ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ: Θα μπορούσε ενδεχομένως η ναζιστική Γερμανία να μετατρέψει την Ευρώπη σε Yπερδύναμη;
Αυτό που μας αφορά σε αυτό εδώ το ερώτημα είναι η σταδιακή «μετατροπή» του Αδόλφου Χίτλερ, ενός Γερμανού εθνικιστή, σε έναν δεδηλωμένο «υπερασπιστή» του «Ευρωπαϊκού Πολιτισμού». Οι τεράστιες γερμανικές απώλειες στο ανατολικό μέτωπο σε έμψυχο και άψυχο υλικό, η αποτυχία να πληγεί εγκαίρως η Σοβιετική Ένωση το 1941-42 (πριν να κινητοποιήσουν οι ΗΠΑ την συντριπτική οικονομική τους δύναμη) έπεισαν τους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές ιθύνοντες ότι η δημογραφική και οικονομική δύναμη της χώρας τους ήταν ανεπαρκής για έργο της πολεμικής αντιπαλότητος εναντίον «Ηπειρωτικών Δυνάμεων» δηλαδή δυνάμεων που ήλεγχαν ολόκληρα ηπειρωτικά συγκροτήματα.
Η γερμανική προπαγάνδα και οι επίσημες κρατικες δηλώσεις του Γ’ Ράϊχ μετατόπισαν την αρχική έμφασή τους (εστιασμένη στην υποστήριξη του πολέμου ως δικαιολογίας υπερασπίσεως των γερμανικών συμφερόντων) : Μετά την αποτυχία των γερμανικών δυνάμεων να εκπορθήσουν την Μόσχα και το Λένινγκραντ (νυν Αγία Πετρούπολη και πάλι) τον χειμώνα του 1941, η ναζιστική προπαγάνδα ανεφέρετο όλο και περισσότερον στην εξελισσομένη τιτανική σύγκρουση του Ανατολικού Μετώπου, ως αποκύημα ενός απελπισμένου ιερού αγώνος για την σωτηρία και διατήρηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας των Ασιατών Μπολσεβίκων και της δολίας Συμμάχου τους Δυτικής Πλουτοκρατίας. Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη είχαν γίνει σύμμαχοι της Γερμανίας. Η ναζιστική ηγεσία ήλπιζε να επεκτείνει τη βάση της υποστηρίξεως της στην ευρωπαϊκήν ήπειρο, εκμεταλλευομένη τους φόβους για μια σοβιετική νίκη. Αλλά η αλλαγή στην ιδεολογικήν έμφαση, από την «Μεγάλη Γερμανία» στην «Νέα Ευρώπη», ήλθε πάρα πολύ αργά ώστε να έχει αποφασιστικόν αποτέλεσμα. Η επαρσιακή και κομπορρήμων στάση των Γερμανών εθνικιστών κατά τα όψιμα μεσοπολεμικά έτη τους απεστέρησε από το πλείστον των δυνητικών τους συνοδοιπόρων και συμμάχων.
Μερικοί από τους πλέον διορατικούς ιστορικούς του Β’ Μεγάλου Πολέμου υπεστήριξαν ότι η έκβαση της συγκρούσεως ήταν προκαθορισμένη από την αρχή. Η Γερμανία, ως μεσαίου μεγέθους χώρα, αναλόγου με το μέγεθος της …. αμερικανικής πολιτείας της Μοντάνα, δεν μπορούσε από μόνη της να καταβάλλει τους ηπειρωτικού μεγέθους αντιπάλους της.
Ο πολύς ΄Οσβαλντ Σπένγκλερ αρχικώς χαιρέτισε την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ, πιθανώς επειδή είδε στην άνοδο μιας ισχυράς Γερμανίας μια σπουδαία ευκαιρία να αποτρέψει την κατάρρευση του παρακμάζοντος δυτικού πολιτισμού. Μάλιστα, το 1933, είχε μια μακρά ιδιωτική συνομιλία με τον Χίτλερ, αλλά όταν ετελείωσεν η συνάντηση έφυγε δίχως να αποκομίσει ικανές εντυπώσεις για τον Γερμανό κυβερνήτη.
Μετά από αυτήν την συνάντηση, ο Σπένγκλερ έχων υπ΄ όψη του τις συντριπτικώς ισχυρές διεθνείς δυνάμεις που θα εκινητοποιούντο ενάντια στα εκτεταμένα σχέδια του Χίτλερ, τον επέκρινε πως «έκτιζε φανταστικά κάστρα». Ο Σπένγκλερ αντετέθη στην εμμονική ναζιστική βιολογική φυλετική ρητορική, αλλά και στην πολιτική καθήλωση του καθεστώτος στα στενά γερμανικά συμφέροντα, για την οποίαν επίστευε ότι θα εμποδίσει το σχηματισμό ενός ευρέος συνασπισμού υπερασπίσεως των Δυτικών συμφερόντων.
Στην πραγματικότητα, κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Χίτλερ έκανε συχνές δημόσιες αναφορές στην εντονωτάτην έλλειψη εδάφους εν συνδυασμώ με τον υπερπληθυσμόν της Γερμανίας. Επεσήμανε πλειστάκις την «αδικία» να κατέχει η Βρετανία 40.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, ενώ η Γερμανία έπρεπε να κατορθώσει την επιβίωση και ανάπτυξή της με έδαφος ελαφρώς ολιγότερον από 500.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο Γερμανός καγκελάριος προέβη κατ΄ επανάληψη σε ομιλίες στις οποίες κατεδίκαζε τον «πολλαπλασιασμό» των μικρών κρατών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη μετά τον Α’ Μεγάλο Πόλεμο, πολλαπλασιασμό ο οποίος διέκοψε «αδιστάκτως» τις μακροχρόνιες προπολεμικές εμπορικές συνδέσεις που υπήρχαν εντός της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και του γερμανικού Ράϊχ. Προφανώς δηλώσεις αυτού του τύπου δεν θα μπορούσαν να γίνουν ….θερμώς αποδεκτές από τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Βαλτικούς άλλους Ανατολικοευρωπαίους, οι οποίοι είχαν διεξαγάγει αποφασιστικούς αγώνες για ανεξαρτησία τους από την αυτοκρατορική (γερμανική ή ρωσική) κυριαρχία πριν από το 1918.
Είναι όντως συναρπαστικό όταν επί παραδείγματι διαβάζουμε τις αναφορές των λιθουανικών ειδήσεων σχετικώς με τον διορισμό του Χίτλερ ως Καγκελαρίου του Ράϊχ, στις αρχές του 1933. Οι αναφορές αυτές ήσαν σχεδόν ομοιομόρφως αρνητικές και προήρχοντο από το ενδιαφέρον του ναζιστικού καθεστώτος για μιαν «εδαφική αναθεώρηση» στην Ευρώπη, ιδιαιτέρως δε (μετά την συνθήκη των Βεραλιών) για την τέως γερμανική και από του 1923 λιθουανική λιμενική πόλη Μέμελ (λιθουανιστί Κλέηπεντα), με πλειοψηφούντα τον γερμανικό πληθυσμό. Στην πραγματικότητα, οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της Γερμανίας και της Λιθουανίας κατέρρευσαν μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τελικώς, τον Μάρτιον του 1939, ο Χίτλερ επεβεβαίωσε τους τότε χειροτέρους φόβους των Λιθουανών και επεξετάθη θριαμβικώς στο έδαφός τους, καταλαμβάνων τα 2.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα της ευρυτέρας επικρατείας του Μέμελ.
Μόλις ένα μήνα αργότερον, όταν οι Γερμανοί συνειδητοποίησαν ότι μια στρατιωτική σύγκρουση με την Πολωνία καθίστατο όλο και πιο πιθανή, ήρχισαν μια καθυστερημένη «εκστρατεία σαγήνης» με στόχο να παρασύρουν την Λιθουανία σε μία κοινή στρατιωτική παρέμβαση εναντίον των Πολωνών. Η Λιθουανία είχε μια εδαφική διαμάχη με την Βαρσοβία λόγω της πολωνικής καταλήψεως της πρωτεύουσάς της Βίλνιους, οπότε η Γερμανία ήλπιζε να εκμεταλλευθεί αυτήν την σύγκρουση για τους δικούς της σκοπούς.
Οι Λιθουανοί θα μπορούσαν να έχουν ευκόλως πεισθεί ώστε να πάρουν πίσω βιαίως την ιστορική τους πρωτεύουσα κατά την διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Πολωνία, εάν δεν υπήρχε το ζήτημα της εμπαθούς εμμονής των ανενδότων Γερμανών περί του Μέμελ. Στο τέλος, η Λιθουανία επέλεξε να παραμείνει ουδετέρα στον γερμανοπολωνικό πόλεμο.
Σε αυτό το σημείον το ναζιστικό καθεστώς έχασε το ενδιαφέρον για τη Λιθουανία ως πιθανό του σύμμαχο και ενέδωσε στις παροτρύνσεις του Στάλιν να απομακρυνθεί αυτή η χώρα από την γερμανική σφαίρα επιρροής, μεταπίπτουσα στην σοβιετική σφαίρα. Αυτό συμφωνήθηκε κατά τη διάρκεια των σοβιετογερμανικών διαπραγματεύσεων σχετικώς με την αναθεώρηση του συμφώνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1939. Εάν η Λιθουανία παρέμενε στην γερμανική σφαίρα ενδιαφέροντος, όπως προεβλέπετο στο αρχικό σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, θα είχε χρησιμεύσει ευχερέστατα ως εξόχως χρήσιμο εφαλτήριον για τους Γερμανούς κατά της ΕΣΣΔ με την επίθεση «Μπαρμπαρόσσα». Έτσι, η εισβολή του Ιουνίου του 1941 στην Σοβιετική Ένωση θα είχε εκκινήσει από αρχικές θέσεις εξορμήσεως 200-300 χλμ. εγγύτερον της Μόσχας.
Όταν η γερμανική ενοποιημένη ένοπλη «Δύναμη Αμύνης» (η περιβόητη Βέρμαχτ –Wehrmacht) εξεκίνησε την επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις αρχικώς επέδειξαν σημεία απροθυμίας να αγωνιστούν για τα ….. μαρξιστικά-λενινιστικά ιδανικά. Εκατοντάδες χιλιάδες σοβιετικά στρατεύματα παρεδόθησαν στους Γερμανούς εισβολείς κατά τις πρώτες εβδομάδες των μαχών. Όμως, όταν διέρευσαν τα νέα για την βιαία μεταχείριση των Ρώσων στρατιωτών και των αμάχων στις κατεχόμενες ζώνες, η ρωσική αντίσταση κατέστη εξόχως σκληρά. Στην κατεχομένη Λιθουανία και στην Ουκρανία, οι Γερμανοί κατοχικοί διαχειριστές-απελευθερωτές διετήρησαν μια διφορουμένη ή και εχθρική στάση προς την Λιθουανική και την Ουκρανική φιλοδοξία για ανεξαρτησία, αποθαρρύνοντες έτσι πολλούς πατριώτες να ενταχθούν ενεργά σε έναν κοινόν αγώνα κατά της Σοβιετικής Ενώσεως.
Η στάση του ναζιστικού καθεστώτος απέναντι στους Ανατολικοευρωπαίους ήταν κατά κάποιο τρόπον ανάλογη με την στάση των Δυτικοευρωπαίων ιμπεριαλιστών απέναντι στους αποικιακούς υπηκόους τους. Στην καλυτέρα περίπτωση, οι Ανατολικοευρωπαίοι, όπως και οι κάτοικοι των Δυτικών αποικιών εθεωρήθησαν ως αντικείμενα στυγνής εκμεταλλέυσεως. Στην χειροτέρα περίπτωση, τα εδάφη που κατοικούσαν εθεωρήθησαν κατάλληλες τοποθεσίες για αποικισμό, ο οποίος θα εφηρμόζετο με σημαντικές μετατοπίσεις πληθυσμού ή και με εθνοκάθαρση.
Μπορεί εν τέλει αυτό το είδος σκέψεως να επέτρεψε στους ιμπεριαλιστές να διατηρήσουν τον έλεγχο, ενώ οι υποτακτικοί τους παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αναλφάβητοι και επομένως πολιτικώς παθητικοί ή αδιάφοροι. Αλλά με την εξάπλωση της μαζικής παιδείας σε όλο τον κόσμο, προέκυψαν τοπικές ελίτ αποφασισμένες να αποκτήσουν πολιτική ανεξαρτησία από τους αυτοκρατορικούς κυριάρχους τους. Από την αρχήν του Β’ Μεγάλου Πολέμου, οι μικρές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας είχαν κάνει εντυπωσιακά βήματα για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και επίσης είχαν αναπτύξει μια ισχυρά αίσθηση τοπικού εθνικισμού.
Έτσι, οι συχνές δημόσιες αναφορές του ναζιστικού καθεστώτος στην ανάγκη για περισσότερο γερμανικό «Ζωτικό Χώρο» (Lebensraum) απεξένωσαν εκατομμύρια ανθρώπων που θα ήσαν ευτυχείς να ιδούν τον τερματισμό της απειλής της σταλινικής τρομοκρατίας. Μέχρι το 1941, η εθνικοσοσιαλιστική φυλετική ιδεολογία και οι ιμπεριαλιστική τοποθέτηση του Ράϊχ είχαν εκφύγει λίαν οπισθοδρομικώς, απωλέσασες την πορεία και τον ρυθμόν της ιστορίας.
Αντιθέτως, οι ισχυρότεροι αντίπαλοι της Γερμανίας, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, εβασίσθησαν σε έννοιες που προέρχονται από καθολικές αξίες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ισότης. Η Μεγάλη Βρετανία, ούσα η ιδία μια αυτοκρατορία και δη υποστηριζομένη υλικώς από την Αυστραλία και μεγάλα τμήματα της Βορείου Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, εχρησιμοποίησε επίσης παγκόσμιες – καθολικές εκκλήσεις που εστηρίζοντο στον πολιτιστικόν ρόλο της βρετανικής κυριαρχίας.
Οι Γερμανοί ως ομοιογενής λαός επολέμησαν αγρίως, όντως φανατικότερον από τα αφρικανικά ή ασιατικά αποικιακά υποκείμενα της Γαλλίας ή της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά τελικώς, όπως και στον Α’ Μεγάλο Πόλεμο, η τεραστί υπεροχή των αριθμών τους συνέτριψε.
Ο Δεύτερος Μεγάλος Πόλεμος εσημείωσεν όχι μόνον την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Η Γερμανία κατέρρευσε, αλλά παρεσύρθησαν μαζί της και τα υπόλοιπα έθνη-κράτη της Ευρώπης. Οι δυνάμεις του ηπειρωτικού μεγέθους, που απεμακρύνθησαν από τα οικουμενικά – «ανθρωπιστικά» δόγματα τους, εθριάμβευσαν μεν επί του αστόχου και ατελεσφόρου γερμανικού εθνικισμού, αλλά δαιμονοποίησαν εν γένει τον Εθνικισμό. Τώρα πλέον ο μόνος τρόπος με τον οποίον τα ευρωπαϊκά έθνη μπορούν να αποφύγουν την πολιτιστική αφομοίωση μέσω της Δυτικής ή της Ευρασιανικής Παγκοσμιοποιήσεως είναι ο σχηματισμός ενός κοινού μετώπου ενάντια στην Παγκοσμιοποίηση.
Δεν ομιλούμε βεβαίως για την τρέχουσα «Ευρωπαϊκή (;) Ένωση», η οποία είναι απλώς ένα μέσον της Δυτικής Παγκοσμιοποιήσεως. Οι ελίτ της ΕΕ προτίθενται σαφώς να ομογενοποιήσουν πλήρως τους ευρωπαϊκούς λαούς μέσω της προωθήσεως μιας μαζικής εισροής δεκάδων εκατομμυρίων, (αν όχι εκατοντάδων εκατομμυρίων), Αφρικανών και Ασιατών μεταναστών που πλήττονται από τρομακτική πενία και συρρέουν για να σωθούν στην Ευρώπη.
Οι παγκοσμιοποιητές εχθροί μας έχουν αναλάβει τα ηνία της εξουσίας και τώρα ελέγχουν τις τεράστιες μάζες των ανθρώπων και τους γιγαντιαίους υλικούς πόρους ολοκλήρων ηπείρων. Η πανίσχυρη συσκευή προπαγάνδας τους, υπενθυμίζει συνεχώς στους Ευρωπαίους την τεραστία καταστροφή τόσο των παγκοσμίων πολέμων όσο και του υποτιθεμένου ρόλου που έπαιξε ο πατριωτισμός του ευρωπαϊκού Έθνους – Κράτους στην πρόκληση αυτών των καταστροφών. Αυτό αποθαρρύνει τους Ευρωπαίους πατριώτες και τους καθιστά περισσότερον δεκτικούς στις κλήσεις και εκκλήσεις των οικουμενικών δογμάτων όπως ο μαρξισμός και ο νεοφιλελεύθερος.
Πολλοί καλοπροαίρετοι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να καταδικάσουν αυτό που τους έπεισαν πως είναι «εθνικός εγωισμός». Επίσης, οι συχνές αναφορές στα τραγικά αποτελέσματα των πολέμων συνιστούν το λεπτό σημείο ότι δήθεν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη είναι πολύ αδύναμα για να αντιταχθούν στη βούληση των Επικυριάρχων διαχειριστών των αυτοκρατοριών, οι οποίοι νέμονται την μοίρα του πλανήτη.
Εάν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη επρόκειτο να ανακτήσουν την κυριαρχία τους στο μέλλον, θα πρέπει με κάθε κόστος να αποφύγουν κάθε σκέψη για εδαφικές αναθεωρήσεις. Η ανανέωση των εδαφικών διεκδικήσεων θα βλάψει σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα μιας Ευρώπης των Εθνικών Κρατών που βρίσκονται σε έναν κόσμο γιγαντιαίων υπερδυνάμεων. Οι χώρες ηπειρωτικού μεγέθους εκτός της Ευρώπης θα εκμεταλλευθούν σίγουρα τις εντάσεις που προκύπτουν από εδαφικές διαμάχες, ώστε να εμποδίσουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις συλλογικής ασφάλειας. Οποιαδήποτε πολιτική δύναμη που υποστηρίζει την εδαφική αναθεώρηση στην Ευρώπη θα επιδιώκει μόνον βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα, τα οποία μακροπροθέσμως θα ήσαν καταστροφικά για όλους τους Ευρωπαίους.
Το ζήτημα του Ντάντσιχ * / Γκντάνσκ του 1939 θα έπρεπε να αποτελεί σαφή προειδοποίηση σχετικώς με το δυναμικό ακόμη και μικρών εδαφικών διαφορών, οι οποίες θα παρασύρουν στις ευρωπαϊκές υποθέσεις δυνάμεις πολύ ισχυρότερες, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται απαραιτήτως …. για την διαιώνιση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών. Στον τρέχοντα εικοστόν πρώτον αιώνα, η Ευρώπη δεν είναι αρκετά ισχυρή για να αγνοήσει αυτόν τον κίνδυνο. Τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη ήσαν ήδη στο χείλος της Αβύσσου το 1939, ενώ τα σήματα κινδύνου είχαν καταστεί εμφανή στον οξυδερκέστατο Σπένγκλερ από το 1918 !
* To Ντάντσιχ ήταν ένας σημαντικός γερμανικός θαλάσσιος λιμήν από τους μεσαιωνικούς χρόνους και στην συνέχεια ήταν μέλος της Χανσεατικής Ενώσεως (γερμανική εμπορική και αμυντική συνομοσπονδία των εμπορικών συντεχνιών και των πόλεων-αγορών της Βορειοδυτικής και Κεντρικής Ευρώπης). Κατέστη τμήμα του Βασιλείου της Πρωσίας από το 1793, [με ένα βραχυχρόνιο διάλειμμα κατά στους Ναπολεοντίους Πολέμους οπότε ήταν αυτόνομο (1807-1813)], έως το 1919, όταν με την Συνθήκη των Βερσαλλιών (άρθρα 100 – 108), καθώς και με την παρισινή σύμβαση Πολωνίας – Ντάντσιχ, της 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεκηρύχθη ως ελεύθερη πόλη υπό την προστασία της ανικάνου «Κοινωνίας των Εθνών» – Κ.Τ.Ε. Η πόλη του Ντάντσιχ απέκτησε νομικόν καθεστώς «ελευθέρας πόλεως», αναδειχθείσα σε «ελευθέρα πολιτεία», ως ανεξάρτητος πολιτική οντότης με ιδικόν της σύνταγμα, επικυρωθέν προηγουμένως από την Κ.Τ.Ε. τεθέν εν ισχύει την 4/6/1922. Με το σύνταγμα απέκτησε ιδικά της όργανα εξουσίας, διοίκηση, γερουσία (καλουμένη Φόλκσταγκ -Volkstag) και απενεμήθη υπηκοότης στους πολίτες της. Η πόλη είχε και ιδικό της νόμισμα (Danziger Gulden) Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι το 1923,το 95, 3 % των κατοίκων της πόλεως ήσαν Γερμανοί.
Το 1939 προσηρτήθη πάλιν από την Γερμανία, γεγονός που εσηματοδότησε την έναρξη του Δευτέρου Μεγάλου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο ενώθηκε με την … νικήτρια σοβιετοκρατούμενη Πολωνία. Ολιγότεροι από το 5% της γερμανικής πλειονότητος παρέμειναν στο Γκντανσκ, σχηματίζοντες την ολιγάνθρωπο γερμανική μειονότητα που υπάρχει έως σήμερον.
Α. Κωνσταντίνου