ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ : Οι Υπερδυνάμεις προκάλεσαν «έκλειψη» στα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη
Παρά την έντονη πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, η Ευρώπη κατά τον δέκατο ένατον αιώνα κατάφερε να αποφύγει την ευρύτατη καταστροφή των δύο Μεγάλων Παγκοσμίων Πολέμων του εικοστού αιώνος. Ο δέκατος ένατος αιώνας, μετά το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων, ήταν μια εποχή σχετικής ειρήνης σε σύγκριση με τον εικοστόν αιώνα. Μάλιστα, όπως επεσήμανε ο δαιμόνιος Χένρι Κίσινγκερ στο βιβλίο του «Ένας αποκατεστημένος κόσμος : Ο Μέτερνιχ, ο Κάσελρεη * και τα προβλήματα της ειρήνης, 1812-2», [(«A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822»), διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, γραμμένη το 1954, που εκδόθηκε στην Βοστώνη το 1957 από τις εκδόσεις Χιούτον – Μίφφιν] οι ευρωπαϊκές ένοπλες συγκρούσεις αυτού του αιώνα έτειναν να έχουν τοπική σημασία και σύντομη διάρκεια. Οι εκβάσεις τους δεν αντιπροσώπευαν κάποιαν ολοκληρωτική ήττα για την ηττημένη πλευρά.
Μόνον αργότερα, όταν η αντιπαλότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών μεταβλήθηκε σε ανηλεή παγκόσμιον ανταγωνισμό που αφορούσε και σε ηπειρωτικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και οι ΗΠΑ, οι στρατιωτικές συγκρούσεις προσέλαβαν γενικευμένη και ολοκληρωτική διάσταση. Αν και η επαναλαμβανόμενη ένταση και οι περιοδικές συγκρούσεις χαρακτήρισαν την περίοδο μετά το Συνέδριο της Βιέννης, τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη ποτέ δεν εξέτασαν σοβαρά την ολοσχερή εξάλειψη των ισχυρότερων αντιπάλων τους. Όπως παρατηρεί εύστοχα Κίσινγκερ «ήταν σιωπηρά αποδεκτό ότι ο ανταγωνισμός πρέπει να παραμείνει μέσα σε καθορισμένα περιθώρια».
Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν επεξέτεινε περισσότερο αυτή την ενδιαφέρουσα παρατήρησή του, πέραν από τη δήλωση ότι οι κύριοι παίκτες του «παιγνίου ισχύος» εκείνης της εποχής ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν τη σταθερότητα. Όμως εμείς μπορούμε να επεξεργαστούμε περαιτέρω αυτήν την ιδέα : Θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συγκρατήθηκαν στην επιδίωξη τους για μεγαλύτερη ισχύ, επειδή συναισθάνθηκαν την κοινή τους ευθύνη για τη συνέχιση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ διόλου δεν ανέστειλαν τις φιλοδοξίες τους, πιθανότατα επειδή οι δεσμοί τους με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ήσαν αδύναμοι. Πράγματι, οι στόχοι τους εμπεριείχαν μιαν επιδίωξη παγκόσμιας κλίμακας και θεώρησαν το Δυτικοευρωπαϊκό Θέατρο του Πολέμου ως μόνον ένα από τα πολλά. Ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος αντιπροσώπευε έναν αγώνα μεταξύ αντιτιθεμένων ιδεολογιών και πολιτισμών, έναν αγώνα μέχρι θανάτου. Επιπλέον, αυτός ο πόλεμος ήταν απίστευτα καταστροφικός, διότι οι νέες ηπειρωτικές δυνάμεις μπόρεσαν να εμπλέξουν προηγουμένως αφάνταστες ποσότητες ανθρώπινων και οικονομικών πόρων για την διεξαγωγή του. Στο τέλος του Πολέμου, ευρείες εκτάσεις της Ευρώπης, με τις βομβαρδισμένες πόλεις της έμοιαζαν με …. την επιφάνεια της Σελήνης.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Β΄Μεγάλου Πολέμου και των προηγουμένων ευρωπαϊκών ενόπλων συγκρούσεων ήταν ότι δύο μη ευρωπαϊκές δυνάμεις (οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ) εμφανίστηκαν ως νικητές. Αρχίζοντας το 1945, αυτά τα δύο εξαιρετικά ισχυρά ηπειρωτικά κράτη προχώρησαν στην εδραίωση της επιρροής τους στις πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές σφαίρες της ευρωπαϊκής ζωής. Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, οργανώθηκαν και οι δύο με βάση καθολικές αρχές, με στόχο την επέκταση της κυριαρχίας τους όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η Ευρώπη είχε καταστεί απλώς μία μόνον από τις γεωγραφικές περιοχές στις οποίες οι υπερδυνάμεις προέβάλαν την ισχύ τους και ανταγωνίζονταν για επιρροή. Η Ευρώπη δεν ήταν πλέον το πανίχυρο και στιλπνό κέντρο που ακτινοβολούσε δύναμη και επιρροή στις τέσσερις γωνίες του πλανήτη. Αντ’ αυτού, η κατάστασή της ομοίαζε πλέον με μια …. παιδική χαρά (βεβαίως πολύ σημαντική και ενδιαφέρουσα), στην οποίαν οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ συναγωνίζονταν για ακόμη περισσότερη επιρροή.
Οι υπερδυνάμεις εδραιώνουν τον Διεθνισμό στην Ευρώπη
Παρόλο που οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου φαινόταν να είναι αδυσώπητοι εχθροί, αυτές οι δύο παγκόσμιες δυνάμεις είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό : Και οι δύο επιζητούσαν την αναγκαστική επανεκπαίδευση των Ευρωπαίων στο πνεύμα του εθνοαποδομητικού διεθνισμού. Ευλόγως, τα οικουμενικά δόγματα είναι ουσιώδη ιδεολογικά όπλα για δυνάμεις που διαθέτουν παγκόσμιες φιλοδοξίες. Κατά την προσπάθεια για την παγκόσμια κυριαρχία, οι υπερδυνάμεις προέβαλαν κοσμοθεωρίες κατάλληλα προπαρασκευασμένες και προσαρμοσμένες για όλους τους λαούς-αποδέκτες, ανεξάρτητα από συσχετίσεις φυλής, εθνικότητος ή θρησκείας.
Οι Σοβιετικοί εργάστηκαν ακούραστα στην Ανατολική Ευρώπη, χρησιμοποιώντας ένα δραστικό συνδυασμό δολοφονιών, τρομοκρατίας, μαζικών απελάσεων, περιεκτικής ιδεολογικοπολιτικής εξαναγκαστικής κατήχησης και υλικών κινήτρων. Στη Δύση οι Αμερικανοί έριξαν το κολοσσιαίο οικονομικό βάρος τους πίσω από το σχέδιο μιας «ενωμένης Ευρώπης», σύροντας τις οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, πράγμα που κατόπιν εξαπέλυσε μια χυδαία και μαζοποιημένη, τυποποιημένη καταναλωτική και ατομικιστική «κουλτούρα».
Παγιδευμένες στη μέγγενη των δύο αυτών ηπειρωτικών γιγάντων, οι ευένδοτες και (τουλάχιστον) ξενόφιλες μεταπολεμικές ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ έπαψαν κατ΄ ουσία τις προηγούμενες αναιμικές προσπάθειές τους να ενσωματώσουν το άτομο στις εθνικές κοινότητες. Ωθούμενες διαρκώς από την υπερδύναμη – επιτηρητή τους, οι δυτικές ευρωπαϊκές ελίτ έστρεψαν την προσοχή τους στη διάδοση διεθνιστικών και ατομικιστικών αξιών, στην ανάπτυξη μιας καταναλωτικής κοινωνίας και στον φρενήρη ανταγωνισμό προς τις ξένες αγορές.
Η αμερικανική πυρηνική ομπρέλα και η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ευρώπη… ανακούφισαν τους Δυτικούς Ευρωπαίους από μεγάλο μέρος του οικονομικού βάρους ώστε να προστατεύσουν τον εαυτό τους από την σοβιετική απειλή. Συνακόλουθα, αυτό απελευθέρωσε τεράστια αποθεματικά εθνικού πλούτου, οδηγώντας σε μιαν «έκρηξη» επιφανειακής και φευγαλέας μεταπολεμικής ευημερίας. Ως αποτέλεσμα, το απορριζωμένο, απεθνικοποιημένο και αποξενωμένο άτομο ήταν πλέον «ελεύθερο» και ουσιαστικά ανεξέλεγκτο, ώστε να επιδοθεί αχαλίνωτο στην επιδίωξη του πλούτου, της άνεσης, της κοινωνικής καταξίωσης και της διασκέδασης σε μεγάλη κλίμακα ! Γεννάται η εντύπωση ότι εκτός από την απαλλαγή της Δυτικής Ευρώπης από ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αυτοάμυνά της, οι ΗΠΑ απήλλαξαν επίσης τους Δυτικοευρωπαίους από μιαν ακόμη αίσθηση σοβαρότητας, όσον αφορά στην τύχη των εθνικών κοινοτήτων τους.
Κατά την περίοδο των 77 ετών από το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου σε γενικές γραμμές, τα εθνικά ιδανικά εγαταλέιφθηκαν. Η μόνωση του ατόμου σε σχέση με την οικογένεια και την κοινότητα του (μόνωση η οποία είχε επιβραδυνθεί ή και ανασταλεί αποτελεσματικά κατά την διάρκεια της ανόδου του εθνικισμού στον δέκατον ένατον αιώνα) επανήλθε εντονότερη. Για αρκετό καιρό, τα δημογραφικά προβλήματα της Δυτικής Ευρώπης, όπως η μείωση των γεννήσεων, φαινόντουσαν μακρινές απειλές και ασήμαντες για τους μεταπολεμικούς … «εκλεπτυσμένους ηδονοθήρες». Η διάλυση της ισχύος των εθνικών κρατών δεν αναστάτωσε αδικαιολόγητα τον απλό Ευρωπαίο-έως ότου η οικονομική κρίση που ξεκίνησε στο διάστημα 2008-2009 εξέθεσε απόλυτα την τραγική ευθραυστότητα της μεταπολεμικής ευημερίας.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αξιολογούν ανεπαρκώς τις παγκόσμιες μετατοπίσεις ισχύος
Η απώλεια κυριαρχίας από τους Ευρωπαίους το 1945 ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των μεμονωμένων ευρωπαϊκών κρατών και των τεραστίων πόρων που κινητοποιήθηκαν από τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ. Παρόλο που η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία φαινομενικά θα μπορούσαν να αντλήσουν από τον πλούτο των τεράστιων αποικιακών εκμεταλλεύσεων τους στο εξωτερικό, οι πληθυσμοί των αποικιών τους υπέφεραν από πολύ χαμηλά επίπεδα αλφαβητισμού, τεχνικών δεξιοτήτων και οργανωτικών ικανοτήτων. Αυτό, (εκτός από τις ποικίλουσες και ευένδοτες αφοσιώσεις των αποικιών), καθώς και τα ετερογενή εθνοτικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά, μείωσαν σημαντικά την αξία των αποικιών ως πηγών ουσιώδους στρατιωτικής δύναμης των Ευρωπαίων.
Έτσι, παρά τον έλεγχό τους σε δεκάδες εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα αφρικανικών και ασιατικών εδαφών, καθώς και σε εκατοντάδες εκατομμύρια Αφρικανών και Ασιατών υπηκόων, μεμονωμένα, οι μείζονες ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις δεν ήσαν επαρκείς αντίπαλοι για τις ΗΠΑ ή την ΕΣΣΔ. Η αυξανόμενη ανισορροπία δυνάμεως, μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ από τη μία πλευρά και των ευρωπαϊκών κρατών από την άλλη, θα έπρεπε να ήταν λεπτομερώς προφανής στην πολιτική ηγεσία τόσο της Γαλλίας όσο και της Μεγάλης Βρετανίας κατά την προετοιμασία του Β’ Μεγάλου Πολέμου.
Βεβαίως, το Λονδίνο και το Παρίσι γνώριζαν αυτό το γεγονός σε στοιχειώδες επίπεδο και προσπάθησαν δολίως να αξιοποιήσουν την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ των Σοβιετικών. Ήδη το 1935, η Γαλλία είχε ξεκινήσει στρατιωτική συνεργασία με τη Μόσχα κατά της ναζιστικής Γερμανίας. Το 1939, το βρετανικό στράτευμα ακολούθησε τα βήματα του γαλλικού και διεξήγαγε εκτενείς διαβουλεύσεις με το σοβιετικό ομόλογό του, για ένα κοινό στρατιωτικό μέτωπο κατά της Γερμανίας.
Υπήρχαν προηγούμενες ενδείξεις ότι αυτές οι δύο ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις συνειδητοποιούσαν τις τεράστιες, όντως τεκτονικές μετατοπίσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη στην παγκόσμια δομή της εξουσίας. Περί το μέσον του Α’ Μεγάλου Πολέμου, το Λονδίνο συνειδητοποίησε ότι ήταν «κολλημένο» σε ένα φρικτό αδιέξοδο της λάσπης του πολέμου χαρακωμάτων και δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα νικήσει την καϊζερική Γερμανία, χωρίς να συμπαρασύρει τις ΗΠΑ στον πόλεμο, στο πλευρό του. Εξαπολύθηκε μια ιδιαιτέρως έντονη βρετανική διπλωματική δραστηριότητα, ώστε να αποκτηθεί η αμερικανική υποστήριξη για τον «συμμαχικό σκοπό». Δύο εκατομμύρια στρατιώτες των ΗΠΑ που απεστάλησαν στα πεδία μάχης της Δυτικής Ευρώπης ανέτρεψαν την κατάσταση υπέρ της Συμμαχίας.
Αρκετά πριν από τον Α΄ Μεγάλο Πόλεμο, οι μεγάλες γαλλικές τράπεζες είχαν ξεκινήσει τεράστιες επενδύσεις στην τσαρική Ρωσία, στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Η χρηματοοικονομική συμμετοχή στη ρωσική οικονομία προέκυψε βαθμιαία, μαζί με τις διπλωματικές προσπάθειες της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας να εδραιώσει μια στρατιωτική συμμαχία με την Αγία Πετρούπολη κατά του Βερολίνου. Η γαλλική στρατιωτική διοίκηση απέθεσε μεγάλες ελπίδες στον περιβόητο στρατιωτικό «ρωσικό οδοστρωτήρα», καθώς σχεδίαζε την εκδίκησή της (revanche) για την συντριπτική και ταπεινωτική ήττα της από τα επιδέξια χέρια της Πρωσίας το 1870.
Η Βρετανία και η Γαλλία κατανόησαν σαφώς ότι οι ΗΠΑ, η Τσαρική Ρωσία και αργότερα η ΕΣΣΔ, είχαν στην κατοχή τους γιγαντιαίους οικονομικούς πόρους και επομένως τεραστία δυνητική στρατιωτική ισχύ. Αλλά, μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Μεγάλου Πολέμου, φαίνεται ότι οι ιθύνοντες στο Λονδίνο και στο Παρίσι θεωρούσαν ηλιθιωδώς αυτούς τους ηπειρωτικούς γίγαντες ως μέσα για τους δικούς τους σκοπούς, και όχι ως ακμαίες Υπερδυνάμεις, έτοιμες να εκτοπίσουν τη Γαλλία και την Βρετανία από τη θέση τους ως Μεγάλες Δυνάμεις. Ίσως ήταν το καθεστώς των αποικιακών «αυτοκρατοριών» της Βρετανίας και της Γαλλίας που οδήγησε σφαλερά τους πολιτικούς τους να υπερεκτιμήσουν τη δύναμή τους. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί αξιωματούχοι προφανώς και ανοήτως πίστευαν ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των Παγκοσμίων Πολέμων, η Γαλλία και η Βρετανία θα παραμείνουν μεγάλες δυνάμεις και λίγο – πολύ θα ανταγωνίζονται εξ ίσου με τις ΗΠΑ, την Τσαρική Ρωσία και αργότερα την ΕΣΣΔ !
Καθ’ όλη την περίοδο από την υπογραφή της βρετανογαλλικής «Εγκάρδιας Συνεννόησης» («Entente Cordiale») το 1904, έως τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, η Βρετανία και η Γαλλία επικεντρώθηκαν στην εφαρμοσμένη συνδυασμένη διπλωματική, οικονομική και πολιτική ισχύ για να εμποδίσουν την απόπειρα της Γερμανίας να καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Το Λονδίνο και το Παρίσι πίστευαν ότι το «κλειδί» για τη διατήρηση τους σε κατάσταση Μεγάλης Δύναμης βρισκόταν στο Ευρωπαϊκό θέατρο διπλωματικού και στρατιωτικού ανταγωνισμού. Οπότε η αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική δύναμη του γερμανικού Ράϊχ θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη απειλή για τη θέση τους, ως ισχυρών ανεξαρτήτων παικτών του διεθνοπολιτικού παιγνίου. Δυστυχώς, το τελικό αποτέλεσμα των κολοσσιαίων γαλλικών και βρετανικών θυσιών σε δύο ευρωπαϊκούς πολέμους ήταν να περιπέσουν τελικώς οι δύο χώρες σε καθεστώς δορυφόρου και κόλακος των ΗΠΑ.
Πρέπει να θεωρήσουμε αυτό το αποτέλεσμα ως μία θεαματική διπλωματική αποτυχία; Μήπως έπρεπε τότε η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία να υποστηρίξουν τη Γερμανία με τις πιο περιορισμένες φιλοδοξίες της περί ευρωπαϊκής ηγεμονίας και όχι την ΕΣΣΔ, η οποία κήρυξε ανοιχτά την παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση;
Πριν επικρίνουμε σχετικά την φανερή μυωπία των Βρετανών και Γάλλων πολιτικών, οφείλουμε να θέσουμε ακόμα μιαν ερώτηση, επεκτείνοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής της έρευνας μας : Γιατί άραγε οι τρεις μεγάλες δυνάμεις του σήμερα, ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία, ανήλθαν στον τωρινό καθοδηγητικό τους ρόλο μέσω της προηγηθείσης μαζικής χρηματοδότησης από ευρωπαϊκά κεφάλαια;
Η Διεθνής Οικονομία εκτοπίζει τα εθνικά συμφέροντα, καθιστάμενη από μόνη της μία αυτοφυής Μεγάλη Δύναμη
Οι πελώριες δυτικές επενδύσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας βοήθησαν να μετατραπεί αυτή η χώρα σε οικονομικό κολοσσό, ο οποίος ήδη εκδηλώνει ικανές στρατιωτικές προκλήσεις προς τη Δύση. Η τσαρική Ρωσία μπορεί να είχε παραμείνει μια κατά κύριο λόγο αγροτική χώρα, αν δεν ελάμβανε συνεχώς μαζική οικονομική βοήθεια από τους Γάλλους δανειστές της, από τη δεκαετία του 1880 έως την αρχή του Α’ Μεγάλου Πολέμου. Με το ξέσπασμά του, η Ρωσία είχε ήδη ξεπεράσει αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες σε πολλούς σημαντικούς βιομηχανικούς τομείς. Το 1913, η Ρωσία ήταν ήδη το πέμπτο μεγαλύτερο βιομηχανικό έθνος, ακριβώς πίσω από τη Γαλλία. Η Σοβιετική Ένωση μπόρεσε έτσι να βασιστεί στα βιομηχανικά θεμέλια που κληρονόμησε από το τσαρικό καθεστώς ώστε υπό τον Στάλιν να καταστεί υπερδύναμη.
Κατά την περίοδο 1870-1914, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο μεγαλύτερος αποδέκτης ξένων επενδύσεων στον κόσμο. Από την άποψη αυτήν, ως ιδιάζων «μαγνήτης» για ξένες επενδύσεις, η θέση της Αμερικής ήταν ανάλογη με εκείνη της Κίνας κατά την περίοδο από το 1980 έως το 2021, όταν η οικονομία της ανέβηκε σε …. αστρικά ύψη. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, το βρετανικό κεφάλαιο αντιπροσώπευε το μερίδιο του λέοντος του ξένου δανεισμού. Για παράδειγμα, οι περισσότερες από τις σιδηροδρομικές κατασκευές της Αμερικής, χρηματοδοτήθηκαν από τις βρετανικές τράπεζες, αν και συμμετείχαν και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα άλλων … ευρωπαϊκών επίσης χωρών.
Πρέπει λοπόν να θεωρήσουμε την ευρύτατη συμμετοχή της Βρετανίας στην εκβιομηχάνιση των ΗΠΑ ως ένα κολοσσιαίο σφάλμα, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των δύο πολέμων [«Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» (1775-1783) και Πόλεμος του 1812 (1812-1815) ] που η Βρετανική Αυτοκρατορία διενήργησε ενάντια στην πρώην αποικία της; Εξεταζόμενη από την πλεονεκτική θέση της παγκόσμιας ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας ως κράτους και της εθνικής της κυριαρχίας, η απάντηση σαφώς πρέπει να είναι ναι. Προφανώς, διότι οι ΗΠΑ κατάφεραν να εκθρονίσουν το Ηνωμένο Βασίλειο ως έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στην παγκόσμια σκηνή.
Αλλά θα ήταν πιο προκλητικό να αναρωτηθούμε αν η απόφαση για την οικοδόμηση της βιομηχανικής ικανότητας της Αμερικής ελήφθη πράγματι από τους Βρετανούς πολιτικούς, δηλαδή από ηγέτες που θα έπρεπε να ανησυχούν για την μακροπρόθεσμη προστασία της παγκόσμιας κυριαρχίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αν μελετήσουμε την άνοδο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας – η οποία περιστασιακά ονομάσθηκε και «ετοιμόρροπη αυτοκρατορία» – θα συγκλονισθούμε από τον φαινομενικά τυχαίο τρόπο που αυτή μεγάλωσε, ώστε να συμπεριλάβει μια τέτοια ετερογενή και τεράστια συλλογή φυλών, εθνών και πολιτισμών, εξαπλούμενη σε έξι ηπείρους.
Η απόκτηση νέων αποικιακών εδαφών προκλήθηκε αρκετά συχνά από … εμπορικές εκτιμήσεις και επιδιώξεις. Στην πραγματικότητα, η βρετανική επέκταση καθοδηγήθηκε από τις εμπορικές, βιομηχανικές και οικονομικές ελίτ που προχώρησαν σε νέα αλματικά ανοίγματα για το εμπόριο, το δανεισμό και τις επενδύσεις, όποτε παρουσιάστηκαν οι ευκαιρίες. Ποτέ δεν υπήρξε καμία στρατηγική μεγάλης εμβέλειας της αυτοκρατορικής επέκτασης, που θα μπορούσαν να έχουν αναπτύξει οι Βρετανοί πολιτικοί. Η πολιτική ηγεσία επέτρεψε να περάσει η πρωτοβουλία στα χέρια των εμπορικών ελίτ και των τραπεζιτών του «Σίτυ». Ήσαν λοιπόν οι έμποροι και οι τραπεζίτες που δημιούργησαν τις γεωστρατηγικές πραγματικότητες της Μεγάλης Βρετανίας. Η «σημαία ακολούθησε το εμπόριο», όπως λέει το συναφές ρητό.
Λαμβάνοντας υπόψη πόσο μεγάλη βρετανική επένδυση αναμείχθηκε με το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό και βιομηχανικό κεφάλαιο, η βρετανική αντίδραση στην απώλεια της εξουσίας έναντι της Αμερικής ήταν σχετικά ήπια. Εκείνοι που είχαν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στα αποθέματα, στα ομόλογα και στα ακίνητα των ΗΠΑ δεν απήλαυσαν καμία οικειοποίση πλούτου. Αντ΄ αυτού, τα κέρδη των βρετανών επενδυτών αυξήθηκαν σημαντικά, μαζί με την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, αλλά μετά …. από τους δύο Μεγάλους παγκοσμίους πολέμους.
Ως εκ τούτου, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια περίπτωση ιστορικά σημαντικής απόκλισης συμφερόντων, αφ’ ενός μεταξύ των οικονομικών και βιομηχανικών ελίτ των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και αφετέρου, των μακροπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων εκείνων των κρατών. Εάν τώρα αναγνωρίζεται ότι μια σημαντική ώθηση του Β’ Μεγάλου Πολέμου προήλθε από τον βρετανικό φόβο για τον γερμανικό ανταγωνισμό στο εξωτερικό εμπόριο, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα πιθανότατα είχαν συμμετάσχει σε επίσημους κυβερνητικούς κύκλους του Λονδίνου στην πρόκληση υποψιών περί γερμανικής επέκτασης.
Όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως στην σειρά των άρθρων μας, οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του εθνικισμού αρέσκονται να αποδίδουν την ευθύνη πρόκλησης των πολέμων, στον λεγόμενο «εθνικό εγωισμό». Αυτή η κατηγορία έχει εξυπηρετήσει πολύ καλά τους παγκοσμιοποιητές για την απαξίωση των ιδεών των εθνικών συμφερόντων και της εθνικής κυριαρχίας, αλλά δεν υποστηρίζεται από την ιστορική εμπειρία.
Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει εξ ίσου καλά ότι, ο εμπαθής, μικρόψυχος και απάνθρωπος εγωισμός των διεθνών οικονομικών κύκλων ήταν η κύρια αιτία που προκάλεσε και παρέτεινε τον Α΄Μεγάλο Πόλεμο. Οι οικονομικές ολιγαρχίες της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας – και σε μικρότερο βαθμό εκείνες του γερμανικού Ράιχ και άλλων ευρωπαϊκών κρατών – τροφοδότησαν αυτό που μερικές φορές αναφέρεται ως η «πρώτη αύξηση της παγκοσμιοποίησης» μεταξύ 1870 και 1914. Η ξέφρενη επέκταση του παγκοσμίου εμπορίου, των επενδύσεων και της συγκροτήσεως των υπερποντίων αποικιών δημιούργησε αύξουσα διεθνή ένταση και ώθησε σε μια μοιραία «κούρσα» κλιμακούμενου ανταγωνισμού μεταξύ των ναυτικών της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας.
Κατά την επιδίωξη της οικονομικής επέκτασης στο εξωτερικό, τα σημαντικότερα οικονομικά, εμπορικά και βιομηχανικά συμφέροντα αποσπάστηκαν σταδιακά από τις εθνικές εκτιμήσεις και απέκτησαν διεθνή προοπτική παρατήρηση για την ζωή των εθνών του πλανήτη. Όλο και περισσότερον οι μεγάλες τράπεζες και οι εταιρείες άρχισαν να βλέπουν ως αληθινό «σπίτι» τους την παγκόσμια αγορά και όχι τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και, ίσως σε μικρότερο βαθμό, το γερμανικό Ράϊχ του Κάϊζερ Γουλιέλμου του Β’.
Η Βρετανία συνέχισε να απολαμβάνει πελώριους πόρους από τις αποικιακές επενδύσεις της, το Πολεμικό Ναυτικό της και την αποικιοκρατική της διοίκηση, ενώ οι επενδύσεις της σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στο μητροπολιτικό έδαφος υπελείποντο κατά πολύ σε σχέση με αυτά της Γερμανίας. Οι βρετανικές εργατικές τάξεις έγιναν όλο και πιο ριζοσπαστικοποιημένες, λόγω του τεραστίου χάσματος μεταξύ του βιοτικού επιπέδου τους και εκείνου των οικονομικών και εμπορικών ελίτ, που επωφελούνταν από την οικονομική εκμετάλλευση των αποικιών.
Ένα πολύ ξεκάθαρο παράδειγμα αυτής της σημαντικής μετατόπισης των σχέσεων εξουσίας παρέχεται από την βιογραφία του Σέσιλ Ρόουντς, του μεγιστάνα των διαμαντιών που ώθησε στον βρετανικό αποικισμό της Νότιας Αφρικής. Ο Ρόουντς εγκαταστάθηκε στη Νότιο Αφρική ως νεαρός και μέσα σε 15 χρόνια είχε γίνει ένας από τους κύριους παγκοσμίους παραγωγούς ακατέργαστων διαμαντιών, στην βρετανική Αποικία του Ακρωτηρίου.
Η αδαμαντωρυκτική του δραστηριότητα έλαβε ισχυρή ώθηση από τον Βαρώνο Ναθαναήλ Ρότσιλντ, ο οποίος έκανε σημαντικές επενδύσεις στην εξώρυξη διαμαντιών και βοήθησε τον Ρόουντς να ιδρύσει τη διάσημη συναφή επιχείρηση «Ντε Μπεερς» («De Beers», επ όνόματι των πρώτων Ολλανδών ιδιοκτητών του αδαμαντωρυχείου, αδελφών Μπίντερικ Αρνόλντους ντε Μπέερ και Γιοχάνες Νίκολας ντ Μπέερ). Ο Ρόουντς έγινε πανεύκολα βουλευτής της Αποικίας του Ακρωτηρίου και το 1890 ήταν πλέον ο πρωθυπουργός της. Συνδύασε την πολιτική και ιδιωτική οικονομική του δύναμη για να επεκτείνει τον προσωπικό του έλεγχο σε ένα σημαντικό μέρος της Νότιας Αφρικής.
Ο δαιμόνιος και αποφασιστικός ολιγάρχης των διαμαντιών προσέλαβε έναν ιδιωτικό στρατό για να κατακτήσει περίπου 1 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους σε αυτό που είναι τώρα η Ζιμπάμπουε (τέως Ροδεσία) και η Ζάμπια. Ένα μέρος αυτής της κατακτηθείσης γης έλαβε το όνομά του, αποκληθέν «Ροδεσία», που μετά την ανεξαρτησία μετονομάστηκε σε Ζιμπάμπουε.
Ο Ρόουντς, οι οικονομικοί του υποστηρικτές και οι πολιτικοί συνεργάτες του επέδειξαν αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα εδάφη που ελέγχονταν από τους ολλανδόφωνους λευκούς Αφρικάνερς, όταν ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα χρυσού κοντά στο Βιτβάτερσραντ (Witwatersrand). Συνεργαζόμενος στενά με τον Άλφρεντ Μίλνερ, τον κυβερνήτη της Αποικίας του Ακρωτηρίου, ο Ρόουντς έπραξε ό,τι ήταν δυνατόν για να αποσταθεροποιήσει τα ανεξάρτητα κράτη των Αφρικάνερς, την «Νοτιαφρικανική Δημοκρατία» ή «Δημοκρατία του Τρανσφάλ» («Zuid-Afrikaansche Republiek» ή «Republiek van Transvaal») και του «Ελευθέρου Κράτους του Οράγγη» («Oranje-Vrystaat»). Ο Ρόουντς προσωπικά οργάνωσε και εξόπλισε την περιβόητη «Καταδρομή του Τζέημσον» μιαν ένοπλη εισβολή μισθοφόρων στην Δημοκρατία του Τρανσφάλ, η οποία ήταν μέρος ενός ευρύτερου και τελικά αποτυχημένου πραξικοπήματος.
Τελικά, ο Ρόουντς και ο Μίλνερ κατάφεραν να προκαλέσουν έναν αιματηρό πόλεμο με τους Αφρικάνερς, γνωστόν ως «Πόλεμος των Μπόερς» στο διάστημα 1899-1902. Αυτός ο αποικιακός πόλεμος αφορούσε τη μεταφορά 500.000 βρετανικών στρατευμάτων στα πεδία μάχης της Νότιας Αφρικής και οδήγησε στην απώλεια της ανεξαρτησίας των δημοκρατιών των Μπόερς. Σε διεθνές επίπεδο, η βρετανική παρέμβαση εναντίον των Αφρικάνερς (με εξοντωτική φυλάκιση των γυναικοπαίδων τους στα πρώτα συστηματικά «Στρατόπεδα Συγκεντρώσεως της Ιστορίας) οδήγησε σε έντονα τεταμένες σχέσεις με τη Γερμανία, κυρίως επειδή το γερμανικό Β΄ Ράϊχ είχε δημιουργήσει εκεί κοντά την δική του αποικία, την «Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική», (αυτήν που είναι τώρα γνωστή ως Ναμίμπια).
Οι παρεμβάσεις του Ρόουντς και του συνεργάτη του Μίλνερ ουσιαστικά απέκλεισαν ολότελα τις γερμανικές ελπίδες για επέκταση της γερμανικής αποικιακής συμμετοχής στη νότια Αφρική. Ο πόλεμος των Μπόερς συνέβαλε σημαντικά στην επιδείνωση των βρετανογερμανικών σχέσεων κατά την περίοδο προετοιμασίας του Α΄ Μεγάλου Πολέμου.
Ο πρώιμος θάνατος του Ρόουντς τον εμπόδισε να υλοποιήσει τολμηρότερες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της φημισμένης Σιδηροδρομικής Γραμμάης Κάϊρο – Πόλη του Ακρωτηρίου, η οποία θα απαιτούσε μείζονες σημαντικές βρετανικές εδαφικές προσαρτήσεις σε ολόκληρη την Αφρική από την Αίγυπτο μέχρι την Αποικία του Ακρωτηρίου. Πέρα από την Αφρική, ο Σέσιλ Ρόουντς φαντάζονταν την παγκόσμια κυριαρχία των αγγλοσαξονικών φυλών. Βεβαίως αυτό θα απαιτούσε μια μεταρρύθμιση της αυτοκρατορίας σε ομοσπονδιακό κράτος, με αυστηρότερο έλεγχο των μακρινών εκτεταμένων αποικιών της, αλλά και μια τελική επανεισδοχή και ανάκαμψη των Ηνωμένων Πολιτειών στη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Όταν πέθανε το 1902, ο πλούτος του Ρόουντς εκτιμάται ότι ήταν σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια (μετρούμενος σε σημερινά δολάρια ΗΠΑ). Ο Ναθαναήλ Ρότσιλντ και ο Άλφρεντ Μίλνερ ορίσθηκαν διαχειριστές αυτής της μεγάλης περιουσίας. Ο Μίλνερ, ο οποίος είχε μιαν ομάδα πιστών οπαδών του από νέους αποικιακούς αξιωματούχους, γνωστή ως «νηπιαγωγείο του Μίλνερ», συνέχισε να εργάζεται για το όραμα του Ρόουντς για μια πιο αυστηρά διοικούμενη, σφιχτοδεμένη βρετανική Κοινοπολιτεία και για στενότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ. Αυτός και τα σημαίνοντα μέλη του «νηπιαγωγείου» του ίδρυσαν το κίνημα της «Στρογγυλής Τραπέζης», το οποίο προώθησε αυτές τις δύο μεγάλες ιδέες. Ο ίδιος ο Μίλνερ έγινε αργότερα πολύ σημαντικός αξιωματούχος, που αργότερα υπηρέτησε ως Υπουργός Αποικιών και Υπουργός Πολέμου κατά την διάρκεια του Α’ Μεγάλου Πολέμου.
Μεταξύ των σημαντικών παραγώγων της Στρογγυλής Τραπέζης ήταν η σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση δύο αξιόπιστων ομάδων προβληματισμού, του «Βασιλικού Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων» στη Μεγάλη Βρετανία και του αμερικανικού «Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων», τα οποία προώθησαν αυξανόμενα στενότερους διατλαντικούς δεσμούς επί εκατό χρόνια. Ο Φίλιπ Κερ, μέλος του «νηπιαγωγείου του Μίλνερ», υπηρέτησε αργότερα ως βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσινγκτον, στην κρίσιμη περίοδο από το 1939-40.
Ο Κερ διαδραμάτισε τον βασικότερο ρόλο ώστε να πεισθεί η κυβέρνηση του Ρούζβελτ να προσφέρει βοήθεια με το νόμο «Περί Εκμίσθωσης και Δανεισμού». Έτσι εξασφάλισε δανεισμό στη χώρα του ισοδύναμο σήμερα με 124 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, η οποία είχε υποστεί μια σειρά από καταστροφικές απώλειες από τα πλήγματα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και βρισκόταν στο κατώφλι της συντριβής. Ναι μεν οι αμερικανοβρετανικές σχέσεις παρέμειναν αρκετά ισχυρές για να κερδίσουν τον πόλεμο, αλλά το νικηφόρο για τους Συμμάχους αποτέλεσμα δεν διέσωσε τελικά την παραπαίουσα Βρετανική Αυτοκρατορία.
*Ο Ρόμπερτ Στιούαρτ, 2ος Μαρκήσιος του Λοντοντέρυ, (1769-1822), συνήθως είναι γνωστός ως Λόρδος Κάσελρεη, που προέρχεται από τον τίτλο ευγενείας Υποκόμης Κάσελρεη τον οποίον κατείχε από το 1796, ήταν ένας αγγλοϊρλανδός πολιτικός και κρατικός αξιωματούχος. Ως γραμματέας του Αντιβασιλέα της Ιρλανδίας εργάστηκε για να καταστείλει την εξέγερση του 1798 και να εξασφαλίσει την ψήφιση της ιρλανδικής «πράξης της Ένωσης» το 1800. Ως υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1812, ήταν το κεντρικό πρόσωπο στη διοίκηση του συνασπισμού που νίκησε τον Ναπολέοντα και κατόπιν Βρετανός πληρεξούσιος στο Συνέδριο της Βιέννης. Αυτοκτόνησε το 1822.
Α. Κωνσταντίνου