«ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ» ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ (2)

Το 1994, σε μιαν εκτενή συνέντευξη του στο έγκριτο ιταλικό πολιτικοοικονομικό περιοδικό L’ Espresso, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Ρωσίας, «εθνικομπολσεβίκος» Αλεξάντρ Bλαντιμήροβιτς Ρουτσκόϊ, εδήλωσε χαρακτηριστικώς: «Όταν εξετάζουμε την γεωπολιτική κατάσταση της χώρας μας, είναι εμφανές πως η Ρωσία αντιπροσωπεύει την μοναδική γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Όποιος καταστεί κυρίαρχος αυτού του χώρου, θα καταστεί κυρίαρχος ολοκλήρου του κόσμου». Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είναι «γέφυρα» ήτοι «διβασική», άρα δυνητικώς και «διχασμένη» χώρα, ταυτοχρόνως είναι ο πυρήν του ευρασιατικού χώρου, αποτελούσα το διαχρονικό αντίπαλο δέος του θαλασσοκρατικού Ατλαντισμού. Η μετασοβιετική Ρωσία πρέπει να υπολογίζεται ως ο κυρίαρχος μείζων παίκτης στην γεωπολιτική σκηνή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, δεδομένο που πρέπει να λαμβάνουν σοβαρότατα υπόψη τους οι περιφερειακές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Πατρίδα μας και η Κύπρος, έχουσες πάντα κατά νουν ότι η διεθνής πολιτική δεν αφορά σε κάποια «μηδενική εξίσωση». Δηλαδή οι απώλειες του ενός εμπλεκομένου (π.χ. ζημίες της Τουρκίας στο Κουρδικό ζήτημα) δεν συνεπάγονται απαραιτήτως κέρδη και ωφέλειες για κάποιον άλλο συμμετέχοντα ή αντίπαλο (όπως η Ελλάς).

Ανέκαθεν στην Ρωσία εξ αιτίας της γεωπολιτικής της θέσεως ενδημούσε ασχημάτιστος και «σπερματική» η ιδεολογία του Ευρασιανισμού. Στον αντίποδα των Δυτικοφίλων (Zapadniki), αλλά και των εκτενώς παρουσιασθέντων στην παρούσα σειρά άρθρων Σλαβοφίλων (Slavojanofili), ευρίσκοντο οι Ανατολιστές (Vostochniki), που μετεξελίχθησαν στους σημερινούς Ευρασιανιστές.

Ως γεωπολιτική θεωρία ο Ευρασιανισμός αποτελεί μια δραστική σύνθεση, όπου συνυπάρχουν η εθνικιστική και η κομμουνιστική ιδεολογία, καθώς και μία ακραία «ζηλωτική» μορφή Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Ως πνευματικό συγκρότημα ο Ευρασιανισμός παριστά μια μορφή αρτίας αντιστάσεως ενάντια στην επέλαση των διαλυτικών κοσμοπολιτικών και υλοφρόνων «Δυτικών αξιών», καθώς και στην υπαρξιακή απειλή που συνιστούν αυτές για την «ρωσική ψυχή» με την ευρεία συναισθηματική τρωτότητα.

Βεβαίως οι μεγαλόπνοες οραματιστές του Ευρασιανισμού, εθεώρουν την Ρωσία ως τον ρηξικέλευθο και ρωμαλέο φορέα ενός νέου πολιτισμού: « Είναι καθήκον μας να δημιουργήσουμε έναν εντελώς νέο πολιτισμό, τον ιδικό μας πολιτισμό, ο οποίος δεν θα ομοιάζει με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό…Όταν η Ρωσία παύσει να είναι μια παραμορφωμένη αντανάκλαση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και καταστεί πάλιν ο εαυτός της ….. H Ρωσία-Ευρασία είναι ο συνειδητός απόγονος και φορεύς της μεγάλης κληρονομίας του Τζενγκίς Χαν», έγραφε στην δεκαετία του 1920 ο γλωσσολόγος και ιστορικός, Πρίγκηψ Νικολάϊ Σεργκέγιεβιτς Τρουμπετσκόϊ -με την απωτάτη Λιθουανική καταγωγή- στο βιβλίον του «Η κληρονομία του Τζενγκίς Χαν και άλλα δοκίμια γιά την ρωσσική ταυτότητα» (1921).

Όταν εξετάζουμε σήμερα τη Ρωσική Ομοσπονδία, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ουσιαστικώς υπεχώρησε στα σύνορα που είχε η Ρωσική Αυτοκρατορία τον 17ον αιώνα. Κατέχει τα εδάφη του αρχαίου Μοσχόβου συν τα εδάφη των Τατάρων στα νοτιοανατολικά καθώς και την Σιβηρία. Έχει χάσει τα δυτικά της αναχώματα στην Ουκρανία και στις χώρες της Βαλτικής, καθώς και το ισχυρό της προγεφύρωμα στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία.

Ημπορεί να ειπωθεί ότι ουδείς προτίθεται να εισβάλει στη Ρωσία. Από ρωσικής πλευράς, η ιστορία είναι γεμάτη με δραματικές αλλαγές προθέσεων, ιδιαιτέρως εκ μέρους της Δύσεως. Το «αδιανόητον» συμβαίνει στην Ρωσία μία ή δύο φορές κάθε αιώνα. Με την σημερινή της διαμόρφωση, η Ρωσία δεν ημπορεί να ελπίζει να επιβιώσει από όσες εκπλήξεις έρχονται στον 21ον αιώνα. Ο Μόσχοβος ήταν επιθετικός επειδή δεν είχε καλήν αμυντική επιλογή. Το ίδιο ισχύει και για την Ρωσία. Δεδομένου του γεγονότος ότι μια «δυτική» συμμαχία, το ΝΑΤΟ, εμμένει στην εδραίωση δεσποζούσηςπαρουσίας στην Ουκρανία και στον Καύκασο – και έχει ήδη εδραιώσει μια παρουσία στις Βαλτικές χώρες, εξαναγκάζουσα την Ρωσία σε περαιτέρω αμυντική διεύρυνση με την Ουκρανία ως πιθανό μέλος του ΝΑΤΟ – οι Ρώσοι εκτιμούν την θέση τους ως …. επιεικώς τρομακτική. Όπως και με τον Ναπολέοντα, τον Γουλιέλμο τον Β’ και τον Χίτλερ, η πρωτοβουλία ευρίσκεται στα χέρια των άλλων. Για τους Ρώσους, η στρατηγική επιταγή είναι να εξαλειφθεί αυτή η πρωτοβουλία ή, εάν αυτό είναι αδύνατον, να αγκιστρωθεί η Ρωσία όσο το δυνατόν σταθερότερον στα προστατευτικά της γεωγραφικά «φράγματα»….

Στην γενικοτέρα εκτίμηση της συνόλου ρωσικής γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής είναι απόλυτα εσφαλμένη η διάθεση να αγνοηθούν οι θρησκευτικοί παράγοντες στην υπόθεση. Ωστόσο, κανείς πολιτικός ή στρατηγικός αναλυτής και κανείς ιστορικός δεν θα εσκέπτετο να αντιμετωπίσει τις πολιτικές αναταραχές στην Αγγλία τον δέκατο έβδομο αιώνα ή την εξέγερση των αμερικανικών αποικιών ή την γαλλική επανάσταση χωρίς να δώσει μεγάλη θέση στα θρησκευτικά στοιχεία των κινήσεων αυτών. Και αν ο παράγων της θρησκείας είναι τόσον μεγάλος όταν εξετάζουμε τέτοιες εθνικές κρίσεις, είναι πιθανόν ότι δεν θα κατανοήσουμε σωστά την πρόοδο της μεγαλυτέρας σε έκταση και όγκο πληθυσμών κατά τον 20ον αιώνα αν αγνοήσουμε αυτόν τον παράγοντα. 

Διότι, όπως αναφέρει ο Τολστόι, η πορεία της ρωσικής επαναστάσεως και η τελική έκβασή της τελικά θα θεωρηθεί ότι εκαθορίσθη εν τέλει σε μεγάλο βαθμό από την θρησκευτική ιστορία και τον χαρακτήρα του ρωσικού λαού. Τα θρησκευτικά και τα πατριωτικά συναισθήματα των Ρώσων ήσαν πάντα στενά συνδεδεμένα και ακόμη και οι κοινωνικές και βιομηχανικές μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν οι μπολσεβίκοι ή η αμυντική τους προσπάθεια στον Β΄Μεγάλο Πόλεμο δεν προχωρούσαν πλήρως μέχρι να ημπορέσουν να σχηματίσουν κάποια «συμμαχία» με τα θρησκευτικά συναισθήματα. Ο τύραννος Στάλιν ήνοιξε τις εκκλησίες, ώστε η «ακρωτηριασμένη» και απηνώς διωκομένη ρωσική εκκλησία να συνδράμει την προσπάθεια κατά της γερμανικής εισβολής.

Κάποιοι επέμεναν και επιμένουν ότι είναι μάταιο να περιμένουμε από τους Ρώσους να εισέλθουν στην φερ΄ ειπείν «αδελφότητα» των Δυτικών εθνών, καθώς όπως και ο εγγύς γείτων και έκπαλαι συγγενής τους με μογγολικές καταβολές Τούρκος, είναι προκαθορισμένοι από τα υφέρποντα ακατάπαυστα χαρακτηριστικά της φυλής να παραμείνουν κατ’ ουσίαν αλλοφυλοι και ανατολίτες. Οι προσδοκίες που εγεννήθησαν στην μετασοβιετική περίοδο από την αντιπροσωπευτική δημοκραστική διακυβέρνηση και την «δυτική» κοινωνική ζωή είναι ουσιαστικώς ανυπόστατες καθώς αυτά τα δρώμενα είναι αδύνατον να αφομοιωθούν από την μάζα του ρωσικού λαού, στην οποίαν ένας ανατολικός δεσποτισμός και μια ολιγότερο περίπλοκη κοινωνική οργάνωση είναι από την φύση του συμπαθέστερα.

Μεταξύ των συγγραφέων που επικαλείται συχνότατα ο Πούτιν, ειδικότερα από το 2005 και ένθεν, πρέπει να θυμόμαστε τους προαναφερθέντες Ιβάν Ιλύν και Νικολάι Μπερντιάγιεφ, αλλά επίσης και τον «Αντιευρωπαίο» Κονσταντίν Νικολάγιεβιτς Λεόντιεφ και τον «Ευρασιάτη» Λεβ Νικολάγιεβιτς Γκουμίλεφ. Παρόλο που ο Πούτιν δεν είναι ιδεολόγος, περιβάλλεται από οξυδερκείς στοχαστές και αξιόλογους διανοούμενους. Μεταξύ άλλων, φαίνεται να του εξάσκησαν κάποιαν ιδιαίτερη επιρροή ο έμπιστός του «Κρατικός Σύμβουλος 1ης Τάξης», ολιγάρχης, αεροναυπηγός και σχεδιαστής βαλλιστικών βλημάτων Βλαντιμήρ Ιβάνοβιτς Γιακούνιν, ο οποίος βρέθηκε εγγύτατα στον Πρόεδρο επί μακρόν, καθώς και ο πολυγραφότατος επίσκοπος Τύχων (κατά κόσμον Γκεόργκι Αλεξάντροβιτς Τσεβκούνωφ), Μητροπολίτης και θρησκευτικός ηγέτης στην προσαρτηθείσα Κριμαία, αλλά και εμπνευστής των εξαπλούμενων στην ρωσική επικράτεια πατριωτικών πολυμεσικών πάρκων – μουσείων της αλυσίδας «Ρωσία – Η ιστορία μου». 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία – και ειδικότερα ο Τύχων Τσεβκούνωφ– αντιπροσωπεύει μια ισχυρή δύναμη στην ανάπτυξη της κρατικής πατριωτικής ιδεολογίας της Ρωσίας, η οποία, με τη σειρά της, είναι η κύρια κινητήρια δύναμη του πολέμου στην Ουκρανία.

Συμπερασματικά, μπορούμε συνολικά να δούμε στην πουτινική Ρωσία ένα σύγχρονο αναδυόμενο κοσμοθεωρητικό όραμα που μοιάζει πολύ με το παραδοσιακό. Η αναβίωση των Ρώσων φιλοσόφων, (σοφιολόγων 2 και μη), του δεύτερου μισού του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού αιώνα, είναι μια σαφής προσπάθεια αποκατάστασης μιας ιδεαλιστικής φιλοσοφικής σκέψης, η οποία εξ ορισμού είναι καλά αγκυρωμένη στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με την αφηρημένη σκέψη του Διαφωτισμού. «Δεν θα έπρεπε τα αγάλματα και οι πίνακες που περιέβαλλαν τις εγκύους στην Ελλάδα ώστε να διαμορφωθεί το παιδί υπό την επιρροή τους, σε σχέση με το παιδί, να θεωρηθούν ως ιδέες ή μάλλον ως υπερβατικές ιδέες; Αυτή η προσέγγιση του ιδεαλισμού είναι άραγε τόσο μακριά από έναν ρεαλισμό με αυστηρή έννοια;» 3.

Από τα ιδανικά ύψη αυτών των φιλοσόφων και της ορθόδοξης παράδοσης, καθώς και από τις δυσθεώρητες υλικές αβύσσους του ιστορικού κομμουνισμού, η πολιτική πρακτική της σημερινής ρωσικής κυβέρνησης φαίνεται να έχει αντλήσει μια σύνθεση έμφυτης υπέρβασης που μάλλον δεν έχει όμοιά της στον σύγχρονο κόσμο. Η αντινομική γνώση είναι ένας από τους πάγιους «τόπους» της ρωσικής φιλοσοφικής σκέψης, είναι μια γνώση που αντλεί ξεκάθαρα τις ρίζες της από την πλατωνική διαλεκτική, τον νεοπλατωνισμό και την εγελιανή διαλεκτική. Οι βυζαντινές εικόνες αντιπροσωπεύουν πολύ καλά την ιδέα της αντινομικής και συνάμα κοινοτικής γνώσης (της γνώσης του «σομπόρνοστ»4, που τονίζει εμφατικά ο Λόσκι), που τείνει να ενωθεί με το υπερβατικό το οποίο συμβολίζει η εικόνα, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αλλά και της ρωσικής σκέψης ειδικότερα. Εικόνες που ανοίγονται προς το άπειρο, προς το ουσιώδες, το υπερβατικό, σε αντίθεση με την καλλιτεχνική ζωγραφική που, γενικά, περιγράφει ένα συγκεκριμένο όριο.

Δεδομένων των ιδανικών ριζών που αναφέρθηκαν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι η βυζαντινή σκέψη και κατόπιν ειδικότερα η ρωσική, μιλούν για «ολοκληρωτική γνώση», για ένα μονιστικό όραμα του Πραγματικού που ο Φλορένσκυ όρισε ως «μονουσιαστικότητα». Μια χρήση του λόγου με σκοπό την ποιοτική, και όχι ποσοτική διαφωτιστική γνώση. Μετά την Αναγέννηση, δίνουμε όλο και μεγαλύτερη σημασία στη λογική, αλλά η γνώση δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στον ορθολογισμό όπως διδάσκει η ίδια η ζωή. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μιλούσαν ανέκαθεν για ολοκληρωμένη γνώση : Για να φθάσουμε στην αλήθεια χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε λογική, καρδιά και παράδοση. Η ομορφιά είναι πλήρης γνώση, είναι η κορυφή της αλήθειας. Αυτό ίσχυε πάντα για τους Ορθοδόξους, ανάγοντας την ομορφιά στην αισθητική.

Το ρωσικό παράδειγμα θα πρέπει να μας επιβάλει εσωτερικά ένα ερέθισμα για μια νέα Αναγέννηση, μιαν αληθινή και πολύ πιο ριζοσπαστική Αναγέννηση από εκείνη τη μεταμεσαιωνική Αναγέννηση, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν μια Αναγέννηση παράγωγο σπάνιων επιλεγμένων πνευμάτων, μέσα σε μια συλλογική πνευματική υποβάθμιση. Μια αναβίωση των «universalia»-των «καθόλου» 5, όπως συζητήθηκαν και μελετήθηκαν σε βάθος στη μεσαιωνική περίοδο, μια ανβίωση η οποία μπορεί να απελευθερωθεί από την πολυπλοκότητα του σύγχρονου διαφωτισμού: που είναι πολύ πιο σοφιστική από την αρχαία, που ήταν ουσιαστικά μια συνειδητή τεχνική της γλώσσας παρά συνέπεια μιας ψυχικής κατάστασης, απομακρυσμένης κι’ αφηρημένης από το Πραγματικό. Στις μέρες μας, όμως, στην πνευματική σφαίρα κυριαρχεί η καθαρή αφαίρεση.

Αν και σήμερα στη Δύση το αρνούμαστε με πάθος, η αποδοχή της παράδοσης είναι καλή, διότι η εναλλακτική της στην πραγματικότητα είναι να έχουμε ως κριτήριο κρίσης το ένστικτο: Γι’ αυτό σήμερα λέγονται τόσα ανόητα πράγματα. Ένα ένστικτο που συμβαδίζει με τον σύγχρονο ατομικισμό : Η σοβαρότερη αμαρτία είναι η ασετότητα (η ιδιότητα με την οποία ένα ον υπάρχει από και για τον εαυτό του. Αναφέρεται στη χριστιανική πεποίθηση ότι μόνον ο Θεός δεν εξαρτάται από καμία άλλη αιτία εκτός από τον εαυτό του για την ύπαρξή του, την πραγμάτωση ή τον σκοπό του, έχει δε μέσα του τον δικό του λόγο ύπαρξης), η δε αλήθεια είναι κοινοτική, χωρίς διανθρώπινη σχέση δεν γίνεται κατανοητή. Όπως είπε ο μεγάλος Γκαίτε : «Η Αλήθεια ξεκινάει με δύο !»

Σημειώσεις

2. Η σοφιολογία ή σοφιανισμός είναι ένα μυστικιστικό θεολογικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Ρωσία τον εικοστό αιώνα, το οποίο, αντλώντας έμπνευση από τον ανατολικό χριστιανισμό και λαμβάνοντας γνωστικά και νεοπλατωνικά στοιχεία, αντιλαμβάνεται την Εκκλησία και την ιστορία ως εκδήλωση της «Σοφίας», μιας οντότητας που νοείται ως «αιώνια αρμονία», «ενότητα που παράγεται από τον θείο οργανισμό του Χριστού», «τέλεια ιδανική ανθρωπότητα, που περιέχεται αιώνια στην συνολική ουσία του Θεού ή του Χριστού»

3. Πάβελ Φλορένσκυ – «Το νόημα του ιδεαλισμού: Η μεταφυσική του γένους και της όψης» 1915, σελίδα 99 

Η αντιμετώπιση του πλατωνισμού από τον Πάβελ Φλορένσκι σε αυτό το έργο του είναι μια από τις σημαντικότερες μελέτες που έχουν γραφτεί ποτέ για αυτό το θέμα. Ο μεγάλος μελετητής της αρχαιότητας, Σοβιετικός και Ρώσος φιλόσοφος, φιλόλογος και πολιτισμολόγος Αλεξέϊ Φιοντόροβιτς Λόσεβ, μια από τις εξοχώτερες προσωπικότητες της ρωσικής φιλοσοφικής και θρησκευτικής σκέψης του 20ου αιώνα απεκάλεσε «Το νόημα του ιδεαλισμού» ως το βαθύτερο έργο που δημιουργήθηκε τον 20ον αιώνα για τον Πλατωνισμό και τον Ιδεαλισμό. Είναι ένα ψυχονοητικό ταξίδι : Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στον νεοπλατωνισμό, από τον νεοπλατωνισμό στις μεσαιωνικές θεωρίες ύπαρξης και γνώσης, από αυτές τις θεωρίες στην ορθόδοξη πνευματικότητα, από την ορθόδοξη πνευματικότητα στον βεδικό μυστικισμό, από τον βεδικό μυστικισμό στην αστρολογία, από την αστρολογία στη σύγχρονη επιστήμη – συμπεριλαμβανομένης της σχετικότητας, η μαθηματική θεωρία των σταθερών και το πολυδιάστατο σύμπαν. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού ο πολύς Φλορένσκυ επιβεβαιώνει τις θεωρίες του με ετυμολογικές συζητήσεις και αναλύσεις της σύγχρονης τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των έργων του Ροντέν και του Πικάσο. Η νεότερη διάσταση που εισάγει ο Φλορένσκυ στην ερμηνεία του για τον Ιδεαλισμό είναι το δόγμα του για το γένος και την πνευματική όψη (στα ρωσικά «λικ» , που σχετίζεται με το «λίτσο» – πρόσωπο και το «λιτσνόστ» – φυσικό πρόσωπο). Τέλος, ο Φλορένσκυ συνδέει την κατανόησή του για την πλατωνική ιδέα με εικόνες των αρχαίων θεών και τη χρήση τους στα αρχαία μυστήρια.

4. Η (Собо́рность – «Σομπόρνοστ») – «Συλλογικότητα» είναι όρος που χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει την οργανική ενότητα και απαρτίωση της λαϊκης κοινότητος. Σκοπός του όρου είναι να περιγραφεί η «κοινότης πλήθους συζώντων ανθρώπων» και να τονισθεί η ανάγκη της διανθρωπίνης συνεργασία εις βάρος του ατομισμού, η αντίληψη αυτή εστηρίχθη στην προτεινομένη εύλογο λύση μιας αντιθέσεως μεταξύ ομάδων διά της οιονεί μεταξύ τους ειρήνης, αφού εστιάσουν στα κοινά τους χαρακτηριστικά, τα κατανοήσουν και τα καλλιεργήσουν συνεργικώς.

5. Στη μεταφυσική, το «καθόλου» ή «καθολικό» είναι το κοινό χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων πραγμάτων, δηλαδή αφορά σε χαρακτηριστικά ή ποιότητες. Με άλλα λόγια, τα «καθόλου» ή «καθολικά», είναι επαναλαμβανόμενες ή επανεμφανιζόμενες οντότητες, που μπορούν να παρουσιαστούν ή να παραδειγματιστούν από πολλά συγκεκριμένα πράγματα.

Τη συζήτηση για τα universalia την ξεκίνησε πρώτος ο Πλάτων και τα ταύτιζε με τις Ιδέες του : Ο λόγος που τόσα διαφορετικά πράγματα ονομάζονται με το ίδιο όνομα είναι ότι μας «θυμίζουν» την ίδια Ιδέα. Ο Αριστοτέλης είχε διαφορετική γνώμη. Επέκρινε τον Πλάτωνα για τις ανεπάρκειες του μοντέλου του και υποστήριζε πως τα καθόλου (σύμφωνα με τη δική του ορολογία) δεν είναι ανεξάρτητες οντότητες ενός άλλου κόσμου, προς τις οποίες πασχίζουν να ομοιάσουν τα όντα αυτού εδώ του κόσμου, αλλά υπάρχουν μέσα στα πράγματα σαν κοινά στοιχεία τους: Το καθόλου X είναι το κατηγορούμενο για όλα ανεξαιρέτως τα επιμέρους χ. Τι κοινό έχουν όλα τα χρωματιστά πράγματα ; Το χρώμα. Το χρώμα λοιπόν είναι το γένος, το καθόλου, το universale των επιμέρους χρωματιστών πραγμάτων. Οι δύο αυτές θεωρίες, υποστηρίζουν την ύπαρξη των καθόλου ανεξάρτητα από την ύπαρξη νοούντων υποκειμένων, έμειναν δε στην ιστορία ως «universalia ante rem» (Πλάτων) και «universalia in re» (Αριστοτέλης). Δηλαδή, «τα καθόλου πριν τα πράγματα και τα «καθόλου μέσα στα πράγματα».

 Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts