ΕΥΡΟΖΩΝΗ: Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2009 ΠΕΡΑΣΕ – ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ
Η Ευρωζώνη απέχει αρκούντως από την κρίση χρέους του 2009, όμως οι κίνδυνοι παραμένουν. Στην ευρωζώνη, το τέλος των εξαιρετικώς χαμηλών επιτοκίων και των εκτεταμένων πολιτικών ποσοτικής χαλαρώσεως θα ασκήσουν αυξανομένη πίεση στους κρατικούς προϋπολογισμούς, ενώ η συνεχιζομένη χαμηλή ανάπτυξη και τα ήδη υψηλά βάρη χρέους θα καταστήσουν τα δημόσια οικονομικά κάτι ολιγότερον από σταθερά. Ενώ η εκτεταμένη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης τα τελευταία 15 έτη έχει καταστήσει το ενιαίο νόμισμα πολύ ανθεκτικότερον, όμως εξακολουθεί να είναι πιο ευάλωτο σε ενδογενείς και εξωγενείς κραδασμούς από τα κανονικά εθνικά νομίσματα, όπως το δολάριο των ΗΠΑ. Η Γαλλία υπέστη προσφάτως υποβάθμιση της κρατικής πίστεως μετά την απροσδοκήτως αδύναμο δημοσιονομική απόδοση, τα μεγάλα ελλείμματα και το αυξανόμενο δημόσιον χρέος, το οποίον πλέον υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ. Οι αγορές έλαβαν τα νέα με γοργούς ρυθμούς και το κόστος χρηματοδοτήσεως της Γαλλίας μόλις ήλλαξεν. Ενώ η Γαλλία δεν κινδυνεύει από χρηματοπιστωτική αποσταθεροποίηση, η συνεχιζομένη υψηλή διακυβέρνηση σε δύο από τα τρία μεγαλύτερα μέλη της ζώνης του ευρώ υπενθυμίζει ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος εξακολουθεί να παραμένει, ιδιαιτέρως στο πλαίσιον των υψηλοτέρων ονομαστικών επιτοκίων και της ποσοτικής συσφίξεως στην ζώνη του ευρώ.
Οι χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εισήχθησαν στο πλαίσιον της κρίσεως στην ζώνη του ευρώ πριν από 15 έτη συνέβαλαν έκτοτε στον περιορισμόν του κινδύνου ευρυτέρων χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Το ευρώ εδημιουργήθη το 1999-2002. Στην πρώτη δεκαετία της υπάρξεώς του, το νόμισμα συνέβαλε στην οικονομική και νομισματική σύγκλιση μεταξύ των μελών-χρηστών του, καθώς τα κεφάλαια διέρρευσαν από τον πυρήνα των χαμηλών επιτοκίων στην περιφέρεια των υψηλών επιτοκίων, οδηγούντα σε οικονομική και χρηματοπιστωτική άνθηση. Ωστόσον, ωδήγησεν επίσης σε σταδιακήν συσσώρευση οικονομικών τρωτών σημείων στο πλαίσιον του υπερδανεισμού από τις κυβερνήσεις και του υπερβολικού δανεισμού στον τομέα των ακινήτων από τις τράπεζες. Στην συνέχεια, στα τέλη του 2009, η ελληνική κυβέρνηση ηναγκάσθη να αναγνωρίσει ότι είχεν υποδηλώσει συστηματικώς το δημοσιονομικόν της έλλειμμα, βυθίζουσα συνακολούθως την ζώνην του ευρώ σε μια κρίση χρέους που σχεδόν ωδήγησεν στην οικονομική και θεσμική κατάρρευση του ενιαίου νομίσματος, καθώς εκινδύνευεν να προκαλέσει σημαντικές απώλειες στις τράπεζες στην ευρωζώνη, ενώ ημφεσβήτησεν την πιστοληπτικήν ικανότητα των υπερχρεωμένων κυβερνήσεων. Το γεγονός ότι τα οικονομικά δεινά της Ελλάδος ημπόρεσαν να αποτελέσουν μιαν τέτοια υπαρξιακνή απειλή για την ευρωζώνη ωφείλετο σε μεγάλο βαθμόν στους περιορισμούς που επέβαλε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) του ευρωπαίκού συγκροτήματος, η οποία ιδρύθη το 1999 ως ημιτελής —ή τουλάχιστον δομικώς ευάλωτος— νομισματική ένωση.
Μεταξύ άλλων, η ΟΝΕ περιελάμβανε μιαν διάταξη η οποία απηγόρευε την «διάσωση» των κυβερνήσεων – μελών, η οποία απεσκόπει στην διατήρηση της νομισματικής σταθερότητος αναγκάζουσα τα μέλη της ευρωζώνης να ακολουθήσουν δημοσιονομικώς συνετές πολιτικές. Αλλά αυτή η ρήτρα «χωρίς διάσωση» καθιστά επίσης το ευρώ ευάλωτο στην αποσταθεροποιητική χρηματοπιστωτική μετάδοση, καταλείπουσα το καθεστώς δίχως ένα βασικό εργαλείο για να αναχαιτίσει τις κυβερνήσεις και το τραπεζικό σύστημα σε οικονομικά προβλήματα, πέραν από το εθνικόν επίπεδο. Και ενώ άλλοι κανόνες της ΕΕ προσεπάθησαν να υποχρεώσουν τα μέλη να διατηρήσουν χαμηλό δημόσιον χρέος και μικρά δημοσιονομικά ελλείμματα, οι συνοδευτικοί μηχανισμοί επιβολής ήσαν πολύ αδύναμοι. Μόλις ενεφανίσθησαν σημάδια χρηματοοικονομικής δυσχερείας το 2009-10, οι επενδυτές ήρχισαν να αναλύουν τους διαφόρους εγκαρσίους οικονομικούς δεσμούς — συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνέδεον το ελληνικό δημόσιον χρέος με ευρωπαϊκές και κυπριακές τράπεζες, καθώς και εκείνων που συνέδεον τα εξασθενημένα τραπεζικά συστήματα με γενικώς σταθερά οικονομικώς κράτη (όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία). Και αυτό, με την σειράν του, ηνάγκασε την ζώνη του ευρώ να αντιμετωπίσει τις άμεσες συνέπειες της κρίσεως και να εφαρμόσει ευρύτερες μεταρρυθμίσεις για την μείωση του κινδύνου μελλοντικών κρίσεων.
• Τυπικώς, οι κεντρικές τράπεζες λειτουργούν ως δανειστές εσχάτης ανάγκης, όχι μόνον προς το τραπεζικόν σύστημα αλλά και προς το κράτος. Όμως, όταν ενεφανίσθη η κρίση χρέους της ζώνης του ευρώ πριν από 15 έτη, η ΕΚΤ απηγορεύθη να παίξει αυτόν τον ρόλον λόγω της διατάξεως της ΟΝΕ που απηγόρευε στην τράπεζα να παρέχει νομισματική χρηματοδότηση στα κράτη μέλη.
Ενόψει της σχεδόν υπαρξιακής κρίσεως του χρέους, η ζώνη του ευρώ εγνώρισεν σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εβοήθησαν να γίνει ανθεκτικότερον το ενιαίον νόμισμα. Το 2010, η Ευρωπαϊκή Ένωση ήρχισε να συνδυάζει προγράμματα χρηματοοικονομικής διασώσεως για να περιορίσει την οικονομική μετάδοση και να αποτρέψει μιαν ευρυτέρα οικονομική κατάρρευση της νομισματικής ζώνης. Αυτό περιελάμβανε τον Ευρωπαϊκόν Μηχανισμό Σταθερότητος (ESM), ο οποίος παρέχει στην ζώνη του ευρώ οικονομικούς πόρους για την διάσωση των αναξιοπαθούντων κρατών μελών και (εμμέσως) για την παροχήν οικονομικής υποστηρίξεως για την ανάσχεση των κρίσεων στον τραπεζικόν τομέα. Η ζώνη του ευρώ ανεμόρφωσεν επίσης το δημοσιονομικόν της καθεστώς και εσημείωσεν κάποια, (αν και περιορισμένην) πρόοδον προς την ίδρυση μιας τραπεζικής ενώσεως, σε μιαν προσπάθεια να αποτρέψει την διάχυση μελλοντικών κρατικών κρίσεων στον τραπεζικόν τομέα, καθώς και να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους μιας τραπεζικής κρίσεως η οποία θα προκαλέσει χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες στο δημόσιο (ο λεγόμενος σύνδεσμος κρατικών τραπεζών).
Ωστόσον, η ΕΚΤ (με τους πλασματικώς απεριορίστους χρηματοοικονομικούς της πόρους και την δέσμευσή της να πράξει «ό,τι χρειάζεται») ήταν αυτή η οποία εβοήθησεν πρωτίστως στη σταθεροποίηση της ζώνης του ευρώ. Η Ελλάς έλαβεν χρηματοδοτικά προγράμματα διασώσωεως το 2010 και το 2012, η Ιρλανδία το 2010, η Πορτογαλία το 2011 και η Κύπρος το 2013. Οι τραπεζικές κρίσεις στην Ισπανία, στην Ιρλανδία και στην Κύπρο ωδήγησαν τις αντίστοιχες κυβερνήσεις να ζητήσουν χρηματοδοτικά προγράμματα διασώσεως, τα οποία, στην περίπτωση της Κύπρου, συνωδεύοντο από μια διάσωση τραπεζικών καταθετών. Η ελληνική κυβέρνηση ανεδιάρθρωσεν επίσης το χρέος της το 2012, έκτοτε δε έχει πραγματοποιήσει πολλές εθελοντικές ανταλλαγές χρέους.
• Κατά την διάρκειαν της αρχικής εκτάκτου ανάγκης το 2010, τα μέλη της ζώνης του ευρώ ηναγκάσθησαν να παράσχουν οικονομικήν στήριξη ώστε να αποτρέψουν μιαν ευρυτέρα χρηματοπιστωτική μετάδοση και την συστημικήν αποσταθεροποίηση της ζώνης του ευρώ. Αυτό έλαβεν χώρα, πρώτον, με το πρόσχημα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος (EFSF – European Financial Stability Facility) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποιήσεως (EFSM – European Financial Stabilisation Mechanism). Λόγω του περιορισμένου μεγέθους τους, και τα δύο ταμεία το 2012 αντεκαταστάθησαν από τον νεοσύστατον Ευρωπαϊκό Μηχανισμόν Σταθερότητος (ESM – European Stability Mechanism ). Ο ESM σήμερον λειτουργεί αποτελεσματικώς ως ένα ιδιότυπον «Διεθνές Νομισματικό Ταμείον» της ευρωζώνης, παρέχων οικονομικούς πόρους σε αναξιοπαθούντα μέλη με αντάλλαγμα την οικονομικήν προσαρμογή και μεταρρύθμιση.
• Στον απόηχον της κρίσεως, η ΕΚΤ εδημιούργησεν νέα μέσα για την σταθεροποίηση των αγορών. Μέσω του «Προγράμματος για τις Αγορές Κινητών Αξιών» (SMP – Securities Markets Program), η κεντρική τράπεζα είχεν ως στόχον να συγκρατήσει τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στις πλέον αδύναμες χώρες. Το 2012, εξεκίνησε το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων «Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών» (OMT – Outright Monetary Transactions) για να αναχαιτίσει το δημόσιον χρέος υπό αυστηρούς όρους πολιτικής. Το 2022, η ΕΚΤ εισήγαγεν το «Μέσον Προστασίας Μεταδόσεως» (TPI-Transmission Protection Instrument) για να διασφαλίσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να διαχειρισθεί τις διαφορές επιτοκίων, αγοράζουσα απεριορίστους μεσοπροθέσμους και μακροπροθέσμους χρεωστικούς τίτλους, υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες ακολουθούν υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και κανόνες της ΕΕ. Η ΕΚΤ εθέσπισεν επίσης το «Πρόγραμμα Αγορών Δημοσίου Τομέως» (PSPP – Public Sector Purchase Programme) για μεγάλες αγορές μη κρατικών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Κατά την διάρκειαν της πανδημίας της COVID-19, εδημιούργησεν το «Πρόγραμμα Δημοσίας Εκτάκτου Αγοράς» (PEPP – Public Emergency Purchase Programme) ύψους 1.350 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι αγορές κρατικού χρέους από τις κεντρικές τράπεζες συμβάλλουν στην μείωση του κόστους δανεισμού, αλλά θεωρούνται από ορισμένους ως νομισματική χρηματοδότηση του κρατικού χρέους.
• Τα μέλη της ζώνης του ευρώ εφήρμοσαν επίσης αρκετές μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικόν τους καθεστώς. Το 2011, η ευρωζώνη εισήγαγεν τη λεγομένη «εξάδα» ή «εξαδέσμη» κανονισμών με στόχον την ενίσχυση των κανόνων του νόμου για την σταθερότητα και την ανάπτυξη. Το 2012, το δημοσιονομικόν σύμφωνον αντεκαταστάθη και ενετάχθη στο Σύμφωνον Σταθερότητος και Αναπτύξεως, ενίσχυσεν δε περαιτέρω το δημοσιονομικόν καθεστώς που διέπει τις εθνικές χρηματοοικονομικές πολιτικές, όσον αφορά στους περιορισμούς και στην επιβολήν κανόνων, στις απαιτήσεις προσαρμογής και στην διαφάνεια. Το δημοσιονομικόν σύμφωνον υποβάλλει τις δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών μελών στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεσμεύει τις χώρες σε έναν υποχρεωτικόν κανόνα ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ενισχύει την διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος και απαιτεί σύγκλιση προς μεσοπροθέσμους στόχους, μεταξύ άλλων διατάξεων. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ επικαιροποιήθησαν το 2024, ώστε να καταστούν ολιγότερον περίπλοκοι και ως εκ τούτου ολιγότερον περίπλοκοι και λειτουργικοί στην επιβολήν τους.
• Μετά την κρίση του 2009, η ζώνη του ευρώ έλαβεν επίσης μέτρα για τον περιορισμόν του κινδύνου συστημικών τραπεζικών κρίσεων. Το 2014, ίδρυσεν έναν «Ενιαίον Εποπτικόν Μηχανισμό» (SSM – Single Supervisory Mechanism), ο οποίος παρέχει στην ΕΚΤ εποπτικές εξουσίες σε μεγάλες τράπεζες της ζώνης του ευρώ (οι μικρότερες τράπεζες παραμένουν σε μεγάλον βαθμόν υπό την εποπτείαν των εθνικών αρχών). Εδημιούργησεν επίσης έναν «Ενιαίον Μηχανισμόν Εξυγιάνσεως» (SRM – Single Resolution Mechanism) για να επιτρέψει την ομαλήν εξυγίανση των τραπεζών, μαζί με το Ενιαίον Ταμείον Εξυγιάνσεως (SRF – Single Resolution Fund), το οποίον προορίζεται να βοηθήσει στην επίλυση των χρεοκοπημένων τραπεζών σε περίπτωση που οι «διασώσεις εκ των έσω», ήτοι οι προσφυγές στα χρήματα των καταθετών (bail-ins) δεν είναι βιώσιμες, αλλά και να αποτρέψει άτακτες χρεοκοπίες στον τραπεζικόν τομέα μέσω της διασώσεως των πιστωτών ή μέσω μιας ευρύθμου εκκαθαρίσεως.
Το SRF χρηματοδοτείται από τράπεζες και προωρίζεται να καλύψει το 1% όλων των καταθέσεων στην ζώνη του ευρώ. Το 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέτεινεν επίσης την δημιουργίαν ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφαλίσεως των Καταθέσεων για τον περιορισμόν των κινδύνων και του κόστους για τις κυβερνήσεις από τις χρεοκοπίες των τραπεζών, αλλά η πρόταση αυτή ουδέποτε ενεκρίθη. Μια πρόσφατος μεταρρύθμιση, ευρισκομένη επί του παρόντος στη διαδικασίαν εγκρίσεως επιδιώκει να αναπτύξει περαιτέρω τον ESM και ως φραγήν για το SRF μέσω μιας ανακυκλουμένης «πιστωτικής γραμμής», ενός ανανεουμένου πιστωτικού ορίου .
Παρά το ότι η ζώνη του ευρώ απεδείχθη ανθεκτική απέναντι στους προσφάτους κραδασμούς που προεκλήθηκαν από την πανδημίαν της COVID-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η τρέχουσα θεσμική αρχιτεκτονική εξακολουθεί να την καθιστά ευάλωτο σε σοβαρούς κλυδωνισμούς. Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης είναι ασυγκρίτως στιβαροτέρα από ό,τι πριν από 15 έτη, αλλά εξακολουθεί να έχει βασικές αδυναμίες, ιδιαιτέρως σε σύγκριση με τα έθνη-κράτη με εθνικές κεντρικές τράπεζες και μια πλέον συγκεντρωτική δημοσιονομικήν αρχή.
Πρώτον, ενώ οι μηχανισμοί χρηματοοικονομικής διασώσεως της ζώνης του ευρώ έχουν καταστήσει το σύστημα ανθεκτικότερον, η ικανότης χρηματοδοτήσεώς τους είναι περιορισμένη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον το πρόγραμμα «Οριστικών Νομισματικών Συναλλαγών» – OMT της ΕΚΤ είναι αναπόσπαστοn στοιχείοn της χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής της ζώνης του ευρώ, καθώς παρέχει την οικονομική «δύναμη πυρός» για την αξιόπιστον αναχαίτιση ακόμη και των μεγαλυτέρων κυβερνήσεων μελών.
Δεύτερον, η οικονομική «δύναμη πυρός» του SRM είναι επίσης αρκούντως περιορισμένη. Και πάλιν, ενώ ο ESM παρέχει πρόσθετο χρηματοδότηση υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η χρηματοοικονομική ικανότης (που αντιπροσωπεύει μόλις το 1% των τραπεζικών καταθέσεων στην ζώνη του ευρώ) είναι μικρά, ιδιαιτέρως εάν δεν υπάρχει επιπλέον ρητός ή σιωπηρός παράγων ικανός και πρόθυμος να σταματήσει το σύστημα σε περίπτωση μιας σοβαράς κρίσεως.
Επιπλέον, τα εθνικά τραπεζικά συστήματα σε πολλές χώρες της ευρωζώνης παραμένουν ευάλωτα, δεδομένης της περιορισμένης ικανότητος της κυβέρνησεώς τους να σταματήσει το σύστημα και δεν υπάρχει κοινή ασφάλιση καταθέσεων σε ολόκληρο την ευρωζώνη. Αυτό σε στιγμές κρίσεως θα επιδεινώσει τις τραπεζικές κινήσεις, καθώς οι τοπικοί καταθέτες θα μεταφέρουν τα χρήματά τους σε χώρες της ζώνης του ευρώ που δεν κινδυνεύουν να αθετήσουν το νόμισμα. Από το τέλος της κρίσεως χρέους της ζώνης του ευρώ στα μέσα της δεκαετίας του 2010, οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ επωφελήθησαν από τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια και τις εκτεταμένες αγορές κρατικών χρεών από τις κεντρικές τράπεζες. Αν και μέχρι στιγμής έχουν υπερβεί τα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής, απομένει να ιδούμε πόσον καλώς θα αντιμετωπίσουν τα υψηλότερα επιτόκια, καθώς και τις ευρύτερες διαφορές των τιμών αποδόσεων των ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού.
Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προοπτικές θα αποδειχθούν επίσης προκλητικές εν όψει της ανάγκης αυξήσεως των δαπανών για την άμυνα και την πράσινη μετάβαση, καθώς και για την κοινωνική πρόνοια εν μέσω της γηράνσεως του πληθυσμού της Ευρώπης — κάτι που θα είναι ιδιαιτέρως προκλητικόν για χώρες με χαμηλήν οικονομική ανάπτυξη, όπως η Ιταλία. Αυτές οι πιέσεις ημπορεί, με την σειρά τους, να διαβρώσουν την στήριξη των κυβερνήσεων της ευρωζώνης για συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης, οδηγούσες σε ηυξημένη σύγκρουση με τις δημοσιονομικές προτεραιότητες σε εθνικό επίπεδο και με τους περιορισμούς σε επίπεδο ζώνης του ευρώ. Αυτό το δρώμενο έχει την δυνατότητα αφ΄εαυτού να αναστατώσει τις αγορές και να οδηγήσει τους επενδυτές να χρεώσουν υψηλότερα επιτόκια, επιδεινώνοντες έτσι τις οικονομικές προοπτικές των χωρών οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.
• Το δημόσιον χρέος της ζώνης του ευρώ έχει αυξηθεί σημαντικώς σε ευρώ, ως εκ τούτου και σχετικώς με την χρηματοδοτική ικανότητα του ESM. Το ιταλικόν και το γαλλικόν δημόσιον χρέος ανήλθε σε περίπου 3 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2023, ή 140% του ΑΕΠ και 110% του ΑΕΠ, αντιστοίχως. Η εγχώριος πίστωση προς τον ιδιωτικόν τομέα (δείκτης για τον μη κρατικό δανεισμόν των τραπεζικών τομέων, καθώς και τις ενδεχόμενες κρατικές υποχρεώσεις στην περίπτωση διασώσεως του τραπεζικού τομέως — ανήλθεν αντιστοίχως σε 70% και 120% του ΑΕΠ. Εν τω μεταξύ, η συνολική δανειοδοτική ικανότης του ESM ανέρχεται στα 500-700 δισεκατομμύρια ευρώ.
• Το προσφάτως δημιουργηθέν «Next Generation EU» (NGEU) ή «Εργαλείον Ανανήψεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως» (European Union Recovery Instrument), υιοθετηθέν το 2020, προβλέπει κοινήν χρηματοδότηση της ΕΕ ,που χρηματοδοτείται από πόρους σε επίπεδο ΕΕ. Ωστόσον, οι οικονομικώς ισχυρότερες κυβερνήσεις με καθαρές συνεισφορές – πληρωμές, έχουν καταστήσει σαφές ότι θα παραμείνει εφάπαξ, από το 2021-2027 και θα παρέχει μόλις 750 δισεκατομμύρια ευρώ για την στήριξη των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων μετά την πανδημία. Ωστόσον, οι χρηματοοικονομικές προκλήσεις πολλών από τα πλέον αδύναμα μέλη της ζώνης του ευρώ είναι πολύ μεγαλύτερες σε οικονομικό εύρος και σε χρονικόν ορίζοντα. Το νέο μέσον είναι επομένως μια σταγών στον ωκεανόν όσον αφορά στις πλέον μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προκλήσεις.
Η πολιτική της μεταρρυθμίσεως της ζώνης του ευρώ και της προστασίας από την κρίση παραμένει πλήρως αμφιλεγομένη, γεγονός που θα συνεχίσει να εμποδίζει την πρόοδον προς τέτοιες μεταρρυθμίσεις στα επόμενα έτη. Ελλείψει άλλης σημαντικής εμβροντησίας, η ζώνη του ευρώ πιθανότατα θα αποδειχθεί αρκούντως ανθεκτική στα επόμενα έτη. Ταυτοχρόνως, η ευρωζώνη είναι απίθανον να υποστεί αποστασίες λόγω της λαϊκής αντιπολιτεύσεως στα κράτη μέλη ή λόγω των δυσμενών νομικών αποφάσεων που υπονομεύουν βασικά στοιχεία της τρεχούσης χρηματοπιστωτικής-θεσμικής αρχιτεκτονικής. Το ευρώ παραμένει λίαν δημοφιλές σε όλες σχεδόν τις χώρες της ζώνης του ευρώ, ενώ οι νομικές προκλήσεις που ετέθησαν κατά της νέας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής έχουν σε μείζονα βαθμό, αν όχι εντελώς, ηττηθεί από τα εθνικά συνταγματικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αυτή η βραχυπρόθεσμος σταθερότης θα μειώσει τον επείγοντα χαρακτήρα για σημαντική πρόοδον προς μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης ανθεκτικές στην κρίση, οι οποίες έχουν αποδειχθεί επί μακρόν αμφιλεγόμενες, επιφέρουσα αντιπαραθέσεις στις χώρες «πιστωτές» χαμηλού χρέους στην Βόρειον Ευρώπη με τις χώρες «οφειλέτες» υψηλού χρέους στην Νότιον Ευρώπη.
Αν και όλες οι χώρες μέλη έχουν συμφέρον να αυξήσουν την ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ σε κραδασμούς, διαφωνούν ως προς τον τρόπο κατανομής του πραγματικού και του πιθανού κόστους των μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μια λεγομένη «ένωση μεταβιβάσεων» κατοχυρώνουσες την δυνατότητα μονίμου μεταφοράς πόρων δεν είναι ελκυστικές για τους πιστωτές, οικονομικώς ή πολιτικώς. Οι πιστώτριες χώρες διατηρούν το δικαίωμα αρνησικυρίας σε οποιανδήποτε τέτοια μεταρρύθμιση. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίον οποιαδήποτε μεταφορά πόρων και κατανομή κινδύνου είναι περιορισμένη και συνήθως υπό όρους, είτε πρόκειται για δανεισμόν εκτάκτου ανάγκης, για τραπεζικήν εξυγίανση ή για τραπεζικήν ένωση. Οι οικονομικώς πλέον ευάλωτες χώρες —δηλαδή, χώρες με μεγάλο δημόσιον χρέος και τραπεζικόν τομέα που κατέχει μέγα μέρος αυτού του χρέους— απλώς δεν είναι σε θέση να συμβάλουν σημαντικώς στον επιμερισμόν του κινδύνου. Οι δημοσιονομικώς συντηρητικές χώρες της ευρωζώνης θα συνεχίσουν να αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν σε σημαντικώς μεγαλύτερον καταμερισμόν κινδύνων ή μεταφορές πόρων. Και οι χρεώστριες χώρες θα συνεχίσουν να αντιτίθενται στην θεσμική μεταρρύθμιση που μεταφέρει το κόστος της χρηματοοικονομικής δυσχερείας (είτε όσον αφορά στην μακροοικονομική προσαρμογή, στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους ή στις αφερεγγυότητες του τραπεζικού τομέως), σε οικονομικώς ασθενέστερες χώρες. Επομένως, εάν δεν εμφανισθεί άλλη μεγάλη, συστημική κρίση τα επόμενα έτη, η οποία θα αναγκάσει τα μέλη της ευρωζώνης να εφαρμόσουν εκτεταμένες αλλαγές στο παρόν καθεστώς, η μεταρρύθμιση θα είναι αργή. Και αυτό, με την σειράν του, σημαίνει ότι στο εγγύς μέλλον ο επιμερισμός του κινδύνου και οι άμεσες ή έμμεσες μεταφορές πόρων είναι απίθανον να αυξηθούν σημαντικώς.
• Τα συμφέροντα των δημοσιονομικώς συντηρητικών, σε μεγάλο βαθμό βορειοευρωπαϊκών χωρών (όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιρλανδία και οι χώρες της Βαλτικής, των οποίων τα επίπεδα δημοσίου χρέους είναι όλα μικρότερα από το 70% του ΑΕΠ) εξακολουθούν να αποκλίνουν από τα συμφέροντα των ολιγότερον πειθαρχημένων οικονομικώς χωρών της Νοτίου Ευρώπης (όπως η Ελλάς, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιον και η Πορτογαλία, των οποίων τα επίπεδα δημόσιου χρέους υπερβαίνουν το 100% του ΑΕΠ). Η πρώτη ομάς αντιτίθεται σε γενικές γραμμές στις σημαντικές μεταφορές πόρων και σε σημαντικό άμεσο ή έμμεσο επιμερισμό κινδύνου, ενώ η δευτέρα ομάς αντιτίθεται σε περισσότρον ακάμπτους κανόνες και στην απώλειαν της διακριτικής ευχέρειας πολιτικής.
• Σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν σημαντικές μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προκλήσεις προκαλούμενες από έναν συνδυασμόν γηράνσεως του πληθυσμού και των συστημάτων πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τις συντάξεις και για την υγεία. Επιπλέον, οι ηυξημένες δαπάνες για την πρασίνη μετάβαση και την άμυνα θα ασκήσουν επίσης ανοδικήν πίεση στα δημοσιονομικά ελλείμματα και, στις περισσότερες περιπτώσεις, στους δείκτες του δημοσίου χρέους. Η απαραίτητος σημαντική δημοσιονομική μεταρρύθμιση θα αποδειχθεί πολιτικώς αμφιλεγόμενη. Επί πλέον θα καταστήσει απίθανο να πραγματοποιηθεί σημαντική αναδιανομή εντός του ευρώ.