ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ – Η μόνιμη ειρήνη είναι μια ουτοπική ιδέα

Δεν υπάρχει θρησκευτικό δόγμα, πολιτική τάξη ή ιδεολογία ικανή να αφαιρέσει τους παράγοντες της εξουσίας, της παρέμβασης και της αντίθεσης από τις ανθρώπινες σχέσεις. Η δυσκολία εδώ δεν σχετίζεται τόσο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, διότι τίποτα αξιόλογο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς δραστική παρέμβαση. Συχνά ακούγεται ότι ο Χριστιανισμός και ο Κομμουνισμός είναι κατ’ αρχήν καλές ιδέες, οι οποίες δυστυχώς διακυβεύονται πάντα από την αδέξια εφαρμογή τους ή από ατάλαντους και άτυχους εφαρμοστές τους, που … παρεξήγησαν τους στόχους τους.

Η βασική αιτία των συμφορών που επέφεραν στους ανθρώπους παλαιότερα η Εκκλησία όταν ήταν ανερχόμενη δύναμη και πιο πρόσφατα τα διάφορα κομμουνιστικά καθεστώτα, βρίσκεται στα ίδια τα δόγματά τους. Οι στόχοι τους ήταν ελαττωματικές συλλήψεις και κατασκευές. Είναι λάθος να στοχεύουμε σε μια μόνιμη, «αγκυλωμένη», «παγωμένη» κατάσταση πραγμάτων, σε ένα αντι-ιστορικό και αντιφυσικό τέλος. Δεν μπορεί να υπάρξει τέλος της ιστορίας με αταξικές κοινωνίες και παραδείσια αγαπητική ευτυχία, γιατί όλα τα πράγματα και τα δρώμενα βρίσκονται στην διαδικασία του Γίγνεσθαι και θα συνεχίσουν να αλλάζουν. Οι άνθρωποι είναι εξαιρετικά δυναμικά πλάσματα που δεν θα παραμείνουν ποτέ ακίνητα σε μια πακτωμένη ακινησία.

Μια πολιτική ιδεολογία ή μια θρησκευτική πίστη που υπόσχεται τον παράδεισο ή τον τερματισμό κάθε ανθρώπινης διαμάχης, είναι εγγενώς ανέντιμη και επομένως πρέπει να λέει συνεχώς ατελείωτα ψέματα στους οπαδούς της.

Εξ ου και ένα τέτοιο μεγάλο ψέμα που βρίσκεται στη βάση μιας θρησκείας ή ενός πολιτικού κινήματος δημιουργεί αναπόφευκτα μια σχάση μεταξύ των κυβερνώντων και των οπαδών τους, λειτουργεί σα μια «σφήνα» μεταξύ τους. Αργά ή γρήγορα οι ηγέτες αποκτούν μιαν υποκριτική – συγκαταβατική στάση απέναντι στους ευκολόπιστους υπηκόους τους, ενώ οι τελευταίοι πρέπει τελικά να αφυπνιστούν διαπιστώνοντας το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στα αστραφτερά ιδανικά και τη βρώμικη, καθημερινή πρακτική.

Οικουμενικά ιδανικά που εξυπηρέτησαν αυτοκρατορικές φιλοδοξίες

Μια άλλη προβληματική πτυχή του δόγματος της Εκκλησίας ήταν η ενθάρρυνση που παρείχε στην προσπάθεια των ανθρώπων της για ηγεμονία, για κυριαρχία επί των μαζών. Εάν αντιλαμβανόμαστε την ηγεμονία ως μία κατάσταση στην οποία διάφορες ανταγωνιστικές δυνάμεις έχουν υποταχθεί προς όφελος της κυρίαρχης ηγεμονικής δύναμης ή ιδέας, τότε μπορούμε να δούμε ανυπόκριτα και ξεκάθαρα τη σύνδεση μεταξύ του ιδεώδους της μόνιμης ειρήνης και της αναγκαιότητας της παγκόσμιας κυριαρχίας. Η οικουμενική διάσταση της ειρήνης συνεπάγεται την υπεροχή του ενός και μόνου κυρίαρχου ειρηνοποιού επάνω στους πολλούς. Συνεπώς όσοι αμφιβάλλουν για τη σοφία …. της προσπάθειας επίτευξης παγκόσμιας ειρήνης πρέπει να παρακαλούνται ευγενικά να εγκαταλείψουν τους χώρους της εκκλησίας ως «νέο-αιρετικοί», ώστε η εορταστική διαδικασία της κατήχησης και λειτουργικής να συνεχισθεί χωρίς διακοπή (μιάς και τώρα δεν καίνε ή δεν στραγγαλίζουν τους αιρετικούς).

Παρά τους είκοσι περίπου αιώνες θρησκευτικής κατήχησης, βλέπουμε στην εποχή μας ότι οι παθολογίες της απληστίας, της εκμετάλλευσης και της διαφθοράς χειροτερεύουν αντί να βελτιώνονται. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να …. αμαρτάνουν εναντίον των συνανθρώπων τους, παρά τις αδιάκοπες εκπαιδευτικές προσπάθειες των χριστιανών, μέσω των μέσων ενημέρωσης, των πολιτικών κομμάτων, των σχολείων, των οργανώσεων νεολαίας και των εκατοντάδων χιλιάδων κληρικών που κηρύττουν από τους άμβωνες τους.

Βεβαίως είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι όσοι επιτυγχάνουν θέσεις επιρροής είναι από τους χειρότερους παραβάτες της χριστιανικής ηθικής. Μόλις αποκτήσουν μια δυνατότητα ελέγχου, οι χριστιανικές (όπως και οι μη χριστιανικές) ελίτ τείνουν να ποθούν και να συγκεντρώνουν ακόμη περισσότερη εξουσία, συχνά μέχρι του σημείου να εκμεταλλεύονται αδίστακτα και ασταμάτητα τα ευάλωτα άτομα.

Αν ο Χριστιανισμός πέτυχε κάτι στη μακρόχρονη ιστορία του, απέδειξε το ατροφικό και χαλαρό όριο μεταξύ των διακηρυγμένων σκοπών και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την πραγματοποίησή τους. Διότι οι διακηρυγμένοι του στόχοι, ανεξάρτητα από το πόσο καλοπροαίρετοι και συμπονετικοί μπορεί να φαίνονται, δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς να καταφύγουμε στην εξουσία, η οποία παρέχει τελικά την ικανότητα να υπερνικήσουμε την αντίσταση. Ακόμη και ένα κίνημα που αγωνίζεται για παγκόσμια ειρήνη και αγάπη θα βρεθεί για λόγους επιτυχούς επιβολής του σε σύγκρουση με τους καθιερωμένους κανόνες και τις συνήθειες των κοινοτήτων εκτός της σφαίρας επιρροής του.

Ο προσηλυτισμός και η μεταστροφή, είτε με τον άμβωνα είτε με το ξίφος των Σταυροφόρων, ήταν και παραμένει μια άκρως επεμβατική διαδικασία που βεβαίως περιλαμβάνει τη θραύση των παραδοσιακών δεσμών υποχρέωσης και πίστης. Η εμπειρία της Εκκλησίας δείχνει ότι οι στόχοι και τα μέσα συγχωνεύονται μεταξύ τους, γιατί και τα δύο ενσωματώνουν τη θεμελιώδη ορμή για ισχύ. Η πρόοδος προς έναν στόχο, έστω και ευγενή, απαιτεί τη χρήση ισχύος ενάντια σε ένα υφιστάμενο status quo. Μόλις επιτευχθεί ο στόχος, (ο οποίος αναπόφευκτα περιλαμβάνει την αύξηση της επιρροής στους ανθρώπους), η επιτυχία θα τραβήξει τον κάτοχο της εξουσίας σε μια ολοένα ευρύτερη σφαίρα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, φέρνοντας μαζί της περισσότερη παρέμβαση και προκαλώντας με τη σειρά της νέα αντίσταση. Με λίγα λόγια, τα μέσα ορίζουν τους σκοπούς.

