Η ΕΕ δεν μπορεί να αγνοήσει πάλι την ιστορία στη διεύρυνση των Βαλκανίων

Λίγα πολιτικοϊστορικά θέματα είναι πιο ασαφή από την «διεθνώς αποδεκτή» και κρυσταλλωμένη ιστορία των Βαλκανίων. Πρόκειται για μια πολύπλοκη συσσώρευση γεγονότων και ιστοριών ανηλεούς αιματοχυσίας, τοποθετημένων σε ένα πολυσύνθετο εθνολογικό και ανθρωπογεωγραφικό υπόβαθρο, που δεν σημαίνουν τίποτα για κάποιον «μη – βαλκάνιο» τρίτο εκτός αν ξεσπάσει εκ νέου η βία ώστε να προσφέρει … συναρπαστικές ειδήσεις στο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό.

Είναι απόλυτα κατανοητό ότι μόνο λίγοι άνθρωποι θα μπορούσαν να κατανοήσουν την πρόσφατη διαμάχη μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σλαβομακεδονίας, νυν καλουμένης «Βόρειας Μακεδονίας». Και αυτοί είναι βεβαίως οι εθνικώς «σκεπτόμενοι και πράττοντες».

Δηλαδή οι Εθνικιστές, που αποδέχονται ότι στην ανθρώπινη ύπαρξη υφίστανται και άλλες διαστάσεις πέραν της υλικής ατομικής υπόστασης κι ευημερίας, συλλογικές και διαχρονικές, ενώ θεωρούν ως κομβικό στοιχείο την εθνική ταυτότητα κάθε ανθρώπινης συλλογικότητας. Βεβαίως στην «παγκοσμιοποιητική» εποχή μας το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας μπορεί ευχερέστατα να αποβεί ιδιαιτέρως επίμαχο και εξ ίσου εύκολα μπορεί να εμπλακεί σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που μάλλον συσκοτίζουν παρά συμβάλλουν στην αναλυτική αποσαφήνισή του, καθώς κυρίαρχοι του διεθνούς πολιτικού παιγνίου είναι τώρα οι οπαδοί της εθνοαποδόμησης.

Άρα ίσως θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουμε το ιστορικό υπόβαθρο των λόγων της βουλγαρικής εμμονής και να μελετήσουμε τον πιθανό ενδεχόμενο δρόμο «προς τα εμπρός» όπως επιδιώκεται από τους διεθνείς κύκλους της «ανεθνικής ομογενοποίησης». Ιδίως στην πατρίδα μας, όπου ποικιλόχρωμοι εσμοί εθνοκαπήλων διακατέχονται από το δαιμονικό πνεύμα της «Συμφωνίας των Πρεσπών»

[Υπενθυμίζεται εδώ πως σε ότι αφορά στα καθ΄ημάς, στην Ελλάδα και στους Έλληνες του σήμερα, πέρα από ξενόδουλες, ξενοκίνητες και εθνομειοδοτικές αποφάσεις των εκάστοτε …κρατούντων, το δήθεν «μακεδονικό κράτος» εκτός του ελληνικού χώρου, ήταν, είναι και θα είναι ιστορικά και εθνολογικά ανύπαρκτο, ενώ βεβαίως τα προβαλλόμενα ως «ιστορικά στοιχεία» για την ύπαρξή του παραμένουν άθλια και ψευδεπίγραφα.

Οι μπολσεβίκοι, αλλά και διάφορα ανένταχτα αριστερά αντεθνικά υποκείμενα, δήθεν αγνοούν και αποσιωπούν πως η προσπάθεια του ανθέλληνα Ιωσήφ Τίτο είχε συστηματικό, ανθελληνικό κομμουνιστικό προηγούμενο και από την φερόμενη ως.. «ελληνική» πλευρά. Περιττεύουν εδώ τα πασίγνωστα ιστορικά τεκμήρια της εθνοπροδοτικής στάσης των μπολσεβίκων, όπως και των σοσιαλιστών και αστών συνοδοιπόρων τους οι οποίοι ξεπούλησαν την Μακεδονία μας (παλαιά και πρόσφατα με την κατάπτυστη «Συμφωνία των Πρεσπών») υπακούοντας στα ανθελληνικά φανερά και αφανή τους αφεντικά. Αρκεί η παρουσίαση μόνο μιας ιστορικής λεπτομέρειας που αφορά στην στάση των προδοτών μπολσεβίκων απέναντι στον Εθνικό μας Ήρωα Παύλο Μελά και απέναντι στην Μακεδονία μας.    

Εφόδιό μας η εφημερίδα του μπολσεβίκικου «Δημοκρατικού (!) Στρατού» «Προς τη Νίκη» της 28ης Μαρτίου 1949, όπου περιγράφονται φανφαρόνικα άφθονες λεπτομέρειες από το 2ο Συνέδριο του ΝΟΦ (της γνωστής κομμουνιστικής σλαβομακεδονικής οργάνωσης «Narodno Osloboditelen Front» – Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο/ ΕΑΜ των σλαβόφωνων μπολσεβίκων) στις 25 και 26 Μαρτίου 1949, στην εκκλησία του χωριού Ψαράδες στις Πρέσπες (εκεί που … όλως τυχαίως ολοκληρώθηκε το σύγχρονο ξεπούλημα με την διαβόητη «Συμφωνία των Πρεσπών» !) 

Κατά την εφημερίδα, στο συνέδριο παραβρέθηκαν περισσότεροι από 600 αντιπρόσωποι του «σλαβομακεδονικού λαού», καθώς επίσης και ο ίδιος ο σταλινικός γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και ο «αντιστράτηγος» των κατσαπλιάδων Κώστας Γυφτοδήμος – Καραγιώργης. Ανάμεσα σε φρενήρεις επευφημίες και συνεχή συνθήματα για την «ενιαία πάλη ΚΚΕ και ΝΟΦ» ο αρχικατσαπλιάς Καραγιώργης ανέφερε και τα εξής χαρακτηριστικά: «Πόσοι είναι οι τόποι που βασανίστηκαν, στέναξαν τόσο κάτω από τόσους ζυγούς σκλαβιάς, όσο ο μακεδονίτικος λαός; Οι Τούρκοι Μπέηδες πιο παλιά, οι Σέρβοι κομιτατζήδες και οι Έλληνες κομιτατζήδες – οπλαρχηγοί, Παυλομελάδες και Καπετάν Βαρδαίοι, Τσόντοι και Γαρέφηδες, του έσφιγγαν τη θηλιά στο λαιμό. Το Ίλιντεν του 1903 ήταν ένα μεγάλο επαναστατικό ξεκίνημα. Μεγάλοι και δοξασμένοι άνδρες του σλαβομακεδονικού λαού, ο Ντέλτσεφ, ο Πετρώφ, ο Σαντάσκυ, ο Πανίστα, ο Τσάουλεφ, ο Γκρούεφ και τόσοι άλλοι, έδωσαν το αίμα τους για τη μακεδόνικη λευτεριά». 

  Και συνέχισε ο …. ερυθρός καθοδηγητής Γυφτοδήμος: «Το ΚΚΕ έχει υποχρέωση από την ίδια τη διεθνιστική του φύση, από την ίδια τη μαρξιστική – λενινιστική – σταλινική του κοσμοθεωρία, οπότε στάθηκε πιστό στον αγώνα του μακεδόνικου λαού και ολοκλήρωσε με την ιστορική του απόφαση της 5ης Ολομέλειας, τη σωστή γραμμή του στο εθνικό ζήτημα. Ο σλαβομακεδόνικος λαός, με τον αγώνα του, με τις θυσίες του, με την ένοπλη συμβολή του στον μεγάλο απελευθερωτικό αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του ελληνικού λαού, έχει κερδίσει έμπραχτα το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και τη λεφτεριά του».] 

Όμως οι Σκοπιανοί Σλαβομακεδόνες δεν είχαν και δεν έχουν μόνον υποστηρικτές, συμμάχους και υπηρέτες, όπως στην ….. Ψωροκόσταινα : Την 17η Νοεμβρίου της περασμένης χρονιάς , η Σόφια αρνήθηκε να εγκρίνει το διαπραγματευτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Βόρεια Μακεδονία, αναστέλλοντας ουσιαστικά τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της χώρας που επρόκειτο να ξεκινήσουν τον Δεκέμβριο, (δηλαδή πριν από το τέλος της προεδρίας της φιλοσκοπιανής Γερμανίας στην ΕΕ).

Η Βουλγαρία ανέφερε ότι «προς το παρόν» δεν μπορεί να στηρίξει την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ των 27 χωρών μελών και των Σκοπίων, λόγω των υφισταμένων διαφόρων ανοικτών γλωσσικών και ιστορικών διαφορών μεταξύ της «Βόρειας Μακεδονίας» και της Βουλγαρίας.

Βεβαίως, οι δύο κυβερνήσεις διαβεβαίωσαν ότι συνεχίζουν τις προσπάθειες προκειμένου να βρεθεί πλαίσιο λύσης για τα θέματα αυτά, ώστε να καταστεί δυνατή η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας.

Τα Σκόπια θεωρούν πως η στάση που τηρεί στην παρούσα φάση η Σόφια δεν είναι αρκούντως «φιλική». Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας Στέβο Πεντάροφσκι (προερχόμενος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Ζόραν Ζάεφ) υποστήριξε ότι «η σημερινή πολιτική ελίτ της Βουλγαρίας, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, διακατέχεται ακόμη από τη νοοτροπία που επικρατούσε επί κομμουνισμού και επί Τοντόρ Ζίβκοφ».

Εν συντομία, η βουλγαρική κυβέρνηση απαντά ότι δεν θέλει να αλλάξει την ταυτότητα της ΠΓΔΜ ή τη «μακεδονική» γλώσσα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Θέλει απλώς να ξεκαθαρίσει μια τεράστια μάζα παραποιήσεων και ψεμάτων που έχουν προκληθεί πρώτα από την Σερβική και μετά από την Γιουγκοσλαβική κομμουνιστική προπαγάνδα.

Αυτή η προπαγάνδα ήταν μέρος του δολίου υφάσματος της ίδρυσης της νέας «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» το 1945, αλλά παρέμεινε και ως ανέπαφο συστατικό της κρατικής της λειτουργίας μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1991.

Αματά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, απειλούμενη από γεωγραφικά κοντινούς της πολέμους και από τεράστιες πολιτικοστρατιωτικές αβεβαιότητες, η νυν «Βόρεια Μακεδονία» δεν είχε χρόνο να αλλάξει επιτυχώς τις προκατασκευασμένες ψυχοπολιτιστικές της συνιστώσες.

Ως αποτέλεσμα, ο εκρηκτικός συνδυασμός αντιφυσικής παράταιρης ιδεολογίας, επιμελώς κατασκευασμένου και ανυπόστατου (εθνολογικά και ιστορικά) αλυτρωτικού εθνικισμού και ολοκληρωτικών μεθόδων εξακολουθεί να ισχύει έως σήμερα. Μάλιστα, αυτό που μεταξύ των άλλων ενοχλεί περισσότερο τους Βούλγαρους είναι η απεικόνιση τους ως «Τατάρων, Τουρκο – Μογγόλων φασιστών και βαρβάρων κατακτητών» που υποδούλωσαν και έως τώρα δυναστεύουν τους ….. αείποτε ευγενείς «βορειομακεδόνες».

Από πλευράς του ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ, κατέβαλε εμφανή προσπάθεια για να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Βουλγαρίας, προκειμένου η χώρα του να επιτύχει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρθηκε σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την διάρκεια του Β΄ Μεγάλου Πολέμου, το διάστημα 1941-1944, όταν η περιοχή τελούσε υπό βουλγαρική κατοχή λέγοντας : «Οι Βούλγαροι δεν είναι φασίστες, αλλά φίλοι μας… Στην αρχή εκείνης της περιόδου (η Βουλγαρία) ασκούσε τη διοίκηση της περιοχής, αλλά μετά συντάχθηκε με τους αντιφασίστες, αγωνίσθηκε για την ελευθερία και τη δημοκρατία, έγινε μέρος του αντιφασιστικού μετώπου. Ο βουλγαρικός και μακεδονικός στρατός (οι κομμουνιστές «Νοφίτες» παρτιζάνοι) απελευθέρωσαν το Κουμάνοβο, τα Σκόπια κι όλη την περιοχή μας» είπε ο Ζόραν Ζάεφ σε συνέντευξή του στο βουλγαρικό πρακτορείο ειδήσεων Бгнес.

Επίσης ο Ζάεφ αποκάλυψε ότι το τελευταίο διάστημα αφαιρέθηκαν περίπου 20 επιγραφές από μνημεία στη Βόρεια Μακεδονία, όπου αναγραφόταν η φράση «φασιστική βουλγαρική κατοχή». Η δήλωση αυτή προκάλεσε κατάπληξη και εμβροντησία : η κοινή γνώμη της χώρας του δεν ήταν ενήμερη γι’ αυτό.

Ο πρωθυπουργός, εμμέσως πλην σαφώς, υποστήριξε ότι η πάλαι ποτέ τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία «διαίρεσε» τους λαούς της Βουλγαρίας και της χώρας του. Οι δηλώσεις του προξένησαν πραγματική θύελλα αντιδράσεων στα Σκόπια: Το δεξιό αντιπολιτευόμενο κόμμα VMRO-DPMNE διά στόματος του ηγέτη του χαρακτήρισε τις τοποθετήσεις του Ζάεφ «σκανδαλώδεις» και τον προειδοποίησε «να μη διανοηθεί να θέσει σε κίνδυνο τη μακεδονική εθνική ταυτότητα !».

Έντονες έως οργίλες υπήρξαν επίσης οι αντιδράσεις ακαδημαϊκών της «Βόρειας Μακεδονίας», αλλά και ανθρώπων που συγγενείς τους πήραν μέρος στον «αντιφασιστικό αγώνα» και πολέμησαν εναντίον του κατακτητή, οι οποίοι ανέφεραν ότι «ο Ζάεβ διαστρεβλώνει την ιστορία και προσβάλλει τη χώρα». Αποστάσεις από τις τοποθετήσεις Ζάεφ έλαβαν δημοσίως καθηγητές ιστορίας, διανοούμενοι και δημοσιογράφοι. Ο ιστορικός Αλεξάνταρ Στόϊτσεφ ανέφερε ότι «….κανείς δεν μπορεί να αλλάξει τα ιστορικά γεγονότα και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την περίοδο 1941-1944 τα βουλγαρικά στρατεύματα στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία ήσαν φασιστικές, κατοχικές δυνάμεις, ενώ σε καμία περίπτωση δεν συνέβαλαν στην απελευθέρωση της χώρας».

Η λυσσαλέα και εμμονική αντιβουλγαρική στάση των αρχουσών τάξεων και της πλειονότητας των σλαβομακεδονικών λαϊκών στρωματων, δεν αντανακλά κάποιο παρωχημένο κομμάτι της προπαγάνδας της δεκαετίας του 1950. Είναι μια τρέχουσα και ευρέως παρούσα εικόνα που προβάλλεται συνεχώς σε αμέτρητα κομμάτια στα ΜΜΕ της Βόρειας «Μακεδονίας»: τηλεοπτικούς σταθμούς, εφημερίδες, ραδιόφωνο, ιστότοπους, ταινίες, ντοκιμαντέρ κ.λπ.

Είναι ένα ιδεοπολιτιστικό αποτύπωμα βαθιά εδραιωμένο στο σχολικό σύστημα της ΠΓΔΜ, όπου διαγράφηκε κάθε αναφορά στην κοινή ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά των Σλαβομακεδόνων και των Βουλγάρων.

Η λογοτεχνική κληρονομιά της περιοχής διαγράφηκε δόλια και αυθαίρετα: Αν ένα έγγραφο ή ένα βιβλίο από τον Μεσαίωνα, το 1800 ή το 1900 είχε βουλγαρικό τίτλο, οι επιτήδειοι ιστορικοί της ΠΓΔΜ θα το είχαν αφαιρέσει και θα δημοσιεύσουν τον αναδιατυπωμένο τίτλο ως αυθεντικό «μακεδονικό» στα σχολικά τους βιβλία.

Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συλλογή λαϊκών τραγουδιών από τους Βουλγάρους εθνικιστές λαογράφους και ποιητές, αδελφούς Μιλαντίνωφ [Ντιμίταρ (1810–1862) και Κονσταντίν (1830–1862)], που δημοσιεύθηκε το 1861 ως «Βουλγαρικά εθνικά τραγούδια από την Μακεδονία». Το βιβλίο, που τιμάται ως «ορόσημο της Μακεδονικής ταυτότητας», δημοσιεύεται στα Σκόπια με τον …. πατριωτικά βελτιωμένο τίτλο «Συλλογή εθνικών τραγουδιών».

Το ίδιο συμβαίνει και με το έργο του Βόσνιου εθνογράφου Στιεπάν Ιλίγια Βέρκοβιτς (1821-1893) : «Τα εθνικά τραγούδια των Βουλγάρων της Μακεδονίας» αντικαταστάθηκε από τους Σκοπιανούς προπαγανδιστές με το … βολικότερου τίτλου «Λαϊκά τραγούδια της Μακεδονίας».

Τα μυθιστορήματα του πολυγραφότατου Βούλγαρου ιατρού, φιλολόγου, συγγραφέα και δημοσιογράφου Ντιμίταρ Τάλεβ (γεννημένου στον Πρίλαπο) μεταφράστηκαν με αποκομμένες ολόκληρες σελίδες, εκεί όπου η απλή αντικατάσταση του «βουλγαρικού» με το «μακεδονικό» στο κείμενο δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Η υπόθεση αυτή, που δημοσιοποιήθηκε από τον γιο του, έφθασε έως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2016.

Παραδείγματα όπως αυτό συνεχίζονται αδιάκοπα : αφορούν οποιαδήποτε περίοδο και οποιαδήποτε ιστορική μορφή.

Η βουλγαρική κυβέρνηση γνώριζε λεπτομερώς όλα αυτά, αλλά υπήκουσα στο πνεύμα της «ανοχής» και συμφιλίωσης, υποστήριξε τη νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του πρωθυπουργού της «Βόρειας Μακεδονίας» Ζόραν Ζάεφ. Έτσι το 2017, η Βουλγαρία αντί να πιέσει τότε τα Σκόπια, υπέγραψε μια «Συνθήκη Φιλίας» και βοήθησε στην είσοδο της ΠΓΔΜ-Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.

Τα ιστορικά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών έπρεπε να επιλυθούν από μια μεικτή επιτροπή ιστορικών η οποία όφειλε να λειτουργήσει ως ένα είδος «Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης». Έπρεπε να συζητήσει τα πάντα ανοιχτά, δίχως συγκαλύψεις και εξωραϊσμούς : Δηλαδή είχε χρέος να δημοσιεύσει πρωτότυπα έγγραφα, να ξεκαθαρίσει τους παραπειστικούς και ανυπόστατους χειρισμούς και ισχυρισμούς, αλλά και να αφαιρέσει τα τεχνηέντως εμβόλιμα πολυεπίπεδα «βύσματα» προπαγάνδας και μίσους.

Όμως, κατά την παγία τακτική των «τεχνητών Μακεδόνων» η επιτροπή καθόλου δεν έπραξε κάτι τέτοιο : Οι συνομιλίες διήρκεσαν έως ότου επικυρώθηκε επίσημα η είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, το 2019. Στη συνέχεια, σταμάτησαν και επαναλήφθηκαν μόλις 11 μήνες αργότερα, μετά από αδιάκοπη έντονη βουλγαρική πίεση. Οι λίγες φωνές αξιοπρεπούς και ισορροπημένης μετριοπάθειας στη «Βόρεια Μακεδονία», όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντένκο Μαλέσκι ή ο πρώην πρωθυπουργός Λιούμπτσο Γκεοργκιέφσκι, κατηγορήθηκαν …. για προδοσία. Τα ιστορικά γεγονότα που παρουσίασαν για την υποστήριξη της αλήθειας δεν αναφέρθηκαν ποτέ ξανά στα ΜΜΕ της χώρας.

Το μήνυμα του κυρίαρχου μηχανισμού που ο Γκεοργκιέφσκι αποκάλεσε «βαθύ κράτος» της «Βόρειας Μακεδονίας» ήταν απολύτως σαφές: δεν πρέπει να υπάρξει ούτε στιγμή «Διαφάνειας» (Glasnost) και Αναδόμησης (Perestroika) στη μεταψυχροπολεμική, τιτοϊκη Βόρεια Μακεδονία. Όλα αυτά θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο να γίνουν αποδεκτά από τη βουλγαρική κυβέρνηση, εάν δεν υπήρχε το ανυπέρβλητο γεγονός ότι στην Βουλγαρία υπάρχουν σχεδόν 2 εκατομμύρια Βούλγαροι, «βορειομακεδονικής» καταγωγής. Το ένα τρίτο του πληθυσμού της πρωτεύουσας Σόφιας αποτελείται από απογόνους προσφύγων από την ΠΓΔΜ, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις γενέτειρές τους για να αποφύγουν τα κύματα τιτοϊκής καταστολής των βουλγαρικών κοινοτήτων, εκκλησιών και σχολείων. Οι άνθρωποι που διέφυγαν ήσαν δάσκαλοι, συγγραφείς, αξιωματικοί και επαναστάτες. Μάλιστα τα ονόματά τους συμπληρώνουν εκτενώς τα σχολικά βιβλία στη «Βόρεια Μακεδονία», καθαρισμένα όμως από κάθε αναφορά στη βουλγαρική τους ταυτότητα.

Θεωρητικά, η παρουσία αυτών των ανθρώπων θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μία «γέφυρα» μεταξύ των δύο κρατών. Αντ’ αυτού, οι φωνές τους αντιμετωπίζονται ως τρομερή απειλή. Η επιμονή τους στη σημασία της ιστορικής αλήθειας, παρουσιάζεται από τα Σκόπια ως «επίθεση της Βουλγαρίας στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης του έθνους της Βόρειας Μακεδονίας». Βεβαίως, για τους ηγέτες της Βόρειας Μακεδονίας το να ενεργήσουν διαφορετικά θα ήταν πολύ δύσκολο έως «αυτοκτονικό».  

Βεβαίως οι νυν Σκοπιανοί άρχοντες δεν είναι υπεύθυνοι για τη δημιουργία της προπαγανδιστικής μηχανής του τιτοϊκού μπολσεβικισμού. Όμως δεν θέλουν και δεν τολμούν να είναι αυτοί που θα την διαλύσουν και έτσι θα εκθέσουν ανεπανόρθωτα ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής ελίτ της χώρας τους. Επέλεξαν λοιπόν τον ευκολότερο δρόμο: σιωπηρή διαφυγή, παραπλανητικούς ελιγμούς και διπλωματικό «ολοκληρωτικό πόλεμο» με τον μισητό τους εχθρό, τους Βούλγαρους. Προφανώς είναι καιρός να προετοιμαστεί η Ευρώπη να καταστήσει τον ειλικρινή πολιτιστικό και ιστορικό διάλογο μέρος της «διαδικασίας διεύρυνσης» που επιζητεί στα Βαλκάνια.  

Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων χρειάζονται δραματικά, ουσιώδη θεραπεία μετά από δεκαετίες υλιστικής ιδεολογίας, αρρωστημένου «μπολσεβίκικου εθνικισμού» και ψυχοπαθητικού μίσους. Προφανώς τα αδύναμα εκπαιδευτικά τους ιδρύματα και οι λιγοστοί πολιτιστικοί προϋπολογισμοί δεν αναμένεται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η αυστηρά «αντιρατσιστική» και «αντιφασιστική» Ευρώπη που καταδικάζει τους εθνικισμούς και την μισαλλοδοξία όπου την συμφέρει ή προστατεύει με πάθος διάφορες «ευπαθείς» ομάδες και συλλογικότητες, πρέπει επί τέλους να χρησιμοποιήσει και για ένα «εθνικό ζήτημα» την …… εντυπωσιακή εμπειρία της στην «πολιτιστική θεραπεία» και τη διαμεσολάβηση. Μόνο που σε αυτήν την διαδικασία η ΠΓΔΜ των Σλαβομακεδόνων, η «Βόρεια Μακεδονία» πρέπει να αποτελέσει το πρώτο βήμα τηε ευρωπαϊκής προσπάθειας. 

Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts