Η ΕΕ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΝΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ”ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΓΙΓΑΝΤΕΣ”
Οι «Τεχνολογικοί Γίγαντες» (Tech Giants), επίσης γνωστοί ως «Μεγάλη Τεχνολογία» (Big Tech), «Μεγάλοι Τέσσαρες» (Big Four), «Τέσσαρες Ιππείς» (Four Horsemen), «Μεγάλοι Πέντε» (Big Five) ή «S&P 5» (Οι πρώτοι 5 του καταλόγου της Standard and Poors), είναι οι μεγαλύτερες και κυρίαρχες εταιρείες στη βιομηχανία τεχνολογίας πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, δηλαδή οι Amazon, Apple, Google, Facebook και Microsoft .
Από το τέλος της δεκαετίας του 2000, αυτές οι πέντε, εκτός από τη σαουδαραβική εταιρεία πετρελαιοειδών Saudi Aramco, είναι παγκοσμίως οι πιο πολύτιμες δημόσιες εταιρείες, με καθεμία τους να έχει μέγιστη κεφαλαιοποίηση της αγοράς κυμαινόμενη από περίπου 500 δισεκατομμύρια έως περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια των ΗΠΑ, σε διάφορες χρονικές στιγμές.
Ορισμένοι αναλυτές μάλιστα έχουν εύλογα υποθέσει, ότι ενδέχεται να μην είναι δυνατό να ζούμε στον καθημερινό ψηφιακό κόσμο εκτός του «πληροφοριακού οικοσυστήματος» που δημιουργείται από αυτές τις εταιρείες, οπότε συνακόλουθες ανησυχίες για μονοπωλιακές πρακτικές οδήγησαν σε αντιμονοπωλιακές έρευνες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου στις ΗΠΑ αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Διάφοροι σχολιαστές εξέτασαν επικριτικά τον αντίκτυπο της λειτουργίας αυτών των εταιρειών στην ιδιωτική ζωή, στην ισχύ της αγοράς, στην ελεύθερη έκφραση γνώμης και στην λογοκρισία, καθώς και στην εθνική ασφάλεια και στην επιβολή του νόμου. Από την άλλη πλευρά, οι γιγάντιες αυτές ετερείες παρέχοντας δωρεάν υπηρεσίες στους καταναλωτές, παραμένουν δημοφιλείς.
Οι σαρωτικοί νέοι κανόνες της ΕΕ θα αυξήσουν την πίεση στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, αλλά οι συζητήσεις σχετικά με τις προτεινόμενες απαιτήσεις και τις κυρώσεις τους πιθανότατα θα περιορίσουν τον αντίκτυπό τους στη μεγάλη τεχνολογία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο εκτελεστικός βραχίονας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσίασε στις 15 Δεκεμβρίου δύο συμπληρωματικά νομοσχέδια, το «Νόμος Ψηφιακών Υπηρεσιών» – (ΝΨΥ) / «Digital Services Act» (DSA) [ή «Κανονισμός περί Ενιάιας Αγοράς Ψηφιακών Υπηρεσιών» – «Regulation on a Single Market For Digital Services»] και το «Νόμος Ψηφιακών Αγορών »- (ΝΨΑ) / «Digital Markets Act» (DMA).
Σε γενικές γραμμές, τα προτεινόμενα μέτρα στοχεύουν να καταστήσουν τη μεγάλη τεχνολογία πιο υπεύθυνη και πιο διαφανή, καθώς και να αποτρέψουν και να αποκαταστήσουν ενδεχόμενες αντι-ανταγωνιστικές συμπεριφορές.
Και οι δύο προτάσεις θεσπίζουν σοβαρά πρόστιμα για τους παραβάτες. Μάλιστα στις πιο ακραίες περιπτώσεις, απειλούν προσωρινές αναστολές λειτουργίας και αναγκαστικές εκποιήσεις ορισμένων από τις επιχειρηματικές τους γραμμές.
• Ο ΝΨΥ περιλαμβάνει όλες τις εταιρείες που προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα ψηφιακών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και οι μεγαλύτεροι τεχνολογικοί γίγαντες αντιμετωπίζουν επιπλέον ειδικούς κανόνες. Βάσει του ρόλου, του μεγέθους και της σημασίας τους, οι εταιρείες αντιμετωπίζουν μιαν αυξανόμενη κλίμακα αυστηρότερων υποχρεώσεων, οι οποίες σε γενικές γραμμές στοχεύουν να τις καταστήσουν πιο υπεύθυνες απέναντι στους χρήστες και στους ρυθμιστές και πιο διαφανείς στις δραστηριότητες και στη χρήση των πληροφοριών τους.
• Ο ΝΨΑ ισχύει μόνο για εταιρείες που θεωρούνται ψηφιακοί «φύλακες πύλης», όπως αυτές ορίζονται από το εδραιωμένο σαφώς περιγραφόμενο μέγεθός τους και τον εκ μέρους τους έλεγχο μιας σημαντικής βασικής υπηρεσίας όπως οι διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης. Αυτές οι εταιρείες (οι οποίες, αν και ανώνυμες στο κείμενο, περιλαμβάνουν προφανώς τις Apple, Amazon, Facebook και την μητρική εταιρεία της Google, Alphabet) αντιμετωπίζουν ένα συγκεκριμένο σύνολο απαιτήσεων και απαγορεύσεων για ορισμένες πρακτικές που αποσκοπούν στην προώθηση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας.
Οι νομοθετικές προτάσεις στοχεύουν στη μεταρρύθμιση ενός ξεπερασμένου ρυθμιστικού πλαισίου εν μέσω των αυξανόμενων διατλαντικών ανησυχιών σχετικά με την επιρροή της μεγάλης τεχνολογίας, προσπαθώντας έτσι να αυξήσουν τη διαφάνεια και να αποτρέψουν την ενδεχόμενη αντι-ανταγωνιστική συμπεριφορά.
Οι ρυθμιστικές αρχές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού συγκλίνουν σε μια συναίνεση σχετικά με την ανάγκη ελέγχου της μεγάλης τεχνολογίας. Οι υφιστάμενοι ψηφιακοί κανόνες της ΕΕ τέθηκαν σε ισχύ όταν οι περισσότεροι από τους σημερινούς τεχνολογικούς γίγαντες είτε δεν υπήρχαν, είτε ήσαν σημαντικά μικρότεροι.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ελπίζει ότι οι ΝΨΥ και ΝΨΑ θα παρέχουν εκείνες τις ρυθμιστικές και εκτελεστικές εξουσίες που ταιριάζουν καλύτερα στις ανησυχίες του 21ου αιώνα, αντικατοπτρίζοντας την ίδια φιλόδοξη προσπάθειά της να εκσυγχρονίσει και να ενοποιήσει τις πολιτικές προσωπικών δεδομένων του ευρωπαϊκού συγκροτήματος μέσω του «Κανονισμού Προστασίας Γενικών Δεδομένων» (ΓΚΠΔ) / «General Data Protection Regulation» (GDPR)- αν και αυτό το πλαίσιο δεν έχει περιορίσει την επιρροή της μεγάλης τεχνολογίας με τον τρόπο που ήλπιζαν οι υποστηρικτές του-.
• Τόσο οι ευρωπαϊκές όσο και οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές επιδιώκουν αγωγές και έρευνες εναντίον τεχνολογικών γιγάντων. Τον Νοέμβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίχθηκε στην ιδρυτική συνθήκη του ευρωπαΊκού συκροτήματος του 1958 για να κατηγορήσει την Amazon για παραβίαση των γενικών κανόνων ανταγωνισμού, επειδή εκμεταλλεύεται τα δεδομένα που συλλέγει από άλλες επιχειρήσεις για δικό της όφελος, μια πρακτική που ο ΝΨΑ θα απαγόρευε ρητά.
• Ομοίως, από το 2019, οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές κυβερνήσεις των ΗΠΑ μήνυσαν ή ξεκίνησαν έρευνες για τις Alphabet, Amazon, Apple και Facebook για διάφορες παραβάσεις φερόμενες ως αντιμονοπωλιακές. Τον Οκτώβριο, μια έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Δικαιοσύνης διαπίστωσε ότι η Alphabet, η Amazon, η Apple και το Facebook είχαν καταχραστεί την κυριαρχία τους στην αγορά και συνέστησαν να εξετάσουν μια σειρά από βήματα παρόμοια με αυτά που προτείνονται στους ΝΨΑ και ΝΨΥ. Ενώ οι βουλευτές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ενδέχεται να μην υποστηρίζουν πιο ριζοσπαστικές ιδέες, όπως η αναγκαστική εκποίηση, συμμετέχουν με τους άλλους στις γενικές ελεγκτικές επιδιώξεις, όπως η παροχή περισσότερων πόρων και νομικών εξουσιών σε αξιωματούχους επιφορτισμένους με την επιβολή αντιμονοπωλιακών μέτρων (δηλαδή για τον αποκλεισμό των εξαγορών που μειώνουν τον ανταγωνισμό και την άσκηση αγωγών εναντίον παραβατών).
Διάφορες πολιτικές και νομικές προκλήσεις και διαφωνίες σχετικά με ορισμένες διατάξεις θα περιορίσουν τον άμεσο αντίκτυπο της νομοθεσίας και πιθανώς θα περιορίσουν ορισμένες από τις πιό φιλόδοξες προτάσεις.
Η Δανή Margrethe Vestager, η υπεύθυνη για τον ανταγωνισμό Επίτροπος της ΕΕ, η οποία βοήθησε στο σχηματισμό των ΝΨΑ και ΝΨΥ, υπολόγισε ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ενάμισι έτος για να γίνουν μεταπλασθούν οι προτάσεις σε νόμο και άλλο ένα εξάμηνο για να καταστούν εκτελεστές. Η διαδικασία είναι πιθανό να είναι μακρύτερη αν κρίνουμε από το εξαετές διάστημα που απαιτήθηκε από την εισαγωγή έως την επιβολή του ΓΚΠΔ (GDPR). Οι ΝΨΥ και ΝΨΑ πρέπει να αναθεωρηθούν από τους νομοθέτες της ΕΕ και από τους εθνικούς ηγέτες, ενώ όλοι τους θα πιέζονται έντονα από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας. Στη συνέχεια θα συντάξουν τις δικές τους εκδόσεις ώστε να εξετασθούν και να συμφιλιωθούν με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
• Οι κανόνες σχετικά με την εποπτεία περιεχομένου στον ΝΨΑ θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε σημείο ευρύτερης πολιτικοκοινωνικής ανάφλεξης. Στην τρέχουσα πρόταση, ένα μέλος της ΕΕ μπορεί να απαιτήσει από μιαν εταιρεία που βασίζεται σε ένα άλλο μέλος να καταργήσει κάποιο περιεχόμενο που το πρώτο θεωρεί παράνομο.
Ένα τέτοιο πράγμα θα μπορούσε γρήγορα να εξελιχθεί σχετικά με τις υφιστάμενες διαφορές στους νόμους των μελών, ιδίως όσον αφορά πιο φιλελεύθερα κράτη όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Παρόμοια ανησυχία εμπεριέχεται και στην πρόσφατα εγκριθείσα νομοθεσία της ΕΕ για διαδικτυακό τρομοκρατικό περιεχόμενο.
Μια άλλη συζήτηση είναι πιθανό να προκύψει σχετικά με το ζήτημα περί «επιβλαβούς περιεχομένου» (ή περιεχομένου που δεν είναι παράνομο, αλλά θεωρείται προβληματικό) όπως παραπληροφόρηση ή ρητορική μίσους. Ο ΝΨΥ αφήνει τέτοιο περιεχόμενο εκτός της αρμοδιότητάς του, αλλά πολλά μέλη της ΕΕ επιδιώκουν τη συμπερίληψή του στο νόμο, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές συζητήσεις όχι μόνο για το εάν και πώς θα συμπεριληφθεί τέτοιο περιεχόμενο, αλλά και πώς θα συμφιλιώσουμε μια τέτοια απαγόρευση με την θεμελιώδη αρχή προστασίας του ελεύθερου λόγου.
• Η Ιρλανδία, η οποία στεγάζει την έδρα πολλών μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας της ΕΕ, αλλά και οι ρυθμιστικές αρχές στη Δανία, τη Φινλανδία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία έχουν εκφράσει ανησυχίες σχετικά με το «εκ των προτέρων» αντιμονοπωλιακό πλαίσιο της ΝΨΑ, (το οποίο απαιτεί από τις «εταιρείες φύλακες» να λάβουν ορισμένα προληπτικά μέτρα) αποτελεί απόδειξη πραγματικής βλάβης του ανταγωνισμού. Η Ιρλανδία είναι δύσπιστη ότι οι «εταιρείες φύλακες» απαιτούν ειδικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, ενώ οι σκανδιναβικές αρχές σημειώνουν ότι ο προτεινόμενος κατάλογος υποχρεώσεων για τις «εταιρείες φύλακες» μπορεί να έχει αποτελέσματα τόσο υπέρ όσο και κατά του ανταγωνισμού, οπότε είναι ακατάλληλες για την ταχέως κινούμενη αγορά τεχνολογίας, καθώς ο προτεινόμενος κατάλογος θα μπορούσε να καταπνίξει την καινοτομία, με κράτηση και παύση των κινήτρων του εταιρικού δυναμισμού και όχι να επιφέρει την ενίσχυσή του.
• Οι αυστηρότερες κυρώσεις – προσωρινές αναστολές λειτουργίας και αναγκαστικές εκποιήσεις – είναι απίθανο να χρησιμοποιηθούν. Πρώτον, οι ΝΨΥ και ΝΨΑ καθιστούν σαφές ότι αυτές οι κυρώσεις αποτελούν έσχατη λύση και θα ισχύσουν μόνο στις πιο εξαιρετικές περιστάσεις, μετά από επαναλαμβανόμενες και βαριές μη συμμορφώσεις.
Οι ευρωπαίοι ρυθμιστικοί φορείς που μελετούν τέτοιες κυρώσεις πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν ισχυρή αντίθεση από τους πολίτες τους, οι οποίοι στηρίζονται στις μεγάλες τεχνολογικές προσφορές στην καθημερινή τους ζωή και δεν έχουν πρόθεση να τις εγκαταλείψουν.
• Τα πρόστιμα είναι επίσης πολύ απίθανο να κινηθούν στα μέγιστα προβλεπόμενα επίπεδα και πιθανότατα θα συνεπάγονται μεγάλα κενά μεταξύ της πραγματοποιήσεως του αδικήματος και της επιβολής τους, (ιδιαίτερα τα περιέχοντα σωρεία πιθανών νομικών προκλήσεων), περιορίζοντας έτσι την αποτρεπτική τους ισχύ.
Τον Δεκέμβριο, η ρυθμιστική αρχή της Ιρλανδίας σε εφαρμογή του ΓΚΠΔ / GDPR επέβαλε τελικά πρόστιμο 450.000 ευρώ στο Twitter, δηλαδή ένα μικρό κλάσμα του μέγιστου επιτρεπόμενου ποσού, για παραβίαση δεδομένων πριν από δύο σχεδόν χρόνια, στην πρώτη περίπτωση που αφορούσε έναν αμερικανικό τεχνολογικό γίγαντα όπου ένας εθνικός ρυθμιστής ζήτησε τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η υπόθεση διήρκεσε πολύ, εν μέρει επειδή η Ιρλανδία ήθελε να επιβάλει ακόμη μικρότερο πρόστιμο, αλλά έπρεπε να αυξήσει το ποσό μετά την αντίδραση της Επιτροπής, αναδεικνύοντας έτσι τις ενδεχομενες διαφορετικές ευρωπαϊκές προοπτικές και προκλήσεις σχετικά με τη ρύθμιση και τον έλεγχο της μεγάλης τεχνολογίας.
Η τελική μοίρα της εν λόγω νομοθεσίας εξαρτάται εν μέρει και από το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση πλαισιώνει τις προτάσεις της προς την νεοεισερχόμενη κυβέρνηση του Biden, διότι η δεκτότητα αυτής σε κανόνες που επηρεάζουν δυσανάλογα τις αμερικανικές εταιρείες θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστική για την εφαρμογή τους.
Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση σχηματοποιήσει τις προτάσεις της ως μεθοδολογία αύξησης των προτύπων για όλες τις εταιρείες και παρέχει διαβεβαιώσεις ότι δεν επιδιώκει να τα χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τις μικρότερες ευρωπαϊκές εταιρείες να εκτοπίσουν τους αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες, τότε η κυβέρνηση του Biden – όχι φιλική προς τη μεγάλη τεχνολογία – είναι πιθανότερο να προσφέρει υποστήριξη στην ΕΕ, ακόμη και αν έτσι υποστηρίζει κάποιες αλλαγές γύρω από τις δρατηριότητες εταιρειών που αποτελούν σημαντικό μέρος της οικονομίας των ΗΠΑ.
Αντίθετα, θα πρέπει οι ηγέτες της ΕΕ – ίσως προωθώντας το σύνολο των αντιστοίχων προτάσεων στο εγχώριο κοινό τους- να χαρακτηρίσουν τον ΝΨΥ και τον ΝΨΑ ως οχήματα προς όφελος των ευρωπαϊκών εταιρειών και των μικροτέρων εταιρειών των ΗΠΑ, ώστε τελικά παρά τον μεγάλο τεχνολογικό σκεπτικισμό της, η κυβέρνηση Biden να μη θεωρήσει πιθανώς τη νομοθεσία της ΕΕ πιο εχθρική με άδικο έλεγχο και τιμωρία των ΗΠΑ που είναι οι πρωταθλητές τεχνολογίας.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ οι ΝΨΥ και ΝΨΑ προσφέρουν ευκαιρίες στις ευρωπαϊκές τεχνολογικές εταιρείες να αναπτυχθούν και να ανταγωνιστούν δυναμικά, (πράγμα που αποτελεί μακροπρόθεσμο στόχο σε ολόκληρη την ΕΕ), επιβάλλουν επίσης δυνητικά σημαντικούς κινδύνους : Οι ηγέτες της ΕΕ που παρουσιάζουν τις προτάσεις ως τρόπο ανάπτυξης γηγενών τεχνολογικών γιγάντων κινδυνεύουν όχι μόνο να προκαλέσουν την κυβέρνηση του Biden να θεωρήσει τους νέους κανόνες ως μονομερώς στοχεύοντες τις εταιρείες των ΗΠΑ, αλλά επίσης κινδυνεύουν να υπερπροβάλλουν τα εν τέλει μη πραγματοποιήσιμα πιθανά οφέλη της νομοθεσίας.
• Ο ΝΨΑ κινδυνεύει, περισσότερο από το ΝΨΥ, να καταπνίξει την ικανότητα των μικρότερων ευρωπαϊκών εταιρειών να ανταγωνιστούν παρά να ενισχυθούν στον ανταγωνισμό τους, όπως έχουν επισημάνει πολλοί βιομηχανικοί όμιλοι. Παρ΄όλο που τα ψηφιακά οικοσυστήματα με επικεφαλής τις «εταιρείες φύλακες» τους δίνουν μεγάλη δύναμη, δίνουν επίσης σε μικρότερες εταιρείες, που βασίζονται σε αυτές, μια κοινή πλατφόρμα για να φτάσουν σε μεγάλες βάσεις χρηστών και να κλιμακώσουν πολύ πιο γρήγορα και φθηνότερα από ό, τι είναι δυνατόν.
Για παράδειγμα, αναγκάζοντας την Apple να επιτρέψει σε καταστήματα εφαρμογών τρίτων να ανταγωνιστούν τα δικά της – κάτι που θα έκανε ο ΝΨΑ – θα μπορούσε να κατακερματισθεί η αγορά και να καταστήσει πολύ πιο δύσκολο και ακριβότερο για τις μικρότερες εταιρείες να επεκταθούν. Πιο γενικά, με τον καθορισμό μιας λίστας υποχρεώσεων και απαγορεύσεων, ο ΝΨΑ κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα δύσχρηστο αμβλύ μέσο ακατάλληλο για δυναμικές αγορές, που θα κατέπνιγε τελικά την καινοτομία που στοχεύει να προωθήσει.
• Η μέχρι στιγμής εξέταση των επιπτώσεων του ΓΚΠΔ (GDPR), ενός παρόμοιου φιλόδοξου συνόλου ψηφιακών κανόνων, υποδηλώνει επίσης ότι οι μικρές εταιρείες ενδέχεται να καταπονηθούν με τις απαιτήσεις που προτείνουν οι ΝΨΑ και ΝΨΥ. Τουλάχιστον κάποια αρχική έρευνα δείχνει ότι ο ΓΚΠΔ έχει αποτρέψει τις επενδύσεις σε μικρότερες εταιρείες της ΕΕ και επέβαλε κόστος συμμόρφωσης που αύξησε τα εμπόδια εισόδου τους στην αγορά. Σύμφωνα με έρευνα της ΕΕ το 2019, ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του ΓΚΠΔ, περίπου οι μισές μικρές επιχειρήσεις δεν συμμορφώθηκαν με δύο από τις βασικές απαιτήσεις της, ενώ ένας μεγάλος αριθμός ετειρικών στελεχών δεν κατεννόησε πολλές από τις απαιτήσεις της νομοθεσίας.
Η νομοθεσία για τις ψηφιακές υπηρεσίες βελτιώνει εξαιρετικά αποτελεσματικά τους μηχανισμούς της αφαίρεσης παράνομου περιεχομένου και της έγκαιρης αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών στο διαδίκτυο, (συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της ελευθερίας του λόγου). Επίσης, με την εφαρμογή της νομοθεσίας δημιουργείται ισχυρότερη δημόσια εποπτεία των διαδικτυακών πλατφορμών, ιδίως δε αυτών που έχουν πάνω από το 10 % του πληθυσμού της ΕΕ.
Όλοι οι «διαμεσολαβητές διαδικτύου» που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εντός της ενιαίας αγοράς θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους νέους κανόνες, είτε είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ είτε εκτός αυτής. Οι πολύ μικρές και οι μικρές επιχειρήσεις θα έχουν υποχρεώσεις ανάλογες με την ικανότητα και το μέγεθός τους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι παραμένουν απολύτως υπόλογες.
Για πρώτη φορά, ένα πολυεπίπεδο και λειτουργικό, κοινό σύνολο κανόνων σχετικά με τις υποχρεώσεις και τη λογοδοσία των διαμεσολαβητών στην ενιαία αγορά δημιουργεί νέες ευκαιρίες παροχής διασυνοριακών ψηφιακών υπηρεσιών, εξασφαλίζοντας παραλλήλως πολύ υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους χρήστες, ανεξάρτητα από τον τόπο της διαμονής τους στην ΕΕ.
Ο νόμος για τις ψηφιακές αγορές θεσπίζει ένα καλοϋπολογισμένο σύνολο αυστηρά καθορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων για τον χαρακτηρισμό μιας μεγάλης διαδικτυακής πλατφόρμας ως «ρυθμιστή πρόσβασης». Με αυτόν τον τον τρόπο, ο ΝΨΑ μπορεί να εστιάζει επιτυχημένα στην επίλυση του προβλήματος αναφορικά με τις μεγάλες, συστημικές διαδικτυακές πλατφόρμες.
Είναι προφανές ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες αλλάζουν άρδην τη ζωή των ανθρώπων. Αντικειμενικός σκοπός της ψηφιακής στρατηγικής της ΕΕ είναι να καταστήσει αυτόν τον μοιραίο βιωτικό μετασχηματισμό επωφελή για τους πολίτες και για τις επιχειρήσεις, συμβάλλοντας παραλλήλως στην επίτευξη του μεγαλόπνοου στόχου της για μια «κλιματικά ουδέτερη» Ευρώπη έως το 2050.
Η Ευρώπη πρέπει τώρα να ενισχύσει ουσιαστικά την ψηφιακή κυριαρχία της και να θέσει ισχυρά πρότυπα, αντί να ακολουθεί τα πρότυπα άλλων, εστιάζοντας σαφώς στα δεδομένα, στην τεχνολογία και στις υποδομές. Πρέπει να σταθεί αποφασισμένη ώστε να καταστήσει την επερχόμενη δεκαετία «Ψηφιακή Δεκαετία» των Ευρωπαίων.
Α. Κωνσταντίνου