ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ: H Εθνική Κοινότητα βρίσκεται πάνω από οικονομικές ενώσεις
Οι νέες πατριωτικές ελίτ πρέπει προς όφελος των οπαδών τους να αναπτύξουν μιαν έννοια της ιεραρχίας εκείνων των συλλογικών ενώσεων στις οποίες το σύγχρονο άτομο μπορεί να εκφραστεί και να ανακαλύψει συνέχεια καθώς και νόημα στη ζωή του. Οι νέοι Εθνικιστές πρέπει ακάματοι να διαδώσουν συστηματικά μια κοσμοθεωρία στην οποίαν η εθνική κοινότητα θα παραμείνει στην κορυφή των πολλών ενώσεων και συλλογικοτήτων, οι οποίες συναπαρτίζουν την ζωή ενός τυπικού ατόμου στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Το άτομο πρέπει να καθοδηγείται από τους Εθνικιστές και για κοινωνικά και βιωτικά δρώμενα, να παροτρύνεται να θεωρεί την καθημερινή του εργασία όχι μόνον ως μέσο για αυτο-προβολή, αλλά ως υπηρεσία προς την εθνική κοινότητα.
Η υπηρεσία προς το έθνος πρέπει να θεωρείται ως ένας από τους υψηλότερους στόχους της ζωής ενός ατόμου. Αυτοί οι ισχυρισμοί μπορεί να ενοχλήσουν μερικούς ως έκφραση δήθεν «ξεπερασμένης» ή «στενής» σκέψης.
Επί του παρόντος, η ισχυρότερη τάση είναι να θεωρούμε ως υπέρτατα τα οικονομικά συμφέροντα. Στις δυτικές δημοκρατίες οι οικονομικές δραστηριότητες και οι οικονομικές ενώσεις θεωρούνται συνήθως ως οι σημαντικότερες σφαίρες της ζωής του ανθρώπου. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική δραστηριότητα ασχολείται με την υλική βάση της ζωής ενός ατόμου, αλλά ο όρος «οικονομικό συμφέρον», όπως χρησιμοποιείται συνήθως στον δημόσιο λόγο, συγκαλύπτει την υφισταμένη ευτελή και στενή αντίληψη για την ατομική ευημερία, δηλαδή τον ατομικισμό. Από το «δει δη χρημάτων, ω Άνδρες Αθηναίοι, και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων» του Δημοσθένους στον Α’ Ολυνθιακό, μέχρι τον χρηματοκρατούμενο και απολύτως υλόφρονα κόσμο των ημερών μας η απόσταση είανι τεραστία. Η ραγδαία άνοδος των καθαρά οικονομικών συμφερόντων της εποχής μας σε βαθμό «εξοχότητος» χωρεί γενικώς εις βάρος των κοινών συμφερόντων. Η αντιστροφή αυτής της τάσης μέσω της ουσιαστικής και αφοσιωμένης δέσμευσης κάποιου στις ανάγκες και στις ανησυχίες της κοινότητος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η αξιοπρέπεια, η ελευθερία και η ισχύς του ατόμου.
Οι ιδιωτικές οικονομικές ενώσεις δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν ή να αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ανθρωπίνης ζωής, ειδικά στην αρχή και στο τέλος της ατομικής υπάρξεως, επειδή καμία οικονομική επιχείρηση δεν θα αναλάβει σημαντικό μέρος του υπερόγκου βάρους της ανατροφής και της εκπαιδεύσεως των νέων, μάλιστα δε για το κρίσιμο διάστημα των πρώτων 16 έως 22 ετών της ζωής ενός ατόμου.
Σημειωτέον ότι η εκπαίδευση ενός νεαρού ατόμου δεν είναι απλώς θέμα κατασκευής μερικών σχολείων και παροχής επαρκών χρημάτων σε αυτά. Οι γονείς, οι στενοί συγγενείς, οι οικογενειακοί φίλοι, οι γείτονες, οι εκπαιδευτικοί, πράγματι δε ολόκληρη η κοινότητα συμμετέχουν στην κοινωνικοποίηση της νεολαίας, με μιαν επιχείρηση υπομονής, αυτοθυσίας και αγάπης.
Επίσης, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι εργοδότες έχουν επιδείξει μια προοδευτική τάση να αποφεύγουν σε μεγάλο βαθμό την ευθύνη για την ευημερία ενός υπαλλήλου τους κατά την περίοδο της ζωής του μετά τη συνταξιοδότησή του, περίοδο η οποία αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο άλλα δέκα έως δεκαπέντε χρόνια.
Έτσι, τα οικονομικά συμφέροντα τα οποία κατά κανόνα διεκδικούν αποφασιστική συμμετοχή στη χάραξη της πολιτικής στις περισσότερες δυτικές χώρες, επιμένουν ότι το δημόσιο πρέπει να πληρώνει για την εκπαίδευση των υπαλλήλων και των εργαζομένων τους, ενώ επίσης οφείλει να υποστηρίζει τους τελευταίους αφ΄ότου παύσουν να είναι χρήσιμοι στους εργοδότες τους.
Επιπλέον, οι ιδιωτικές οικονομικές ενώσεις εκμεταλλεύονται μιαν ευρεία ποικιλία θετικών ιδιοτήτων των υπαλλήλων τους και των κοινωνιών στις οποίες συμβαίνει να λειτουργούν. Μεταξύ αυτών είναι η πειθαρχία, ο σεβασμός του νόμου και της τάξεως, καθώς και οι παραδόσεις της σκληρής εργασίας, της ειλικρινείας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι κατανεμημένα λίαν ακανονίστως σε όλο τον κόσμο και βεβαίως δεν δημιουργούνται από … το πουθενά.
Η απουσία αυτών των αΰλων ιδιοτήτων είναι ένας ιδιαιτέρως σημαντικός λόγος για τον οποίον δεν προχωρεί η οικονομική δραστηριότης σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου. Μια αφρικανική χώρα, όπως η Μοζαμβίκη, μπορεί να είναι πολύ πλουσία σε φυσικούς πόρους, αλλά η αχαλίνωτη διαφθορά από την κορυφή της κοινωνίας της έως το κατώτατό της σημείο, επιβραδύνει σοβαρά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και τις ευκαιρίες για την ευρεία μάζα των πτωχών κατοίκων της. Ταυτόχρονα, μια μικροσκοπική χώρα με ικανή έλλειψη φυσικών πόρων, όπως η Ελβετία, έχει διατηρήσει ένα από τα υψηλότερα υλικά πρότυπα ζωής επί πολλές γενεές.
Ένα ευνοϊκό επιχειρηματικό κλίμα δεν προκύπτει εν μία νυκτί. Πρέπει να προωθείται συνειδητά, ενεργητικά και ασταμάτητα, από περισσότερες από μία γενεές της εθνικής κοινότητος, η οποία ζει και ισομοιράζεται τα βάρη της ζωής σε μιαν οριοθετημένη επικράτεια. Χωρίς κοινωνική συνοχή και δημόσιο πνεύμα, η υποδομή των δρόμων, των σιδηροδρόμων, των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενεργείας, των σχολείων και των εγκαταστάσεων δημοσίας υγείας ποτέ δεν θα αναπτυχθούν σωστά. Η δημόσια ασφάλεια ουδέποτε θα είναι εγγυημένη. Η επίσημη υπηρεσιακή διαφθορά στον δημόσιο τομέα μπορεί να εμποδίσει την επιχειρηματικότητα με αμέτρητους τρόπους.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον πρέπει να θεωρείται εντελώς απαράδεκτο όταν οι ιδιοκτήτες μιας οικονομικής επιχειρήσεως, από την οποία εξαρτάται μια εθνική κοινότης για τον βιοπορισμό της, μιας επιχειρήσεως η οποία κατά το παρελθόν καλλιεργούσε την οικονομική ένωση με πολλούς τρόπους, μπορούν να αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες χαμηλομίσθου πληθυσμού και, ως εκ τούτου, να προξενήσουν σημαντική ζημία στην εθνική κοινότητα. Ταυτόχρονα, μια συνδικαλιστική οργάνωση δεν πρέπει να έχει την εξουσία να διογκώνει τις εργασιακές αμοιβές τόσο πολύ ώστε μια επιχείρηση να γίνει εν τέλει ασύμφορη και να αντιμετωπίσει την πτώχευση.
Επίσης, ούτε μπορεί να είναι αποδεκτό το γεγονός ότι μια κοινότης, η οποία έχει χρηματοδοτήσει την εκπαίδευση ενός νέου ιατρού, πρέπει να στερηθεί τις υπηρεσίες του από την στιγμή που αποφοιτεί και αποφασίζει να εργασθεί σε μιαν άλλη χώρα για έναν υψηλότερο μισθό. Αυτό το είδος κραυγαλέας εκμεταλλεύσεως της εθνικής κοινότητος από τον νεαρό ιατρό είναι εφικτό μόνο σε ένα κράτος που υιοθετεί ως υπερτάτη αρχή την «ατομική ελευθερία» ή μάλλον τον ατομικισμό, την δαιμονική ενσάρκωσή αυτής της «ατομικής ελευθερίας» στον εικοστό πρώτον αιώνα. Εάν το υψηλότερο ιδεώδες του κράτους ήταν η ενίσχυση της εθνικής κοινότητος και του κράτους της, τότε στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να προκύψει κανένα αντεπιχείρημα. Η κοινότης θα έχει ισχυρά ηθική και νομική βάση ώστε να αμφισβητεί το δικαίωμα ενός νέου να την εγκαταλείψει, χωρίς αυτός τουλάχιστον να έχει παράσχει κάποιαν αποζημίωση στην κοινότητα ως αντίτιμο της φυγής του.
Προφανώς όμως ο πραγματικός σκοπός της εθνικής κοινότητος δεν είναι η καταστολή των νέων και των φιλοδοξιών τους τους για μια καλυτέρα ζωή. Αντιθέτως, η εξάλειψη της ανεργίας των νέων πρέπει να είναι ένας από τους στόχους υψηλής προτεραιότητος του Ευρωπαϊκού Εθνικισμού. Αντί να καταστέλλει την παρόρμηση και την προσπάθεια ενός ατόμου για προσωπική αυτοπραγμάτωση, η εθνική κοινότης επιθυμεί να παρέχει τις μέγιστες δυνατές ευκαιρίες για αυτο-έκφραση, ειδικότερον μεταξύ των νέων.
Εκπαιδεύοντας το άτομο στο πνεύμα της εθνικής αλληλεγγύης.
Προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ατόμου, η εθνική κοινότης πρέπει να απολαμβάνει την πλήρη υποστήριξη του ατόμου. Πράγματι, η υπηρεσία προς το έθνος πρέπει να θεωρείται ως η πλέον κρίσιμη διάσταση της ζωής του μεμονωμένου μέλους, εφόσον αυτό πιστεύει και αναμένει ότι το έθνος θα επιτύχει σπουδαία πράγματα και θα ικανοποιήσει τις σημαντικότερες ανάγκες του μέλους. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες, όπως και τα σχετικά καθήκοντα. Το ολιγότερον από αυτά είναι η δημιουργία μιας βιώσιμης οικονομίας αντί του σημερινού πύργου από τραπουλόχαρτα, με θεμέλιό του το κερδοσκοπικό κεφάλαιο. Η ενεργός αντιπολίτευση των διεθνιστών θα ξεπεραστεί μόνο μέσω ενός ισοδυνάμου ανάλογου επιπέδου δεσμεύσεως και αφοσιώσεως στους κοινούς σκοπούς από τα ευρύτερα δυνατά στρώματα της εθνικής κοινότητος.
Και οι δύο τάσεις-η αύξηση της ισχύος του έθνους ώστε να υπερβεί τις εκάστοτε μεγαλύτερες ιστορικές δυσκολίες και η ενίσχυση της προσωπικής δεσμεύσεως με την εθνική κοινότητα-είναι αλληλεξαρτώμενες και αυτοενισχυόμενες. Όσο μεγαλυτέρα είναι η ατομική προσκόλληση στην εθνική ιδέα, τόσον ισχυροτέρα θα είναι η συλλογική δύναμη. Αυτή η υψηλόφρων ενάρετη αλληλουχία μπορεί να τεθεί σε κίνηση μόνον από μιαν ηγεσία που είναι η ίδια ολοκληρωτικώς αφοσιωμένη στην εθνική κοινότητα και καθοδηγείται από μιαν εθνικιστική ιδεολογία, επαρκή για τις προκλήσεις της εποχής μας.
Η έλλειψη βιωσιμότητος του καταναλωτισμού και του ατομικισμού.
Μέχρι την χρόνια στασιμότητα η οποία ακολούθησε την ύφεση 2008-2009, ο καταναλωτισμός κατάφερε να απομακρύνει τις λαϊκές μάζες από το δυναμικό που ενυπάρχει εγγενώς στην κοινωνική τους φύση.
Εάν οι μεταπολεμικοί αδιάκοποι εορτασμοί υλικής αφθονίας, η οικονομική ασφάλεια, η ποικιλία και η διαρκώς αυξανόμενη διασκέδαση εσυνεχίζοντο για μιαν ακόμη γενεά, είναι πιθανόν ότι ο ευρωπαϊκός εθνικισμός δεν θα είχεν ανακάμψει ποτέ ως μία βιώσιμη πολιτική δύναμη.
Η μείωση του βιοτικού επιπέδου, που ξεκίνησε με την εισαγωγή του ραγδαίως επιταχυνομένου κοσμοπολιτισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν σταδιακή και επομένως μόλις αντιληπτή στην αρχή. Ωστόσον, κατά τις επόμενες δεκαετίες, κατέστη όλο και δυσκολότερο να αποκρυβούν περαιτέρω οι χλωμές προοπτικές μιας οιασδήποτε ανθηράς αναπτύξεως. Στην αυγή της νέας χιλιετίας, οι υπερεθνικές αρχές των Διεθνών Επικυριάρχων βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις πρώτες μορφοποιημένς και ικανές εκδηλώσεις οργανωμένης εθνικιστικής αντιπολιτεύσεως σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Τώρα, ζούμε στην πραγματικότητα το τέλος της επεκτατικής μεταπολεμικής περιόδου του καταναλωτισμού και του ατομικισμού. Στο πλαίσιο ολόκληρης της ιστορίας του ανθρωπίνου πολιτισμού, αυτή η περίοδος είναι σύντομη, ίσως μάλιστα συνιστά μόνον ένα απομονωμένο επεισόδιο. Η ξέφρενη ενέργεια και η ακούραστη κινητικότης της εποχής μας έγιναν δυνατές με την αμείλικτη εκμετάλλευση των μη ανανεωσίμων υλικών πόρων, όπως το πετρέλαιο, αλλά και με κάτι έξω ολότελα από το υλικό πεδίο: από τα θλιβερά ερείπια της αξιοθαύμαστης κοινωνικής συνοχής την οποίαν οι σύγχρονες κοινωνίες είχαν κληρονομήσει από τις παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες.
Αυτό το υλικό και πνευματικό κεφάλαιο έχει πλέον σπαταληθεί σε μεγάλο βαθμό. Πριν από την οικονομική κρίση, η σαγηνευτική δύναμη του δυτικού καταναλωτισμού και του εγωισμού είχε αποκτήσει τεραστία δυναμική και φαινόταν ακαταμάχητη στην πλειοψηφία των εκατοντάδων εκατομμυρίων καταναλωτών που συνιστούν τους λαούς στις χώρες της Ευρώπης και της Δύσεως εν γένει. Επί ένα σχετικώς σύντομο χρονικό διάστημα, η δυτική δημοκρατία και η οικονομία της «ελεύθερης αγοράς» φάνηκαν να προσφέρουν στο άτομο εντυπωσιακά επίπεδα προσωπικού πλούτου και ελευθερίας, προηγουμένως αφάνταστα.
Αλλά τώρα, που επεκτείνονται ο πληθωρισμός των τιμών και οι περιορισμοί οι υλοποιούμενοι για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, το φάσμα των «απλόχερων» καθεστωτικών επιλογών μειώνεται. Τώρα οι άρχουσες τάξεις καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε αντιδημοκρατικές μεθόδους κοινωνικού ελέγχου, πράγμα που σηματοδοτεί πως οι «καλές ημέρες» τους έφθασαν στο τέλος τους. Στις επόμενες δεκαετίες, η κρίσιμη ερώτηση θα αφορά στην κάλυψη των βασικών, υλικών αναγκών. Οι προτροπές για ανάπτυξη μιας «ανιδιοτελούς αφοσιώσεως στο έθνος», που μέχρι πρόσφατα έδειχναν πεπαλαιωμένες, «παλιομοδίτικες» και ανεδαφικές θα ακούγονται πιο πειστικές, καθώς καθίσταται πλέον σαφές ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση για να αντικαταστήσει επιτυχώς την αλληλεγγύη της ομάδας και την αυτοθυσία. Τα επιχειρήματα για τον Εθνικισμό θα γίνουν ελκυστικότερα, καθώς ο ατομικισμός και ο οικουμενισμός αποδεικνύουν πειστικότατα την αδιάψευστη πτώχευσή τους.
Μια δυναμική έννοια του έθνους.
Οι Εθνικιστές πρέπει να κατανοήσουν με απόλυτη σαφήνεια το πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο αντικείμενο της πρωταρχικής τους μερίμνης, δηλαδή την εθνική κοινότητα. Συνήθως, κάποιος ακούει ορισμούς για το τι συνιστά ένα έθνος βασιζομένους σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικώς ορατά ή διακριτά χαρακτηριστικά ή και σε ανυπόστατες αφαιρετικές γενικεύσεις. Στην Ελλάδα, ο ευρύτερον χρησιμοποιούμενος ορισμός, έχει την προέλευσή του στην αρχαϊκή ηροδότειο σκέψη. Δηλαδή ένα έθνος ορίζεται ως μια ένωση ανθρώπων συνδεδεμένων μεταξύ τους με μια συνάθροιση χαρακτηριστικών όπως η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, κοινή ιστορία, τα ήθη και έθιμα και η λαϊκή τέχνη.
Εάν σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι προσπαθούμε να κατανοήσουμε όχι ένα σταθερό αντικείμενο όπως επί παραδείγματι ένα χριστιανικό ναό τύπου τρίκλιτης βασιλικής, αλλά πολυεπίπεδα και πολυσύνθετα φυσικοϊστορικά φαινόμενα που εκδηλώνονται με εξαιρετικό δυναμισμό, δηλαδή λαούς και ανθρώπους, τότε θα ιδούμε πόσο λίγα μπορεί να μας πει για την εθνική κοινότητα μία τέτοια εξωτερική περιγραφή. Αν κάποιος αποπειραθεί να περιγράψει τον μεγάλο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, τον συνθέτη των αθάνατων οπερών, των συμφωνιών και των κοντσέρτων πιάνου, απλώς ως ένα λεπτόκορμο, μικροκαμωμένο Γερμανό μουσικό, γεννημένο τον 18ο αιώνα στο Ζάλτσμπουργκ, ευλόγως θα αντιταχθούμε σε μια τέτοια απόπειρα, ισχυριζόμενοι ευλόγως ότι μια τέτοια επιπολής, εξωτερική περιγραφή είναι εντελώς ασήμαντη, αφού πρωτίστως αγνοεί την αξιοθαύμαστη δημιουργική δύναμη του μεγάλου μουσουργού. Ομοίως, η συνήθεια να σκεπτόμεθα πως ένα έθνος παριστά μια στατική έννοια, μιάν εκλεκτική συλλογή χαρακτηριστικών, αγνοεί τις τεράστιες δυνατότητές του.
Το πρόβλημα αναδεικνύεται ήδη από την ιδία την έκφραση της ερωτήσεως : Αντί να ρωτάμε τι είναι το έθνος, πρέπει να σκεφτόμαστε τι κάνει ή ακόμα καλύτερα, τι θα μπορούσε να κάνει, ως οργανωμένη και κινητοποιημένη, συμπαγής ένωση δυναμικών ανθρώπων.
Έτσι, μια σφαλερά, μια λανθασμένη κατανόηση του έθνους μπορεί να αποκρύψει και να επιτρέψει διαδικασίες οι οποίες τελικώς μπορεί να είναι θανατηφόρες για τη ζωτικότητα της εθνικής κοινότητος. Συχνότατα χαρακτηριστικά παραδείγματα «κατανοήσεων» τέτοιου τύπου βρίσκονται διάσπαρτα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο στον χώρο της «πατριωτικής» και «συντηρητικής» αστικής δεξιάς. Εδώ θα ανφερθούμε εκλεκτικώς στον υπέργηρο σήμερα Βιτάουτας Λάντσμπεργκις (Vytautas Landsbergis), τον βετεράνο ηγέτη των Λιθουανών Συντηρητικών. Ο Λάντσμπεργκις, δεν είναι κάποια αμόρφωτη φιγούρα, όπως οι δελαπατρίδηδες της εγχώριας αστικής «ελληνικής» ψοφοδεξιάς. Δεν είναι ένας ρηχός, ανερμάτιστος και φωνακλάς, τυχοδιώκτης πολιτικάντης. Είναι σπουδαίος μουσικός και μουσικολόγος, Καθηγητής στην Εθνική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου και στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο του Βίλνιους, καθώς και ένας λίαν ενδιαφέρων πολυγραφότατος συγγραφέας, ο οποίος υπήρξε ηγέτης του τολμηρού κινήματος ανεξαρτησίας της ολιγάνθρωπης και μικρής πατρίδας του από την ΕΣΣΔ («Λιθουανικό Κίνημα Αναμόρφωσης» ή απλώς «Κίνημα» – «Σαγιούντις»), κατόπιν ευρωβουλευτής και πρόεδρος του λιθουανικού κοινοβουλίου (1996-2000). Ήταν ένας από τους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες που υπέγραψαν την «Διακήρυξη της Πράγας για την Ευρωπαϊκή Συνείδηση και τον Κομμουνισμό» η οποία ζητούσε μια πανευρωπαϊκή καταδίκη των εγκλημάτων του κομμουνισμού και την εκπαίδευση γύρω από αυτά.
Αυτός ο ικανότατος, τολμηρός, πολύπλευρος και ιδιαιτέρως μορφωμένος άνδρας εκμεταλλεύθηκε αριστοτεχνικά τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την λιθουανική μουσική, καθώς και την πολύπλευρη και επισταμένη κατατριβή του με τα λιθουανικά εθνικά σύμβολα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι είναι Εθνικιστής στην καρδιά και όχι ένας ακόμη ευκαιριακός δυτικόφιλος φιλελεύθερος αστός. Μετά την ανεξαρτησία της πατρίδας του, το 1993 οδήγησε το Σαγιούντις στον σχηματισμό της «Λιθουανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης για την Πατρίδα», που σάρωσε τις εθνικές εκλογές το 1996. Επιπλέον, η έκτοτε τροχιά του δεν στερείται και … «ακραίων» εκδηλώσεων : Το 2019 επέκρινε σφοδρά τον Δήμαρχο του Βίλνιους Ρεμίγκιγιους Σιμάσιους επειδή είχε αποφασίσει την αλλαγή ονομάτων οδών και την κατάργηση μνημείων προς τιμή των Λιθουανών Εθνικιστών του Μεσοπολέμου.
Επίσης σ΄ένα του ποίημα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απεκάλεσε την Παρθένο … «εβραιοπούλα» («ζυντέλκα»), προκαλώντας σφοδρά σχόλια για αντισημητισμό. [Εδώ σημειώνεται πως η μητέρα του, η σπουδαία οφθαλμίατρος Όνα Γιαμπλονσκύτε – Λαντσμπεργκίνε περιλαμβάνεται από το κράτος του Ισραήλ στους «Δικαίους των Εθνών» καθώς απέκρυψε και διέσωσε από τον διωγμό των ναζί έναν Εβραίο έφηβο].
Όμως στην πραγματικότητα, πλην του «θεαθήναι» του ανδρός και πέραν από αυτό, οι βαθειές πολιτικές ενέργειές του, εν τέλει έχουν σχηματοποιήσει τα περισσότερα δεδομένα που ενισχύουν εν τέλει τις εθνοαποδομητικές και διεθνιστικές τάσεις στη Λιθουανία. Οι ουσιώδεις αυτές ενέργειές του, πέρα από τον λαμπρό εντυπωσιασμό της προσωπικής του πορείας, μακροπρόθεσμα υπήρξαν σαφώς χειρότερες για το έθνος του από εκείνες οποιουδήποτε άλλου τοπικού πολιτικού αρχηγού με πρόδηλη διεθνιστική τοποθέτηση. Ήταν όντως ένας σπουδαίος άνδρας και ικανός οραματιστής. Όμως η διαρκής συναίνεσή του και η εν τέλει συμπόρευσή του με το φιλελεύθερο δυτικό πρότυπο, οδήγησε στην αναζωπύρωση της εκεί διεθνιστικής νόσου.
Στην Λιθουανία πολλοί διανοούμενοι τείνουν να εξισώνουν εμμονικά την έννοια του έθνους με τον εθνικό πολιτισμό και ειδικά με τη λιθουανική γλώσσα (πάσχοντες από μιαν αντίστοιχο υπερευαισθησία προς την σημασία της γλώσσας, όπως οι ημέτεροι της γενεάς του ’30, με τον αντιεθνικιστικό και άχρωμο «εθνισμό» τους, άλλο μην έχοντας «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»). Οι σύγχρονοι Λιθουανοί υπερηφανεύονται για τον συντηρητικό χαρακτήρα της γλώσσας τους, (η οποία στην πάροδο του χρόνου έχει αλλάξει λιγότερο μεταξύ όλων των άλλων ζωντανών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών). Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ηγέτες της Λιθουανίας στο Κίνημα – Sajudis ήσαν διανοούμενοι και εξέχουσες πολιτισμικές προσωπικότητες, εξηγεί μάλλον γιατί η ιδέα του έθνους στην βαλτική χώρα είναι τόσον εκτενώς και βαθέως διαποτισμένη με πολιτιστικό, γλωσσικό και λαογραφικό – λαϊκοτεχνικό περιεχόμενο. Ταυτοχρόνως, πάρα πολλοί συνηθισμένοι τυπικοί Λιθουανοί δυσκολεύονται ιδιαιτέρως να κατανοήσουν την ουσιώδη σχέση μεταξύ των ανεπαρκών εθνικών υλικών συνθηκών και της σταθεράς διαβρώσεως της εθνικής κυριαρχίας.
Αυτοί οι άνθρωποι επί πενήντα περίπου χρόνια αδίστακτης κατοχής και υποταγής στους Σοβιετικούς προετοιμάσθηκαν ψυχολογικά να συσχετίζουν αντανακλαστικώς την εθνική τους ανεξαρτησία με την πραγματική, παραδοσιακή λιθουανική εθνική σημαία (αντί της υβριδικής κομμουνιστικής ερυθράς σημαίας της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας»), με ανεξάρτητα, κυβερνητικά θεσμικά όργανα και με την αποκατάσταση της λιθουανικής γλώσσας ως επίσημης κρατικής γλώσσας. Τώρα, μετά την απαλλαγή τους από την σοβιετική τυραννία, πολλοί Λιθουανοί πιστεύουν επιμόνως ότι το κράτος τους είναι πλέον … ανεξάρτητο. Επομένως, επειδή στην Λιθουανία, που βεβαίως είναι «ανεξάρτητη», η μαζική ανεργία και η υφέρπουσα εξαθλίωση συνέπεσε με την επίτευξη της πολυπόθητης επίσημης κρατικής ανεξαρτησίας, πολλοί συνήθεις Λιθουανοί πολίτες θεωρούν ότι η κακή οικονομική απόδοση μάλλον είναι …. φυσική συνέπεια της ανεξαρτησίας ! Δεν καταλαβαίνουν όμως, ότι η ανεξαρτησία τους είναι απλώς ολότελα τυπική. Ακριβώς διότι η σχετική παντελής απουσία εντόπιου εθνικού ελέγχου στις οικονομικές πολιτικές της χώρας είναι πράγματι η μόνη υπεύθυνη για το φτωχό βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των Λιθουανών.
Τι είναι λοιπόν εν τέλει το έθνος ή η εθνική κοινότητα ή το γένος και ο λαός ; Πρόκειται για μιαν ένωση ανθρώπων που συνεργάζεται για την οικοδόμηση της συλλογικής τους δυνάμεως έναντι του εξωτερικού κόσμου.
Από την σκοπιά του ατόμου, η εθνική κοινότης είναι μια επέκταση και μεγέθυνση της δικής του ισχύος. Εξυπηρετώντας το έθνος του, το άτομο μοιράζεται την ζωτικότητά του με πολλά άλλα μέλη της εθνικής κοινότητος, μερικά από τα οποία θα συνεχίσουν να ζουν, ενισχυμένα από την δική του συμβολή, ακόμη και μετά τον φυσικό του θάνατο.
Η αντίληψή μας για το έθνος και για την εγγενή του φυσικοϊστορική ανάγκη να καθίσταται ισχυρότερο, δύναται να παρέχει στο άτομο την απαιτουμένη συμπαγή, συνολική ψυχοπνευματική κατεύθυνση και την αναγκαία πειθαρχία για την ενίσχυση της προσωπικής του ισχύος.
Α. Κωνσταντίνου