«ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ» ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ (1)

«…δεν μπορεί κανείς να μιλήσει καν για το υπερβατικό που είναι μόνον υπερβατικό, γιατί ήδη ο λόγος το καθιστά έμφυτο σε ένα είδος ιδιότυπης σχέσης. […] δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για το ενυπάρχον που είναι μόνο ενυπάρχον, γιατί μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για αυτό το οποίο κατά κάποιον τρόπο, σύμφωνα με μια συγκεκριμένη σχέση, ξεπερνά τα όρια του ομιλητή, απομονώνεται από αυτόν και του αντιτίθεται, γίνεται δηλαδή υπερβατικό» Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκι «Η έννοια του ιδεαλισμού»

Μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1922, ξεκίνησε η εκστρατεία της σοβιετικής κυβέρνησης για την απέλαση των μην αρεστών στην επαναστατική κομμουνιστική εξουσία Ρώσων διανοουμένων. Η εκστρατεία αυτή, πολύ αργότερα, στην επιφυλλιδογραφία της ρωσικής διασποράς μέχρι τη δεκαετία του 1980, αλλά και μετά το 1991 έλαβε την ονομασία «Το ατμόπλοιο των φιλόσοφων». Πρόκειται για μιαν ελάχιστα γνωστή και μελετημένη σελίδα της ρωσικής πολιτικής και πνευματικής ζωής, μια σελίδα που πολλοί επιθυμούν να ξεχαστεί, αλλά τα ιστορικά της αποτυπώματα υπήρξαν ουσιωδέστατα.

Ένα γερμανικό εμπορικό πλοίο (Oberbürgermeister Haken) το οποίο, σε ένα δοκίμιο του το 2002 1, ο Μιχαήλ Γκλαβάτσκι ονομάτισε οριστικά ως το «Πλοίο των Φιλοσόφων», απέπλευσε από την Αγία Πετρούπολη, (καλούμενη Πετρούπολη εκείνη την εποχή), προς έναν άγνωστο προορισμό στη Βαλτική. Μετέφερε ιστορικούς, συγγραφείς, φιλοσόφους και άλλους διανοούμενους της εποχής, κατηγορούμενους ότι είχαν σκέψεις και συναισθήματα αντίθετα με τον σοβιετικό κομμουνισμό και τη μαρξιστική ιδεολογία. Μεταξύ αυτών των εξόριστων περιλαμβάνονταν οι φιλόσοφοι Νικολάι Ονουφρίγιεβιτς Λόσκι (1870-1965) και Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάγιεφ (1874 – 1948) που θα γίνονταν φιλόσοφοι αναφοράς ενός ικανού μέρους της μετασοβιετικής ρωσικής διανόησης.

Ο Νικολάι Ονουφρίγιεβιτς Λόσκι (1870 –1965) ήταν φιλόσοφος, εκπρόσωπος του ρωσικού ιδεαλισμού, της διαισθητικής επιστημολογίας, της προσωποκρατίας, του ελευθεριαρχισμού, του φιλελευθερισμού,και στοχαστής της αξιολογίας και της ηθικολογίας.Ο Λόσκι ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία υπό την εποπτεία των Βίλχελμ Βίντελμπαντ, Βίλχελμ Βουντ και Γκέοργκ Ελίας Μίλλερ λαμβάνοντας τον μεταπτυχιακό του τίτλο το 1903 και τον διδακτορικό το 1907. Επιστρέφοντας στη Ρωσία έγινε αρχικά λέκτορας και στη συνέχεια καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης. Ο Λόσκι τόνιζε επιτακτικά την ανάγκη μιας θρησκευτικής και πνευματικής αναγέννησης στη Ρωσία ενώ ταυτόχρονα στηλίτευε τις μετεπαναστατικές υπερβολές. Την περίοδο αυτή επέζησε ενός παραλίγο μοιραίου ατυχήματος με έναν ανελκυστήρα, κάτι που τον έκανε να επιστρέψει στο μονοπάτι της Ρωσικής ορθόδοξης εκλησσίας υπό την καθοδήγηση του πατέρα Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκυ. Οι κριτικές που επέσυρε αυτή η ενέργειά του, του κόστισαν την έδρα του και οδήγησαν στην εξορία του από τη Σοβιετική Ένωση ως «αντεπαναστάτη» με το περίφημο «Πλοίο των Φιλοσόφων» το 1922.

Ο χριστιανικός ιδεαλισμός του Λόσκι κατ΄ουσίαν εδράζεται στον Ωριγένη. Σε αυτόν η σχέση μεταξύ της μυστικιστικής – θρησκευτικής κατανοήσεως του Θεού και της φιλοσοφικής κατανοήσεώς του υπήρξαν διάφορα και αλληλοδιάδοχα στάδια πνευματικής αναπτύξεως στην ιστορία της Ελληνο-Ρωμαϊκής Ανατολής. Στην ελληνική χριστιανική φιλοσοφία ο νους ως όργανον ορθολογικής και διαισθητικής κατανοήσεως, κατέχει τον κεντρικό ρόλο της κατανοήσεως μόνον όταν τοποθετείται ή συμβιβάζεται με την καρδία και την ψυχή του ατόμου.

Ο Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκι (1882–1937) ήταν ένας μεγαλοφυής και πολυτάλαντος ορθόδοξος θεολόγος, ιερέας, φιλόσοφος, φυσικομαθηματικός, ηλεκτρολόγος μηχανικός, εφευρέτης και από το 1982 αναγνωρισμένος νεομάρτυρας και ομολογητής της πίστεως. Εκτελέσθηκε στο Πεδίο Πυροβολικού Ρζέφσκι, περί τα 20 χιλιόμετρα βόρεια της Αγίας Πετρουπόλεως, και τάφηκε σε μυστικό τάφο στο Κοϊρανγκακάνγκας, μαζί με τριάντα χιλιάδες άλλους κρατουμένους που εκτελέσθηκαν από το NKVD την ίδια χρονική περίοδο.

Ο διάσημος Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάγιεφ (1874-1948) υπήρξε πολυγραφότατος θρησκειοφιλόσοφος, θεολόγος, φιλόσοφος και χριστιανός υπαρξιστής. Η θεματογραφία του είναι τεράστια : Φιλοσοφική ανθρωπολογία, ηθική, κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, φιλοσοφία της ιστορίας και φιλοσοφία της θρησκείας.

Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, εμφανίστηκε στη ρωσική επικράτεια μια σειρά από διανοούμενους μεγάλου πνευματικού βάθους, με μια ουσιαστικά παραδοσιακή θεώρηση του κόσμου. Αυτοί με την έλευση του μπολσεβικισμού περιθωριοποιήθηκαν και οι ιδέες τους, στην πατρίδα τους, επαναξιολογήθηκαν περισσότερο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι προαναφερθέντες Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκι, Νικολάι Ονουφρίγιεβιτς Λόσκι και Νικολάι Αλεξάντροβιτς Μπερντιάγιεφ μαζί με τον κομβικό Βλαντιμήρ Σεργκέγιεβιτς Σολοβιόφ

Ο Βλαντιμήρ Σεργκέγιεβιτς Σολοβιόφ (1853–1900) ήταν φιλόσοφος, θεολόγος, ποιητής, φυλλαδιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ρωσικής φιλοσοφίας και ποίησης στα τέλη του 19ου αιώνα και στην πνευματική αναγέννηση του αρχές του 20ου αιώνα.

Η ιδεαλιστική ρωσική φιλοσοφία εν πολλοίς εκφράζεται μεταφυσικώς με την παραδοχήν ότι η ουσία ενός αντικειμένου ημπορεί να είναι παρομοία με το «Νοούμενον» (αντιθέτως προς την εμφάνισή του, δηλαδή το «Φαινόμενον»), αλλά ημπορεί να έχει τυχαία χαρακτηριστικά ως προς το είναι της που είναι «ήδη συμβεβηκός». Αυτή είναι και η βάση των επιχειρημάτων του σπουδαίου Βλαντιμήρ Σεργκέγιεβιτς Σολοβιόφ κατά του θετικισμού, βάση που αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο της ρωσικής φιλοσοφίας όπως εμπεριέχεται στο έργο του Σολοβιόφ «Κατά των θετικιστών».

Ωστόσο, μακριά από το σοβιετικό ρωσικό έδαφος και πέρα από τις άλλες μετέπειτα κομμουνιστικές χώρες, υπήρξαν εκείνοι που προσπάθησαν με συνέπεια να τονίσουν τη σπουδαία σημασία αυτών των Ρώσων φιλοσόφων και άλλων συγγραφέων όπως ο Λέων – Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ και ο περιβόητος Αλεξάντρ Ισάγιεβιτς Σολζενίτσιν. Δηλαδή βαθύνοες συγγραφείς που θα μπορούσαν επίσης να υποστηρίξουν πνευματικά τον πληθυσμό της Δύσης, πράγματι βουτηγμένο στον καταναλωτισμό, τον σχετικισμό και τον υλισμό. 

Η ρωσική λογοτεχνία και η φιλοσοφία είναι βαθύτατα επηρεασμένες από τον χριστιανικό εσωτερισμό και μυστικισμό, όπως καταφαίνεται στα έργα των Τολστόϊ και Ντοστογιέφσκι. Οι πρωταγωνιστές Άγιοι των διηγημάτων των δύο αυτών τιτάνων της ρωσικής λογοτεχνίας [μοναχός Πλάτων Καρτάγεφ στο «Πόλεμος και Ειρήνη» και άγιος – στάρετς Ζωσιμάς στο «Αδελφοί Καραμαζώφ»] «πάσχουν βαθέως» από την ασίγαστο φλογερά αναζήτηση της Αληθείας της Ζωής, που είναι η αλήθεια του Θεού. Κατά την έκπτυξη αυτής της αναζητήσεως υποφέρουν τα πάνδεινα, αλλά τελικώς ευρίσκουν την Αγάπη και το Φως.

Η σημασία που είχε το πλατωνικό, νεοπλατωνικό και εγελιανό όραμα για εκείνους τους Ρώσους φιλοσόφους του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα υπογραμμίζει σιωπηρά τον ιδεαλισμό τους και συνεπώς το παραδοσιακό και μεταφυσικό τους όραμα.

Τα χρόνια τα οποία ηκολούθησαν την πτώση του αθέου σοβιετικού καθεστώτος, επέφεραν στην αναγεννηθείσα Ρωσία μια πνευματική σύγχυση και έναν πολυσυνθετο κοσμοθεωρητικό αναβρασμό, κυρίως στον πνευματικό χώρο, όπου βεβαίως επρωτοστάτησεν η πηγαία αναγέννηση του αυθεντικού ρωσικού ορθοδόξου μυστικισμού

Επιπλέον υπάρχει ένα πελώριον απάνθισμα αυθεντικών θρησκευτικών φιλοσόφων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνος, όπως είναι ο Βλαντίμηρ Σεργκέγεβιτς Σολoβιόφ, ο Νικολάϊ Αλεξάντροβιτς Μπερντιάγιεφ και ο Πάβελ Αλεξάντροβιτς Φλορένσκι, οι οποίοι συνεδύασαν την παραδοσιακή ορθόδοξo ηθική με τις δυτικές ιδεαλιστικές ανθρωπιστικές ιδέες και ανέπτυξαν την καλουμένη «μεταφυσική της Αγάπης». Αυτοί εμελέτησαν βαθέως το έργον του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, του Θωμά Ακινάτη, του Καντ και του Χέγκελ μέσω του πρίσματος της Ορθοδοξίας. Τέλος, σπουδαίοι ποιητές όπως οι Ντμίτρι Σεργκέγεβιτς Μερεζκόβσκι, Αντρέϊ Μπέλιι (Μπόρις Νικολάγεβιτς Μπουγκάεφ) , Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ και Μαξιμίλιαν Αλεξάντροβιτς Κιριλένκο – Βολόσιν, κατέλειπαν εξαίρετα θεόπνευστα ποιήματα, όπου σε κάθε στίχο ακτινοβολεί η χάρη του Θεού.

Στον άνθρωπο ενυπάρχει μια διπλή φύση, φυσική και μεταφυσική, μια φύση ιδιάζουσα που ανέκαθεν έφερνε δύο διαφορετικά οράματα για τον κόσμο, ορθολογικά καθορισμένα και προσδιορίσιμα, ίσως, ξεκινώντας μόνο από την αρχαία σοφιστική επιτήδευση και από τον πλατωνικό ιδεαλισμό. Ιδεαλισμό τον οποίον ο Αριστοτέλης επιχείρησε να «συγκεκρινοποιήσει», να τον «προσγειώσει» και να τον καταστήσει εύληπτο. Η έννοια της έμφυτης, της ενυπάρχουσας υπέρβασης, ως λογικά εκφρασμένης και μεταδόσιμης ιδέας, πιθανώς ξεκινά από τον Αριστοτέλη. Η επίγεια, πραγματιστική ανθρώπινη ιστορία ήταν ανέκαθεν μια εναλλαγή διαφόρων προσεγγίσεων της πραγματικότητας, «φυσικών», μεταφυσικών ή μεταφυσικο-φυσικών (ενυπάρχουσα υπέρβαση), ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο. Οι πολιτιστικές «παραδόσεις» είναι «φυσικές», αντίθετα οι αρχές της Παράδοσης είναι μεταφυσικές ή μεταφυσικο-φυσικές όταν εφαρμόζονται.

Στον θρησκευτικό τομέα, το γεγονός ότι η Ορθοδοξία ακολουθεί τις αρχαίες παραδόσεις και δεν έχει υποκύψει στη νεωτερικότητα είναι ξεκάθαρο σε όποιον συμμετάσχει σε μια βυζαντινή λειτουργία και την αντιπαραβάλλει με την εκσυγχρονισμένη αντίστοιχη λατινική λειτουργία : Η πνευματική ένταση είναι ψυχολογικά «ψηλαφίσιμη», αισθητή. Σημειώνεται πως η βυζαντινή λειτουργία παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη από την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, που έζησαν τον 4ο -5ο αιώνα. Οποιαδήποτε σύγκριση με την επελθούσα φθορά της καθολικής λειτουργίας, ιδίως μετά τον μοντερνισμό που υιοθετήθηκε στη Β’ Σύνοδο του Βατικανού,φαίνεται, αντικειμενικά, τουλάχιστον αμήχανη αν όχι ευτελιστική.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, παρά το τολμηρό άνοιγμα του Μεγάλου Πέτρου στην Ευρώπη και τη συνακόλουθη υποστήριξη της σκέψης του Διαφωτισμού από την Αικατερίνη Β’ την «Μεγάλη», (η οποία …. αγόρασε και τη βιβλιοθήκη του Ντιντερό !), δεν ρίζωσε ποτέ οριστικά στη Ρωσία. Αρκεί να πούμε ότι η ίδια η Αικατερίνη Β΄, που ευνοούσε τη σκέψη του Διαφωτισμού, στη συνέχεια συνέλαβε τον σπουδαίο συγγραφέα Νικολάι Ιβάνοβιτς Νόβικοφ, (ίσως τον μεγαλύτερο εκφραστή του ρωσικού Διαφωτισμού της εποχής), ως ένοχο διότι είχε ενταχθεί στον Τεκτονισμό. Αυτό ήταν ένα κλασικό παράδειγμα της αμφίθυμης σχέσης που είχε πάντα η Ρωσία με την Ευρώπη, όπως και με τη σκέψη του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. 

Στο ρωσικό όραμα, υπήρχαν πάντα αντίθετες περίοδοι, στις οποίες κυριαρχούσε το φιλοευρωπαϊκό, το σφοδρά πατριωτικό ή το ευρασιατικό όραμα. Λογική συνέπεια της γεωγραφικής θέσης αυτής της απέραντης γης μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο που παραμένει κυρίαρχο πέρα από τις προσωπικές προτιμήσεις για τη μία ή την άλλη γεωπολιτική λύση, προτιμήσεις που εναλλάσσονται με την πάροδο του χρόνου, ιδίως βάσει οικονομικών συμφερόντων. Σε τέτοιο βαθμό που, εάν η Ευρώπη καταστεί ένας αδύναμος «τέταρτος κόσμος» και η Ασία γίνει ολοένα και πλουσιότερη, δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε από την πιθανή γέννηση μιας καθαρά ασιατικής προοπτικής στη ρωσική σκέψη.

Επεξεργαζόμενοι την ιδεαλιστική ώθηση φιλοσόφων όπως ο Σολοβιόφ, ο Μπερντιάγιεφ και ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς Ιλύν και ενισχύοντας συστηματικά τη συνεργασία μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της κυβέρνησης, ο Πούτιν και οι συνεργάτες του πέτυχαν τον στρατηγικό προπαγανδιστικό στόχο τους : Να δημιουργήσουν μια αύρα ηθικής γύρω από τα λόγια και τις πράξεις τους. Αύρα που υποστηρίχθηκε περαιτέρω από το αίσθημα σεβασμού της ανεξαρτησίας των κυρίαρχων κρατών και του διεθνούς δικαίου, που επέδειξαν συστηματικά μέχρι την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μέχρι τότε η ρωσική διεθνής συμπεριφορά ερχόταν σε σαφή αντίθεση με την αντίθετη αμερικανική στάση του ανενδοίαστου παρεμβατισμού. Βεβαίως είναι αισθητό, παρά το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν ευθυγραμμίζονται απόλυτα με την πολύπλευρη πραγματικότητα των γεγονότων, ότι πριν το ουκρανικό ζήτημα ικανός αριθμός χωρών στον κόσμο, τόσο πληθυσμοί όσο και κυβερνήσεις, επέδειξαν συμπάθεια για τη ρωσική στάση που επιδείχθηκε τα τελευταία χρόνια στη διεθνή σκηνή. Όλα αυτά συνέβησαν ενώ στην ίδια τη Ρωσική Ομοσπονδία ένα μεγάλο μέρος της επίσημης κουλτούρας, που έχει επίσης εκσυγχρονιστεί, δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη σημασία αυτής της ιδιόμορφης ιδεαλιστικής ορμής.

Ο ιδεαλισμός, σε αντίθεση με τον θετικισμό, μειώθηκε όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη των σύγχρονων και κοσμικών κρατών του 19ου αιώνα, κρατών διαφωτιστικού χαρακτήρα και αρχών. Ο διαχωρισμός μεταξύ ηθικής και πολιτικής, μεταξύ μεταφυσικής και «φυσικής» της διακυβέρνησης, καθώς και μια υφιστάμενη σχετική σύγχυση μεταξύ της μορφής του κράτους και της μορφής διακυβέρνησης, έχουν οδηγήσει στη σταδιακή αποσύνδεση της δυτικής σκέψης από το πλουραλιστικό και ζωγόνο φως των Ιδεών. Στη ρωσική επικράτεια, αυτό συνέβη με λιγότερο εμφανή τρόπο, επίσης χάρη στο γεγονός ότι η Τσαρική Αυτοκρατορία παρέμεινε ακμαία και ζωντανή μέχρι το 1917 : Πέρα από μεμονωμένες συγκεκριμένες και τυχαίες περιπτώσεις, οι βασιλικές οικογένειες, για προφανείς λόγους συμφέροντος, είχαν πάντα μια στάση αντιδιαφωτιστική και παραδοσιακή.

Υπάρχει επίσης ένας επιπλέον λόγος, ακόμη παλαιότερος και βαθύτερα ριζωμένος, που συνέβαλε στη συνεχή μετάδοση, ακόμη και στην κομμουνιστική περίοδο, των παραδοσιακών υπόγειων φλεβών σε ορισμένους κύκλους Ρώσων διανοουμένων. Μάλιστα, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμάται η συνέχεια της ελληνικής φιλοσοφίας, μέσα από την πλωτίνια σύνθεσή της, στη βυζαντινή σκέψη. Αυτή η συνεχής μετάδοση μιας «πνευματικής» φιλοσοφικής σκέψης, με μεταφυσικές ρίζες, ουσιαστικά δεν έπαψε ποτέ μέσα στο ορθόδοξο ρωσικό πλαίσιο.

Στη Δύση υπήρξαν μεταπολεμικά πνευματικοί άνθρωποι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, κάνοντας γνωστή τη «σαμιζντάτ», δηλαδή τη λαθραία ρωσική λογοτεχνία (αναπαράγοντας λογοκριμένες και υπόγειες αυτοσχέδιες εκδόσεις, συχνά με το χέρι, των οποίων τα έγγραφα περνούσαν από αναγνώστη σε αναγνώστη), αντίθετη στο σοβιετικό καθεστώς και στα μαρξιστικά δόγματα. Η σαμιζντάτ έγινε ιδιαίτερα γνωστή από τη δεκαετία του 1960, στον απόηχο του «Σύνταξη», του πρώτου σοβιετικού περιοδικού σαμιζντάτ που εκδόθηκε στο σοβιετικό έδαφος, «κατ’ οίκον», το 1959 από τον Μοσχοβίτη Ρωσοεβραίο δημοσιογράφο και ποιητή Αλεξάντρ-Άλικ Ίλιτς Γκίνζμπουργκ (1936-2002), ανιψιό της διάσημης συγγραφέως Γεβγκένια Σολομόνοβνα Γκίνζμπουργκ (1904-1977). Ο Γκίνζμπουργκ απελάθηκε το 1979 στην Αμερική με την οικογένειά του σε μιαν ανταλλαγή αιχμαλώτων με Ρώσους κρατούμενους στις ΗΠΑ.

Στη συνολική μετασοβιετική ρωσική εικόνα πρέπει να αξιολογήσουμε τη χειρονομία του Πούτιν, πριν από μερικά χρόνια, χειρονομία που καλύφθηκε και στα Δυτικά μέσα ενημέρωσης, όταν διαδόθηκε από την Washington Post η είδηση ότι ο Πούτιν είχε στείλει ως δώρο στους περιφερειακούς κυβερνήτες μια τριλογία βιβλίων, η οποία περιελάμβανε : τη «Φιλοσοφία της ανισότητας» του Μπερντιάγιεφ, τη «Δικαίωση του καλού» του Σολοβιόφ και «Τα καθήκοντά μας» του Ιλύν. Σους κυβερνήτες αυτούς μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν και Περιφερειάρχες, που από το 2004, μετά τη σφαγή στο Μπεσλάν, δεν ξαναεκλέχθηκαν. Έκτοτε, μετά από μια πρώτη φιλοδημοκρατική προεδρική θητεία, ο Βλαντιμήρ Βλαντιμήροβιτς απομακρύνθηκε όλο και περισσότερο από τις δυτικές πολιτικές θέσεις και επιδεικνύει όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς. 

Ακόμη περισσότερο, υπό το φως των «χρωματιστών επαναστάσεων» στη Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004 και με την ένταξη των χωρών της Βαλτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Όλα αυτά έπεισαν τον ίδιο και τη συντροφία του να προσεγγίσουν περισσότερο την Ορθόδοξη Εκκλησία, ζητώντας τη στήριξή της, προκειμένου να «ευθυγραμμίσουν» έναν πληθυσμό που μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης εξακολουθεί να αδειάζει ηθικά από τον άλλοτε κραταιό ιστορικό σοβιετικό κομμουνισμό, μην έχοντας βρει το κατάλληλο υποκατάστατο για να αναπληρώσει το κοσμοθεωρητικό του κενό.

Ήδη από την επιστροφή του Πούτιν στην προεδρία το 2012, η συντηρητική και παραδοσιακή προσέγγιση της ρωσικής κυβέρνησης έγινε ακόμη εντονότερη. Επήλθε μια ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση από την αποστασιοποιημένη από τις χριστιανικές ρίζες ευρωπαϊκή φερ΄ ειπείν «ηθική παρακμή» ενώ σχηματοποιήθηκε και ο ορισμός του «Ρωσικού Δρόμου»: Στη θρησκευτική σφαίρα, καλά αγκυροβολημένος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και ανοιχτός σε άλλες θρησκευτικές παραδόσεις, με ένα άνοιγμα που στην πραγματικότητα χρονολογείται από την πρώιμη μετασοβιετική περίοδο. Στη γεωπολιτική σφαίρα, μια πρακτική στάση ισορροπίας μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων, ευρασιατική με Ευρωπαίους και Ασιάτες, αλλά και έντονα πατριωτική στο εσωτερικό.

Επί περισσότερα από 1000 έτη η Ρωσία είναι μια βαθύτατα Ορθόδοξη χριστιανική χώρα, η οποία μάλιστα σε κάποιες ιστορικές περιόδους εφιλοδόξησε να καταστεί το «πρότυπο» ορθόδοξο-χριστιανικό βασίλειο. Η Μόσχα δεν έπαυσε να ερωτοτροπεί με την ιδέα ότι ήταν η «Τρίτη Ρώμη». Η βαθεία θρησκευτικότης του ρωσικού λαού, διάχυτη σε όλη την ιστορία του και αποπνέουσα μιαν αίσθηση στωϊκού μαρτυρικού μεγαλείου, τροφοδοτεί αυτό το υπερβατικό αυτοκρατορικό του όραμα με έναν ιδιότυπο «χριστιανικό ηρωισμό» και με μύχια λατρεία της θυσίας, κοινή άλλωστε στους ορθοδόξους λαούς. Επ΄αυτού ο μέγας Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι γράφει χαρακτηριστικώς : « (…) Το μεγάλο σχολείον του Χριστιανισμού, από το οποίον επέρασε ο λαός μας, είναι οι αιώνες των αναριθμήτων παθών και δοκιμασιών που αναφέρει η ιστορία του. Οι αιώνες κατά τους οποίους ο λαός είχεν εγκαταλειφθεί και κατασυντριβεί από τους πάντες, αλλά αυτός συνέχισε να εργάζεται για όλους και για όλα (…)»

Σημειώσεις

1. «Ατμόπλοιο των Φιλοσόφων 1922», Εκδόσεις Ουραλικού Πανεπιστημίου, Αικατερινούπολη, 2002 του εξαιρετικού επιστήμονα Μιχαήλ Εφίμοβιτς Γκλαβάτσκυ (1924-2015). Αυτός ήταν Σοβιετικός και Ρώσος ιστορικός και δάσκαλος, Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών (1974), Καθηγητής (1976) και «Επίτιμος Επιστήμονας της Ρωσικής Ομοσπονδίας» (2007) – τίτλος που απονέμεται σε εξαιρετικούς επιστήμονες για τις υπηρεσίες τους στη δημιουργία επιστημονικών σχολών, την εκπαίδευση και κατάρτιση του επιστημονικού προσωπικού.

 Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts