτό όμως δεν τις εμπόδισε να υπογράψουν τις δικές τους εμπορικές συμφωνίες με την Κίνα, λίγες μόνο ημέρες μετά την εκλογή του Μπάϊντεν ως νέου Προέδρου.
Ίσως ο ίδιος ο Μπάϊντεν μπορούσε να δεσμευθεί να τερματίσει ή τουλάχιστον να ανοίξει εκ νέου τη συμφωνία «Φάσης 1» με την Κίνα, για παράδειγμα να εξωθήσει το Πεκίνο να επικυρώσει τις θεμελιώδεις συμβάσεις της «Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας» (ILO). Προς μεγάλη χαρά των τραπεζίτων της Wall Street, ο νέος Πρόεδρος ορκίσθηκε να διατηρήσει το status quo.
Με τις ιδιάζουσες ακρότητες και τις πολιτικές ασυνέχειες του Προέδρου Τραμπ ήταν αναπόφευκτο ο διάδοχός του να χαιρετιστεί από πολλούς ως «Μεγάλος Θεραπευτής» της Δύσης. Αλλά το πρόβλημα του Τζο Μπάϊντεν είναι ότι κατ΄αυτόν τον τρόπο μετέτρεψε τον εαυτό του σε ουτοπικό σύμβολο. Μιλά για δημοκρατία, αξίες και παγκόσμια αμερικανική ηγεσία, ενώ η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο δείχνει να βυθίζεται. Μάλιστα απεκάλεσε «κακοποιό» τον Κινέζο ηγέτη.
Αυτή είναι έκφανση μιας συμπαγούς, σταθερής και αποφασισμένης γλώσσας, και όχι μια λέξη που θα ακούγαμε από τον Σαρλ Μισέλ ή την Ούρσουλα φον ντερ Λάϋεν, ή από τον Πρόεδρο Μακρόν ή την Καγκελάριο Μέρκελ. Έως τώρα και προς το παρόν, αυτά που λένε εκείνοι για την Κίνα, ακούγονται ασύγκριτα πιο στρατηγικά και ευνόητα σε σχέση τους αυθαίρετους αμερικανικούς αφορισμούς.
Α. Κωνσταντίνου