Η ιστορία δείχνει ότι οι ηγέτες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας άρχισαν να παραβιάζουν τις πολυτιμότερες αξίες τους όταν πλέον είχαν αποκτήσει κάποιο μέγεθος εξουσίας. Από τη μεσαιωνική περίοδο και μετά, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοσμική εξουσία που διέθετε για να καταπατήσει … χριστιανικά τα πεπρωμένα εκατομμυρίων. Καθοδηγούμενη από μιαν ιδιότυπη «υψηλή» ηθική πυξίδα, ενέκρινε εξαιρετικά καταστροφικούς θρησκευτικούς πολέμους, χονδροειδείς εσωτερικές καταχρήσεις εξουσίας από ευνοούμενους ηγεμόνες, την δολοφονική Ιερά Εξέταση και την βαριά καταπίεση της μάθησης και του πολιτισμού, που μεταφράστηκε σε αιώνες πνευματικής υπανάπτυξης.

Ο οξυδερκέστατος και κυνικός ηγέτης των μπολσεβίκων Λεβ Μπρονστάϊν – Τρότσκι παρατήρησε εύστοχα ότι «δεν μπορεί κανείς να φτιάξει μια ομελέτα χωρίς να σπάσει μερικά αβγά». Αλλά είναι επίσης ξεκάθαρο ότι μια ομελέτα μπορεί να κρατήσει μακριά την πείνα … μόνο για λίγο. Ακολουθώντας τη λογική του Τρότσκι, ένας ηγέτης ή ένα κίνημα θα αναγκαζόταν να …. σπάει συνεχώς αυγά για να παραμένει καλοταϊσμένος και να ξεχωρίζει από το σωρό των εξαθλιωμένων πεινασμένων.

Μια σύντομη ιστορικοπολιτιστική περιληπτική προσέγγιση του Καθολικισμού ως «ειρηνικού» οικουμενιστικού δόγματος

Ο Καθολικισμός ευημέρησε τελικά υπό την προστασία της «Pax Romana» και αργότερα έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εκκλησιαστικοί ηγέτες αναπροσανατόλισαν τη σκέψη τους μακριά από την προηγούμενη υποστήριξη της Εκκλησίας σε μικρές και αυτόνομες κοινότητες πιστών, στρεφόμενοι πλέον σε μια νέα σχεδίαση με ευρύτερες και πιο φιλόδοξες αντιλήψεις περί παγκόσμιας κυριαρχίας.

Η ίδια η λέξη «Καθολικός», προερχόμενη από την εθνική μας γλώσσα, σημαίνει κοινός για όλη την ανθρωπότητα. Στο κήρυγμά του, ο Χριστός δήλωσε ότι ο Θεός ενδιαφέρεται εξίσου για τη μοίρα όλων των ψυχών. Ο Χριστός, αποκαλώντας τον εαυτό του «Καλό Ποιμένα», προέτρεψε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής, φύλου ή κοινωνικής θέσης, να εισέλθουν στο βασίλειο της αγάπης και της δικαιοσύνης που διακήρυξε. Αναφερόμενος στην παραβολή του βοσκού που έκανε ηρωικές προσπάθειες για λογαριασμό ενός και μόνο χαμένου προβάτου, ο Ιησούς εξέφρασε την ελπίδα ότι ούτε ένα ανθρώπινο ον δεν θα έμενε έξω από την προστατευτική αγκαλιά του βασιλείου του. 

Η ίδια η έννοια του «Παντοδύναμου Θεού» περιείχε μέσα της οικουμενικά χαρακτηριστικά. Αν αυτός ο Θεός είχε αφάνταστα μεγάλες δυνάμεις και αγαπούσε όλες τις ψυχές, σίγουρα δεν θα αρκέστηκε στον προσηλυτισμό που έφτασε σε λίγους μόνον ανθρώπους. Στους ανθρώπινους στόχους των χριστιανικών προσηλυτιστικών δελεασμών λεγόταν ότι η ενοποίηση υπό την καλοήθη διακυβέρνηση του Θεού θα τους απήλλασε από τις συνήθεις «γήινες ανησυχίες» για υλικές ελλείψεις και θα τους παρείχε την ασφάλεια, που πιστεύεται ότι ενυπάρχει πάντα στους μεγάλους αριθμούς των οργανωμένων πολυπληθών συλλογικοτήτων. Μέσα στο κοινό κοπάδι της «ανθρωπότητας», θα υπήρχε περισσή ασφάλεια από ληστρικές επιθέσεις, καθώς και χαρούμενο μοίρασμα του πλούσιου πλούτου. 

Για πολύ καιρό μετά τον Χριστό, αυτή η σαγηνευτική ουτοπία συνέχισε να μαγεύει εντυπωσιακούς αριθμούς ανθρώπων κουρασμένων από τα αναπόφευκτα βάρη της πραγματικής ζωής. Τροφοδοτούσε επίσης τη βαθιά ριζωμένη ψυχολογική ανάγκη για μια πατρική φιγούρα, για ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο το οποίο θα κυβερνάται από ένα σοφό, δίκαιο και ευγενικό πνεύμα. Περιττό να πούμε ότι αυτή η στάση δεν ενθάρρυνε και δεν μπορούσε να προωθήσει μιαν ανεξάρτητη προοπτική ή να επιτρέψει εμπιστοσύνη στις προσωπικές δυνάμεις κάποιου και άνθηση της πρωτοβουλίας του. 

Η «Pax Romana» βοήθησε την πρόοδο του Χριστιανισμού στο ότι οι οπαδοί της νέας πίστης βρήκαν πολύ ευκολότερο να κινηθούν στον ενοποιημένο πολιτικό χώρο της Αυτοκρατορίας παρά σε ένα πλήθος αντιμαχόμενων πολιτικών οντοτήτων. Οι ρωμαϊκοί δρόμοι της εποχής έμοιαζαν να είναι θαύματα του κόσμου, ενώ τα ρωμαϊκά όπλα εξασφάλιζαν ένα σχετικό βαθμό φυσικής ασφάλειας. 

Τότε ήταν που οι ιεράρχες του Χριστιανισμού αντιλήφθηκαν τη συρροή και σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ της πνευματικής οικουμενικότητας της Εκκλησίας και της αυτοκρατορικής θέσης της Ρώμης. Παρά τους αρχικούς διωγμούς, η χριστιανική πίστη μέχρι τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. είχε αποκτήσει το καθεστώς της κυρίαρχης θρησκείας της Ρώμης. Έτσι βρήκαν κοινό έδαφος οι πνευματικοί ηγεμονιστές της καθολικής πίστης και οι κοσμικοί παγκοσμιοποιητές της Αυτοκρατορίας. 

Εδώ οφείλουμε ως Έλληνες να προβούμε σε κάποιες εξόχως ουσιαστικές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις : Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους, συνιστά αναμφισβήτητο κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους «Βυζαντινούς» και στους «Λατίνους» της Δύσης, υπήρξε μια αυξομειούμενη διαρκής αντιπαράθεση, (η οποία αποκορυφώθηκε το έτος 1204 κατά τη διάρκεια της διαβόητης μισελληνικής Δ‘ Σταυροφορίας με την κατάληψη της Βασιλεύουσας). Ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, η κλιμακωθείσα αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία μύχια εχθρότητα των δύο «χριστιανικών κόσμων» ήταν τόσο μεγάλες, ώστε είχαν ως αναμενόμενη συνέπεια, οι Δυτικοί Χριστιανοί να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας στα ασιατικά μουσουλμανικά στίφη. 

Ακόμα και το χαλκευμένο όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί πράγματι μια μακραίωνη υφέρπουσα έχθρα και μισελληνική υποτίμηση. Η δυτική ιστοριογραφία, επινόησε το καινοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη θαυμαστή «Νέα Ρώμη» – Κωνσταντινούπολη, απλώς με μιαν ασήμαντη αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων, προκειμένου με επιτήδειο δόλο να «αποσυνδέσει» το ανατολικό τμήμα από την λαμπρή αυτοκρατορική παράδοση, αλλά και να περιγράψει με αυτόν τον μειωτικό τρόπο την κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως η μοναδικός κληρονόμος της άλλοτε κοσμοκράτειρας αυτοκρατορικής Ρώμης. Παρά τις αρχικές φιλότιμες και θετικές προσπάθειες κάποιων λίγων δυτικών ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση μεθοδευμένης αδιαφορίας, ψυχοπαθητικής έλλειψης κατανόησης και προσχηματισμένων παρεξηγήσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, οδήγησε σε μια παγιωμένη και άκαμπτη νοοτροπία «συστηματικής απομόνωσης» της Βυζαντινής ιστοριογραφίας 

Είναι βέβαιον ότι, το πλέον προβεβλημένο και ευρέως γνωστό γεγονός ως άξονας διαφοροποίησης των δύο ουσιαστικά αντιπάλων πλευρών είναι το Σχίσμα των δύο εκκλησιών, της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής, όμως, σήμερα μιλώντας για «Βυζάντιο» και για «Δυτικό Μεσαίωνα», στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε δύο σαφώς διακριτά μεγέθη, μεγέθη όχι μόνο θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά, ιστορικά και πολιτιστικά, τα οποία αυτονόητα και φυσικά, περιγράφουν δύο ριζικά διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης, με βαθιές ιστορικές ρίζες. Η αυτοκρατορία μοιρασμένη επίσημα στα δύο, από τον Μέγα Θεοδόσιο το 395 (που κληροδότησε την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό), ορίζει ως ένα βαθμό και γεωγραφικά τις δύο μεσαιωνικές χριστιανικές δυνάμεις. 

[Ο όρος «Μεσαίωνας», όπως ευστοχότατα γράφει ο σπουδαίος Καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας Ντέιβιντ Νίκολας «επινοήθηκε για να στιγματίσει μια χιλιετία πνευματικής καθυστέρησης και κοινωνικής αδικίας, όπως τη θεωρούσαν κάποτε οι ιστορικοί της Αναγέννησης». Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, ο Μεσαίωνας ξεκινά από το έτος 476 μ.Χ., δηλαδή το έτος κατάρρευσης της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας (ή έτος κατάρρευσης της «Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας», όταν ο Αυτοκράτορας της Ρωμύλος Αυγουστύλος εκθρονίζεται από τον Γερμανό πολέμαρχο Οδόακρο στη Ραβέννα. Ο Οδόακρος …. έδωσε σύνταξη στον νεαρό αλλά τον εξόρισε, ενώ ο πατέρας του, Φλάβιος Ορέστης, που είχε συλληφθεί μία εβδομάδα νωρίτερα κοντά στην Πιατσέντσα, εκτελέστηκε αμέσως). Το γεγονός θα εξιδανικευτεί στη Δυτική λογοτεχνία και ιστορία ως «Πτώση της Ρώμης», οριοθετεί δε την έναρξη του Μεσαίωνα, λόγω της καθολικής επικράτησης των πολυπληθών και μαχητικών γερμανικών φύλων στη Δύση, ενώ φθάνει και μέχρι την ιταλική Αναγέννηση, στον 15ο αιώνα.] 

Το έτος 476 μ.Χ. καθορίζει τη χωριστή έκτοτε πορεία των δύο τμημάτων της μέχρι τότε ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το δυτικό τμήμα μη δυνάμενο πλέον να αντισταθεί στα πλήγματα των «βαρβαρικών» επιδρομών, κατακερματίζεται σε διάφορες μικρότερες δυνάμεις που αγωνίζονται για την επιβίωσή τους επί αρκετούς ακόμη αιώνες και συγκεκριμένα μέχρι τον 9ο και 10ο αιώνα, οπότε ένα σημαντικό τμήμα τους ενώνεται υπό τον Καρλομάγνο και αργότερα υπό τον Όθωνα τον Α’. Αντίθετα, το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, το φερ΄ειπείν «Βυζάντιο», είτε κατόρθωσε να αποκρούσει τους επιδρομείς που συνεχώς το απειλούσαν, (χρησιμοποιώντας επιτυχώς τον στρατό του ή τη διπλωματία του), είτε τελικά να τους αφομοιώσει, χάρη στην ολοφάνερη πολιτική και πολιτιστική του κυρίως δύναμη. 

Στην υπερχιλιόχρονη πορεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή Ρωμανίας, δηλαδή της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους» στην Ανατολή, μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενα γεγονότα έπαιξαν ιδιαίτερα αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός εν τέλει χριστιανικού, «δυτικοευρωπαϊκού μεσαιωνικού πολιτισμού», ο οποίος δυστυχώς αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά και όχι συνεργατικά προς το «Βυζάντιο»

Από τον 2ο π.Χ. αιώνα, η χρήση της ελληνικής ήταν διαδεδομένη ακόμα και στην ίδια τη Ρώμη, που υπήρξε ολότελα «διαποτισμένη» από τον ελληνιστικό πολιτισμό με αποτέλεσμα κάθε μορφωμένος Ρωμαίος να είναι δίγλωσσος. Όμως στα τέλη του 2ου αιώνα η Δύση είχε πλέον εκρωμαϊστεί σε σημαντικό βαθμό, ενώ η γλώσσα της περιοχής του Λατίου σταδιακά έγινε η γλώσσα της Δύσης. Η λατινική υιοθετήθηκε ακόμη και από τις κατώτερες τάξεις, ενώ τα ρωμαϊκά στρατεύματα (που τότε στάθμευαν σε μεγάλους αριθμούς στην κεντρική Ευρώπη) υπήρξαν δυναμικοί παράγοντες του γλωσσικού εκλατινισμού, καθώς η λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα του στρατού, αλλά και η κοινή γλώσσα συνεννόησης των ετεροεθνών και ετερόγλωσσων στρατιωτών. 

Την ίδια εποχή, στην Ανατολή η ελληνική είχε το καθεστώς επίσημης γλώσσας, οπότε η Ρώμη αποδέχθηκε εύλογα πως ήταν άσκοπο να προσπαθήσει να επιβάλει εκεί τη λατινική. Έτσι, οι κάτοικοι των ανατολικών περιοχών δεν βρέθηκαν ποτέ στην ανάγκη να μάθουν τη λατινική γλώσσα, ενώ, πολύ σπάνια επιδίωκαν να αποκτήσουν παιδεία διαφορετική της ελληνικής, καθώς θεωρούσαν τη δική τους σαφώς ανώτερη από τη λατινική. 

Η απόσταση ανάμεσα στους δύο κόσμους άρχισε να μεγαλώνει με την επελθούσα κρίση του ρωμαϊκού κόσμου κατά τον 3ο αιώνα. Πολύ πριν από την πτώση της Ρώμης, τόσο το εμπόριο όσο και οι πόλεις βρίσκονταν σε μια επιταχυνόμενη πορεία πολυεπίπεδης παρακμής. Οι βαρβαρικές επιδρομές σάρωσαν την αντίσταση των ακραίων φρουρών, καταπάτησαν τα δυτικά αυτοκρατορικά εδάφη και ανέτρεψαν στο θυελλώδες διάβα τους κάθε οργανωμένη και συγκροτημένη ζωή. Στις πόλεις, η διοικητική αποδιοργάνωση, η προϊούσα δημογραφική φθίση, η ερήμωση του περιβάλλοντος χώρου και η επιτεινόμενη φτώχεια, προκάλεσαν γενικευμένο κοινωνικό χάος, ενώ ο πολιτισμός και η ψυχοπνευματική καλλιέργεια διατήρησαν μιαν επισφαλή και αναιμική αβέβαιη ύπαρξη. 

Μέσα σε αυτήν την νοσηρή ατμόσφαιρα πολιτικοκοινωνικής παράλυσης, το καταστροφικό ναυάγιο της ελληνικής γλώσσας στη Δύση ήταν πλέον γεγονός : Οι δύο θυγατρικές πλευρές της αυτοκρατορίας δεν κατανοούσαν, ούτε διάβαζαν η μία την άλλη, παρά μόνο μέσω μεταφράσεων και διερμηνέων. Ήδη από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα ήταν πολύ σπάνιο να βρεθεί καθηγητής ικανός να διδάξει σωστά την ελληνική, ενώ από τον 5ο ως τον 9ο αιώνα, η Δύση έχασε κάθε επαφή της με την ελληνική σκέψη μέσα από τα πρωτότυπα κείμενα. Έτσι ολοκληρώθηκε η σημαντικότατη «γλωσσική αποξένωση» της Ανατολής με τη Δύση. 

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts