Οι νέες ενεργειακές και κλιματικές πραγματικότητες ωθούν την Ευρώπη να επανεξετάσει την πυρηνική ενέργεια.

Η κλιματική αλλαγή, η μείωση του Ρωσικού φυσικού αερίου, οι υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενεργείας και οι ασφαλέστεροι πυρηνικοί αντιδραστήρες της επομένης γενεάς θα οδηγήσουν κλιμακωτά περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να επενδύσουν σε νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ωστόσον, οι εσωτερικές διαφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την πυρηνική ενέργεια καθώς και τα ποικίλα τεχνικά και οικονομικά εμπόδια προφανέστατα θα περιπλέξουν αυτές τις προσπάθειες και θα δημιουργήσουν νέες προκλήσεις για τις πυρηνικές εταιρείες. Η Ιταλία κατέστη έως στιγμής η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που προσέφερε πολιτική υποστήριξη για την πυρηνική ενέργεια. Στην 21η του παρελθόντος Σεπτεμβρίου ο υπουργός ενεργείας Τζιλμπέρτο Πικέτο Φρατίν εγκαινίασε την «Εθνική Πλατφόρμα για την βιώσιμη πυρηνική ενέργεια», με στόχο την ανάπτυξη κατευθυντηρίων γραμμών στους επόμενους εννέα μήνες για πιθανή επανεισαγωγή της πυρηνικής ενεργείας στο ενεργειακό μείγμα της Ιταλίας. Κατά την επίσημο έναρξη της πλατφόρμας ο υπουργός επεσήμανε ότι η Ιταλία πρέπει να εξασφαλίσει πηγές ηλεκτρικής ενεργείας οι οποίες, σε αντίθεση με τις ανανεώσιμες πηγές ενεργείας, μπορούν να παρέχουν σταθερή παροχή ενεργείας, όπως η πυρηνική ενέργεια, καθώς η χώρα καταργεί σταδιακώς τα ορυκτά καύσιμα. Εάν η Ιταλία κατασκευάσει πυρηνικούς αντιδραστήρες πιθανότατα θα εξετάσει μόνο μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες ή τους πιο προηγμένους αντιδραστήρες Gen IV (οι οποίοι είναι ασφαλέστεροι αλλά δεν αναμένεται να διατεθούν στο εμπόριο μέχρι την δεκαετία του 2040), αντί των σήμερα κατασκευαζομένων αντιδραστήρων Gen III +.

-Η Ιταλία κατήργησε σταδιακώς την πυρηνική ενέργεια του 1990 μετά από διεξαχθέν το 1987 δημοψήφισμα ύστερα από την πυρηνική καταστροφή στο Τσερνόμπιλ το 1986. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η Ιταλία προσπάθησε να αναζωογονήσει την βιομηχανία της πυρηνικής ενεργείας, αλλά αυτή η προσπάθεια οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας της πυρηνικής καταστροφής της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία το 2011, καθώς στο διεξαχθέν λίγο αργότερα νέο ιταλικό δημοψήφισμα περισσότεροι από το 90 % των Ιταλών εψήφισαν υπέρ της καταργήσεως των άρτι ψηφισθέντων νόμων από την κυβέρνηση για αναβίωση της πυρηνικής ενεργείας. 

-Το 2022 τόσον η Βρετανική όσον και η Γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσαν νέα σχέδια για την κατασκευή νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Η Γαλλία θα κατασκευάσει τουλάχιστον έξι νέους αντιδραστήρες με πιθανή προοπτική κατασκευής οκτώ επιπλέον αντιδραστήρων. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα κατασκευάσει έως οκτώ νέους αντιδραστήρες. Τον Ιούνιο του 2023 το Σουηδικό κοινοβούλιο επίσης ενέκρινε ένα νέο ενεργειακό σχέδιο για την κατασκευή δέκα νέων αντιδραστήρων. 

-Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους η Γαλλία ηγήθηκε της δημιουργίας μιας Πυρηνικής Συμμαχίας δεκαέξι χωρών, με την Ιταλία ως παρατηρητή και το Ηνωμένο Βασίλειο ως φιλοξενούμενη χώρα, με σκοπό την προώθηση της πυρηνικής ενεργείας στην Ευρώπη. Τα υπόλοιπα μέλη είναι το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Σλοβακία η Σλοβενία, η Σουηδία και η Φινλανδία. Η Κεντρική και η Ανατολική Ευρώπη καθίστανται επίσης δύο περιοχές ολοένα και σημαντικότερες για την ανάπτυξη αναδυόμενων πυρηνικών τεχνολογιών, όπως αποδεικνύεται από το σχέδιο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ γνωστό ως «Φοίνιξ». Αυτό στοχεύει στην αντικατάσταση των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα, με μικρούς αρθρωτούς πυρηνικούς αντιδραστήρες σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Τσεχία. 

-Από την άλλη πλευρά η Γερμανία έκλεισε το απομείναν πυρηνικό της εργοστάσιο τον Απρίλιο του 2023, δεδομένου ότι το Κόμμα των Πρασίνων είναι μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού. Ο καγκελάριος ΄Ολαφ Σολτς εδήλωσε στις 2 Σεπτεμβρίου ότι η πυρηνική ενέργεια ήταν για την Γερμανία ένα «νεκρό άλογο», παρά τις εκκλήσεις τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από μέλη της κυβερνήσεως συνασπισμού του να σταματήσει ο παροπλισμός των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας. 

-Η κλιματική αλλαγή, ο πόλεμος στην Ουκρανία οι ανησυχίες περί ενεργειακής ασφαλείας, οι νέες τεχνολογίες πυρηνικής ενεργείας, αλλά και οι υψηλές τιμές ενεργείας προφανώς και ευλόγως συμβάλλουν στο αυξημένο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για την πυρηνική ενέργεια. Πέρυσι, η έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία και η επακόλουθη απόφαση της ΕΕ να καταργήσει εξολοκλήρου το φυσικό αέριο ως το 2027 οδήγησε σε άνοδο των τιμών ηλεκτρικής ενεργείας, λόγω των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου εξαιτίας των περιορισμένων προμηθειών. Αυτή η άνοδος κόστους της ηλεκτρικής ενεργείας εξώθησε την ΕΕ να χαλαρώσει προσωρινώς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων βάσει ενός Προσωρινού Πλαισίου Κρίσεως το οποίο επέτρεπε στις χώρες να εφαρμόσουν επιδοτήσεις, μεταφορές μετρητών και άλλους μηχανισμούς οι οποίοι είχαν σχεδιαστεί για την καταπολέμηση του νέου περιβάλλοντος υψηλοτέρων τιμών ενεργείας.

Η επιδίωξη της Ηπείρου για σταδιακή κατάργηση του Ρωσικού φυσικού αερίου μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (σε συνδυασμό με την διαρκώς αυξανόμενη φιλοδοξία της ΕΕ να μειώσει τις καθαρές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 στο πλαίσιο της δέσμης «Fit for 55»), σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται υπό μείζονα πίεση για να διασφαλίσουν την ισορροπία μεταξύ πολιτικών που πλήττουν ταυτοχρόνως τους «Πράσινους Στόχους» αλλά παράγουν επαρκή ηλεκτρική ενέργεια από διαφορετικές πηγές μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας και με λογικό κόστος για την μελλοντική ηλεκτρική ενέργεια. Στις προκλήσεις αυτές προστίθεται το γεγονός ότι οι φιλόδοξοι στόχοι ηλεκτροκίνησης της Ευρώπης στον τομέα των μεταφορών (δηλαδή να κυκλοφορούν περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα στους δρόμους) και στον τομέα της θέρμανσης (δηλαδή να εγκατασταθούν περισσότερες αντλίες θερμότητος) αναμένεται συμφώνως προς τον διεθνή Οργανισμό Ενεργείας να συμβάλλουν το 2030 στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής ζήτησης ηλεκτρικής ενεργείας κατά είκοσι περίπου τοις εκατό περισσότερο από τα επίπεδα του 2021. 

Έτσι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες καθίστανται ελκυστικοί για δύο λόγους:

1. Μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης προσφέροντας σταθερή παροχή ηλεκτρικής ενεργείας, χαμηλών εκπομπών άνθρακα, που σε αντίθεση με τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα ή φυσικό αέριο δεν απαιτεί συνεχή παροχή καυσίμου. Και

2. Σε αντίθεση με τις ανανεώσιμες πηγές ενεργείας όπως ο άνεμος και ο ήλιος (που παράγουν ενέργεια κατά διαστήματα) οι πυρηνικοί αντιδραστήρες μπορούν να λειτουργούν ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, παρέχοντας στο ηλεκτρικό δίκτυο το λεγόμενο «βασικό φορτίο», φορτίο που βοηθά στη διατήρηση της ισορροπίας του δικτύου της ηλεκτρικής ενεργείας. 

Επιπλέον, κατά την τελευταία δεκαετία, οι εταιρείες πυρηνικής ενεργείας έχουν εισάγει αντιδραστήρες Gen III+ θεωρούμενους πολύ ασφαλέστερους από εκείνους των προηγουμένων γενεών (όπως οι αντιδραστήρες Gen II στην Φουκουσίμα και στο Τσερνόμπιλ). Για το μέλλον, οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες προσφέρουν επίσης πολύ περισσότερες υποσχέσεις για ασφάλεια, καθώς είναι σχεδιασμένοι κατά τρόπον ώστε να μην παρουσιάζουν πράγματι κίνδυνο πέρα από τις εγκαταστάσεις τους αλλά και να μην κινδυνεύουν να υποστούν πυρηνική κατάρρευση, στοιχεία που τους καθιστούν ακόμη ελκυστικότερους πολιτικά. 

-Στα επόμενα χρόνια πιθανότατα θα υπάρξει μεγαλύτερη πίεση στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στην ενεργειακή μετάβαση, στην επίτευξη της οποίας μπορεί να συμβάλλει η πυρηνική ενέργεια, καθώς εντείνεται η κλιματική αλλαγή αλλά και αυξάνονται τα στοιχεία ότι οι παγκόσμιες ενέργειες μειώσεως των εκπομπών είναι ανεπαρκείς για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας των Παρισίων του 2015. Στις 8 του παρελθόντος Σεπτεμβρίου δημοσιεύθηκε μία τεχνική έκθεση ενόψει της διασκέψεως του ΟΗΕ για το κλίμα (COP28) τον επικείμενο Νοέμβριο, διασκέψεως η οποία θα φιλοξενηθεί από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η έκθεση διεπίστωσε χασματική διαφορά μεταξύ των τρεχουσών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου των βιομηχανικών χωρών και της αναμενομένης μειώσεως των εκπομπών η οποία απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας των Παρισίων. 

-Πολυάριθμες Ευρωπαϊκές ομάδες ακτιβιστών για το περιβάλλον και το κλίμα αντιτίθενται τόσο στη χρήση της πυρηνικής ενεργείας όσο και των ορυκτών καυσίμων. Όμως καθώς η κλιματική κρίση θα επιδεινούται, ορισμένοι ακτιβιστές πιθανότατα θα καταστούν πιο πραγματιστές σχετικώς με την πυρηνική ενέργεια, θεωρούντες τις περιβαλλοντικές ανησυχίες για αυτήν ως το μικρότερο από δύο κακά σε σύγκριση με την κλιματική αλλαγή. Ήδη στις 29 του παρελθόντος Αυγούστου μια ομάδα ακτιβιστών που συμμετείχαν στην εκστρατεία της πασίγνωστης Γκρέτα Τούνμπερκ με σχολικές απεργίες για το κλίμα, ξεκίνησε τη νέα εκστρατεία «Dear Greenpeace» με σκοπό να πείσει την περιβόητο παγκόσμια περιβαλλοντική οργάνωση να εγκαταλείψει την «παλιομοδίτικη και αντιεπιστημονική αντίθεσή της στην πυρηνική ενέργεια», υποστηρίζοντας ότι η φανατική αντιπυρηνική στάση της οργανώσεως υποστήριξε τεχνικά την βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων. 

Όμως οι πυρηνικοί στόχοι των ευρωπαϊκών χωρών, (ειδικά οι πλέον φιλόδοξοι που τίθενται από χώρες όπως η Γαλλία και η Πολωνία), αντιμετωπίζουν σημαντικές απειλές από τεχνικά και οικονομικά εμπόδια. Πρόσφατα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά έργα πυρηνικής ενεργείας είχαν περιορισμένη μόνον επιτυχία. Οι πρώτοι στο είδος τους αντιδραστήρες Gen III+ που αναπτύχθηκαν από εταιρείες πυρηνικής ενεργείας, όπως η Westinghouse με έδρα τις ΗΠΑ και η Framatome της Γαλλίας, έχουν κυριολεκτικά «ταλαιπωρηθεί» από υπερβάσεις κόστους και μεγάλες καθυστερήσεις. Ο πυρηνικός αντιδραστήρας Olkiluoto 3 της Φινλανδίας (ο πρώτος αντιδραστήρας Gen III+ EPR / Evolutionary Power Reactor, που κατασκευάστηκε από την κοινοπραξία της Framatome, της γερμανικής Siemens και του κρατικού γίγαντα ηλεκτρικής ενεργείας της Γαλλίας) άρχισε τελικά να λειτουργεί κανονικά τον Απρίλιο του 2023, 18 χρόνια μετά την αρχική έναρξη της κατασκευής του το 2005 και τέσσερα χρόνια μετά την προγραμματισμένη ολοκλήρωση της κατασκευής το 2019. Το κόστος του αντιδραστήρα εκτινάχθηκε από 3 δισεκατομμύρια ευρώ αρχικά σε περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο δεύτερος αντιδραστήρας EPR που κατασκευάζεται στη Γαλλία υπέστη επίσης μια δεκαετία καθυστέρηση στην έναρξη της λειτουργίας του. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Westinghouse αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα με τους αντιδραστήρες AP1000, με τον πρώτο της αντιδραστήρα σε εργοστάσιο παραγωγής ενεργείας στην Πολιτεία της Γεωργίας να τίθεται σε λειτουργία τον Ιούλιο του 2023, μετά από μεγάλες καθυστερήσεις και πολλές υπερβάσεις κόστους. 

Προφανώς τέτοια γεγονότα είναι σημαντικά για την Ευρώπη, καθώς ο AP1000 και ο EPR πιθανότατα θα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των σχεδίων που επιλέχθηκαν για νέους αντιδραστήρες στην ήπειρο. Η Électricité de France / EDF, η Framatome, η Siemens και η Westinghouse πιθανότατα θα είναι σε θέση να μειώσουν ορισμένες από τις καθυστερήσεις και τις υπερβάσεις κόστους, τώρα πλέον που έχουν κατασκευαστεί οι πρώτοι στο είδος τους αντιδραστήρες — ειδικά εάν μπορούν να εισαγάγουν οικονομίες κλίμακας για το σχεδιασμό και την κατασκευή πολλαπλών αντιδραστήρων στον ίδιο τόπο ή στην ίδια χώρα. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους στη Δύση θα προχωρήσουν χωρίς βελτιώσεις στα διαρθρωτικά ζητήματα που επίσης συμβάλλουν στην υψηλή τιμή και στα μακρά χρονοδιαγράμματα αυτών των έργων (συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης ειδικών στην πυρηνική ενέργεια, του υψηλού κόστους εργασίας και των αυστηρών κανονιστικών προτύπων και προτύπων ασφάλειας ).

– Σε σύγκριση με τις δυτικές χώρες, η Κίνα και η Νότια Κορέα μπόρεσαν να κατασκευάσουν ταχύτερα και φθηνότερα προηγμένους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Ωστόσο, παρόλο που και οι δύο ασιατικές χώρες προσβλέπουν στην ευρωπαϊκή πυρηνική αγορά, η εμπλοκή της Κίνας έχει γίνει πολιτικά αμφιλεγόμενη σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (όπου τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση απώθησε την Κίνα από πολλά έργα πυρηνικής ενεργείας), ενώ η Νότια Κορέα δεν έχει αποδείξει ακόμη ότι μπορεί να εξάγει πυρηνική τεχνολογία στην Ευρώπη και να πληροί τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα περιβάλλοντος και ασφάλειας χωρίς αύξηση του κόστους και των χρονοδιαγραμμάτων.

– Οι κίνδυνοι υπέρβασης του κόστους και των καθυστερήσεων είναι ακόμη υψηλότεροι στην Ιταλία και στην Πολωνία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καμία από τις δύο χώρες δεν διαθέτει πιστοποιημένο εργατικό δυναμικό με ιστορικό εργασίας στη βιομηχανία πυρηνικής ενεργείας, ούτε αποδεδειγμένο ιστορικό εφαρμογών μέσω των αντίστοιχων θεσμικών ρυθμιστικών μηχανισμών της, ώστε να προβαίνει στις δέουσες εγκρίσεις γρήγορα.

– Στην Ιταλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που προσπαθούν να αντιστρέψουν μια μακροχρόνια «αντιπυρηνική» στάση, η τελική αναβίωση ενός πυρηνικού προγράμματος θα αντιμετωπίσει ακόμη περισσότερους περιορισμούς και πιθανότατα θα χρειαστούν 10-15 χρόνια για να υλοποιηθεί. Το να πειστεί η κοινή γνώμη της χώρας να αλλάξει μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία στην πυρηνική ενέργεια, καθώς και η εύρεση χώρων για την κατασκευή νέων αντιδραστήρων και την αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων εν μέσω της παραδοσιακής αντίστασης των τοπικών κοινοτήτων σε τέτοιες υποδομές, θα αποδειχθεί μια μακρά και προκλητική διαδικασία.

Η συνεχής ώθηση για πυρηνική ενέργεια από ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ θα συνεχίσει να δημιουργεί διαφωνίες εντός του ευρωπαϊκού συγκροτήματος, γεγονός που θα αποτελέσει οικονομικό και ρυθμιστικό κίνδυνο για τις χώρες και τις εταιρείες που επιδιώκουν ευκαιρίες πυρηνικής ενεργείας στην Ευρώπη. Η Γερμανία – μαζί με τα άλλα μέλη της ΕΕ, την Αυστρία, τη Δανία, το Λουξεμβούργο και την Πορτογαλία, που αντιτίθενται εδώ και καιρό στην πυρηνική ενέργεια – φαίνεται απίθανο να ανατρέψουν τις αντιπυρηνικές θέσεις τους. Το 2021 και το 2022, αυτές οι πέντε χώρες της ΕΕ πίεσαν να εξαιρεθεί η πυρηνική ενέργεια από τον Κανονισμό Ταξινόμησης της ΕΕ για την «πράσινη χρηματοδότηση». Αλλά ενώ η πυρηνική ενέργεια συμπεριλήφθηκε τελικά στην ταξινόμηση, οι πολιτικές διαμάχες για την αμφιλεγόμενη πηγή ενεργείας εντός του του ευρωπαϊκού συγκροτήματος συνεχίστηκαν. Επί του παρόντος, τα κράτη μέλη της ΕΕ διαφωνούν για το αν θα πρέπει να επιτρέπεται στις κυβερνήσεις να προσφέρουν κρατικά συμβόλαια ηλεκτρικής ενεργείας, σταθερής τιμής σε υπάρχοντες σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και στη συνέχεια να λαμβάνουν τα έσοδα για να επιδοτούν τις βιομηχανίες. 

Η Γαλλία, καθώς και η Βουλγαρία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, θέλουν να μπορούν να δαπανήσουν αυτές τις επιδοτήσεις σε υπάρχουσες πυρηνικές εγκαταστάσεις. Αντίθετα, η Γερμανία και άλλα «αντιπυρηνικά» κράτη ανησυχούν ότι τέτοιες επιδοτήσεις θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ανταγωνιστικότητα της δικής τους αγοράς ηλεκτρικής ενεργείας έναντι των χωρών με πυρηνικούς σταθμούς. Οι διαπραγματευτές της ΕΕ ελπίζουν να καταλήξουν σε συμβιβασμό ως μέρος μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης στην αγορά ηλεκτρικής ενεργείας του συγκροτήματος έως ότου οι υπουργοί ενεργείας της ΕΕ ολοκληρώσουν την επόμενη συνάντησή τους στις 17 Οκτωβρίου. 

Ωστόσο, η διαμάχη σχετικά με το ζήτημα των επιδοτήσεων καταδεικνύει ότι η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα συνεχιστεί, καθώς η ΕΕ εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις στην ενεργειακή πολιτική στα επόμενα χρόνια, με κάθε σημαντική αλλαγή πιθανότατα να ανοίγει εκ νέου τις διαφωνίες σχετικά με τον ρόλο της πυρηνικής ενεργείας. Για τις εταιρείες, αυτό δημιουργεί έναν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και εισάγει έναν πολιτικό και ρυθμιστικό κίνδυνο σχετικά με τις πολιτικές των φιλοπυρηνικών κρατών μελών της ΕΕ, που σχεδιάζουν να υποστηρίξουν επενδύσεις που σχετίζονται με την πυρηνική ενέργεια ή να προβούν σε παρατάσεις της διάρκειας ζωής υπαρχουσών εγκαταστάσεων. Επίσης, οι τεχνικές, οικονομικές και θεσμικές προκλήσεις που ταλαιπώρησαν πρόσφατα την κατασκευή νέων αντιδραστήρων στην Ευρώπη μεγεθύνουν ορισμένες από τις πολιτικές διαφωνίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την πυρηνική ενέργεια, επειδή κινδυνεύουν όχι μόνο να προσθέσουν περισσότερες καθυστερήσεις, αλλά και να μειώσουν την κρατική υποστήριξη και το ενδιαφέρον των επενδυτών για τέτοια έργα (ειδικά εάν οι επενδυτές δεν είναι σε θέση να χαρακτηρίσουν τις πυρηνικές τους επενδύσεις ως βιώσιμες με βεβαιότητα). Όμως, η κρατική υποστήριξη και το επενδυτικό ενδιαφέρον είναι απαραίτητα ώστε να είναι οικονομικά εφικτή η κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων.

Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts