ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ ΚΡΑΤΩΝ – Η Μεταπολεμική ευημερία προήλθε απο το φθηνό πετρέλαιο

Οι σπενγκλεριανές προειδοποιήσεις σχετικά με την ευθραυστότητα του δυτικού βιοτικού επιπέδου μεταβλήθηκαν σε συγκεκριμένη πραγματικότητα μόνο τέσσερις δεκαετίες μετά τη δημοσίευση του δυσοίωνου αλλά προφητικού «Άνθρωπος και Τεχνική». Αρχικά, η Δύση έμελλε να γνωρίσει την άνθηση του μεταπολεμικού καταναλωτισμού. Οι ΗΠΑ και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης πέτυχαν πρωτοφανή επίπεδα ευημερίας από το 1950 έως το 1973 (το έτος του πρώτου αραβικού εμπάργκο πετρελαίου). 

Στις 16 Οκτωβρίου 1973 ο ΟΠΕΚ ανακοίνωσε αύξηση των ονομαστικών τιμών του πετρελαίου κατά 70%, σε 5,11 $ το βαρέλι. Την επόμενη ημέρα, οι υπουργοί πετρελαίου συμφώνησαν στο εμπάργκο, σε μείωση της παραγωγής κατά πέντε τοις εκατό κάτω από το αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου και τη περαιτέρω μείωση της παραγωγής σε διαδοχικά «βήματα» του 5%, μέχρις ότου ικανοποιηθούν οι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι τους. Στις 19 Οκτωβρίου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ζήτησε από το Κογκρέσο να χορηγήσει 2.200.000.000 δολάρια ως επείγουσα βοήθεια προς το Ισραήλ, εκ των οποίων 1,5 δις δολάρια σε οριστική παραχώρηση ! 

Ο Πολωνοαμερικανός Τζορτζ Λεντσόφσκι (George Lenczowski), διπλωμάτης και διακεκριμένος καθηγητής πολιτικών επιστημών, στο βιβλίο του «Αμερικανοί Πρόεδροι και η Μέση Ανατολή» («American Presidents and the Middle East», εκδόσεις Duke University Press, 1990) σημειώνει ότι «οι στρατιωτικές προμήθειες δεν εξάντλησαν την προθυμία του Νίξον να αποτρέψει την κατάρρευση του Ισραήλ… Αυτή η απόφαση για το ποσό των 2.200.000.000 δολαρίων προκάλεσε μια συλλογική απάντηση του ΟΠΕΚ».  Η κανταφική Λιβύη ανακοίνωσε αμέσως ότι θα επιβάλει εμπάργκο σε όλες τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Σαουδική Αραβία και τα άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη γρήγορα ακολούθησαν το παράδειγμά της, επιβάλλοντας εμπάργκο στις 20 Οκτωβρίου 1973. Κατά τη συνάντησή τους οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες του ΟΠΕΚ διακήρυξαν «εμπάργκο πετρελαίου» με προβλέψεις για περιορισμούς στις εξαγωγές πετρελαίου σε διάφορες χώρες-καταναλωτές και συνολικό εμπάργκο στις παραδόσεις πετρελαίου προς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως την «κύρια εχθρική χώρα». Το εμπάργκο έτσι επεκτάθηκε ποικιλοτρόπως προς τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία.

Επιβλήθηκαν αυξήσεις στις τιμές. Καθώς η βραχυπρόθεσμη ζήτηση πετρελαίου είναι ανελαστική, (δηλαδή μια μεταβολή της τιμής του έχει ως αποτέλεσμα μια μικρότερη μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας, σε ποσοστιαίους όρους), οπότε η ζήτηση δεν μειώνεται πολύ όταν αυξάνεται η τιμή. Έτσι, έπρεπε οι τιμές του πετρελαίου να αυξηθούν ραγδαία για να προσαρμοστεί η ζήτηση στα χαμηλότερα νέα επίπεδα προσφοράς. Προβλέποντας αυτό το δεδομένο οι αγορές πετρελαίου οδηγήθηκαν σε άμεση και σημαντική αύξηση των τιμών, από 3 έως 12 $ το βαρέλι. Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, που ήδη βρισκόταν υπό πίεση από το 1971 με την κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέττον Γουντς / Bretton Woods ( το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς προσδιόριζε σταθερές ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν σε αυτό), τέθηκε σε πορεία ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται διαρκώς μέχρι το 1986. 

Μακροπρόθεσμα, το εμπάργκο πετρελαίου άλλαξε τη φύση της πολιτικής της Δύσης, προς την κατεύθυνση της αύξησης της εξερεύνησης, της συντηρητικής στάσης απέναντι στην κατανάλωση ενέργειας και των πλέον περιοριστικών νομισματικών πολιτικών για καλύτερη καταπολέμηση του πληθωρισμού. 

Με το εμπάργκο πετρελαίου σε ισχύ, κάποιες βιομηχανικές χώρες άλλαξαν κάπως την εξωτερική πολιτική τους αναφορικά με την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποφάσισε να αρνηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τη χρήση βρετανικών βάσεων στο έδαφός του και στην Κύπρο για την αερογέφυρα ανατροφοδότησης του Ισραήλ, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (αλλά και με την πατρίδα μας που βρισκόταν εκτός ΕΟΚ από το 1968 …λόγω της «Χούντας» που κυβερνούσε). Η στάση αυτή περιελάμβανε επίσης την ιαπωνική επαναδιατύπωση στις 22 Νοεμβρίου προς «επανεξέταση» των σχέσεών της με το Ισραήλ, εάν το Ισραήλ δεν αναγνώριζε στους Άραβες τις δραστηριότητές τους, ώστε να επιστρέψουν στην προ του 1967 εδαφική κατάστασή τους, (αυτό βεβαίως δεν είχε κάποια συνέχεια στην πράξη). 

Ένα χρόνο μετά την έναρξη του εμπάργκο πετρελαίου του 1973, το μπλοκ των Αδεσμεύτων στον ΟΗΕ ενέκρινε ένα ψήφισμα ζητώντας την δημιουργία μιας «Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης» (!), στην οποία θα έπρεπε να κατανέμονται πιο δίκαια οι πόροι, το εμπόριο και οι αγορές, με τους τοπικούς πληθυσμούς των χωρών στο Νότο να λαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο των ωφελειών από την εκμετάλλευση των νότιων πόρων και «μεγαλύτερο σεβασμό από το Βορρά για το δικαίωμα αυτοδιευθυνόμενης ανάπτυξης του Νότου». 

Δυστυχώς, αποτελεί ωμή αλήθεια το γεγονός ότι, μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής υλικής αφθονίας – όπως η εμφάνιση εκατοντάδων εκατομμυρίων ιδιωτικών αυτοκινήτων και εκατομμυρίων νέων κατοικιών στα εξαπλωμένα προάστια – βασίστηκε στην ανελέητη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα του πετρελαίου. Η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να επεκταθεί για αρκετές δεκαετίες, χωρίς να επιβαρύνεται από την δαπανηρή ενέργεια. Οι αρνητικές επιπτώσεις της υπερτροφοδοτούμενης φρενήρους παγκοσμιοποίησης δεν είχαν γίνει ακόμη εμφανείς. 

Κατά τη διάρκεια αυτής της αναπτυξιακής έκρηξης, οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν στο εύρος των 20-26 $ ανά βαρέλι (μετρούμενο σε τρέχον $), το οποίο πολλοί ειδικοί θεωρούν ως βέλτιστο για μια εύρωστη οικονομία. Από το 1950 έως το 1960, την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής ευημερίας, η αύξηση του ΑΕΠ στις δυτικές χώρες παρέμεινε ισχυρή και κατά καιρούς ξεπερνούσε το 5-6 % ετησίως. Από το 1960 έως το 1970, το ΑΕΠ αυξήθηκε με ελαφρώς χαμηλότερους ρυθμούς, αλλά παρέμεινε ιστορικά υψηλό στο 4-5 % ετησίως. 

Οι ετήσιες αυξήσεις του ΑΕΠ επιβραδύνθηκαν σημαντικά μετά το πρώτο εμπάργκο του πετρελαίου του 1973, κυμαινόμενες στη συνέχεια σε ένα εύρος μεταξύ 3-4 %. Ένας σημαντικός λόγος αυτής της πτώσης ήταν ο τριπλασιασμός των τιμών του πετρελαίου. Το 1978, μετά από έναν ακόμη πόλεμο στη Μέση Ανατολή, η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε ξανά — αυτή τη φορά κατά 200%. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αύξηση των πετρελαϊκών τιμών προκάλεσε μια πολύ οδυνηρή οικονομική συρρίκνωση που κράτησε αρκετά χρόνια. Η αύξηση του ΑΕΠ τελικά επανήλθε, αλλά με βραδύτερους ρυθμούς, μόλις πάνω από 3 % ετησίως. 

Η Κινεζική Ζήτηση Ασκεί Μεγάλη Πίεση στις Ενεργειακές Τιμές 

Μέχρι τότε, οι επενδυτικές και δανειοδοτικές δραστηριότητες των παγκοσμιοποιητών στις λεγόμενες «αναπτυσσόμενες χώρες» συνέβαλαν σε σημαντικές αυξήσεις της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας. Η εκβιομηχάνιση της Κινεζικής Λαϊκής Δημοκρατίας προκάλεσε μιαν εκρηκτική άνοδο της κινεζικής ζήτησης για πετρέλαιο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε το έτος 2000. Αυτό οδήγησε στην άνοδο ρεκόρ των πετρελαϊκών τιμών στα 147 $ ανά βαρέλι το 2008 — και μια ακόμη ύφεση έπληξε τις δυτικές χώρες. Η οικονομική δραστηριότητα τελικά ανέκαμψε, αλλά οι αυξήσεις του ΑΕΠ μειώθηκαν αισθητά από το 2010 έως το 2020, ξεπερνώντας μόλις το 1 % ετησίως στις οικονομικά προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. 

Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η διατήρηση ακόμη και αυτής της αδύναμης αύξησης του ΑΕΠ απαιτούσε έναν τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που το κόστος του πετρελαίου αυξήθηκε αρκετές φορές υψηλότερα από τα προηγουμένως υποδεικνυόμενα βέλτιστα επίπεδα, η κατανάλωση θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με συσσώρευση χρέους. Οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία άρχισαν να συσσωρεύουν κρατικά και ιδιωτικά χρέη με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς. Το επίπεδο του χρέους όλων αυτών των κρατών υπερβαίνει πλέον το 100 % του ετήσιου ΑΕΠ τους. 

Μπορούμε τώρα να εκτιμήσουμε πώς η παγκοσμιοποίηση έχει στριμώξει τα εργατικά και μεσαία στρώματα της Δύσης σε τουλάχιστον δύο σημαντικά σημεία: Από τη μία πλευρά, η εκτροπή του κεφαλαίου της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ προς τον Τρίτο Κόσμο, (που υπολογίζεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια), βοήθησε στην ώθηση της βιομηχανικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες. Αυτή η μαζική μεταφορά πλούτου προκάλεσε τεράστιες αυξήσεις στη χρήση ενέργειας παγκοσμίως και, κατά συνέπεια, το πετρέλαιο έγινε ένα ακριβό εμπόρευμα. 

Η εξαφάνιση του φθηνού πετρελαίου, που είχε διατηρήσει τη μεταπολεμική ευημερία της Δύσης μέχρι το 1973, έκτοτε έχει θέσει σοβαρό εμπόδιο στην αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Ταυτόχρονα, η ανάθεση δεκάδων χιλιάδων εργοστασίων παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες έχει εξαλείψει εκατομμύρια καλά αμειβόμενες θέσεις στη Δύση. Ο αυξανόμενος τομέας των υπηρεσιών, τον οποίο τα εταιρικά μέσα ενημέρωσης και οι καθεστωτικοί ακαδημαϊκοί διαφημίζουν ως το «αντίδοτο στην αποβιομηχάνιση», έχει δημιουργήσει πολύ μικρότερους μισθούς από την απασχόληση στην παραγωγή. Εκατομμύρια ψηφοφόροι των ΗΠΑ υποστήριξαν τον «ανορθόδοξο» Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016 επειδή διαφωνούσαν με την καθεστηκυία «ορθόδοξη» άποψη ότι ένας αυξανόμενος τομέας υπηρεσιών θα καθιστούσε την αποβιομηχάνιση άσχετη με τη μείωση της υλικής ευημερίας ! 

Τα Καταρρέοντα Οικονομικά Πρότυπα Αποδεκατίζουν τις Δημογραφικές Προοπτικές της Δύσης 

Η σταδιακή μείωση της οικονομικής ικανότητας των Ευρωπαίων και Αμερικανών που παρατηρούμε τον τελευταίο μισό αιώνα συνέπεσε με μια ανησυχητική αποδυνάμωση του δημογραφικού δυναμικού των δυτικών χωρών. 

Ο αριθμός των θανάτων στην Ευρώπη υπερβαίνει σταθερά τον αριθμό των γεννήσεων κατά τη διάρκεια αυτών των 50 ετών της υπερ-παγκοσμιοποίησης.

Γενικά όταν υπάρχει ευρεία εμπιστοσύνη για το μέλλον οι νέοι θέλουν να φέρουν παιδιά στον κόσμο. Το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου οδήγησε σε μια τέτοια αισιόδοξη ατμόσφαιρα που βοήθησε να δημιουργηθεί η περιβόητη «έκρηξη των γεννήσεων» (baby boom), κατά τη διάρκεια της οποίας ο αριθμός των ζωντανών γεννήσεων ξεπέρασε τους θανάτους επί μια παρατεταμένη περίοδο. Μάλιστα στις άθικτες και νικήτριες του πολέμου ΗΠΑ, η μεταπολεμική ευημερία επέτρεψε στους ανθρώπους της εργατικής και της μεσαίας τάξης να μεγαλώνουν πολύτεκνες οικογένειες, να αγοράζουν ιδιωτικές κατοικίες, να αγοράζουν αυτοκίνητα και να στέλνουν τα παιδιά τους στο κολέγιο — όλα με λογικό κόστος χωρίς συντριπτικά χρέη και συχνά με ένα μόνο εργαζόμενο- αμειβόμενο μέλος της οικογένειας. Κατά τη μεταπολεμική εποχή της αφθονίας οι οικογένειες με δύο ή τρία παιδιά ήταν ένα κοινό θέαμα και στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. 

Προσιτές Τιμές Στέγασης 

Μια ζωτική προϋπόθεση για τη δημιουργία οικογένειας είναι η διαθεσιμότητα οικονομικά προσιτής στέγασης. Δυστυχώς, αυτή είναι μια διάσταση της οικονομικής ευημερίας που οι παγκοσμιοποιημένες οικονομίες της Δύσης σαφώς αποτυγχάνουν πλέον να προσφέρουν. 

Οι δύο στους τρεις Έλληνες ηλικίας 18-34 ζουν με τους γονείς τους, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, φέρνοντας την Ελλάδα στην 6η θέση σε κατάλογο με 35 ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες οι νέοι ζουν υπό τη γονεϊκή στέγη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (τα περισσότερα στοιχεία χρονολογούνται στο 2019), ο μέσος όρος των νέων 18-34 ετών που μένουν με τους γονείς τους για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κοντά στο 50%. Στην Ελλάδα και στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 69,4% (μία αύξηση κατά 8,7 μονάδες από το 2011), ενώ στις χαμηλότερες θέσεις κατατάσσονται σκανδιναβικές και βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Δανία με 17,2% και η Φινλανδία με 19,5%. 

Οι ευρωπαϊκές στατιστικές είναι περίπου τόσο …… θλιβερές όσο αυτές για την Αμερική. Αν και εκεί οι κυρίαρχοι οικονομικοί αναλυτές χειραγωγούν με περισσή μαεστρία τα οικονομικά δεδομένα για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι οι Αμερικανοί «κυρίαρχοι» του μεταψυχροπολεμικού κόσμου είναι ακόμα σχετικά εύποροι, η πραγματικότητα είναι ότι στις ΗΠΑ περίπου το 52 % των νεαρών ενηλίκων έως την ηλικία των 30 ετών εξακολουθούν να ζουν με τους γονείς τους

Τα καθεστωτικά εταιρικά μέσα μαζικής παραπληροφόρησης είναι ειδικευμένα και πολύ ικανά στο να ζωγραφίζουν χαρούμενες εικόνες χαρούμενων καταναλωτών που απολαμβάνουν τα οφέλη των φθηνών οικιακών συσκευών, των προσωπικών υπολογιστών και των υπέροχα ευέλικτων τηλεφώνων. Αλλά το να έχει κανείς ένα σπίτι ή ένα διαμέρισμα χωρίς να χρειάζεται να πληρώνει το μισό του εισοδήματός του για το ενοίκιο είναι μια προοπτική που απομακρύνεται από όλο και περισσότερους νέους. 

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts