Θα μπορούσε μια διαφοροποίηση κυβερνητικού προσωπικού στην Τουρκία να βοηθήσει τη σταθεροποίηση της οικονομίας της;

Η αναδυόμενη «αναδιάταξη» του προσωπικού της οικονομικής και δημοσιονομικής ηγεσίας της Τουρκίας καταδεικνύει μιαν αυξανόμενη πολιτική πίεση επί αλλλά και εντός του κυβερνώντος «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP – Adalet ve Kalkınma Partisi) για τη διόρθωση της εξασθενούσης οικονομίας της χώρας, και θα μπορούσε να επιφέρει μιαν αλλαγή στη νομισματική πολιτική της Τουρκίας, αλλαγή που θα ήταν ευπρόσδεκτη από τις αγορές και τους επενδυτές.

Στις 7 Νοεμβρίου ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογκάν απέλυσε τον διευθυντή της κεντρικής τράπεζας Μουράτ Ουισάλ και τον αντικατέστησε με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Νατσί Αγκμπάλ. 

Στη συνέχεια, στις 8 Νοεμβρίου, ο Μπεράτ Αλμπαράκ, υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του Ερντογκάν παραιτήθηκε μέσω του ….. Instagram, και ο Ερντογκάν το αποδέχτηκε στις 9 Νοεμβρίου.

Το νόμισμα της Τουρκίας όταν οι αγορές άνοιξαν στις 9 Νοεμβρίου έως 8,13358 λίρες ανά $ 1, αλλά ο βαθμός ανάκαμψης της λίρας θα συνεχίσει να αυξάνεται και η γενικότερη ανάκαμψη της οικονομίας θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις που παίρνει η κεντρική οικονομική ομάδα της Άγκυρας από εδώ, εάν πράγματι προβούν σε κάποια μια πραγματική αλλαγή μετά τα τελευταία δύο χρόνια ανορθόδοξης παρέμβασης και χαλάρωσης.

Ο διορισμός του Αγκμπάλ, ενός τεχνοκράτη, μπορεί να σηματοδοτεί την προθυμία της τουρκικής κυβέρνησης να αυξήσει γρήγορα το βασικό επιτόκιο προκειμένου να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στη λίρα. 

Ο συνεχιζόμενος αγώνας της Τουρκίας με την υποτίμηση της λίρας εν όψει του εκδηλούμενου πληθωρισμού, αλλά και ο αρνητικός αντίκτυπός του στην αγοραστική δύναμη, στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και στις εισροές ξένου νομίσματος, αποτελούν πρωταρχικό μέλημα των Τούρκων επενδυτών και των πολιτών.

Η αρχική αντίδραση της αγοράς στην «αναδιάταξη» του προσωπικού είναι θετική, με την λίρα να ξανακερδίζει έδαφος έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Αυτό το γεγονός έχει ουσιώδη σημασία επειδή η αργή κίνηση της νομισματικής κρίσης της Τουρκίας θα μπορούσε να επιταχυνθεί χωρίς να μεσολαβήσει κάποια αποφασιστική πολιτική δράση. Οι επενδυτές ανησυχούν επίσης πως η υποτίμηση της τουρκικής λίρας θα συνεχιστεί εν όψει της νέας αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Τζο Μπάιντεν, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο ασταθείς σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. 

• Η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί σημαντικά από τις αρχές του 2020. Στις 6 Νοεμβρίου έκλεισε έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, κατά περισσότερο από 41 τοις εκατό σε σχέση με το τέλος του 2019. 

• Ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο ήταν 11,9%, σε σύγκριση με το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας 10,25%. Οι προσπάθειες της «Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκικής Δημοκρατίας» (TCMB – Türkiye Cumhuriyet Merkez Bankası) για αύξηση του κόστους χρηματοδότησης της λίρας μέσω πράξεων ρευστότητας δεν έχουν εντυπωσιάσει τις αγορές ως απόδειξη αποτελεσματικής χάραξης πολιτικής για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. 

• Ως πρώην επικεφαλής του «Γραφείου Προϋπολογισμού και Στρατηγικής της Προεδρίας», ο Αγκμπάλ είναι πολύ έμπειρος στην συνεννόηση με τον πρόεδρο Ερντογκάν γύρω από οικονομικά θέματα. Ο Αγκμπάλ συνδέεται επίσης με τη σχολή οικονομικής πολιτικής του Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος ως αναπληρωτής πρωθυπουργός υπεύθυνος της οικονομίας, ηγήθηκε της οικονομικής πολιτικής του AKP κατά την δεκατία ευημερίας του 2000. 

Η ζοφερή οικονομική πραγματικότητα της Τουρκίας και οι συναφείς πολιτικές πιέσεις προκαλούν πιθανώς τον Ερντογκάν να επανεξετάσει και ενδεχομένως να προσαρμόσει την προτίμησή του για την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που βλέπει τις αυξήσεις των επιτοκίων ως πληθωριστικές. Καθώς η τουρκική οικονομία συνέχισε να αγωνίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέκριναν την κακοδιαχείριση του κυβερνώντος κόμματος και εξέφρασαν ανησυχία διότι η Τουρκία ξοδεύει μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών της αποθεμάτων για να ενισχύσει το εξασθενημένο νόμισμά της. 

Ακόμη και το ίδιο το κυβερνών ΑΚΡ έχει δει πρώην μέλη του να αποχωρούν από το κόμμα τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της ανησυχίας τους για τον χειρισμό της οικονομίας από την κυβέρνηση. Το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας παρέχει στον Πρόεδρο σημαντική εξουσία λήψης αποφάσεων για όλα τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά θέματα. Συνεπώς οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική θα απαιτήσει τη σιωπηρή έγκριση του Ερντογάν, η οποία παραμένει αβέβαια. Τελικά η όποια δράση του Ερντογκάν μπορεί να υπονομεύσει περαιτέρω την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. 

• Η διαβόητη Goldman Sachs εκτίμησε πρόσφατα ότι η Τουρκία έχει ξοδέψει πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια (!) σε αποθεματικά συναλλάγματος το 2020 για να στηρίξει το νόμισμά της, πράγμα το οποίο έκτοτε προκάλεσε επιθέσεις από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εναντίον του AKP για κακοδιαχείριση των πολύτιμων ξένων κεφαλαίων της Τουρκίας. 

• Ο Ερντογκάν είναι γνωστό ότι υποστηρίζει τη χαλάρωση με κάθε κόστος και τα χαμηλά επιτόκια, ακόμα και αν ο υψηλός πληθωρισμός και το υποτιμημένο νόμισμα παραδοσιακά θα απαιτούσαν την αύξηση των επιτοκίων. 

• Σχεδόν όλα τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης δεν ανέφεραν στις 9 Νοεμβρίου την παραίτηση του Αλμπαϊράκ, ούτε ο Ερντογκάν το ανέφερε στις ομιλίες του, πυροδοτώντας εικασίες ότι ορισμένες ευαίσθητες διαφωνίες εντός της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος προφανώς συνυπολογίζουν την απόφαση παραίτησης του Αλμπαϊράκ. 

Οι Αμπγκάλ και Αλμπαϊράκ ήταν επίσης γνωστό ότι συγκρούονται γύρω από τις προτιμώμενες οικονομικές πολιτικές, με το στυλ οικονομικής διαχείρισης του τελευταίου να θεωρείται από τον πρώτο ως «υπερβολικά παρεμβατικό».

Οι αγορές και οι επενδυτές θα παρακολουθούν στενά τις αλλαγές πολιτικής από τις νέες οικονομικές και χρηματοοικονομικές ομάδες της Τουρκίας, τις αλλαγές που θα έχουν απτές και σημαντικές επιπτώσεις στη λίρα και στον πληθωρισμό, καθώς και στα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας. 

Η συνεδρίαση της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας στις 19 Νοεμβρίου θα δώσει την πρώτη ευκαιρία για τον καθορισμό της σκέψης της νέας ομάδας (ακόμη και ο Αμπγκάλ είπε ότι δεν αναμένει σημαντικές αποφάσεις που θα ληφθούν μέχρι αυτή τη συνάντηση). 

Με μιαν απρόσμενη κίνηση, η Κεντρική Τράπεζα- TCMB αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στα τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά προέβη και σε μια περαιτέρω αύξηση τον Οκτώβριο, αύξηση η οποία πρόσθεσε πιέσεις υποτίμξσης στη λίρα.

Η αποτυχία ολοκλήρωσης αυτού που οι αγορές βλέπουν ως σιωπηρή υπόσχεση για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων ώστε να υπάρξει θετική διαφορά έναντι του πληθωρισμού, θα επιταχύνει την υποτίμηση της λίρας. Επίσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω διάβρωση της ήδη επισφαλούς εξωτερικής χρηματοοικονομικής κατάστασης της Τουρκίας. 

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts