Ο Ήλιος του Μεσονυκτίου»,του φιλοσόφου Αλ.Ντούγκιν : Η Ευρασιανική Πρόκληση ενάντια στην Καθεστηκυία Σκέψη (2)
Η Ευρασιανική Πρόκληση ενάντια στην Καθεστηκυία Σκέψη – Πώς έχασε η Ευρώπη την κυρίαρχη θέση της στον κόσμο
Η σκέψη αρχίζει μόνον όταν συνειδητοποιήσουμε ότι, ο εξυμνηθείς επί αιώνες Λόγος είναι ο πλέον αμείλικτος αντίπαλος της σκέψεως.»
«Ο Λόγος του Νίτσε “Ο Θεός είναι νεκρός”» (1943) Μάρτιν Χάϊντεγκερ
Μέρος 2
Στην «Παρακμή της Δύσεως» ο μέγας Όσβαλντ Σπένγκλερ αντικρύζοντας την παρακμή, τον μαρασμό και την αποσύνθεση του ευρωπαϊκού και του βορειοαμερικανικού πολιτισμού εξέφρασε όλη του την αγανακτηση ενάντια στην τυραννική καπιταλιστική οικονομία, λέγοντας ότι:
«Το χρήμα είναι τελικώς η μορφή πνευματικής ενέργειας στην οποία συναθροίσθηκαν η βούληση για κυριαρχία, η πολιτική, κοινωνική, τεχνική, διανοητική μορφοποιητική δύναμη, η λαχτάρα για έναν μεγαλόσχημο τρόπο ζωής. Ο Μπέρναρντ Σω έχει απολύτως δίκαιο: “Ο γενικός σεβασμός για το χρήμα είναι το μόνο γεγονός του πολιτισμού μας το οποίο παρέχει ελπίδες. . . Το χρήμα και η ζωή είναι αδιαχώριστα. . .Το χρήμα είναι η ζωή”. Αυτός λοιπόν ο τεχνικός πολιτισμός είναι η βαθμίδα ενός πνευματικού πολιτισμού στην οποίαν η παράδοση και η προσωπικότητα έχουν χάσει την άμεση ισχύ τους και κάθε ιδέα πρέπει κατ’ αρχάς να μετατρέπεται νοητικώς σε χρήμα προκειμένου να πραγματοποιηθεί. Στην αρχή ήταν κανείς ευκατάστατος, δηλαδή διέθετε αγαθά, επειδή ήταν δυνατός. Τώρα κάποιος είναι δυνατός, επειδή έχει χρήμα. Μόνον το χρήμα ανεβάζει το πνεύμα στον θρόνο. Η δημοκρατία είναι η πλήρης ταύτιση του χρήματος με την πολιτική έξουσία.»
[«Παρακμή της Δύσεως», Βιβλίο Β’ – «Κοσμοϊστορικές προοπτικές», 5ο Κεφάλαιο – «Ό μορφολογικός κόσμος τής οικονομικής ζωής», Β Υποκεφάλαιο – «Το Χρήμα»]
Και αυτό το σύστημα βρίσκει τον πυρήνα του στη μεγαοικιστική-γιγαντιαία μητρόπολη, η οποία, κατά την άποψη του διορατικού στοχαστή, αντιπροσωπεύει:
«Αντί ενός κόσμου μια πόλη, ένα σημείο στο οποίο συγκεντρώνεται ολόκληρη η ζωή ευρυτέρων περιοχών, ενώ η υπόλοιπη χώρα αποξηραίνεται. Αντί ενός εύμορφου και συμφυούς με τη γη λαού ένας νέος νομαδικός τύπος, ένα παράσιτο, ο κάτοικος της μεγαλούπολης, ο καθαρός ρεαλιστής, ο άνθρωπος των πραγματικών δεδομένων, χωρίς παράδοση, που εμφανίζεται σε μιαν άμορφα κυμαινόμενη μάζα, άθρησκος, ευφυής, άγονος, με βαθειά αντιπάθεια προς τον αγροτικό κόσμο (και την ανώτατη μορφή του, τους ευγενείς γαιοκτήμονες της υπαίθρου), δηλαδή ένα τεράστιο βήμα προς το μη οργανικό, προς το τέλος — τι σημαίνει αυτό;»
[«Παρακμή της Δύσεως», Βιβλίο Β’ – «Κοσμοϊστορικές προοπτικές», «Εισαγωγή», Εδάφιο 12]
Με την αξιολογική λεπτομερή παρατήρηση της νεοτέρας πολιτικής ιστορίας τεκμαίρεται προδήλως ότι, η θεσμοθέτηση του «λόγου» και της «προόδου» δεν οδηγεί σε καμία χειραφέτηση, αλλά, τουναντίον, στην ενίσχυση της δολίας και κτηνώδους ολιγαρχικής κυριαρχίας των Δυνάμεων του Χρήματος. Προφανώς, ο Καθεστωτικός λόγος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις ηθικές, αλλά και πολιτικές αναγκες της εποχής μας. Η αποδεικτική «λογιστική», η ψυχρά και απρόσωπος προσέγγιση της πραγματικότητος με τα πάντοτε φορτικώς ζητούμενα αποδεικτικά της τεκμήρια, καθιστούν την ορθολογική μονομανία άνευρη, αδιάφορη και ατελέσφορο. Ο μέγας Τεύτων φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε λέγει χαρακτηριστικώς στο «Λυκόφως των ειδώλων»: «Ό,τι πρέπει πρώτα να αποδειχθεί αξίζει ελάχιστα !»
Οι δήθεν «δημοκρατικοί» κανόνες και τα κανονιστικά θέσμια του παγκοσμιοποιουμένου Καθεστώτος, είναι ένα ιδιοφυές, αλλά προκλητικό και σκηνοθετημένο προπέτασμα καπνού το οποίον συγκαλύπτει κατ΄ εξακολούθηση και συρροήν εδραιωμένα συμφέροντα. Είναι βέβαιον ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να εξυπηρετούν, και πράγματι εξυπηρετούν, τέτοιους σκοπούς, ώστε η ολιγαρχική αστική δημοκρατία να μη στερηθεί καθόλου από πολύτιμους κανονιστικούς πόρους, σε κάθε καθοριστική ιστορική συγκυρία. Σε καιρούς κρίσεως, όπως είναι η περίοδος την οποίαν διανύουμε, διακυβεύονται βασικά δικαιώματα και ελευθερίες μας, μάλιστα δε επ’ ονόματι της …. Δημοκρατίας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επί παραδείγματι τι είναι κατ΄ουσίαν το διαβόητο ελληνικό «Συνταγματικό τόξο» ; Δεν είναι καθόλου σαφές τι εννοεί το Καθεστώς με αυτην την ρητορική, μεταπολιτική φράση, στην οποία δεν έχει προσδώσει συγκεκριμένο εμπειρικό περιεχόμενο αλλά σκιώδεις δαιμονολογικούς αφορισμούς.
Μεταπολεμικώς και ιδίως μεταψυχροπολεμικώς, τα παγιωθέντα «ανθρώπινα δικαιώματα» ίστανται ως ένας επιβεβλημένος ανυπέρβλητος πολιτικός ορίζων της εποχής μας και έχουν ως αποτέλεσμα μια φρικώδη πολιτική αδυναμία, έναν κίνδυνο παραιτήσεως από κάθε δυνατότητα οιασδήποτε θετικής παρεμβατικής δράσεως στην κοινωνία.
Τα ακαταπαύστως επαναλαμβανόμενα και προωθούμενα από οικουμενιστές και διεθνιστές αφηρημένα «ανθρώπινα δικαιώματα» εκφράζουν έναν ιδιότυπο μεταπολεμικό (στην πατρίδα μας και μεταπολιτευτικό) λογοκεντρικό αταβισμό, ένα λόγο ψευδοχειραφέτησης, που επιδιώκει να συγκαλύψει την συμμετοχική εμπλοκή των φορέων και πομπών τους στο δόλιο παιχνίδι της καθεστηκυίας τάξεως των Διεθνών Επικυριάρχων και των εντόπιων τοποτηρητών τους.
Αυτά τα διαβόητα «Δικαιώματα των Ανθρώπων» έχουν γίνει παιχνίδι στα χέρια των αληθινών εχθρών της αληθινής Δημοκρατίας (του Κράτους του «Δήμου» ήτοι με όρους βιολογίας των πληθυσμών, της Πολιτείας μιας συγκεκριμένης «γενετικής δεξαμενής» – gene pool, κατά τον αείμνηστο Ρώσο γενετιστή Αλεξάντερ Σεργέγιεβιτς Σερεμπρόφσκυ), σε βαθμό που μας στερούν την γλώσσα και τα εννοιολογικά εργαλεία, τα οποία έχουμε αναγκη για να αντιμετωπίσουμε τις αυταρχικές εκφράσεις της «πολιτικής ορθότητος», που φαίνεται σαφώς ότι επιβάλλονται και κυριαρχούν σήμερα. Μιας θεσμικώς επιβαλλομένης «πολιτικής ορθότητος», η οποία αποπειράται με κάθε τρόπο να εξαλείψει το αναφαίρετο ουσιώδες φυσικοϊστορικό «δικαιωμα στην Διαφορά», το οποίο κατέχουμε ως Ελεύθεροι Άνθρωποι.
Βεβαίως η Αριστερά, η … προασπίστρια των δικαιωμάτων των λαών (!), υπήρξε βαθύτατα ορθολογική και οικουμενιστική, εμπαθής και εθελότυφλη υπέρμαχος «της δημοκρατίας, της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ! Ένα σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής Αριστεράς ήταν και είναι το ενδιαφέρον της για εκείνα τα ζητήματα «κοινωνικής δικαιοσύνης» …. που την εξυπηρετούν πολιτικά, αλλά και η συστηματική αμφισβήτηση όλων των ξένων προς αυτήν ορισμών της ελευθερίας. Δεν αποδέχεται λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων που δεν προέρχονται από τους κόλπους της.
Τελικώς, η Αριστερά είναι ουσιαστικά ένα ανθεκτικό και επίμονο υποστύλωμα της ολιγαρχίας, ένας επιτυχημένος ναρθηκας των πλουτοκρατών, που νομιμοποιούν τις υπέρ τους τεράστιες ανισότητες πλούτου, «πουλώντας» μέσω της Αριστεράς έναν αγώνα για μια τυπική επιφανειακή ισότητα, μια νομοθεσμική «πρόσοψη» η οποία ναρκώνει και «ικανοποιεί» δολίως τις αναγκες των μη προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Η Αριστερά κατά το παρελθόν εμμέσως υπεχρέωσε ενίοτε την αστική πλουτοκρατική κοινωνία να εφαρμόσει στην πράξη τους δημοκρατικούς κανόνες, ενώ τώρα πλέον στηρίζει με κυνισμό, ως «πολιτικώς συμφέρον», στενα ατομικιστικές αντιλήψεις περί δικαιωμάτων, αλλά συναμα και διάφορα πλουτοκρατικά συμφέροντα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τις οποίες … συνευρίσκεται και συντρώγει.
Ο Εθνικισμός διέθετε και διαθέτει ένα άλλο όραμα για την νεωτερικότητα, το οποίο φιλοδοξεί να αντικαταστήσει την κοσμοθεωρία των οικουμενιστών φιλοσόφων του Διαφωτισμού και των ποικιλοχρώμων πολιτικών υπερασπιστών του 1789 και των συνακολούθων του. Το ιδεολογικοπολιτικό οχυρό συγκρότημά του Εθνικισμού, που στέκει απέναντι στην επέλαση των δυνάμεων του οικουμενισμού και της «δικτατορίας γνώμης», απότοκο μιας πνευματικής αναζητήσεως τριών αιώνων, είναι πολύμορφο και πολυσυλλεκτικό, αλλά συνάμα ουσιωδώς συμπαγές και σαφώς πειστικό. Π.χ. :
Ο Γάλλος Αντεπαναστάτης φιλόσοφος, νομικός και διπλωμάτης Κόμης Ζοζέφ – Μαρί ντε Μαιτρ (1753–1821) προσεπάθησε να υπερασπιστεί την ιδιαιτερότητα των ιστορικών παραδόσεων απέναντι στις ψευδεπίγραφες οικουμενικές «ανθρωπιστικές αρχές» του Διαφωτισμού, οι οποίες ενέπνευσαν την επαναστατική «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», στις 20 Αυγούστου 1789. Εκφράζοντας μιαν ιδιότυπη ριζοσπαστική ονοματοκρατία (έναν νομιναλισμό), ο φιλομοναρχικός Γάλλος στοχαστής παρετήρησε ότι, ενώ στη διάρκεια της ζωής του έχει συναντήσει Γάλλους, Ιταλούς, Ρώσους, ακόμη και Πέρσες (στα γραπτά του Μοντεσκιέ), η «ανθρωπότης» ή ο «άνθρωπος γενικώς» είναι ένα ανυπόστατο αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας των φιλοσόφων («… δηλώνω πως ουδέποτε τον συνάντησα στην ζωή μου. Εάν υπάρχει μου είναι άγνωστος»). Ο αφηρημένος, ασαφής και εν τέλει απροσδιόριστος «άνθρωπος» δεν υφίσταται ως τέτοιος. [όρα «Σκέψεις επί της Γαλλίας» («Considérations sur la France», Λονδίνο 1796), κεφάλαιο 1, 74 «Περί της θείας επιρροής επί των Συνταγμάτων» («Sur l’influence divine dans les constitutions»)]
Ο Γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος, ποιητής και τεχνοκρίτης Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, υπερασπίστηκε με πάθος την πολιτισμική ιδιαιτερότητα στις αρχές του αντι-Διαφωτιστικού κινήματος, στο έργο του «Ακόμα μια Φιλοσοφία της Ιστορίας για την εκπαίδευση της ανθρωπότητος» («Auch eine Philosophie der Geschichte zur Bildung der Menschen», 1774). Για τον σπουδαίο Χέρντερ, ο οποίος υπήρξε φανατικός εχθρός του οικουμενικού «ορθού λόγου», (λόγου ο οποίος ισοπεδώνει πολυτρόπως και τερατωδώς τις διαφορές αναμεσα στα έθνη), ήταν αυταπόδεικτο και σαφέστατο ότι : «Όλες οι μορφές ανθρωπίνης τελειώσεως είναι… εθνικές και καθορισμένες ιστορικώς και… ατομικές… Κάθε έθνος έχει εντός του το κέντρο της ευτυχίας του, όπως η σφαίρα το κέντρο βάρους της»
Κατά τον Γαλλοεβραίο ανθρωπολόγο Κλωντ Λεβί-Στρως (1908-2009), τα ανθρώπινα δικαιώματα συνδέονται άρρηκτα με την ιδεολογία του δυτικού ανθρωπισμού και συνεπώς είναι αίολα από ηθική άποψη. Ο Λεβί-Στρως υιοθέτησε έναν απόλυτο πολιτισμικό σχετικισμό («κάθε πολιτισμός έχει κάνει μιαν «επιλογή», την οποίαν οφείλουμε να σεβαστούμε») και συνεπώς αντιτάχθηκε σθεναρά στην διαπολιτισμική επικοινωνία. Πίστευε ότι μόνον αποφεύγοντες αυτην την επικοινωνία θα μπορούσαμε να διαφυλάξουμε τον πλουραλισμό και την ποικιλομορφία των αυτοχθόνων πολιτισμών. Σημειωτέον ότι, περιέργως, η ιδιαιτέρως αυστηρά κριτική που εξήσκησε ο στοχαστής στην πρόσμειξη των πολιτισμών θυμίζει τις θέσεις του επί των ημερών μας ολοσχερώς δαιμονοποημένου …. κόμητος Αρτύρ ντε Γκομπινώ, φερομένου ως «πατέρα του ευρωπαϊκού ρατσισμού» !
Εις ότι αφορά στην ανυποχώρητη επικριτική στάση του Ντούγκιν απέναντι στον αμερικανικό Λεβιάθαν με το κοσμοκρατορικό πρόγραμμα, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι Ιστορικώς, οι απορριπτικές θεωρήσεις της Αμερικής υπήρξαν παγία θεματική συνιστώσα των μεγάλων Παραδοσιοκρατών και Αντεπαναστατών συγγραφέων όπως ο Ζοζέφ ντε Μαιτρ, ο Αρτύρ ντε Γκομπινώ, ο Όσβαλντ Σπένγκλερ και ο Ιούλιος Έβολα. Μεταψυχροπολεμικώς τις συναντήσαμε επίσης και σε εκφραστές της φερομένης ως «μεταμοντέρνας» Αριστεράς, όπως ο Ζαν Μπωντριγιάρ και ο Σλάβοϊ Ζίζεκ. Συμφώνως προς τις θεωρίες τους, η Αμερική αποτελεί την επιτομή ενός μεταμοντέρνου, ανθρωποβόρου τεχνολογικού Μολώχ: Είναι ένας υλόφρων τόπος χωρίς ιστορία και παράδοση, όπου κυριαρχούν απολύτως η πλάνη και η αυταπάτη, οι οποίες καλλιεργούνται και διασπείρονται συστηματικώς από τα κυρίαρχα μέσα «μαζικής κουλτούρας». Οι παραδοσιακές αξίες της οικογενείας, της κοινότητος και της πολιτικής έχουν δώσει την θέση τους σε αλληλοδιαπλεκόμενες παραληρηματικές ψευδαισθήσεις της παθολογικής και νοσογόνου «υπερπραγματικότητος». Μιας υπερπραγματικότητος την οποίαν υφίστανται αμέσως ή εμμέσως όλοι οι «γήινοι», καθώς εν τέλει όλοι ζούμε στην κυρίαρχη «Αμερική», όπως ακριβώς περιγράφει το ομώνυμο δυστοπικό τραγούδι «America» του γερμανικού industrial metal συγκροτήματος Ramstein.
……….
Σήμερα ζούμε την ζοφερά τυραννία των «ομοιωμάτων»: Των αλληλοδιαδόχων και αλληλεπικαλυπτομένων αντιγράφων, τα οποία παράγονται από διάφορα τεχνολογικά μέσα και κυκλοφορούν αυτόνομα, συχνότατα χωρίς πλέον να έχουν πρωτότυπα ! Η διασκέδαση, η ψηφιακή τεχνολογία και η κατευθυνομένη επικοινωνία παρέχουν εμπειρίες εντονότερες από τις σκηνές της συνήθους καθημερινότητος, καθώς και δραστικότερες από τους κώδικες και τα πρότυπα που δομούν την καθημερινή ζωή. Έτσι διαμορφώθηκε μια κατάσταση στην οποίαν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με μια συντριπτική ροή εικόνων, κωδίκων και προτύπων, έκαστο των οποίων μπορεί να διαμορφώσει την σκέψη ή την συμπεριφορά ενός ανθρώπου. Σε αυτό το ζοφερό σύμπαν η ανθρωπίνη υπόσταση αποπροσανατολίζεται, αποσυντίθεται και χάνεται σε μιαν άβυσσο τρόμου.
Σε σύγκριση με τους προηγουμένους διαφόρους «αντικαθεστωτικούς» και «αντινεωτεριστικούς» στοχαστές, μάλιστα δε προχωρώντας και πέρα από τις ποικίλες θέσεις τους, ο «αταίριαστος», προκλητικός τολμηρός και ρηξικέλευθος στοχαστής της εποχής μας, ο Αλεξάντρ Ντούγκιν, κάνει ακόμη ένα βήμα προς τα εμπρός, διότι, ζών στον σημερινό «ρέοντα» κόσμο, έχει την ευκαιρία να διαφύγει από την ήδη επελθούσα συνολική διάλυση του σημερινού πολιτισμού με μιαν ευαισθητοποιημένη, ευέλικτα άγρυπνη προσέγγιση που δεν έχει ακόμη συγκεκριμενοποιηθεί ή παγιωθεί πλήρως.
Ο Ρώσος φιλόσοφος παρατηρεί και καταγράφει ότι συνέβη μέχρι τώρα στην διενεργούμενη ολοκληρωτική εξόντωση των εθνικών κρατών, στην διασπάθιση των κοινών αγαθών, στην μεθοδική καταστροφή της θρησκείας, την εκρίζωση των παραδόσεων, την αποσύνθεση του πολιτιστικού έργου και την καταστροφή της οικογενείας. Η μετανεωτερικότητα οδηγεί στην απόλυτη «εξατομίκευση του ατόμου», στην εικονική πραγματικότητα, στα ρομπότ, στην τεχνητή νοημοσύνη, στους «κυβερνητικούς οργανισμούς» – cyborgs και στον ταχέως διαχεόμενο διανθρωπισμό. Καταλήγουμε συνεπώς ότι, σήμερα δεν είναι πλέον δυνατόν να μιλήσουμε ούτε καν για μιαν «όψιμη» ή «ρευστή νεωτερικότητα», ώστε να περιγράψουμε την κοινωνία μας όπως έπραξε ο διάσημος Πολωνοεβραίος κοινωνιολόγος, συγγραφέας και στοχαστής, Ζίγμκουντ Μπάουμαν (Zygmunt Bauman, 1925-2017, …. τέως υψηλόβαθμος αξιωματικός της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Ασφαλείας στην μεταπολεμική κομμουνιστική Πολωνία και μετέπειτα ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς !) στο σπουδαίο έργο του «Ρευστή Νεωτερικότητα» («Liquid Modernity») του 2000.
[Ο άνθρωπος της ρευστής νεωτερικότητας, (όπως απεκάλεσε ο Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα, δηλαδή την κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών, με τους ραγδαίους ρυθμούς αλλαγής, διακρίνοντάς την από την καθαυτήν «συμπαγή νεωτερικότητα» – «Solid Modernity») δημιουργεί συμφεροντικούς, χαλαρούς και αδύναμους δεσμούς εξαρχής, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και «ανώδυνα», με περισσή «άνεση», κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Η κεντρική μορφή της φρικωδώς ρευστής εποχής μας είναι ακριβώς αυτός ο άνθρωπος χωρίς μονίμους, σταθερούς, διαρκείς και ανθεκτικούς δεσμούς, γεγονός το οποίον αφ’ ενός, τον οδηγεί σε μιαν απέλπιδα αναζήτηση αυτοπροσδιορισμού, ταυτότητος και αυτοκαταφάσεως, αφ’ ετέρου δε, του προκαλεί βαθύτατο αίσθημα ανασφαλείας. Ο θρίαμβος του εκρηκτικού και απορριζωτικού ατομικισμού κατά την μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικώς το αυτονομηθέν άτομο της νεωτερικότητος στον αφανισμό και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ολότελα οχλοποιημένο και «ά-σχημο» άτομο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, κυριολεκτικά βουτηγμένο στις συμβατικότητες του συρμού, στην κοινωνική μίμηση και στον φόβο.]
Αποπειρώμενος να συγκροτήσει την φραγή αντιστάσεως εναντια στην σοβούσα πλανητική φθίση, ο Ντούγκιν ανασύρει και επικαλείται συνθετικά την αναγωγή στον «Ήλιο του Μεσονυκτίου». Ας αποπειραθούμε λοιπόν να εξετάσουμε το εν λόγω δρώμενο και φαινόμενο, καθώς και το υπόστρωμα της εκδηλώσεώς του.
Το σκοτεινό βασίλειο του θεού Ιανού
Εάν σε αυτό το θέμα περιορίσουμε τον εαυτό μας εστιάζοντες μέσω των εργαλείων της επιστήμης και του συμφύτου προς αυτην ορθολογισμού, τότε ασφαλώς και δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε με σαφήνεια την έννοια του «Ηλίου του Μεσονυκτίου», δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της νύκτας το λαμπερό φως του ηλίου προφανώς δεν διαθέτει …. κανένα καταφύγιο, κανένα άσυλο, καθώς κυριαρχεί το σκότος. Επομένως, για την απαρτίωση της κατανοήσεώς μας είναι αναγκαιο να στηριχθούμε στην μυθολογία και στην ιστορία των θρησκειών. Συγκρίνοντας την ημέρα με την νύκτα, η Παράδοση μας διδάσκει ότι ο Φοίβος-Απόλλων είναι ένας ηλιακός θεός, ο οποίος αντιπροσωπεύει την ισορροπία και την αρμονία των επιθυμιών που προσανατολίζονται προς το πνεύμα, υφιστάμενες μιαν ιδιάζουσα «πνευματοποίησή» τους.
Αντιθέτως ο Διόνυσος, ο ετεροθαλής φρατήρ («όμαιμος εκ πατρός αδελφός») του Απόλλωνος, συμβολίζει την διάλυση της προσωπικότητος, την παλινδρόμηση προς τις αρχέγονες μορφές της ζωής, την ψυχική διαταραχή και την χαοτική εμβάπτιση στο ασυνείδητο.
[όρα «Λεξικό των Συμβόλων Μύθων, Ονείρων, Φορεσιών, Χειρονομιών, Μορφών, Σχημάτων, Χρωμάτων, Αριθμών» («Dictionnaire Des Symboles Mythes, Rêves, Coutumes, Gestes, Formes, Figures, Couleurs, Nombres») των Ζαν Σεβαλιέ και Αλαίν Τζιρμπράντ (Jean Chevalier & Alain Gheerbrant), 1982].
Με βάση το δεδομένο αυτό, ο Ντούγκιν σημειώνει ότι ο Ήλιος του Μεσονυκτίου περιλαμβάνει όχι μόνον την απώλεια του φωτός, αλλά και την απώλεια του ιδίου του σκότους, όντας ακόμη μελανότερος από την ίδια την νύκτα, τον ταυτίζει δε με το χειμερινό ηλιοστάσιο. Επομένως, αυτό είναι το βασίλειον του Ιανού, ενός θεού Ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως που λατρεύθηκε στην αρχαία Ρώμη, στον οποίον είναι αφιερωμένος ο πρώτος μήνας του έτους – Ιανουάριος και ο οποίος προΐσταται κάθε ουσιώδους αρχής : Της γεννήσεως του ανθρώπου και του Κόσμου, αλλά και της εκκινήσεως των Στρατιωτικών Επιχειρήσεων. Ο «διπρόσωπος θεός» αναδύεται σε έναν ρόλο «Κοσμικού Πυλωρού», δεδομένου ότι ανοίγει και κλείνει τις πύλες του ετησίου κύκλου, είναι ο άρχων της ενάρξεως και ο θεματοφύλαξ των μυστηρίων, καθώς οι πόρτες της Βασιλείας του Ουρανού ανοίγονται με την δραστική και ακαταμάχητη άνεσή του. Το διπλό του πρόσωπο έχει την κρίσιμη ιστορική λειτουργία να αντιπροσωπεύει συναμα το παρελθόν και το μέλλον.
(όρα Ρενέ Γκενόν / René Guénon, «Symboles de la Science Sacrée» – «Σύμβολα της Ιερής Επιστήμης», 1962).
Επιστρέφοντας στο θέμα του Μαύρου Ηλίου, στον αιγυπτιακό πολιτισμό ο Ήλιος μεταφέρεται από τον Θεό του Κάτω Κόσμου και αντιπροσωπεύει το μονοπάτι που αναλαμβάνει ο ηλιακός αστέρας κατά τη νύχτα, όταν αφήνει τον κόσμο μας και ακτινοβολεί σε έναν άλλο κόσμο με τις ακτίνες του. Από μιαν απλή αλχημική άποψη, ο μαύρος ήλιος ρυθμίζει την «πρώτη ύλη», την ανενεργό «μέλαινα ουσία» («substantia nigra») που δεν λειτουργεί, αλλά είναι το υπόθεμα της αλχημικής ζυμώσεως.Σε σχέση με αυτόν ο λαμπερός ήλιος είναι η «τελειότης» («perfectio»), δηλαδή είναι ο αλχημικός χρυσός. Επ΄αυτού, ο σπουδαίος Ρουμάνος εθνικιστής θρησκειολόγος Μίρτσα Ελιάντε (Mircea Eliade) δηλώνει ότι η λατρεία του ηλίου δεν έχει αναπτυχθεί σε όλο τον κόσμο, αλλά μόνον στην Αίγυπτο, στην Ασία και στην Αρχαϊκή Ευρώπη, καθώς και ότι μπορεί να θεωρηθεί πως ο αθάνατος Θεός διασχίζει κατά την νύχτα το βασίλειο των νεκρών και αναδύεται ανατέλλων την επομένη ημέρα.
[όρα «Traité d’histoire des religions», 1949 (ελληνική έκδοση «Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών», εκδόσεις «Χατζηνικολή», 1980)]
Αν και αθάνατος ό Ήλιος, κατέρχεται κάθε νύκτα στο βασίλειον των νεκρών, επομένως μπορεί να πάρει μαζί του ανθρώπους και, καθώς δύει, να τους θανατώσει. Συγχρόνως όμως, από την άλλη, μπορεί να οδηγήσει τις ψυχές μέσα από τις καταχθόνιες περιοχές και να τις επαναφέρει την επομένη ημέρα στο φως. Δηλαδή εκτελεί μιαν αμφίπλευρη αποστολή ψυχοπομπού-«φονέως» και ιεροφάντη-μυητή.
Η βαρύτης βρίσκεται αλλού: Στό ότι ο ήλιος, (ο οποίος στα πλαίσια μιάς επιπολαίας ορθολογιστικής προοπτικής, θα μπορούσε να θεωρηθεί, ως μία «κατ’ εξοχήν» ουράνια, ημερήσια και «καταληπτή» Ιεροφάνεια *), μπόρεσε εξ ίσου να αξιολογηθεί και ως πηγή «σκοτεινών» ενεργειών. Διότι ο Ήλιος δεν είναι αποκλειστικώς πύθειος, χθόνιος, τιτάνιος, κλπ. Διατηρεί επί πλέον και σχέσεις με τον υπόγειο κόσμο των εκλεκτών του σκότους, με την μαγγανεία και την κόλαση. Είναι πατέρας της μάγισσας Κίρκης και πάππος της Μήδειας, δυό πασιγνώστων μαγισσών, κατόχων του «νυκτερινού φίλτρου». Από αυτόν κρατά ή Μήδεια το περίφημον άρμα της το οποίο σύρουν πτερωτοί όφεις (Ευριππίδης, «Μήδεια», 1321 – Απολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη» I, 9, 25). Στόν Ταΰγετο του εθυσίαζαν ίππους (Παυσανίας, III, 20, 4- «ἄκρα δὲ τοῦ Ταϋγέτου Ταλετὸν ὑπὲρ Βρυσεῶν ἀνέχει. Ταύτην Ἡλίου καλοῦσιν ἱερὰν καὶ ἄλλα τε αὐτόθι Ἡλίῳ θύουσι καὶ ἵππους: τὸ δὲ αὐτὸ καὶ Πέρσας οἶδα θύειν νομίζοντας».).
Στην Ρόδο, όπου ο Ήλιος ήταν πολιούχος θεός, κατά την διάρκεια της ετησίας εορτής που του είναι αφιερωμένη, στα Αλίεια, (από τό Άλιος, δωρική μορφή του Ήλιος) του προσέφεραν ένα άρμα ζευγμένο μέ τέσσερεις λευκούς ίππους που το έρριπταν έπειτα στην θάλασσα κατά την 24ην ημέρα του Γορπιαίου (ήτοι «καρπιαίου») μηνός (11ος του Μακεδονικού Ημερολογίου, ο νυν Αύγουστος) [όπως αναφέρει ό Ρωμαίος γραμματικός, Σέξτος Πομπήιος Φέστος («Festus»), στην περιγραφή του περί του «Οκτωβρίου Ίππου» (October equus)]. Όμως, οι ίπποι και οι όφεις υπάγονται, κατά κύριον λόγο, στον χθονιο-νεκρικό συμβολισμό.
Επιπλέον, κατά την μαγικοθρησκειολογική προσέγγισή μας, δεν επιτρέπεται να λησμονούμε ότι η είσοδος του Άδου ονομάσθηκε στην Ρώμη «Θύρα του Ήλιου» («Porta Solis»), η οποία συμβολίζει τις δύο εναλλακτικές φάσεις της μοναδικής αληθείας. Και ο «Αδης», συμφώνως προς την προφορά τής ομηρικής εποχής: «Ά-ιδης», απέδιδεν ακόμη την εικόνα αυτού που είναι «αόρατος» και αυτού που «καθιστά αόρατα» (όρα «Eranos Jahrbuch 1943», Band 10 – «Alte Sonnenkulte und die Lichtsymbolik in der Gnosis und im frühen Christentum » / Karl Kerényi : «Vater Helios», σελίς 19). Άρα η ηλιο-χθονική αντίθεση φωτός-σκότους, μπόρεσε να γίνει αντιληπτή ωσάν δύο εναλλασσόμενες φάσεις μιάς και μόνης αληθείας. Έτσι οι ηλιακές ιεροφάνειες αποκαλύπτουν διαστάσεις τις οποίες ο καθαυτό «ήλιος» στερείται όταν προσεγγίζονται με μιαν ορθολογιστική, ανθρωπίνη προοπτική. Οι διαστάσεις όμως αυτές μπορούν να διατηρηθούν άριστα στα πλαίσια ενός μυθικού και μαγικοθρησκευτικού μεταφυσικού συστήματος αρχαϊκής δομής.
Αντιθέτως προς τις άλλες κοσμικές ιεροφάνειες, οι ηλιακές Ιεροφάνειες τείνουν να καταστούν προνόμιον κλειστών κύκλων, μιάς μειονότητος «εκλεκτών». Πράγμα πού είχεν ως αποτέλεσμα την ενθάρυνση και την επιτάχυνση της διαδικασίας εξορθολογισμού τους. Προσομοιωμένος στο «νοήμον πυρ», ο ήλιος καταλήγει να καταστεί κοσμική αρχή στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο. Άλλωστε η ηλιακή Ιεροφάνεια μετατρέπεται σε Ιδέα, μέσω μιας διαδικασίας αναλόγου με αυτήν πού υφίστανται πολλές ουράνιες θεότητες (η κινεζική Hsi-ho, ο ινδικός Brahman, κλπ).
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
* [Η «ιεροφάνεια» είναι μια εκδήλωση του ιερού. Η λέξη είναι συσχηματισμός του ελληνικού επιθέτου ἱερός, δηλαδή «ιερός, άγιος» και του ρήματος φαίνειν, «αποκαλύπτω, φέρω στο φως».Η λέξη ιεροφάνεια επαναλαμβάνεται συχνά στα έργα του Ελιάντε, ο οποίος προετίμησε τον όρον αυτόν από την πλέον περιοριστική λέξη θεοφάνεια, ήτοι μιαν εμφάνιση θεού, που δεν είναι το μόνο φανερούμενο ιερό.
Ο Ελιάντε υποστηρίζει ότι η θρησκεία βασίζεται σε μιαν έντονη διάκριση μεταξύ του ιερού (Θεού, θεών, μυθικών προγόνων κ.λπ.) και του βλασφήμου, του βωμολοχίου . Συμφώνως προς τον Ελιάντε, για τον παραδοσιακόν άνθρωπο οι μύθοι περιγράφουν «εξελίξεις του ιερού (ή του «υπερφυσικού ») στον Κόσμο», δηλαδή, περιγράφουν ιεροφάνειες.
Στις καταγραφόμενες στον μύθο ιεροφάνειες, το ιερόν εμφανίζεται με την μορφή ιδανικών ποτύπων (οι ενέργειες και οι εντολές των θεών, των ηρώων κ.λπ.). Εκδηλούμενο καθ΄ εαυτό ως ιδανικό πρότυπο, το ιερό δίδει στον κόσμο σκοπό, κατεύθυνση και αξία: «Η εκδήλωση του ιερού, θεμελιώνει οντολογικώς τον κόσμο». Συμφώνως προς αυτην την άποψη, όλα τα πράγματα πρέπει να μιμηθούν ή να συμμορφωθούν προς τα ιερά πρότυπα τα οποία καθιερώνουν οι ιεροφάνειες, ώστε να έχουν αληθή πραγματικότητα: Τα πράγματα «αποκτούν την πραγματικότητά τους, την ταυτότητά τους, μόνον στον βαθμό συμμετοχής τους σε μιαν υπερβατική πραγματικότητα»]
Α. Κωνσταντίνου