ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ – Αμφισβήτηση των αξιών των κοσμοπολίτικων δογμάτων – Γιατί χρειαζόμαστε μιαν Εθνικιστική Ιδεολογία

Κατά την τελευταία δεκαετία με την πολιτική πρακτική φάνηκε έμπρακτα πως οι λαϊκιστές ηγέτες όπως η Γαλλίδα Μαρίν Λεπέν και ο Αμερικανός Ντόναλντ Τραμπ είχαν δίκιο όταν εστίαζαν στην πελώρια οικονομική ζημιά που έχουν προκαλέσει οι παγκοσμιοποιητές στην εργατική και στη μεσαία τάξη. Οι δύο αυτοί ηγέτες κατανόησαν ότι τα οικονομικά ζητήματα είναι αυτά που έχουν μεγαλύτερη σημασία για τις μεγάλες μάζες των πιθανών ψηφοφόρων. Έτσι οι λαϊκιστές κατόρθωσαν να προσελκύσουν με επιτυχία στις τάξεις των υποστηρικτών τους εκατομμύρια δυσαρεστημένων ανθρώπων. 

Βεβαίως όμως η εστίαση σε οικονομικά ζητήματα, αν και σημαντική, δεν μπορεί να μονοπωλήσει την εθνικιστική σκέψη. Τώρα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, χρειαζόμαστε μιαν ισχυρά διαρθρωμένη κοσμοθεωρία με την οποία μπορούμε να εμπλέκουμε τους διεθνιστές κάθε απόχρωσης σε ένα πολύ ευρύτερο ιδεολογικό μέτωπο. Ο λόγος για τον οποίον τόσοι πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι συμπαθούν και αποδέχονται τις διεθνιστικές ουτοπίες, είναι ότι οι οικουμενιστές κοπίασαν συστηματικά ώστε να να επεξεργαστούν ευλογοφανείς (αν και βαθιά λανθασμένες) έννοιες σχετικές με τα πραγματικά γενικά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο σκοπός της ζωής, τι είναι καλό ή κακό και τι συνιστά πρόοδο ή παρακμή στην ανθρώπινη ιστορία. 

Οπλισμένοι με περιεκτικές εξηγήσεις για όλες τις πολυπλοκότητες και τα προβλήματα της ζωής, με την βέβαια πεποίθηση ότι έχουν τις σωστές λύσεις και πεπεισμένοι για την ηθική υπεροχή του σκοπού τους, οι διεθνιστές είναι πανέτοιμοι να ακολουθήσουν αδίστακτα εντολές και να πολεμήσουν ανηλεώς ενάντια στους οποιουσδήποτε «αντιδραστικούς» εχθρούς των ιδεών τους. 

Το πυρηνικό ζητούμενο στο όλο ζήτημα της ανάπτυξης της τεράστιας λογοτεχνίας μαρξιστικής ιδεολογίας αλλά και της πολυποίκιλης ενθάρρυνσης ατελείωτων συζητήσεων για τις κομμουνιστικές ιδέες, είναι να δημιουργηθεί στις μάζες η εντύπωση ότι αυτή η ιδεολογία καλύπτει όλες τις βάσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ατομικών ή συλλογικών. Η αβάσιμη βεβαιότητα που ενσταλάζουν οι μαρξιστές ιδεολόγοι στους οπαδούς τους εύκολα συμπυκνώνεται σε μιαν άκαμπτη αλαζονεία. Οι αξιωματικές και «στεγανές» πεποιθήσεις ενισχύουν τη θέληση για αγώνα. 

Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι Εθνικιστές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα υπέθεσαν γενικά ότι ο πατριωτισμός και η εθνική αλληλεγγύη ήσαν απολύτως φυσικά φαινόμενα, τα οποία δεν απαιτούσαν μεγάλες διανοητικές προσπάθειες για να κωδικοποιηθούν σε αυτάρκη δόγματα και συγκροτημένα κρατικά προτάγματα. Οι πατριώτες εκείνης της εποχής δεν προσπάθησαν ιδιαίτερα να αποδείξουν και να καταδείξουν ότι οι εθνικιστικές ιδέες θα ωφελούσαν τελικά το άτομο περισσότερο από την μισάνθρωπη ταξική πάλη ή τις απάνθρωπες οικονομικές αρχές του ξέφρενου φιλελευθερισμού, που και οι δυο τους άνοιξαν την πόρτα της Ιστορίας στην ολιγαρχική διακυβέρνηση. 

Προφανώς οι πατριώτες πίστευαν ότι ήταν σωστό να υποτάσσεται το άτομο στην πατρίδα. Ωστόσο, παραμελώντας τη σφαίρα του ατομικού συμφέροντος, οι πατριώτες παρείχαν στους φιλελεύθερους σημαντικά πλεονεκτήματα. 

Οι υποστηρικτές της ατομικής ελευθερίας είχαν καλύτερη κατανόηση της αυξανόμενης σημασίας του ατομικισμού που συνόδευε την εκβιομηχάνιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το ίδιο ίσχυε για τους μαρξιστές, τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την προσωπική δυσαρέσκεια των αστικοποιημένων εργατών για το χάσμα που χωρίζει το βιοτικό τους επίπεδο από τον πολυτελή τρόπο ζωής των οικονομικών ελίτ.

Μεταπολεμικά ο Εθνικισμός ως ιδεολογία δεν έχει αναζωογονηθεί επαρκώς ώστε να αντέξει τις πολεμικές επιθέσεις που στρέφονται εναντίον του σήμερα. Αν και μπορεί να αναφερθεί ως ιδεολογία, ο Εθνικισμός εξακολουθεί να είναι ένα άρτιο δόγμα αλλά μάλλον χαλαρά καθορισμένο. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες σύνθεσης του Εθνικισμού με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τον χριστιανισμό, τον αυταρχισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό. Αυτό το γεγονός, δηλαδή ότι οι εθνικιστικές έννοιες μπόρεσαν να συνδυαστούν με τόσες πολλές διαφορετικές πολιτικές ιδέες, υποδηλώνει ότι εγγενώς ο Εθνικισμός είναι εξελικτικά λιγότερο ανεπτυγμένος θεωρητικά από άλλα δόγματα, όπως ο κομμουνισμός, η σοσιαλδημοκρατία, η χριστιανική δημοκρατία ή ακόμα και ο φιλελευθερισμός. 

Επιπλέον, όταν οι εθνικιστικές ιδέες συνδέονται με άλλα πολιτικά δόγματα, καταλήγουν συχνά ως βοηθητικές, ως υποστηρικτικές αρχές των άλλων δογμάτων. Ακόμη και η «κομμουνιστική» Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας εκμεταλλεύεται τα πατριωτικά αισθήματα, αν και είναι σαφές ότι οι μαρξιστικές ιδέες εξακολουθούν να έχουν την επίσημη κατ΄εξοχήν θέση στα κυβερνητικά συμβούλια του κινεζικού κράτους. Δύο σημαντικές εξαιρέσεις των εθνικιστικών ιδεών όσον αφορά στην κοσμοθεωρητική τους επάρκεια και την κοινωνική τους μαζικότητα ήσαν οι ιδεολογίες της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, των οποίων τις ιδέες αλλά και την καταστροφική ιστορική εμπειρία αξίζει να εξετάσουμε ξεχωριστά. 

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοηθεί ο λόγος της σχετικής αδυναμίας του Εθνικισμού ως ιδεολογίας. Μια εθνική κοινότητα είναι μια φυσική, ομοιοστατικά αυτοπροστατευόμενη ένωση ανθρώπων, συμπορευόμενων στο ιστορικό Γίγνεσθαι. Η ομαδική συνείδησή τους προκύπτει από το απλό γεγονός της γεωγραφικής εγγύτητας και των συνεπειών της – από τη μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της εθνικής κοινότητας. 

Η εκτεταμένη αλληλεπίδραση του παρελθόντος δημιουργεί μια συσσωρευμένη δύναμη στη συνείδηση των μεμονωμένων μελών της κοινότητας, η οποία γενικά τα ωθεί να συνεχίσουν να ενεργούν συντονισμένα. Αυτό είναι το δρώμενο που εξηγεί την θαυμαστή συνεκτική δύναμη του εθνικού αισθήματος.

Προφανώς τα κοινά συμπεριφορικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως για παράδειγμα η προτίμηση των Ιταλών για τα μακαρόνια και το κρασί, δεν είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ένωση των ανθρώπων στα έθνη. 

Ακριβέστερα, οι αντιληπτές ομοιότητές τους λειτουργούν ως μια συνεχής υπενθύμιση ότι ένα ξεχωριστό έθνος είναι μια ένωση ανθρώπων που συνεργάζεται για κοινούς στόχους επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Μια μακρά περίοδος αλληλεπίδρασης στην ίδια περίπου συμπαγή περιοχή δημιουργεί ευκόλως αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, όπως φυλετικούς τύπους, γλώσσα, ιστορικές αναμνήσεις, νοσταλγική προσκόλληση σε μια περιοχή, κοινές απόψεις για τη ζωή και άλλα. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί αμοιβαία κατανοητές διάλεκτοι και γλώσσες, αν όχι μέσω μακροχρόνιων συναναστροφών σε μια οριοθετημένη περιοχή;

Μια δεδομένη μάζα τέτοιων αντιληπτών ομοιοτήτων ενισχύει το αίσθημα του «συνανήκειν».

Αυτός ο δημιουργικός κύκλος συνεκτικών χαρακτηριστικών, απότοκος της γεωγραφικής εγγύτητας, καθώς και μια ορμή που γεννιέται από κοινές εμπειρίες προωθούν τον κοινό σκοπό της εθνικής κοινότητας, πράγμα που κατά το παρελθόν δεν απαιτούσε εξαιρετικές προσπάθειες για να τονωθεί. Η ομοιογενής σύνθεση μιας ανθρώπινης ομάδας διευκολύνει την πρόβλεψη μιας ιστορικής προωθητικής κίνησής της. 

Αντίστοιχα θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι μια ρωσική «τρόικα», μια ομάδα τριών αλόγων που σύρουν ένα έλκηθρο, προχωρά χωρίς μεγάλη δυσκολία. Όμως αν έχουμε μιαν ομάδα ανόμοιων υπάρξεων ταγμένων εξαναγκαστικά σε ένα κοινό σκοπό, πιθανότατα αυτή δεν θα φθάσει σε ένα ζητούμενο τελικό προορισμό [όπως στο χαρακτηριστικό παραμύθι του μεγάλου Ρώσου μυθογράφου Ιβάν Αντρέγιεβιτς Κριλόφ (1769-1844), όπου μια άμαξα ήταν συνδεδεμένη …. με έναν κύκνο, μία τούρνα (ποταμίσιος λούτσος) και ένα καβούρι και δεν μπορούσε να πάει πουθενά, καθώς κάθε ένα από τα ζώα τραβούσε προς διαφορετική κατεύθυνση, με τον δικό του ρυθμό].

Επομένως εκείνες οι πολιτικές οντότητες που στοχεύουν να ενσωματώσουν διαφορετικούς λαούς σε ένα κράτος χρειάζονται περίτεχνα ιδεολογικά ερείσματα για να εμψυχώσουν ένα τεχνητό κοινό πνεύμα. Η ιστορικά νεκρή πλέον Σοβιετική Ένωση, επί δεκαετίες άφησε ελάχιστες ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες για τη διάδοση των διδασκαλιών του μαρξισμού-λενινισμού στους πολίτες της. Αλλά όταν η «πατρίδα του διεθνούς προλεταριάτου» δέχθηκε επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία το 1941, οι Σοβιετικοί ηγέτες συνειδητοποίησαν γρήγορα πως η μόνη τους ευκαιρία να επιβιώσουν ήταν να παραιτηθούν από τα κομμουνιστικά συνθήματα υπέρ των εθνικιστικών εκκλήσεων προς τον ρωσικό λαό για την «Μητέρα Πατρίδα». 

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία φιλοδοξεί να πραγματώσει μια πνευματική ενότητα όλων των προσιτών από την διδασκαλία της λαών, δεν φείδεται προσπαθειών ώστε να υποτάξει στα δόγματά της τα παιδιά των πιστών με χρόνια εκπαίδευσης. Αντίθετα, δίχως καμία μηχανιστική επιτήδευση, οι κοινές εθνικές συγγένειες και οι αναμνήσεις των κοινών προσπαθειών γεννούν με φυσικότητα μιαν εύλογη διάθεση για ενότητα ακόμη και μεταξύ των λιγότερο «στοχαστικών», απλών κοινών ανθρώπων. Πριν από τη φάση υπερτροφοδότησης της παγκοσμιοποίησης, οι απλοί πολίτες των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών ένιωθαν ότι μοιράζονταν ένα κοινό παρελθόν που τους ωθούσε στο μέλλον. Ένιωθαν ένα κοινό συστατικό στοιχείο. Δεν χρειαζόταν να καταβάλουν μεγάλη διανοητική προσπάθεια για να κατανοήσουν τη βάση της εθνικής ενότητας. 

Αλλά σήμερα, εάν οι (αληθινοί και όχι κατ΄όνομα) πατριώτες Ευρωπαίοι επιθυμούν να αντιταχθούν στην αφομοίωση των εθνών τους στον 21ο αιώνα, πρέπει να εντοπίσουν εκείνες τις ιδέες που εμψυχώνουν τους πιο αποφασιστικούς αντιπάλους τους και να αμφισβητήσουν σφόδρα τις έννοιες αυτές σε ιδεολογικό επίπεδο. Η διαδικασία του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, τον οποίο προωθούν τα παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα με όλη τους τη σημαντική ισχύ, ωθεί πολλές πρώην αυτόνομες κοινότητες σε μεγάλη εξάρτηση από ξένες αγορές και προμηθευτές. 

Το διάχυτο αίσθημα αλληλεξάρτησης υπονομεύει την πίστη των εθνικών κοινοτήτων πως μπορούν να επηρεάσουν τις τρέχουσες εξαιρετικά σημαντικές οικονομικές διαδικασίες, όπως το απεριόριστο διεθνές εμπόριο ή την μεταφορά παραγωγικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό της Ηπείρου μας. Η αίσθηση ότι οι μεγάλες οικονομικές αποφάσεις είναι εντελώς πέρα από τον έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων αποδυναμώνει άμεσα την εθνική συνοχή, επειδή οι πολίτες αισθάνονται έντονα ότι οι κυβερνήσεις τους διόλου δεν υπερασπίζονται τα ζωτικά, υλικά συμφέροντά τους. Αρκετοί Ευρωπαίοι έχουν χάσει την πίστη τους στην ιδέα των εθνικών κρατών. 

Επιπλέον, σημαντικά στοιχεία των ευρωπαϊκών επιχειρηματικών και ακαδημαϊκών ελίτ έχουν ικανό οικονομικό μερίδιο στη συνεργασία ή στην ένταξη σε πολυεθνικές εταιρείες ή διεθνείς φορείς, όπως η ΕΕ, οπότε για λόγους δικού τους συμφέροντος πλήττουν ποικιλοτρόπως την ιδέα των εθνικών κρατών.

Για αυτούς τους λόγους, οι Ευρωπαίοι Εθνικιστές δεν μπορούν πλέον να βασίζονται στην κοσμοθεωρητικά ευκταία εθνική «αυτόματη αλληλεγγύη», που βασίζεται στην ορμή των προηγούμενων αλληλεπιδράσεων των λαϊκών μαζών από αλλοτινούς καιρούς. Οι σύγχρονοι πολίτες της Γηραιάς Ηπείρου μας είναι καλύτερα μορφωμένοι, πιο πεπεισμένοι για «τα δικαιώματά» τους και σαφώς πιο ατομικιστές από τους γονείς και τους παππούδες τους. 

Οι εκκλήσεις στα πατριωτικά αισθήματα συχνά αγνοούνται ως άσχετες, ανούσιες ή παράταιρα ρομαντικές.

Το σύγχρονο «συνειδητό άτομο» απαιτεί μονίμως μιαν ορθολογική διευκρίνηση και αποσαφήνιση των αναφερομένων πλεονεκτημάτων της εθνικής αλληλεγγύης.

Άρα πρέπει με ακλόνητη επιχειρηματολογία να αποδειχθεί ξεκάθαρα εκ μέρους μας η άμεση συνάφεια μιας ισχυρής εθνικής κοινότητας με την ατομική ευημερία. Κατά συνέπειαν, υπάρχει τιτάνια ανάγκη για μιαν ιδεολογική αναθεμελίωση του Εθνικισμού, με συνεκτίμηση των καινοφανών παραμέτρων. 

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts