ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ – Επαναξιολόγηση των δεδομένων αξιών

Η παγκοσμιοποίηση βασίζεται σε αξίες που οι ελίτ καθαγιάζουν και οι πλατιές μάζες των εξουσιαζόμενων ανθρώπων αποδέχονται. Αν πράγματι θέλουμε μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό μας, πρέπει να κατανοήσουμε διεξοδικά τις ελαττωματικές ιδέες που στηρίζουν την παρούσα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, την προέλευση, την ανάπτυξη και την τελική αποτυχία τους. Πρέπει να τις αντικαταστήσουμε με μια πιο ορθολογική κατανόηση του ανθρώπου ως ατόμου και ως κοινωνικού όντος. Επικαλούμενοι τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε, θα πρέπει να επαναξιολογήσουμε τις βασικές αξίες. 

Η αναγκαία επαναξιολόγηση των αξιών ήταν για τον Νίτσε η επιτομή του θεμελιώδους προβλήματος (με το οποίο ασχολούνταν όλο και περισσότερο). Το πρόβλημα αυτό ήταν η σαρωτική πνευματική και πολιτιστική κρίση την οποία ο Νίτσε αργότερα χαρακτήρισε ως «θάνατο του Θεού» και έλευση του «μηδενισμού». 

Το βασικό ενδιαφέρον του Νίτσε έγινε η ανακάλυψη μιας εναλλακτικής αντιμετώπισης ικανής να καταφάσκει τη ζωή, (αντίθετης προς τη ριζικά απαισιόδοξη αντίδραση του Σοπενχάουερ και την απογοήτευση από την παρακμή του πολιτισμού). 

Αυτό που ο Νίτσε ονόμασε «θάνατο του Θεού» ήταν τόσο ένα πολιτισμικό γεγονός (η παρακμή και ο επικείμενος θάνατος της «χριστιανικής ηθικής» ερμηνείας της ζωής και του κόσμου) όσο και μια φιλοσοφική εξέλιξη : Η εγκατάλειψη κάθε πράγματος που έμοιαζε με την υπόθεση του Θεού (εδώ συμπεριλαμβάνονται και όλα τα «ημιθεϊκά απόλυτα»). Ως πολιτισμικό γεγονός αποτελούσε ένα φαινόμενο που έπρεπε να εξετασθεί αλλά και μια πηγή έντονου προβληματισμού διότι φοβόταν μια μηδενιστική αντίδραση. Ως φιλοσοφική εξέλιξη το εν λόγω δρώμενο αποτέλεσε το σημείο αναφοράς, στο οποίο βασίστηκε ο φιλόσοφος για να διεκδικήσει μια ριζική αναθεώρηση των πάντων, από τη ζωή, τον κόσμο και τον άνθρωπο, τη γνώση ως την αξία και την ηθική. 

Πρέπει να εξετάσουμε τη σημασία της ρήσης του ο «Θεός είναι νεκρός», τον σκοπό για τον οποίο ο φιλόσοφος διακηρύσσει το «θάνατο του Θεού», καθώς και τις συνέπειες αυτής της διακήρυξης.Έτσι, καθίσταται σαφές πως ο φιλόσοφος με την ανακοίνωση του «θανάτου του Θεού» θέτει ένα τέλος στη σχέση του ανθρώπου με έναν ανώτερο, κυριαρχικό Θεό, καθώς και στις αξίες που Αυτός αντιπροσώπευε. Μετά το ριζικό γεγονός του «θανάτου του Θεού» η «Θέληση για Δύναμη» θεωρείται ως αναγκαίο μέσο για την «επαναξιολόγηση όλων των αξιών», αλλά και για την ανάληψη της ευθύνης του εαυτού. 

Ο «θάνατος του Θεού» όσο και η «θέληση για δύναμη» συμβάλλουν καθοριστικά στην πραγμάτωση αυτού που ο Νίτσε ονομάζει «Επαναξιολόγηση όλων των Αξιών». Καθίσταται σαφές πως ο «θάνατος του Θεού» συνιστά την πρωταρχική και την αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου ο άνθρωπος να επιχειρήσει την επαναξιολόγηση όλων των αξιών, ενώ η θέληση για δύναμη συνιστά το κρίσιμο μέσο για την πραγμάτωση της επαναξιολόγησης. Η προσπάθεια του Νίτσε για μια ριζική «επαναξιολόγηση όλων των αξιών», με αφετηρία το «θάνατο του Θεού» και με μέσο τη θέληση για δύναμη, αποσκοπεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τις αξίες που μέχρι τώρα τον δέσμευαν, με σκοπό να τον καταστήσει ικανό να οδηγηθεί τελικά στην επαναξιολόγηση του εαυτού του. Μάλιστα, ο Νίτσε ορίζει την επαναξιολόγηση όλων των αξιών ως πράξη υπέρτατης αυτοεξέτασης, αποβλέποντας στην ανάδυση ενός νέου εαυτού, βαθύτερου, αυθεντικού και ποιοτικά ανώτερου. 

[Το είδος της φιλοσοφίας που προτείνει ο Τεύτονας σοφός, [το οποίο χαρακτηρίζει «Χαρούμενη Επιστήμη» (fröhliche Wissenschaft)], ασχολείται με ποικίλα θέματα μέσω μιας πληθώρας «προοπτικών» προσεγγίσεων. Έτσι, για τον Νίτσε δεν υπάρχει μία «αλήθεια», με την έννοια της αντιστοιχίας αυτού που λέμε ή σκεπτόμαστε με το «ον», ούτε και ένας «αληθής κόσμος του όντος» στον οποίον αντιστοιχούν ή δεν αντιστοιχούν οι σκέψεις μας. Δεν υπάρχει καμία γνώση βασισμένη σε αυτές τις αντιλήψεις περί αλήθειας και πραγματικότητας. Επιπλέον δεν υπάρχει καμία απολύτως γνώση που να είναι απόλυτη, μη προοπτική και βέβαιη (ακόμη και του εαυτού μας και του κόσμου του οποίου είμαστε μέρος).] 

Μιλώντας για τον «θάνατο του Θεού», ο Νίτσε είχε κατά νουν όχι μόνον την εγκατάλειψη της υπόθεσης του Θεού (την οποία θεωρούσε παντελώς «ανάξια πίστης», καθώς αποτελεί αποκλειστικό προϊόν των υστερόβουλων κινήτρων, της αφέλειας, της πλάνης και των καθαρά ανθρώπινων αναγκών), συνάμα δε και την παρακμή όλων των μεταφυσικών της «υποκαταστάτων»

Στη θέση αυτών των παραδοσιακών οντολογικών κατηγοριών και ερμηνειών, ο Νίτσε συνέλαβε τον κόσμο ως ένα παιχνίδι δυνάμεων χωρίς κάποια εσωτερική δομή ή κάποιο τελικό σκοπό. Οργανώνεται και επανοργανώνεται ακατάπαυστα, καθώς αυτή η θεμελιώδης ορμή που ο Νίτσε ονόμασε «Θέληση για Δύναμη» γεννά τις διάφορες μορφές σχέσεων ισχύος: «Αυτός ο κόσμος είναι η θέληση για δύναμη – και τίποτε άλλο», «και εσείς οι ίδιοι είστε αυτή η βούληση για δύναμη – και τίποτε άλλο!»

Ο Νίτσε αντιμετώπισε την ανθρώπινη φύση με τρόπο φυσιοκρατικό, με αναφορά στη θέληση για δύναμη και στα αποτελέσματά της, κατά τη συγκρότηση και έκφραση των περίπλοκων συστημάτων δυναμικών ενεργειακών ποσοτήτων από τα οποία συνίστανται οι άνθρωποι. Συγχρόνως τόνισε την κομβική σημασία των κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων για την ανάπτυξη των ανθρώπινων μορφών συνείδησης. Επίσης, υπογράμμισε τη δυνατότητα ανάδυσης μιας μορφής εξαιρετικών ανθρώπων ικανών να είναι δημιουργικοί και ανεξάρτητοι, σε εξαίρετο βαθμό. Έτσι, τόνισε τη διαφορά μεταξύ των «ανώτερων ανδρών» και του «κοπαδιού», ενώ μέσω του Ζαρατούστρα υποστήριξε πως ο «Υπεράνθρωπος» (Übermensch) είναι το «νόημα της γης», προκειμένου να παρουσιάσει το ιδεώδες της υπέρβασης του «πάρα πολύ ανθρώπινου» και του πληρέστερου δυνατού «εμπλουτισμού της ζωής». 

Επιμένοντας στο γεγονός πως οι ηθικές απόψεις καθώς και οι άλλοι παραδοσιακοί τρόποι αξιολόγησης πρέπει να αποτιμηθούν «στην προοπτική της ζωής», υποστήριξε πως οι περισσότερες από αυτές ήταν αντίθετες στον εμπλουτισμό της ζωής, αντικατοπτρίζοντας τις όλως ανθρώπινες ανάγκες και αδυναμίες και τους φόβους των λιγότερο ευνοημένων ανθρώπινων ομάδων και τύπων. Είδε τη σύγχρονη ηθική ως μιαν «ηθική αγελαίων ζώων», προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις και στις μειονεξίες της μετριότητας (που συγκροτεί τον ανθρώπινο κανόνα), αλλά περιοριστική και επιζήμια για την ανάπτυξη δυνητικών εξαιρέσεων του κανόνα αυτού. 

Αν παραμελήσουμε τα φιλοσοφικά ζητήματα που απασχολούν τους σκεπτόμενους ανθρώπους, (αυτούς που επιπόλαιοι δημαγωγοί αποκαλούν κοροϊδευτικά «προφεσόρους»), θα είμαστε αβέβαιοι ως προς τους μακροπρόθεσμους στόχους μας. Και αυτή η αβεβαιότητα θα διαχυθεί εύκολα στην ευρύτερη ομάδα μελών του όποιου εθνικιστικού κινήματος (όπως έχει συμβεί και στο πρόσφατο παρελθόν). Εάν αποτύχουμε να αναπτύξουμε καλά τεκμηριωμένες εθνικιστικές αρχές, οι ελίτ της παγκοσμιοποίησης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εκμεταλλευτούν την ιδεολογική μας πενία και τον χρησιμοθηρικό μας περισπασμό και θα παρασύρουν τους υποστηρικτές μας, διαφθείροντας την κρίση και τη συνείδησή τους. 

Ενδεικτικά, πέρα από αγκυλωτικές εμμονές, πρέπει τώρα να γίνει ξεκάθαρο εκ προοιμίου ότι οι αντι-παγκοσμιοποιητές Εθνικιστές μοιράζονται κάποιο κοινό έδαφος με τους παραδοσιακούς αριστερούς, οι οποίοι ισχυρίζονται πως αντιτίθενται στη μεγάλη ανισότητα του πλούτου και στη συγκεντρωμένη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων, καταστάσεις οι οποίες όπως γνωρίζουμε «οδηγούν» την παγκοσμιοποίηση. Ως εκ τούτου, οι ειλικρινείς Ευρωπαίοι πατριώτες, αποθαρρυμένοι από τις καταστροφές που επέφεραν οι παγκοσμιοποιητές στις χώρες τους, θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να «συμπαραταχθούν» πολιτικά με κόμματα της Αριστεράς που υποτίθεται ότι καταπολεμούν την ανισότητα. Όμως, τα παραδοσιακά Αριστερά κόμματα, όπως για παράδειγμα οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ή ακόμα και οι διαβόητοι συμπατριώτες τους Πράσινοι (που ξεκίνησαν την πολιτική τους πορεία ως ριζοσπάστες αριστεροί) είναι, στην πραγματικότητα, πωρωμένοι, «βαμμένοι» διεθνιστές. Οι απώτεροι στόχοι τους είναι παγκόσμιοι, όπως αυτοί των οικονομικών ολιγαρχών που ωθούν την παγκοσμιοποίηση. Αυτοί οι αυτόκλητοι «μαχητές κατά της αδικίας» υποβιβάζουν ως ασήμαντες και ανάξιες τις εθνικές και περιφερειακές ανησυχίες των Ευρωπαίων και θα θα συνεχίσουν να επιδιώκουν «über alles» – «υπεράνω όλων», την παγκόσμια ενοποίηση με … γερμανική συστηματική εμμονή. 

Οι διεθνιστές αντίπαλοί μας δεν θα υποστηρίξουν ποτέ τη σκληρή αναγκαιότητα του ελέγχου της μαζικής μετανάστευσης, η οποία αναπόφευκτα θα καταστήσει εκατομμύρια εξαθλιωμένους ανθρώπους βαθιά δυστυχισμένους. Δεσμευμένοι ως προς την φαντασιακή, τάχα πανανθρώπινη «διεθνή αλληλεγγύη», οι υποστηρικτές των οικουμενιστικών παγκοσμιοποιητικών δογμάτων σίγουρα θα είναι αντίθετοι με τον τερματισμό της εξωτερικής ανάθεσης της βιομηχανίας σε φτωχές χώρες. Δεν θα πράξουν απολύτως τίποτα για να μειώσουν την εξάρτησή μας από τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών από αναπτυσσόμενες αφροασιανές χώρες. 

Πρέπει συνεπώς να κατανοήσουμε επαρκώς πώς συνελήφθη το πνευματικό οικοδόμημα της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και του καπιταλισμού, πώς εξελίχθηκε και πώς έφτασε στη σημερινή του κρίση. Η φιλελεύθερη δημοκρατία εξακολουθεί να θεωρείται ως η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία στον κόσμο, ιδιαίτερα μετά την, (δίχως μάχη), δραματική κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού πριν από τριάντα χρόνια. 

Ωστόσο, η μαρξιστική ιδεολογία δεν έχει εξαφανισθεί από την παγκόσμια σκηνή. Οι μαρξιστικές αντιλήψεις εξακολουθούν να επηρεάζουν τα δυτικά πολιτικά κόμματα, τους κάθε λογής διανοούμενους και εν τέλει τον πολιτισμό. Επιπλέον ας μην ξεχνάμε ότι ο κομμουνισμός εξακολουθεί να απολαμβάνει την πλέον επίσημη θέση ως το κατευθυντήριο δόγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, του δεύτερου ισχυρότερου κράτους στον κόσμο. Ο κομμουνισμός είναι ένα παγκόσμιο οικουμενιστικό δόγμα, όπως οι «φιλελεύθερες» ιδέες που αγιάζουν την παγκοσμιοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι οι εκφραστές του θα ήσαν πολύ χαρούμενοι να αναλάβουν το σχέδιο οικοδόμησης μιας πανανθρώπινης παγκοσμιοποιημένης – παγκόσμιας αυτοκρατορίας στη θέση των δυτικών παγκοσμιοποιητών, (τωρινών σχεδιαστών και διαχειριστών της παγκοσμιοποίησης) εάν αυτοί …. σκοντάψουν και πέσουν. Επομένως, πρέπει επίσης να επανεξετάσουμε κριτικά και τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού. 

Θα εξετάσουμε συνεπώς κάποια οικουμενιστικά δόγματα με βαθιά επιρροή και θα εξηγήσουμε πώς έχουν εκτρέψει με σκοπούμενο δόλο την προσοχή μας από ό,τι είναι κοντά μας, στα χέρια μας, διαχειρίσιμο, πραγματικά σχετικό με τη ζωή και όντως αποκαλυπτικό, στρέφοντάς την σε ό,τι είναι μακρινό, μεταφυσικό, σκοτεινό και τελικά ανέφικτο. 

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts