Ο Ήλιος του Μεσονυκτίου»,του φιλοσόφου Αλ.Ντούγκιν : Η Ευρασιανική Πρόκληση ενάντια στην Καθεστηκυία Σκέψη (1)

Ο περιβόητος Αντόνιο Γκράμσι υπεστήριξε ότι προκειμένου να ηγεμονεύσει ένας ιδεολογικοπολιτικός χώρος στην κοινωνία απαιτείται απαραιτήτως η πολιτιστική του επικράτηση!

Μέρος 1

Ντούγκιν : Ο άνθρωπος που τόλμησε να αμφισβητεί επίμονα και πολυεπίπεδα την κυρίαρχη «Καθεστηκυία» σκέψη

Σε μια κοινωνία «δυτική», φιλελεύθερη και καταναλωτική, όπως η δική μας, που ιδρύθηκε θεμελιωμένη αποκλειστικά στην έννοια του «Homo Oeconomicus»(1), (στην οποία Κυρίαρχοι είναι το χρήμα, ο κύκλος εργασιών και τα εμπορικά κέρδη), φαίνεται απίστευτο το γεγονός ότι, τα βιβλία του Αλεξάντρ Γκέλιεβιτς Ντούγκιν (Александр Гельевич Дугин), ενός από τους πλέον αντισυμβατικούς σημερινούς φιλοσόφους ζητούνται από τους αναγνώστες, συζητούνται από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, αλλά και αιφνιδίως … απομακρύνθηκαν επί ένα διάστημα από την περιβόητη Amazon, την μεγαλύτερη διαδικτυακή εταιρεία στον κόσμο, (του διαβοήτου ομογενούς κυρίου ….Bezos). Ο λόγος θα εκτεθεί και θα εξηγηθεί εν συντομία : Ο Ρώσος συγγραφέας είχε την ατυχή ιδέα να …. ρίξει το σιδερένιο γάντι της πρόκλησής του ενάντια στο τερατώδες κρατούν ρεύμα της «διανόησης», δημοσιεύοντας μια σειρά βιβλίων στα οποία αμφισβήτησε ευθέως την παγκοσμίως κρατούσα σκέψη, με ακριβή και συνεπή τρόπο.

Σε αυτό το σημείο, αναθυμόμαστε το ενδελεχές έργο του Ναπολιτάνου Γιουτζένιο Καπόζι (Eugenio Capozzi) τακτικού Καθηγητή της Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο «Suor Orsola Benincasa», με τίτλο «Πολιτικά Ορθό» («Politicamente corretto», εκδόσεις Marsilio, Βενετία, 2018) στο οποίο υπογραμίζει ακριβολογώντας, πώς η καθεστηκυία άρχουσα τάξη είναι εξειδικευμένη στη χρήση των πολιτικά ορθών περιορισμών ως μια αποδοτική μορφή «πολιτικής κατήχησης», ώστε να λογοκρίνει εκείνους που εκδηλώνουν ιδέες διαφορετικές από εκείνες που είναι αποδεκτές από την κυρίαρχη ιδεολογία. Ο Ιταλός συγγραφέας μας βοηθά να διακρίνουμε με σαφήνεια και να συνειδητοποήσουμε με πληρότητα το τρομακτικό δρώμενο του καθεστωτικού δημοκρατικομόρφου πολιτικού εξαναγκασμού, σημειώνοντας πως αυτό αντιπροσωπεύει την: «… έκφραση μιας ιδεολογίας, που επιβάλλεται στις δυτικές κοινωνίες τον τελευταίο μισό αιώνα, παραδόξως, διότι ο κυρίαρχος κοινός τόπος αυτών των κοινωνιών υποστήριξε το θάνατο των ιδεολογιών». Επί πλέον ο Καθηγητής Καπόζι επισημαίνει ότι η παντοιοτρόπως διαδιδόμενη, επιβαλλόμενη και εφαρμοζόμενη «πολιτική ορθότητα» παριστά : «Μιαν ακραία ενσάρκωση της “προοδευτικότητας”, βασισμένη σ’ έναν ριζοσπαστικό ηθικό σχετικισμό και σε μιαν εξ ίσου ριζοσπαστική ιδέα περί της “αυτοδιάθεσης του υποκειμένου”».

Ο αλησμόνητος ευπατρίδης Sir Ρότζερ Βέρνον Σκράτον (Roger Vernon Scruton, 1944-2020), ένας λαμπρός Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας που ειδικεύθηκε στην αισθητική και στην πολιτική φιλοσοφία, ιδιαιτέρως δε στην προώθηση των παραδοσιακών συντηρητικών απόψεων, έλεγε ότι υπάρχει μια πραγματικά σκληρή και απορριπτική διάκριση προς τους συντηρητικούς, «πολιτικά ασύμβατους» με την εποχή μας, τόσον έντονη ώστε: «Το απλό γεγονός, ότι είναι αυτοί που είναι, αποτελεί προσβολή απέναντι στους νέους κανόνες της ευρύτητος και της μη διακρίσεως. Οι ειλικρινείς προσπάθειές τους να ζήσουν συμφώνως προς τις ιδέες τους, να αναθρέψουν οικογένειες, να συμμετέχουν στη ζωή της κοινότητος, να λατρέψουν τους θεούς τους και να ενστερνιστούν μία τακτοποιημένη και καταφατική κουλτούρα, περιφρονούνται και γελοιοποιούνται» […] «Συνεπώς, σε κύκλους διανοουμένων οι συντηρητικοί κινούνται σιωπηρά και διακριτικά, αναζητώντας ο ένας τον άλλον με τα μάτια τους τριγύρω στο δωμάτιο, όπως οι …. ομοφυλόφιλοι στο έργο του Προυστ, τους οποίους ο μεγάλος συγγραφέας συνέκρινε με τους θεούς του Ομήρου, που μόνον αυτοί αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον καθώς κινούνται μεταμφιεσμένοι σε όλο τον κόσμο των θνητών». [Από το σπουδαίο βιβλίο του «Πως να είσαι Συντηρητικός» («How to Be a Conservative», εκδόσεις Bloomsbury Continuum 2014), το οποίο εξεδόθη στην ελληνική με τον «πολιτικά ορθό» … φτιασιδωμένο τίτλο «Πως να (μην) είστε συντηρητικοί» (sic !), εκδόσεις Πρωτοπορία, 2022].

Συναφώς, στο βιβλίο του «Μια πολιτική φιλοσοφία : Επιχειρήματα για τον Συντηρητισμό» («A Political Philosophy : Arguments for Conservatism», 2006) ο πολύς Σκράτον ορίζει τον μεταμοντερνισμό ως τον «ισχυρισμό πως δεν υπάρχουν βάσεις για την αλήθεια, την αντικειμενικότητα και το νόημα, οπότε συνεπώς οι συγκρούσεις μεταξύ των απόψεων δεν είναι παρά διαγωνισμοί εξουσίας !» Ο φιλόσοφος επεσήμανε ρηξικέλευθα ότι, ενώ η Δύση υποχρεούται να κρίνει τους άλλους πολιτισμούς με τους δικούς τους όρους, ο δικός μας Δυτικός πολιτισμός κρίνεται δυσμενώς ως εθνοκεντρικός και ρατσιστικός. Έγραψε: «Ο ίδιος ο συλλογισμός που επιδιώκει να καταστρέψει τις ιδέες της αντικειμενικής αλήθειας και της απόλυτης αξίας, επιβάλλει την πολιτική ορθότητα ως απολύτως δεσμευτική και τον πολιτιστικό σχετικισμό ως αντικειμενικά αληθινό»

[Σημειωτέον ότι το βιβλίο του «Τρελοί, Απατεώνες και Ταραξίες.Στοχαστές της Νέας Αριστεράς», («Fools, Frauds and Firebrands. Thinkers of the New Left», 2015, εκδόσεις Bloomsbury Academic) που εξεδόθη στην ελληνική το 2018 (με τίτλο «Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί»), αποτελεί μια συντριπτική κριτική της σύγχρονης αριστερής «διανόησης». Εξετάζοντας τους συγγραφείς της διαβόητης Νέας Αριστεράς, οι οποίοι κυριάρχησαν στον φιλοσοφικό δημόσιο διάλογο για πάνω από πενήντα χρόνια (Χομπσμπάουμ, Τόμσον και Μίλιμπαντ, Σαρτρ, Φουκώ και Ντελέζ· Αντόρνο, Λούκατς και Χάμπερμας, Γκράμσι, Μπαντιού και Ζίζεκ) ο Σκράτον επικρίνει τις ιδέες τους, αφού πρώτα εξηγεί το έργο τους. Υποστηρίζει, επιχειρηματολογώντας, πως σε όλους τους προαναφερόμενους διανοητές, παρά την δεδομένη υψηλή παιδεία και νοημοσύνη τους, για λόγους ψυχογενείς η κενή ρητορική τους υπερισχύει σαφέστατα της προσεκτικής ενδελεχούς ανάλυσης, όπως και η διάσπαρτη χυδαιόλογη εμμονική ανοησία υπερισχύει κάθε αξιοσέβαστης λογικής σκέψης στο σύνολο του έργου τους. Σε αυτήν την «νοοτονωτική» και βαθέως σώφρονα απάντησή του στην τρέχουσα «καθεστηκυία και καθεστωτική» αριστερή φιλοσοφία ο Σκράτον αναρωτάται γιατί και πώς οι εν λόγω συγγραφείς έγιναν τόσον ευρέως δημοφιλείς, καθώς και γιατί άλλες φωνές εκτός της «αριστερής διανόησης» περιθωριοποιήθηκαν].

