Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΠΙΘΑΝΟ ΝΕΟ ΠΛΗΓΜΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΕ
νώ φάινεται ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ θα έχουν χρόνο να προσαρμοστούν στις εκδηλούμενες κυρώσεις για το ρωσικό πετρέλαιο, η απόφαση θα μπορούσε να επιβραδύνει περαιτέρω την ήδη παραβλαβείσα οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρο το Ευρωπαϊκό Συγκρότημα, εάν η αύξηση των τιμών της ενεργείας ή η Ρωσία περικόψουν εν τέλει τις προμήθειες φυσικού αερίου ως αντίποινα. Στις 4 Μαΐου, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν παρουσίασε τις προτάσεις για το έκτο πακέτο κυρώσεων του ΕυρωπαΊκού Συγκροτήματος κατά της Ρωσίας, το οποίο περιλαμβάνει τις περικοπές στις εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου εντός έξι μηνών και τις αντίστοιχες των διυλισμένων «εξευγενισμένων» πετρελαϊκών προϊόντων μέχρι το τέλος του έτους.
Η φον ντερ Λάϊεν δήλωσε ότι το προτεινόμενο σχέδιο θα είναι «μια πλήρης απαγόρευση εισαγωγής για το ρωσικό πετρέλαιο, διακινούμενο θαλασσίως ή μέσω αγωγών, ακατέργαστο η επεξεργασμένο και θα διενεργηθεί με έναν κανονικό τρόπο, με τρόπο που να επιτρέπει σε εμάς και στους συνεργάτες μας να εξασφαλίσουν εναλλακτική λύση, ενώ οι διαδρομές της προμήθειας θα ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο στις παγκόσμιες αγορές». Συγκεκριμένα, οι Βρυξέλλες θέλουν επίσης να απαγορεύσουν στις ευρωπαϊκές εταιρείες την παροχή υπηρεσιών συνδεμένων με την διακίνηση του ρωσικού πετρελαίου (που κυμαίνονται από τη ναυτιλία στην ασφάλιση). Εάν εφαρμοστεί πλήρως το σχέδιο, αυτό θα καταστήσει δυσχερέστερο για τη Ρωσία να μεταφέρει πετρέλαιο σε άλλα μέρη του κόσμου, λόγω της κυρίαρχης θέσης της Ευρώπης για την ασφάλιση των δεξαμενόπλοιων. Παράγοντες της αγοράς ανησυχούν ιδιαιτέρως για αυτήν την πτυχή του σχεδίου, που προβλέπει την απαγόρευση στα ευρωπαϊκά πλοία να μεταφέρουν αργό ή διυλισμένα προϊόντα από τη Ρωσία. Οι κυρώσεις στα πλοία θα βαρύνουν πολύ περισσότερο στις ρωσικές εξαγωγές, καθώς το μέτρο εκτείνεται μακράν πέραν από τις παραδόσεις φορτίων στην ΕΕ, αφορά δε αρκούντως μέγα μέρος του εξαγομένου ρωσικού πετρελαίου (την μεταφορά του οποίου εγγυώνται τα ευρωπαϊκά δεξαμενόπλοια), το οποίον εξάγει η Ρωσία προς κάθε προορισμό, συμπεριλαμβανομένης και της Ασίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει επίσης να αποκόψει τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρωσίας, την «Τράπεζα Καταθέσεων» («Sberbank» – Sberegatelnyy Bank) και άλλες ρωσικές ράπεζες από το διεθνές σύστημα πληρωμών της «Κοινότητας για την Παγκόσμια Διατραπεζική Οικονομική Επικοινωνία» (SWIFT – Society for Worldwide Interbank Financial Telecommunication).
Βεβαίως, αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ εξέφρασαν την εύλογο «ανησυχία» τους για την πρόταση της Επιτροπής.
Οι τιμές του πετρελαίου απογειώθηκαν από τις 5 τρέχοντος μηνός, εξ αιτίας της αναγγελίας περί επιβολής εμπάργκο στον εξαγωγικό ρωσικό «μαύρο χρυσό» λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Επίσης οι τιμές ανέβηκαν εξ αιτίας της μεγάλης μειώσεως των «αποθεμάτων» (stocks) αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ. Τα διαθέσιμα αποθέματα μπορεί να συρρικνωθούν ακόμη περισσότερο έως τα τέλη Μαΐου, καθώς αρκετά αμερικανικά διυλιστήρια εκτελούν εργασίες συντηρήσεως.
Η «τιμωρητική» προς την Ρωσία επιλογή της ΕΕ (άσχετα αν αφορά ή όχι σε αμερικανική πίεση ή αντιρωσική διαβολή), σαφέστατα θα αυξήσει τα προβλήματα και τις εντάσεις στην πλευρά της προσφοράς, καθώς και τις υφέρπουσες ενδοευρωπαϊκές διαφοροποιήσεις και τριβές.
Επί παραδείγματι ο Ούγγρος Υπουργός Εξωτερικών Πέτερ Σιγιάρτο, απέρριψε εξ ονόματος της κυβερνήσεως της πατρίδας του την προταθείσα εξαίρεση για την Ουγγαρία (όπως έγινε με την Σλοβακία). Εδήλωσε δε ότι «με την τρέχουσα μορφή της» δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί τέτοια πρόταση. Καθώς για την υιοθέτηση της προτάσεως της Επιτροπής απαιτείται ομοφωνία των 27, πιθανότατα η τελική της μορφή θα είναι πολύ αμβλυμένη, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής θέσεως της Ουγγαρίας.
• Επισημαίνεται εντόνως πως οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα απαιτήσουν ομόφωνο έγκριση από τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εκπρόσωποι από τις κυβερνήσεις της ΕΕ που συνεζήτησαν το σχέδιο στις 4 Μαΐου, απέτυχαν να καταλήξουν σε συμφωνία.
• Σύμφωνα με τους διπλωμάτες της ΕΕ, η Ουγγαρία και η Σλοβακία (οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό πετρέλαιο και έχουν περιορισμένες επιλογές για την διαφοροποίηση των προμηθευτών τους) θα έχουν περιθώριο μέχρι το τέλος του 2023 για την επιβολή των κυρώσεων προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξή τους για το σχέδιο. Ωστόσο, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας δήλωσε ότι οι ανησυχίες της Βουδαπέστης για την ενεργειακή της ασφάλεια «παρέμειναν ανεπίλυτες». Οι κυβερνήσεις της Σλοβακίας, της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Βουλγαρίας εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους για τις αρνητικές επιπτώσεις της απαγορεύσεως του ρωσικού πετρελαίου στις οικονομίες τους. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί να χρειαστεί να παρέχει πρόσθετες επαναβεβαιώσεις και εξαιρέσεις σε ορισμένα κράτη μέλη για να λάβει την υποστήριξή τους
• Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει περίπου το ένα τέταρτο του πετρελαίου της και περίπου το 45% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επετάχυνε την τάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να βελτιώσει την ενεργειακή της ασφάλεια. Στις αρχές Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το «Επανενεργοποιήστε την ΕΕ»- «REPowerEU», ένα σχέδιο ολοκληρώσιμο μέχρι το 2030 για μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση πράγματι ανεξάρτητο από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Το σχέδιο περιλαμβάνει προτάσεις για τη διαφοροποίηση των προμηθειών φυσικού αερίου μέσω περισσότερου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και εισαγωγής μέσω αγωγών από μη ρωσικούς προμηθευτές (… δηλαδή ΗΠΑ !), αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου και ανανεώσιμου υδρογόνου και επιτάχυνση της μειώσεως χρήσεως ορυκτών καυσίμων στα κτίρια, στη βιομηχανία και στο σύστημα ηλεκτρικής ενεργείας, ενισχύοντας την ενεργειακή απόδοση, αυξάνοντας τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενεργείας και της ηλεκτροδοτήσεως, καθώς και την ανάπτυξη νέας υποδομής για την εξάλειψη των ενεργειακών συμφορήσεων.
Ενώ η προοδευτική σταδιακή κατάργηση προορίζεται να δώσει στις χώρες της ΕΕ ικανό χρόνο για να προσαρμοστούν, ορισμένες θα αγωνιστούν σκληρά ώστε να αντικαταστήσουν το ρωσικό πετρέλαιο. Το περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο φτάνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση με πλοία και όχι με αγωγό, πράγμα το οποίοο δίδει στις χώρες της ΕΕ κάποιον βαθμό ευελιξίας όταν πρόκειται για την εξεύρεση νέων προμηθευτών (αντιθέτως, η αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου, το περισσότερο από τα οποίο φθάνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αγωγό, θα ήταν πολύ πιο δύσκολη διότι θα απαιτούσε την κατασκευή νέας κατάλληλης φυσικής υποδομής). Ακόμα, η πετρελαϊκή υποδομή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει σχεδιαστεί για ροές εξ ανατολών προς δυσμάς, πράγμα που σημαίνει ότι οι χώρες της ΕΕ μπορεί να χρειαστεί να βρουν εναλλακτικούς και ολιγότερον αποτελεσματικούς τρόπους μετακινήσεως πετρελαίου από τα δυτικά προς ανατολικά (όπως σιδηροδρομικώς ή με φορτηγά και πλοιάρια, δρώμενα που είναι πιο ακριβά). Επιπλέον, ορισμένα διυλιστήρια της ΕΕ βελτιστοποιήθηκαν για να χρησιμοποιήσουν το ρωσικό πετρέλαιο, πράγμα οποίο θα μπορούσε να παραβλάψει την αποτελεσματικότητά τους εάν πρέπει να επεξεργαστούν πετρέλαιο από άλλες χώρες, με νέες τεχνικές ανάγκες στην υποδομή τους. Μεγάλα διυλιστήρια σε χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία εκτίθενται ιδιαίτερα στο πρόβλημα αυτό.
Ειδικότερον, η Γερμανία αποτελεί παράδειγμα των ευκαιριών αλλά και των προκλήσεων που συνδέονται με τη μείωση της εξαρτήσεως από το ρωσικό πετρέλαιο:
• Σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση, το ρωσικό πετρέλαιο αντιπροσωπεύει σήμερα το 12% των εισαγωγών πετρελαίου της χώρας, από 35% που ήταν πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Το Βερολίνο αναζητά επί του παρόντος νέες συμφωνίες για να μειώσει περαιτέρω αυτήν την εξάρτηση. Για παράδειγμα, στα τέλη του μόλις παρελθόντος Απριλίου, η Γερμανία έφτασε σε συμφωνία με την Πολωνία για να αυξήσει τις εισαγωγές πετρελαίου μέσω του πολωνικού λιμανιού του Γκντάνσκ (το παλαιό γερμανικό Ντάντσιχ) που είναι εξοπλισμένο για να χειρίζεται «Υπερδεξαμενόπλοια» (Super Tankers) και έχει έναν αγωγό ικανό να στείλει αργό πετρέλαιο στο γερμανικό διυλιστήριο στο Schwedt στη γερμανοπολωνική μεθόριο.
• Παρά την πρόοδο αυτήν, πολλά από τα διυλιστήρια της Γερμανίας έχουν σχεδιασθεί για να χειρίζονται τις ρωσικές εισαγωγές αργού πετρελαίου, με περιορισμένες εναλλακτικές λύσεις για την εισαγωγή θαλασσίων αποθεμάτων αργού πετρελαίου. Για παράδειγμα, το διυλιστήριο Schwedt, μπορεί να εισαγάγει κάποιο αργό πετρέλαιο από το γερμανικό τερματικό πετρελαίου του Ροστόκ, αλλά ο τερματικός σταθμός του Ροστόκ δεν είναι εξοπλισμένος για να χειριστεί τα «Υπερδεξαμενόπλοια» και η χωρητικότης του αγωγού που συνδέει το τερματικό με το διυλιστήριο είναι χαμηλότερη από την ικανότητα του διυλιστηρίου. Το διυλιστήριο Leuna της Total Energies είναι ένα άλλο κύριο γερμανικό διυλιστήριο με περιορισμένες εναλλακτικές λύσεις, επειδή λαμβάνει ρωσικό ακατέργαστο πετρέλαιο μέσω της ιδίας υποδομής αγωγών που συνδέεται με το Schwedt. Η Total Energies δήλωσε τον Μάρτιο ότι θα τερματίσει όλες τις ρωσικές συμβάσεις εφοδιασμού για το διυλιστήριο Leuna μέχρι το τέλος του 2022, καθώς μόλις πέτυχε συμφωνία με την Πολωνία για τη χρήση πολωνικής υποδομής για την εισαγωγή αργού.
Οι ακριβότερες προμήθειες ενεργείας, λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, θα μπορούσαν κάλλιστα να παρεμποδίσουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη και να αυξήσουν περισσσότερον τον πληθωρισμό στην Ήπειρό μας, ασκούσες πίεση στις κυβερνήσεις να επεκτείνουν τις δημόσιες δαπάνες, με υψηλό δημοσιονομικό κόστος.
Εάν εγκριθούν στο σύνολό τους οι σχεδιαζόμενες κυρώσεις της ΕΕ κατά του ρωσικού πετρελαίου θα επέλθουν σε μιαν εποχή στην οποίαν η Ρωσία απειλεί να μειώσει τις προμήθειες φυσικού αερίου για χώρες και εταιρείες που δεν αποδέχονται τον μηχανισμό που δημιουργήθηκε από τη Μόσχα ώστε να πληρώνεται το φυσικό αέριο σε ρούβλια. Ακόμη και οι χώρες της ΕΕ που δεν εισάγουν ενέργεια από τη Ρωσία θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά από τις κυρώσεις, εάν αυτές έχουν ως αποτέλεσμα υψηλότερες παγκόσμιες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, οι κυρώσεις της ΕΕ κατά της ρωσικής ενεργείας και η πιθανή έλλειψη φυσικού αερίου και πετρελαίου σε ορισμένα μέρη της Ευρώπης, σημαίνουν σαφώς ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει πολύ χαμηλή ή θα μπορούσε ακόμη και να συρρικνωθεί, από το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και μετά.
Στην πραγματικότητα, οι μεγάλες οικονομίες όπως η Γαλλία (η οποία παρουσίασε μηδενική ανάπτυξη κατά το πρώτο τρίμηνο) και η Ιταλία (η οποία παρουσίασε συστολή κατά το πρώτο τρίμηνο) μπορεί να εισέλθουν σε ύφεση. Αυτό θα αυξήσει την πιθανότητα να εισαγάγουν οι κυβερνήσεις της ΕΕ πρόσθετα μέτρα πρόνοιας και επιδοτήσεις για τα νοικοκυριά και τις εταιρείες. ώστε να περιορίσουν την αύξηση των τιμών της ενέργειας και το κόστος ζωής όσο το δυνατόν περισσότερο και, με τη σειρά τους, να μειώσουν την πιθανότητα κοινωνικής αναταραχής. Αλλά τέτοιες αυξημένες δημόσιες δαπάνες αμέσως μετά την πανδημία Covid-19 θα έρθουν με υψηλό δημοσιονομικό κόστος, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ήδη σωβούσα επιδείνωση των επιβαρύνσεων χρέους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις της ΕΕ ενδέχεται να αναγκαστούν να εισαγάγουν μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενεργείας, γεγονός που θα υπονομεύσει περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα – ειδικά εάν τα μέτρα αυτά περιορίσουν τη βιομηχανική παραγωγή.
Τέλος, η επιβράδυνση της οικονομικής αναπτύξεως, αλλά και ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα εμβαθύνει το δίλημμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Τράπεζα έχει δηλώσει ότι μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια ήδη από τον Ιούλιο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αλλά μια επιβράδυνση της οικονομίας θα μπορούσε να αναζωογονήσει τη συζήτηση σχετικά με το εάν τελικώς αναβάλει μια τέτοια απόφαση.
• Σύμφωνα με μία ταχεία προκαταρκτική εκτίμηση από το επίσημο γραφείο στατιστικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την «Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία» – «Eurostat», το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 0,2% το πρώτο τρίμηνο του 2022, από 0,3% επέκταση το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Η γερμανική οικονομία αυξήθηκε κατά 0,2 %, ενώ η ισπανική οικονομία αυξήθηκε κατά 0,3%. Εν τω μεταξύ, η γαλλική οικονομία παρέμεινε στάσιμος (0%), ενώ η ιταλική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,2%.
• Ξεχωριστά, η Eurostat ανέφερε επίσης ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε το 7,5% τον Απρίλιο, από 7,4% τον Μάρτιο. Η αύξηση των τιμών της ενεργείας ήταν το κύριο αίτιον αυξήσεωες του πληθωρισμού τον Απρίλιο, ακολουθουμένη από το αυξανόμενο κόστος ορισμένων προϊόντων διατροφής και βιομηχανικών αγαθών.
Α. Κωνσταντίνου