ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ«Η κρίση του συγχρόνου κόσμου»
Ο Ρενέ Ζαν Μαρί Ζοζέφ Γκενόν (René Jean Marie Joseph Guénon), γνωστός και ως Σεΐχης Αμπντούλ-Ουάχιντ Γιάχγια (το όνομα που χρησιμοποιούσε αφότου ασπάσθηκε το Ισλάμ), γεννήθηκε στο Μπλουά της Γαλλίας το 1886 και πέθανε στο Κάϊρο της Αιγύπτου το 1951.
Καθ΄ όλη την διάρκεια του εικοστού αιώνος ο Γκενόν υπήρξε το σταθερότερο κομβικό σημείο παραδοσιακού χαρακτήρα, ο κεντρικός κόμβος της Ολοκληρωτικής Παραδοσιοκρατίας ή «Αιώνιας Φιλοσοφίας», δηλαδή εκείνου του ρεύματος σκέψεως που υπήρξε ριζικά και ανειρήνευτα επικριτικό για την νεωτερικότητα. Σε αυτό το ρεύμα υπήρξαν ενεργά μέλη συγγραφείς όπως ο Μέγας Ιταλός Ιούλιος Έβολα, ο Κεϋλανέζος Αννάντα Κέντις Μούθου Κουμαρασβάμι (1877 − 1947), o Ελληνοβρετανός θιβετανιστής λόγιος Μάρκος-Αλέξανδρος Πάλης (1895 –1989), ο Ελβετογερμανός Φρίτγιοφ Σουόν ή Ίσα Νουρ αλ Ντιν (1907-1998) και ο Ελβετός Τίτους Μπόυρκχαρτ ή Ιμπραχήμ ιζ αλ Ντίν (1908-1984), (για να αναφέρουμε μερικούς από τους πολλούς). Το 1927 εξεδόθη στην Γαλλία ένα βιβλίο του Γκενόν, το οποίο εξακολουθεί να θεωρείται ως η αξιακή σύνθεση αυτής της πνευματικής κατευθύνσεως. Εδώ βεβαίως αναφερόμαι στην «Κρίση του συγχρόνου κόσμου» (που εξεδόθη στην ελληνική από τις εκδόσεις Δωδώνη, μόλις ….86 χρόνια μετά, το 2013 !)
Όλα τα βιβλία, έχουν το δικό τους συγκεκριμένο ξεχωριστό πεπρωμένο (και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι πραγματικοί βιβλιόφιλοι). Η «Κρίση», η οποία εξεδόθη στην Ιταλία με πρώτη έκδοσή της το 1937 (χάρη στο ενδιαφέρον και στην μετάφραση του Έβολα), περιλαμβάνει ως ξεχωριστό, δικό της ιδιόμορφο χαρακτηριστικό (που υπάρχει και στις ακόλουθες εκδόσεις), τις πλέον δραματικές στιγμές από την πρόσφατη ιστορία του Ευρωπαίου ανθρώπου, υπό πνευματικούς, υπαρξιακούς και πολιτικούς όρους.
Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη ιταλική έκδοση του βιβλίου, το 1937: Ο Έβολα εργάσθηκε πιεστικά και πειστικά για να το φέρει στις εκδόσεις «Hoepli», τον πλέον δραστήριο εκδότη πρώτης γραμμής στην ιταλική εκδοτική σκηνή, καθώς ήταν σθεναρά πεπεισμένος ότι οι κρίσεις και υποδείξεις του Γάλλου Παραδοσιοκράτη εσωτεριστή ήσαν απαραίτητες για να «διορθώσουν» τον φασισμό, μετατρέπουσες το δογματικό σύνολο του με μία παραδοσιακή κλείδα. Η δεύτερη έκδοση, (πάντα με την ακάματη εποπτεία και μέριμνα του μαγάλου Ρωμαίου στοχαστή), είδε το φως το 1953, στην πιο σοβαρή στιγμή της μεταπολεμικής κρίσης, κατά την διάρκεια της οποίας οι εθνικές δυνάμεις ήσαν καθημαγμενες μειονότητες και δεν μπορούσαν να διαβάσουν κριτικά την υπερεικοσαετή εμπειρία του προηγουμένου καθεστώτος. Η διατριβή του Γκενόν, υποστηριζομένη από τον πρόλογο του Έβολα, κατόρθωσε να δώσει ιδρυτικές βάσεις και ισχυρές κατευθυντήριες ενδείξεις σε μια γενεά που είχε μόλις εξέλθει από την κοσμογονική σύγκρουση του Β΄ Μεγάλου Πολέμου. Τέλος, το 1972, η νέα δημοσίευση του κειμένου του Γκενόν κατέδειξε σαφώς στους «έχοντες ώτα ακούειν» ότι, η εναλλακτική λύση για την «προοδευτική νεωτερικότητα» δεν μπορούσε να ανιχνευθεί στα κείμενα της Σχολής της Φρανκφούρτης ή στον Χέρμπερτ Μαρκούζε, όπως επίστευαν στην δεκαετία του εξήντα, αλλά έπρεπε να εντοπιστεί και να αντληθεί από την Παράδοση και τον ιδανικό κόσμο της.
Επομένως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις ημέρες μας, ενώ ακόμη δεν έχουν εξαλειφθεί τα τραύματα της προσφάτου οικονομικής κρίσεως ούτε η αντοχή της φιλελεύθερης πολιτικής, η Τέταρτη έκδοση αυτού του βιβλίου, σαράντα χρόνια μετά την Τρίτη, εμφανίσθηκε το 2015 στα ιταλικά βιβλιοπωλεία, δημοσιευμένη στην σειρά «Ορίζοντες του Πνεύματος» από τις εξαιρετικές Εκδόσεις «Μεσόγειος». Πρόκειται για μιαν ιδιαιτέρως κρίσιμη και λίαν ενημερωμένη έκδοση, που τυπώθηκε με την επιμέλεια του δοκιμιογράφου και δημοσιογράφου Τζιανφράνκο ντε Τούρις (Gianfranco de Turris), ο οποίος παρουσιάζει τους τρεις προλόγους του Έβολα στις προηγούμενες εκδόσεις, μιαν εκτενή παρουσίαση νέων επεξηγηματικών σημειώσεων, ενημερωμένες θεματικές βιβλιογραφίες μετά από κάθε κεφάλαιο και δύο προσαρτήματα: Στο πρώτο εμφανίζονται ένα γράμμα του Γκενόν στον Έβολα που γράφτηκε από το Κάϊρο στις 10 Ιουνίου 1937, καθώς και μια ανασκόπηση του βιβλίου, την οποία συνέγραψε ο σπουδαίος εσωτεριστής ποιητής, Βαρώνος του Λουκουνιάνο, Τζιρόλαμο Κόμι (Girolamo Comi, 1890-1968), στενός φίλος του Βαρώνου Έβολα. Το δεύτερο προσάρτημα παρουσιάζει κάποια κρίσιμα συναφή γραπτά. Στο πρώτο από αυτά ο ιστορικός και δημοσιογράφος, Αναπληρωτής Γραμματέας του «Ιδρύματος Ιούλιος Έβολα» Αντρέα Σκαραμπέλι (Andrea Scarabelli) διευκρινίζει οριστικά, με πληθώρα φιλολογικών λεπτομερειών και πειστικότητας των τόνων, της «πίστης» και της ορθότητας της εξελικτικής μετάφρασης του Έβολα. Επομένως, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί αβίαστα, (ενάντια στις κακόβουλες και δόλιες ερμηνείες), ότι ο φιλόσοφος δεν έχει τροποποιήσει καθόλου το κείμενο του μεγάλου Γαλλου εσωτεριστή του Μπλουά. Ο έγκριτος αραβιστής Αλμπέρτο Βεντούρα (Alberto Ventura, 1953-2022), του λίαν εγκύρου Πανεπιστημίου της Καλαβρίας, σε ένα τεκμηριωμένο δοκίμιό του, υπογραμμίζει πώς δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές που θα μπορούσαν να διαχωρίσουν τις ουσιώδεις θέσεις των δύο παραδοσιακών Διδασκάλων, καθώς (κυριολεκτικά) οι μαθητές του ενός ήθελαν να είναι και σχολαστικοί μελετητές του άλλου. Επίσης το εισαγωγικό συντακτικό σημείωμα του Τζιανφράνκο ντε Τούρις αποδίδει με ιδανική και λεπτολόγο, ιστορική και νοηματική ακρίβεια, το έργο του Γκενόν, επιτρέποντας έτσι στον «νεόφυτο» της Παραδοσιοκρατίας να εισέλθει στο ζωντανό κόσμο της προβληματικής της.
Η σημασία αυτού του τόμου, η αληθινή του κρισιμότητα, καλλιεργήθηκε τέλεια από έναν εκλεπτυσμένο φιλόλογο και συγγραφέα και εκδότη όπως ο Ρομπέρτο Καλάσο (Roberto Calasso, 1941-2021), ο οποίος αναφερόμενος στη σκέψη του Γάλλου στοχαστή ισχυρίστηκε ότι: «Ενώ οι επικριτές του πολιτισμού, ακόμη και οι πιο ριζοσπαστικοί … διετήρησαν πάντα πολυαρίθμους δεσμούς με το αντικείμενο ενάντια στο οποίο επετέθησαν, ο Γκενόν είναι ο μόνος που κατήργησε, εξ αρχής, όλους αυτούς τους δεσμούς και περιέγραψε τον Δυτικό κόσμο, όπως τον αξιολόγησε από μεμακρυσμένη απόσταση, ως Γη όπου τα ώριμα φρούτα πέφτουν στη ρίζα του δένδρου». Αυτό σημαίνει ότι ο Γκενόν, ενώ μοιράζεται κάποιες από τις «διαγνώσεις» των συγγραφέων οι οποίοι μεταξύ της δεκαετίας του 1920 και εκείνης του 1930, οδήγησαν στην «Λογοτεχνία της Κρίσεως», αυτός, εξετάζοντας εχθρικά την νεωτερικότητα από μιαν … αστρική αποσταση, πρότεινε άλλες «θεραπείες», σε σύγκριση με εκείνες που είχε διαπιστώσει ότι εκινούντο σχεδόν «ομόφωνα» μέσα στα πνευματικά όρια της σύγχρονης λογοκρατίας.
Η ουσία των μεταφυσικών απόψεων του Γκενόν ευρίσκεται στην καρδία της Παραδοσιακής σχολής: Η αρχέγονος και αιωνία Αλήθεια, η οποία εκδηλούται σε μια ποικιλία θρησκευτικών παραδόσεων και μεταφυσικών συστημάτων, εχάθη στον σύγχρονο κόσμο. Οι «μοντερνιστές» επιδιώκουν να μειώσουν όλες τις υψηλότερες αρχές και τα ανώτερα επίπεδα της πραγματικότητος, με τον σκόπιμο περιορισμόν και την αναγωγή τους στην αναγκαστικήν εκδήλωσή τους, στον κόσμο της πολλαπλότητος και της σχετικής –όχι απολύτου και αληθούς- υπάρξεως. Η σύγχρονη φιλοσοφία το επιτελεί μειώνουσα τα πάντα αντιστοίχως προς τον στενόν ατομικόν ορίζοντα του θέματος και υποβιβάζουσα την αντικειμενική πραγματικότητα στις εκτενείς συλλογιστικές κατασκευές του εκάστοτε διερευνούντος υποκειμένου.
Για τους Παραδοσιοκράτες, η κρίση προέρχεται από τα πάρα πολύ μακρινά χρόνια, σαφώς αρχαιότερα ακόμη και από το μελαγχολικό «φθινόπωρο» του Μεσαίωνος, επεκτεινόμενη σε όλο και ευρύτερους ομόκεντρους κύκλους στις αμέσως επόμενες εποχές: Στην Αναγέννηση, στην εποχή του Διαφωτισμού – των «Φώτων» που θα έχουν ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την Γαλλική Επανάσταση, στον φιλελευθερισμό, στον σοσιαλισμό και στην αστική δημοκραττία. Ο Γκενόν στις σελίδες του αποτυπώνει την γνώση του ότι η «τίγρη» της νεωτερικότητας θα επιταχύνει περαιτέρω την ανθρωποβόρο πορεία της, ριζοσπαστικοποιώντας τις εκφυλιστικές της διαδικασίες, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Και αυτό το πραγματοποιεί προβλέποντας με πράγματι προφητικούς όρους την πραγματικότητα στην οποία ζούμε σήμερα, την ρευστότητα στην οποία μας οδήγησε η επενέργεια της «Ασφάλειας» – Securitas των Διαφωτιστών, με επίκεντρο την αφηρημένη ορθολογικότητα.
Για το λόγον αυτόν, ήδη από το 1927, πρότεινε στους αναγνώστες του την ανάγκη ανασυγκροτήσεως μιας πνευματικής ελίτ της Δύσεως, που θα μετείχε πράγματι στις μεταφυσικές αξίες και επομένως θα ήταν ικανή να καθοδηγήσει τον «Ευρωπαίο Άνθρωπο», τον «Homo Europaeus», μακριά από την πλανερή νεωτερικότητα του συρμού. Ο Γκενόν κατά κύριο λόγο υπήρξε μια βαθέως στοχαστική προσωπικότητα : Δεν προσελκύσθηκε τυχαία από τον Σουφισμό και την ισλαμική κοσμοθεώρηση, μάλιστα ώστε να ζήσει στο τέλος της ζωής του ως προσήλυτος Μουσουλμάνος. (Το 1910 συνηντήθη με τον διάσημο Γαλλο-Σουηδό ζωγράφο και Σούφι Ιβάν – Γκούσταφ Ακουελί ή Αγκέλι (1869 –1917), ο οποίος την εποχήν εκείνη ησπάσθη το Ισλάμ και έλαβε το όνομα Σεΐχης Αμπντ-ελ –Χάντι.
Ο Γκενόν εμυήθη στον Σουφισμό το 1912 και έγινε Μουσουλμάνος, λαμβάνων το προαναφερθέν όνομα Σεΐχης Αμπντούλ-Ουάχιντ Γιάχγια). Βεβαίως αυτό τον οδήγησε να επανεξετάσει, με έναν ανιχνευτικό και επίμονο σκεπτικισμό, την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως ένα πιθανό όργανο παραδοσιακής ανορθώσεως. Σήμερα, πιθανότατα δεν θα υπεστήριζε πλέον αυτήν την άποψη, δεδομένης της νεωτεριστικής «μετάλλαξης» και της τραγελαφικής «πολιτικής ορθότητας» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο Έβολα, του οποίου η αναζήτηση, η φύση και η προσωπικότητα τον ανέδειξαν ως κορυφαίο διερμηνέα της ευρωπαϊκής Παραδόσεως, κυρίως δε της ελληνορωμαϊκής, αντιστοιχεί σε μιαν ένσαρκη και ενεργό «γκενονική» υπόμνηση, καθώς μετασχηματίζει και αντιστρέφει την «Κρίση» του Γάλλου σοφού σε μιαν «Εξέγερση» ενάντια στον σύγχρονο κόσμο ! Συνεπώς, μας εκάλεσε για μιαν ενεργή και πολιτική απάντηση ενάντια στην εγκόλπωση και αφομοίωση της νεωτερικότητας, φυσικά με μιαν ευγενή και υψηλόφρονα έννοια, καθώς αρμόζει σε έναν γνήσιο αριστοκράτη όπως ήταν ο Μαύρος Βαρώνος. Για τον λόγον αυτόν, η πνευματική ελίτ στην εβολιανή προοπτική της «αντικαθίσταται αφ’ εαυτής», μετατρεπομένη σε μια δραστική μαχητική πρωτοπορία, εξωθημένη στην δράση από τον ίδιο τον σκοπό της : Την καθιέρωση μιας Τάξεως, στην οποίαν η σκέψη συμφιλιώνεται και συγχωνεύεται με τη συνειδητή δράση! Παρά τις διαφορές αυτές, ακόμη και για εμάς που αισθανόμαστε πιο κοντά στον Έβολα, οι σελίδες του Ρενέ Γκενόν, εξακολουθούν και σήμερα να κρατούν την στιλπνή καθαρότητα του συμβόλου και της Αλήθειας.
Α. Κωνσταντίνου