Ο λόγος για την αποστροφή και την δαιμονολογία ενάντια στον Αλεξάντρ Γκέλιεβιτς (που από την φύση του είναι ένας πράος και σεμνός άνθρωπος και όχι υποκινητής μιας … φασιστικής τρομοκρατίας) οφείλεται απολύτως στο γεγονός ότι ο πολύπλευρος στοχαστής εργάζεται εδώ και χρόνια για να αμφισβητήσει ριζικά το κυρίαρχο πολιτιστικό μοντέλο, απορρίπτοντας το πλήρως. Βεβαίως, δεν πιστεύουμε ότι το έργο του διαδίδεται όντας περιορισμένο σε μιαν απλή, έστω και πολύπλευρη, αντικαθεστωτική κριτική, διότι ο Ρώσος φιλόσοφος προωθεί αρκετές ενεργές, πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες υποθέσεις, ώστε να δημιουργήσει ένα εναλλακτικό σύστημα στη θέση του σημερινού.

Θεωρεί ότι τα πολιτικά συστήματα της σύγχρονης εποχής προέρχονται από τρεις ιδεολογίες : του Φιλελευθερισμού, του Μαρξισμού και του Φασισμού. Μετά την ιστορική πολεμική «εξάλειψη», είτε εκφυλιστική «απόσυρση» των δύο τελευταίων, ο φιλελευθερισμός μονοπωλεί τον πολιτικό λόγο και μεταλάσσεται από πολιτική θεωρία σε πλανητικό θέσμιο μιας και μοναδικής επιβαλόμενης μετα-πολιτικής πρακτικής. Καθίσταται ένα είδος τάχα «ιστορικά αναπόφευκτου» φαινομένου, με συστατικά του χαρακτηριστικά τον φρενήρη ατομοκεντρισμό, τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, την πολύμορφη αμφισβήτηση του Έθνους-Κράτους και την καλπάζουσα Παγκοσμιοποίηση με την μορφοποίηση μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, την παθιασμένη χρήση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ως αδιαμφισβήτης καθολικής ηθικής και την δόλια επέλευση μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης (την οποία επιδιώκουν και ευλογούν όλοι οι απόνδυλοι Καθεστωτικοί καμποτίνοι και κρετίνοι).

Είναι σφόδρα ενάντιος στον αμερικανικό ηγεμονισμό και στην παγκόσμια κυριαρχία. Εναντιώνεται ολόπλευρα στην Παγκοσμιοποίηση και αντιτάσσει σε αυτήν το δόγμα της πολυ-πολικότητος, ενώ υποστηρίζει και προωθεί την πολυμέρεια των πολιτισμών των, κοινωνιών, των εθνισμών και των θρησκειών.

Στην θεωρία του περί πολυπολικού κόσμου, (σαφώς επηρεασμένη από την θεωρία της «Συγκρούσεως των Πολιτισμών» του Σάμιουελ Φίλιπς Χάντινγκτον – Samuel P. Huntington), ο Ντούγκιν ασχολείται με την σχηματοποίηση μιας γεωπολιτικής συλλήψεως στην οποίαν επικαλείται την γέννηση πολλαπλών περιφερειακών παγκοσμίων δυνάμεων που μπορούν να εξισορροπήσουν την συντριπτική μονοπολική Δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Επίσης, στην «Τέταρτη Πολιτική Θεωρία» του («The Fourth Political Theory», 2012, εκδόσεις Arktos, σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Έσοπτρον, 2013) υποστηρίζει την πιεστική ανάγκη να ξεπεραστεί η ανούσια διάκριση μεταξύ «Δεξιάς» και «Αριστεράς», και να πραγματωθεί μια σύντηξη των δύο θέσεων με την Παράδοση, ώστε να αντιμετωπισθεί ο οικουμενικός φιλελευθερισμός. [Άλλωστε ανάλογη αντίληψη έχει και ο έτερος μέγας πολέμιος της Παγκοσμιοποιησεως, ο σπουδαίος Γάλλος στοχαστής της «Ευρωπαϊκής Νέας Δεξιάς» Αλαίν Ντε Μπενουά (Alain de Benoist) στο «Δεξιά – αριστερά. Τελείωσε ! : Η στιγμή του λαϊκισμού» («Droite-gauche, c’est fini ! : Le moment populiste», εκδόσεις Pierre-Guillaume de Roux, 2017)].

Προφανώς, οι ποικίλες ανωτέρω αναφερόμενες απόψεις του Ρώσου στοχαστή επ’ ουδενί λόγω δικαιολογούν τον μεθοδευμένο άγριο εξοστρακισμό του από τα καθεστωτικά ΜΜΕ ούτε την συνεχή του δαιμονοποίηση που φθάνει να υπενθυμίζει τα μεσαιωνικά δικαστήρια. Όμως, καλώς ή κακώς, έτσι έχει το πράγμα στην κρατούσα «δικτατορία γνώμης» που βιώνουμε. Όταν μάλιστα ο στόχος της παγκοσμίου δικτατορίας συνεχίζει ανθιστάμενος επιμόνως, τότε δοκιμάζονται και ακόμη σκληρότερες πρακτικές όπως η βιολογική εξάλειψη, πράγμα που συνέβη λίαν προσφάτως με την δολοφονία της θυγατέρας του φιλοσόφου Ντάρυα Ντούγκινα!

Ας εστιάσουμε τώρα στο ιδιότυπο έργο του που αναφέρεται στον τίτλο της παρούσης συνοπτικής παρουσιάσεως : Δικαίως μπορούμε να ειπούμε πως στο πολύ μικρό βιβλίο (μόλις 48 σελίδων) «Ήλιος του Μεσονυκτίου. Χαραυγή του Ριζοσπαστικού Υποκειμένου» (εκδόσεις Aga – Cusano Milanino, 2019), ο Αλεξάντρ Ντούγκιν υπερβαίνει και διαλύει τα ασταθή και ευμετάβλητα όρια του υλισμού, αποτυπώνοντας σε απαρτιωμένες συνθετικές συλλήψεις κάποιες θεμελιώδεις ιδέες που μας οδηγούν αποκαλύπτοντας την τραγωδία της μετανεωτερικότητας και μας παρέχουν τα εργαλεία τα οποία αποσκοπούν στην υπεράσπισή μας σε αυτή την απαίσια και βάναυση εποχή. Διόλου τυχαίο δεν είναι πως ο δραστήριος Εθνικιστής ιστορικός, ερευνητής δημοσιογράφος και Αναπληρωτής Γραμματέας του «Ιδρύματος Ιούλιος Έβολα» Αντρέα Σκαραμπέλι (Andrea Scarabelli) αποκαλεί τον Ρώσο φιλόσοφο ο «Τελευταίος Μεταφυσικός της Ευρασίας». [Ο «Ήλιος του Μεσονυκτίου» συνεξεδόθη από τον ποιητή και κριτικό της λογοτεχνίας, φιλόλογο καθηγητή Φραντσέσκο Μαρότα (Francesco Marotta), τον Αναπληρωτή Καθηγητή Αισθητικής στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου Λούκα Σινισκάλκο (Luca Siniscalco)- αμφότεροι δραστήρια μέλη της σύγχρονης Ιταλικής G.R.E.C.E. – «Groupement de Recherche et d’ Études pour la Civilisation Européenne» – «Ένωση Έρευνας και Μελέτης του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» / «Ελλάς»-, και τον προαναφερθέντα, πολυγραφότατο Σκαραμπέλι, συνεργάτη της έδρας Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου ].

Για προφανείς λόγους χώρου, παρουσιάζεται εδώ μόνο μια συνοπτική αναγνώριση του προαναφερθέντος βιβλίου, πραγματοποιώντας παράλληλα μια περιληπτική ανάλυση του «Ριζοσπαστικού Υποκειμένου». Τώρα, δεδομένου ότι το έργο του Ντούγκιν στοχοποιεί την μετανεωτερικότητα, είναι σημαντικό να διευκρινισθεί ακριβώς αυτό που εννοείται με τον όρον αυτόν, καθώς έως και σήμερα εξακολουθεί να δημιουργείται μια ικανή ορολογική και συνακόλουθα νοηματική σύγχυση ακόμη και μεταξύ των στοχαστών στον πεπερασμένο, «κλειστό» εθνικιστικό χώρο. Μα την αλήθεια, ο «αφορισμός» του Αντισθένους του Κυνικού «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις» ενέχει σαφέστατα την ουσιώδη κατευθυντήριο οδηγία κάθε γνωστικής αναζητήσεως.

{Μεταμοντερνισμός σημαίνει κυριολεκτικά «αυτό (το κίνημα) που ακολούθησε τον μοντερνισμό». Παρά το ότι ως «μοντέρνο» αυτό καθ’ αυτό ορίζεται το «σύγχρονο», το κίνημα του μοντερνισμού καθώς και η μετέπειτα αντίδραση του μεταμοντερνισμού καθορίζονται μέσα από ένα συγκεκριμένο ευρύ και πολυσύνθετο πλέγμα αντιλήψεων. Στην παραμαρξιστική «Κριτική Θεωρία» [Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα ένας κύκλος Γερμανοεβραίων -στην πλειονότητά τους- στοχαστών, γνωστός πλέον ως «Σχολή της Φραγκφούρτης», επιχείρησε να επεξεργαστεί μια θεωρία της σύγχρονης κοινωνίας που αυτοκατανείτο ως «κριτική θεωρία». Αυτός ο όρος, που εμφανίζεται επίσημα σε δύο κείμενα του 1937 («Παραδοσιακή και κριτική θεωρία» του Μαξ Χορκχάϊμερ και «Η φιλοσοφία και η κριτική θεωρία» του Χέρμπερτ Μαρκούζε), χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να αποφευχθεί η χρήση του όρου «μαρξισμός»] χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για λογοτεχνικά, θεατρικά και αρχιτεκτονικά έργα, καθώς επίσης (στο πλαίσιο τής εμπορίας – προώθησης και των επιχειρήσεων) ως ερμηνευτική της Ιστορίας, της Κουλτούρας , και του Δικαίου του τελευταίου μέρους του 20ου αιώνα.

[Ο μεταμοντερνισμός, ως προσεγγιστική απόπειρα περιγραφής μιας καταστάσεως, ενός καθεστώτος ή απλώς των αλλαγών που υφίστανται οι θεσμοί και τα συστήματα κατά την μετανεωτερικότητα (βλέπε Άντονι Γκίντενς / Anthony Giddens «Οι συνέπιες της νεοτερικότητας», εκδόσεις Πρωτοπορία, 2001), αποτελεί δε αισθητική, λογοτεχνική, πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία. Δηλαδή, ο μεταμοντερνισμός είναι ένα πολιτισμικό και πνευματικό φαινόμενο, χρονολογούμενο κυρίως από τα νέα κινήματα στην τέχνη της δεκαετίας του 1920, ενώ η μετανεωτερικότητα επικεντρώνεται στα πικίλα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα του Δυτικού κόσμου, καθώς και τις στις διεθνείς καινοτομίες από το 1960 και ένθεν.

Ο όρος «μεταμοντέρνος» ορίζεται από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (του Καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη) ως «αυτός που σχετίζεται με το σύγχρονο ρεύμα της τέχνης (αρχικώς της αρχιτεκτονικής), που αντιδρά στις φόρμες του μοντερνισμού και χρησιμοποιεί ποικιλία παραδοσιακών στοιχείων σε πρωτότυπες συνθέσεις», καθώς επίσης αυτός που «ακολουθεί αδιάκοπα τις εκάστοτε τάσεις χωρίς αρχές και σταθερά σημεία αναφοράς» και επίσης «(κατ’ επέκταση στις κοινωνικές επιστήμες) ο ακραίος σχετικισμός στις αξίες και στην επιστημονική μέθοδο και η απόρριψη της αντικειμενικότητας».

Οι μεταμοντέρνες ιδέες στην φιλοσοφία και στην πολιτιστική και κοινωνική ανάλυση αύξησαν αρκετά την βαρύτητα της «Κριτικής Θεωρίας». Επήλθαν εξελίξεις, οι οποίες ανάγονται σε επανεκτίμηση και ανασύνθεση ολοκλήρου του δυτικού συστήματος αξιών (έρωτας, γάμος, λαϊκός πολιτισμός), καθώς και σε μετατόπιση από την βιομηχανική οικονομία στην οικονομία των υπηρεσιών. Οι εν λόγω μεταπολεμικές εξελίξεις στον Δυτικόμεταπολεμικό κόσμο που διαδραματίστηκαν στις δεκαετίες 1950 και 1960 και έφθασαν στο αποκορύφωμά τους με την αναρχική κοινωνική «επανάσταση» του Μαΐου 1968, περιγράφονται με τον όρο μετανεωτερικότητα.

Συνεπώς, ο όρος «μεταμοντερνισμός» αναφέρεται σε απόψεις ή κινήματα. Το επίθετο «μεταμοντέρνος», αναφέρεται λοιπόν στα αντίστοιχα πολιτικοκοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα, ενώ το επίθετο «μετανεωτερικός» αναφέρεται στην χρονική περίοδο που ξεκινά από το 1950 και αποτελεί σύγχρονη ιστορία}.

Η διάλυση του μεταμοντέρνου κόσμου

Ο πρώτος που εισήγαγε τη λέξη μεταμοντερνισμός ήταν ο Ισπανός φιλόλογος Φεντερίκο ντε Όνις Σάντσεζ (Federico de Onís Sánchez, 1885-1966), Καθηγητής της Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, στο έργο του «Antología de la Poesía Española e Hispanoamericana (1882-1932)» (Μαδρίτη εκδόσεις του «Κέντρου Ιστορικών Σπουδών» – «Centro de Estudios Históricos», 1934), προκειμένου να περιγραφεί η βαθιά δυσφορία του ανθρώπου προς τον μοντερνισμό.

Ωστόσο, στον λογοτεχνικό τομέα, μόνο με τον εξαιρετικό Αμερικανοαιγύπτιο θεωρητικό της λογοτεχνίας και συγγραφέα Ιχάμπ Χαμπίμπ Χασάν (Ihab Habib Hassan, 1925-2015), το λήμμα αυτό αποκτά την πραγματική του εκφραστική αξία, μέσω της δημοσιεύσεως του βιβλίου του «Ο Διαμελισμός του Ορφέα : Προς μία Μεταμοντέρνα Λογοτεχνία» («The Dismemberment of Orpheus: Toward a Postmodern Literature» εκδόσεις Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, 1971), στο οποίο διακηρύσσεται ότι:

«Ο μεταμοντερνισμός εξαρτάται από τον βίαιο διανθρωπισμό (2) της γης, στον οποίον ο τρόμος και ο ολοκληρωτισμός, τα κλάσματα και τα σύνολα, η φτώχεια και η εξουσία, ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον […] προέρχεται από την τεχνολογική επέκταση της συνείδησης, έναν τύπο γνώσης του εικοστού αιώνα, στην οποίαν αποκαλύπτεται ο Υπολογιστής και όλα τα διάφορα μέσα μας (συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Μογγολοειδούς μέσου που ονομάζουμε τηλεόραση) […], ταυτόχρονα, αποκαλύπτεται στη διασπορά του ανθρώπινου (δηλαδή της γλώσσας), στην εμμένεια (ιδιότητα της συνυπάρξεως) λόγου και νου».

Από την δική του πλευρά, ο Γάλλος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και θεωρητικός της λογοτεχνίας Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ (Jean François Lyotard, 1924-1988) καθορίζει ότι η μετανεωτερικότητα προέρχεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ως αρχή της νομιμοποιήσεως της γνώσεως εκδηλώνεται και παγιούται η υπερήφανη και επίμονη άρνηση και απόρριψη των «Μεγάλων Αφηγήσεων», που είναι αποδεκτές στις ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες, [δηλαδή των θεωριών μεγάλης κλίμακος (Διαφωτισμός, Χειραφέτηση, Μαρξισμός) και των φιλοσοφιών περί του κόσμου, όπως η «πρόοδος» της ιστορίας, η γνώση των πάντων μέσω της επιστήμης και η δυνατότητα μιας ….απόλυτης ελευθερίας των πάντων (!) Έκτοτε, οι «Μικρές Αφηγήσεις» έχουν καταστεί πλέον ο προσφορότερος τρόπος για την εξήγηση των κοινωνικών μετασχηματισμών και των πολιτικών προβλημάτων.

Ο Λυοτάρ υποστηρίζει ότι αυτός ο νεότερος τρόπος είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη μεταμοντέρνα επιστήμη. Καθώς οι «μεταναρυθμίσεις» εξασθενίζουν, η επιστήμη υποφέρει από «απώλεια πίστης» στην αναζήτηση της αληθείας, οπότε πρέπει να ανεύρει άλλους τρόπους νομιμοποιήσεως των προσπαθειών της. Στο έργο του «Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση : Μία Αναφορά επί της Γνώσεως» («La Condition postmoderne: Rapport sur le savoir», 1979), ο Λυοτάρ προτείνει αυτό που αποκαλεί «ακραία απλοποίηση του μεταμοντέρνου» ως μία «δυσπιστία απέναντι στις μετα-αφηγήσεις». Οι μετα-αφηγήσεις – συνήθως φερόμενες ως «Μεγάλες Αφηγήσεις» – είναι εκτενείς, πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες θεωρίες μεγάλης κλίμακας, καθώς και φιλοσοφίες του κόσμου, όπως η «πρόοδος της ιστορίας», η «γνώση των πάντων μέσω της επιστήμης» και η δυνατότητα μιας «απόλυτης ελευθερίας».

Ο Λυοτάρ υποστηρίζει ότι σταματήσαμε επι τέλους να πιστεύουμε πως τέτοιου είδους αφηγήσεις είναι επαρκείς για να μας αντιπροσωπεύουν και να μας συγκρατούν. Επισημαίνει επίσης ότι κανείς δεν φάνηκε να συμφωνεί για το τι ήταν αληθινό (…αν τελικά υπήρχε κάτι τέτοιο) και πως όλοι είχαν τη δική τους προοπτική και ιστορία. Έτσι βρισκόμαστε εύλογα σε εγρήγορση σχετικά με τη διαφορά, την ποικιλομορφία, το ασυμβίβαστο των φιλοδοξιών, των πεποιθήσεων και των επιθυμιών μας, οπότε για τον λόγον αυτό η μεταμοντέρνα κοσμοαντίληψη χαρακτηρίζεται από μια πληθώρα πολυσυστατικών «μικρορυθμίσεων».

Παρ’ όλα αυτά, πολύ πριν, υπήρξαν σπουδαίοι στοχαστές που κατάφεραν να κατανοήσουν «προορατικά» τα προβλήματα της νεωτερικότητας σε μια σειρά δημοσιευμάτων τους που φέρονται και ως «Λογοτεχνία της Κρίσεως», στην οποία τοποθετούνται και οι Παραδοσιοκράτες λόγιοι και μελετητές. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχει βεβαίως ο διδάσκαλος Ρενέ Γκενόν (René Guénon), ο οποίος αρνήθηκε τον ορθολογισμό, τον εξελικτισμό και την ιδέα της «προόδου», υποστηρίζοντας ότι η ανθρωπότητα, ξεκινώντας από την κοσμική «Εποχή του Χρυσού» μέχρι την τρέχουσα «Εποχή του Σιδήρου», έχει υποβληθεί σε μία σταδιακή αλλά αμείλικτη συσκότιση της αρχέγονης πρωταρχικής της πνευματικότητος.

Δεδομένου ότι τα βιβλία του Γάλλου εσωτεριστή διδασκάλου, εμπλέκονται από πολλές απόψεις, στη «Λογοτεχνία της Κρίσεως», ακόμη και αν διαφέρουν πολύ από τα πονήματα συναφών συγγραφέων στην ριζοσπαστικότητα και στο βάθος των προοπτικών και των προτεινομένων λύσεων, είναι απαραίτητο να αναρωτηθείτε γύρω από το γενικό σταθερό σημείο αναφοράς, το ψυχοπνευματικό υπόβαθρο, το «Ubi Consistam» αυτής της ιδιομόρφου λογοτεχνίας. Όπως διαπιστώνει πολύ εύστοχα η Μικέλα Νάτσι (Michela Nacci), η Επίκουρη Καθηγήτρια Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας που ασχολήθηκε διεξοδικότατα με το θέμα: «Η κουλτούρα της κρίσεως είχε το ιστορικό της επίκεντρο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, ως τόπο εκλογών την Κακανία του Μούζιλ και ως κείμενο αναφοράς της την “Παρακμή της Δύσεως” του Σπένγκλερ». («Τεχνική και πολιτισμός της κρίσεως (1914-1939)» -«Tecnica e cultura della crisi (1914-1939), εκδόσεις Loescher, Τορίνο, 1982)

[Το μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» («Der Mann ohne Eigenschaften», α’ ελληνική έκδοση – εκδόσεις «Οδυσσέας», 1992) του Αυστριακού Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942), εξελίσσεται στην πρωτεύουσα μιας μεγάλης πολυεθνικής Αυτοκρατορίας (που από κάθε άποψη παραπέμπει στην Βιέννη), ενός κράτους που ο συγγραφεύς ονομάζει «Κακανία» – Kakanien (Στην Αυστρία των Αψβούργων όλα ήσαν αυτοκρατορικά-βασιλικά, Kaiser-Königlich, συντομογραφία Κ.Κ. Που προφέρεται γερμανιστί ΚαΚα. Χρησιμοποιήθηκε για να υποδεικνύει την κατάσταση της αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας ως διπλής μοναρχίας. Ο ήχος Κα-Κα αντιστοιχεί στην γερμανική βρεφική λέξη που υποδεικνύει τα κόπρανα – kacka και στην ελληνική λέξη «κακός», με την αρνητική της σημαντική. Έτσι, ο Ρόμπερτ Μούζιλ χρησιμοποιεί την έκφραση «Κακανία» για να συμβολίσει την δυσώδη και πονηρή έλλειψη κάθε πολιτικής, διοικητικής και συναισθηματικής συνέπειας στην Αυστροουγγαρία, όπως σήμερα αποκαλούμε «Μπανανία» κάθε τριτοκοσμική, ξενοκίνητη και συνήθως εγκληματική ψευτοδημοκρατία).Το μυθιστόρημά του ο Μούζιλ άρχισε να το γράφει το 1919 και σταμάτησε μαζί με την ζωή του συγγραφέα, στις 15 Απριλίου του 1942. Η ιστορία εκτυλίσσεται από το 1913 έως το 1914, και την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, έχει δε ως θέμα της την ζωή της εποχής εκείνης όπως την βιώνει ο Ούλριχ, ο βιβλιοθηκάριος, ο άχρωμος, άνευρος και άψυχος, «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες»].

Στην μεσοπολεμική γενεά της Κρίσεως η έμμονη, εμπαθής και τραυματική αποδοκιμασία των κοινωνικών δομών και λειτουργιών, μια ακατάπαυστη «προσωρινή αλλά εμμένουσα» μομφή, κατέστη η συλλογική κληρονομιά αυτής της γενεάς διανοουμένων που είχαν σαφή γνώση της ανικανότητος της «προόδου» καθώς και των εγγενών κινδύνων της τεχνικής. Μια γενεά στοχαστών, συγγραφέων και καλλιτεχνών που υπεστήριζαν τις αντιθέσεις προς την καθεστηκυία τάξη και που σύντομα έμαθαν να «κινούνται μεταξύ διχοτομιών στις οποίες από την μία πλευρά ίσταντο τα χαρακτηριστικά της παρούσης εποχής τους και από την άλλη το θετικό τους αντίθετο». Επίσης η διαρκής αντίθεση του ηθικοπνευματικού πολιτισμού – «Kultur» και του υλικοτεχνικού πολιτισμού, κεντρική στη γερμανική σκέψη από τον Όσβαλντ Σπένγκλερ έως τον Τόμας Μαν, κατέστη ένα διαλογικό αντικείμενο ενός σημαντικού μέρους της ευρωπαϊκής διανοήσεως, στην οποία πρέπει βεβαίως να προσμετρηθεί ο ίδιος ο Γκενόν. Προσδιόρισε το κινητήριο, το προωθητικό χαρακτηριστικό του υλικού πολιτισμού στην «τάση να μειώνει τα πάντα μόνο στην ποσοτική τους άποψη, μια τάση τόσο ριζωμένη στις “επιστημονικές” αντιλήψεις των τελευταίων αιώνων και εξίσου διαθέσιμη σαφώς και σε άλλους τομείς, ώστε μας επιτρέπει να ορίσουμε την εποχή μας ως το βασίλειο της ποσότητας» [«Η Εξουσία της Ποσότητας και τα Σημεία των Καιρών» («Le règne de la quantité et les signes des temps», 1945)].

Η εξέγερση των μαζών, της οποίας ο Ισπανός λόγιος Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ (1887-1955), σημαντικός διανοούμενος της γενεάς της Κρίσεως ήταν ενδελεχέστατος μελετητής [«Η εξέγερση των μαζών» («La rebelliόn de las massas», 1930)], υπήρξε η αναπόφευκτη κατάληξη μιας παρακμιακής πορείας. Μιας πορείας που προεκλήθη από βαθιά υπαρξιακή διαταραχή, επωάστηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα από τον υλικοτεχνικό πολιτισμό και τον Ευρωπαίο άνθρωπο, ήδη από το «φθινόπωρο του Μεσαίωνος», εξερράγη όμως στην σύγχρονη εποχή με πανδημικούς όρους.

Η κατανόηση της κρίσεως ως ασθένειας της εποχής ήταν απολύτως σαφής στον Ιταλοεβραίο στοχαστή Κάρλο Ραϋμόνδο (Γεδαλία Ραμ) Μικελστέτερ (Carlo Raimondo – Gedaliah Ram – Michelstädter) -έναν από τους εμπνευστές της εβολιανής σκέψεως-, ο οποίος σε μιαν επιστολή του της 9ης Δεκεμβρίου 1906 από τη Φλωρεντία στην αδελφή του Πώλα, γράφει: «Είναι λίγο ατομικό, λίγο η ασθένεια της εποχής όσον αφορά στην ψυχική ισορροπία, επειδή εμείς βρισκόμαστε ακριβώς σε μιαν εποχή μεταβάσεως της κοινωνίας, όταν όλοι οι δεσμοί φαίνεται να λιώνουν και τα ενδιαφέροντα εργαλεία διασκορπίζονται και τώρα πλέον οι δρόμοι της υπάρξεως δεν εντοπίζονται σαφώς σε οποιοδήποτε περιβάλλον».

****

1. Ο όρος «Homo Economicus», ήτοι «οικονομικός άνθρωπος» είναι η σύλληψη και απεικόνιση των ανθρώπων ως ενεργών παραγόντων που είναι παγίως λογικοί και στενά ιδιοτελείς και οι οποίοι επιδιώκουν τους υποκειμενικά καθορισμένους σκοπούς τους με τον βέλτιστο εφικτό τρόπο. Η πρώτη περιγραφή του ανάγεται στο πόνημα του φιλελευθέρου Βρετανού πολιτικού οικονομολόγου και φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill) «Σχετικά με τον ορισμό της πολιτικής οικονομίας και με τη κατάλληλη επ’ αυτής μέθοδο ερεύνης» («On the Definition of Political Economy, and on the Method of Investigation Proper to It»), στο τριμηνιαίο περιοδικό, επίσημο όργανο της πολιτικής ομάδος των Φιλοσοφικών Ριζοσπαστών, «London and Westminster Review», τον Οκτώβριο του 1836).

2. Ο Διανθρωπισμός (Transhumanism) είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίον υποστηρίζει τον μετασχηματισμό της ανθρωπίνης καταστάσεως με την ανάπτυξη και ευρεία διαθεσιμότητα εξελιγμένων τεχνολογιών, ώστε να ενισχύσει σημαντικώς την ανθρωπίνη διάνοια και την ανθρωπίνη φυσιολογία.

Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts