ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ:  Aτομικισμός, ένα επίπονο “παραπροϊόν” του τεχνολογικού πολιτισμού

Ο ίδιος ο τεχνολογικός πολιτισμός και η συνακόλουθή του διαδικασία αστικοποίησης φαίνεται πως ενθαρρύνουν μιαν ολότελα ατομικιστική προοπτική. Συνεπώς η εναπομένουσα συνήθεια του ατόμου για φιλαλληλία, για αυτοθυσία προς όφελος των άλλων, η οποία και στηρίζει την κοινωνική συνοχή σε οποιαδήποτε κοινωνία, μάλλον εδράζεται σε ένα παλαιότερο έκτυπο, ένα είδος ηθικού κεφαλαίου που ο άνθρωπος συσσώρευσε όταν έζησε σε αυτόνομες αγροτικές κοινότητες.

Σύμφωνα με τον πασίγνωστο Γάλλο ιστορικό Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braudel, 1902-1985), τον σπουδαιότερο Γάλλο ιστορικό της μεταπολεμικής περιόδου και εξέχουσα μορφή της Σχολής των Χρονικών (Annales), επί αιώνες η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της σε ουσιαστικά αμετάβλητες γεωργικές κοινότητες. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνος, ελάχιστοι κάτοικοι της υπαίθρου ταξίδεψαν σε απόσταση περισσότερη από 50 χλμ. από την γενέτειρά τους κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής τους.

Από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως την Γαλλική Επανάσταση, η αναλογία ποσοστών, των αγροτών προς εκείνο των αστικών οικιστών, παρέμεινε στο σταθερό 90 % προς 10% του συνολικού πληθυσμού.

Πριν από την βιομηχανική επανάσταση και τη μεγάλη έξοδο από τα αγροτικά χωριά προς τις επεκτεινόμενες εργοστασιακές πόλεις, ένας τυπικός Ευρωπαίος είχε συνηθίσει να ζει περιτριγυρισμένος από την ευρύτερη οικογένεια και τους γειτονικούς συγγενείς του. Οι ευρωπαϊκοί αγροτικοί πληθυσμοί μπορούσαν να υπολογίζουν στην οικογένειά τους και στους γείτονές τους για βοήθεια στην εκτέλεση αγροτικών εργασιών και στην παροχή ψυχολογικής υποστήριξης. Η βασική οικογενειακή αλληλεγγύη και οι παραδόσεις αμοιβαίας βοήθειας έρρεαν (περισσότερο ή λιγότερο) αδιάκοπα από τη μία γενιά στην άλλη.

Τα παιδιά κληρονομούσαν την γη των γονιών τους, τις εργασιακές τους δεξιότητες, τις προοπτικές για τη ζωή, τις αισθητικές προτιμήσεις και τις ηθικές τους αρχές. Επίσης σε πολύ νεαρή ηλικία μάθαιναν την αμοιβαία φύση της παροχής και της λήψεως των διαφόρων αγαθών εντός ενός μακροπρόθεσμου πλαισίου. Σε αντάλλαγμα για τη συντήρησή τους, αναμενόταν να εκτελέσουν το ελαφρύτερο αγροτικό έργο για τις οικογένειές τους.

Απλώς δεν υπήρχε στη ζωή «χώρος» για μιαν ατομικιστική προσέγγιση. Ο κοινός αγώνας για επιβίωση σε ένα σκληρό περιβάλλον εστίαζε την προσοχή στο κοινό συμφέρον της οικογένειας, η οποία λίγο-πολύ ήταν και μια αυτοδύναμη οικονομική μονάδα.

Καθώς στον 19ον αιώνα οι Ευρωπαίοι έγιναν όλο και περισσότερο αστικοποιημένοι, άρχισαν να εξαντλούν αυτό το ξεχωριστό κοινωνικό και ηθικό τους κεφάλαιο, το οποίο σταδιακά έδωσε τη θέση του σε έναν εγωκεντρικό τρόπο ζωής και στην αποξενωτική ατμόσφαιρα της πόλης. Καθώς οι συνθήκες εργασίας στις νέες πόλεις βελτιώθηκαν και εξαπλώθηκε η μαζική παιδεία, οι Ευρωπαίοι μπορούσαν πλέον να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο για να μελετήσουν και να αυτοβελτιωθούν.

Η θεμελιώδης σχέση μεταξύ των παιδιών και των γονέων τους επίσης μεταβλήθηκε, αφού οι αστικές οικογένειες δεν απαιτούσαν πλέον την εργασία των παιδιών τους ως ουσιαστική συνεισφορά στην οικονομική τους ευημερία. Καθώς οι κάτοικοι των αναπτυσσομένων πόλεων και πoλιχνών εξήλθαν από την πενία, προσέλαβαν μια πιο ανεκτική στάση απέναντι στη νεότερη γενιά. Οι γονείς έδιναν στους απογόνους τους ό,τι μπορούσαν χωρίς πλέον να απαιτούν αποζημίωση με τη μορφή εξαντλητικών αγροτικών αγγαρειών. Τα παιδιά ενθαρρύνθηκαν να μάθουν μία τέχνη ή να μελετήσουν σκληρά και να βελτιώσουν το νου τους.

Το φαινόμενο των παιδιών που μεγαλώνουν για να γίνουν αυτοσυντήρητα άτομα με αυτοπεποίθηση, συνδέεται με την εκβιομηχάνιση και με ένα αστικό πρότυπο ζωής, το οποίο τώρα κυριαρχεί στην πλειονότητα της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Λιγότερο από το 10% των πληθυσμών των συγχρόνων ευρωπαϊκών ή βορειοαμερικανικών χωρών ζουν σε αγροτικές κοινότητες – ένα ποσοστό που αντιπροσωπεύει μια πλήρη αντιστροφή χιλιετιών ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μετάβαση από την γεωργική εργασία στην βιομηχανική εργασία ενίσχυσε τις ιδέες περί ατομικής ελευθερίας που απέκτησαν ιδιαίτερη έλξη στις αρχές του 19ου αιώνος.

Αρχικά, η ζωή στους νέους βιομηχανικούς οικισμούς χαρακτηρίστηκε από κατακερματισμό, ανωνυμία και αδιαφορία. Η πρωτοφανής αστική ανάπτυξη καθώς και οι εναλλασσόμενες περίοδοι οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικού μαρασμού διέρρηξαν τις προηγούμενες προσδοκίες περί συνεχείας της «προόδου». Για τους λόγους αυτούς, η κοινωνική και πολιτική σταθερότητα στις αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές πόλεις υπέστη αυξανόμενο άγχος.

Το έγκλημα, ο υπερπληθυσμός, οι επιδημίες, η πορνεία και η κραυγαλέα εκμετάλλευση των εργοστασιακών εργατών ήταν μερικά μόνον από τα κοινωνικά δεινά που πλήττουν ολόκληρες βιομηχανικές περιοχές και χώρες.

Οι εκρήξεις της επαναστατικής βίας στην Δυτική Ευρώπη ακολούθησαν μια τακτή διαδοχή, συμπεριλαμβανομένων των αιματηρών εξεγέρσεων του 1830 [Γαλλική Επανάσταση του 1830, επίσης γνωστή ως η Ιουλιανή Επανάσταση, Δεύτερη Γαλλική Επανάσταση ή Επανάσταση των Τριών Ενδόξων (ημερών) –«Trois Glorieuses»], oι Επαναστάσεις του 1848, γνωστές σε ορισμένες χώρες ως «Άνοιξη των Εθνών» ή «Άνοιξη των Λαών», (μια σειρά βιαίων πολιτικών αναταραχών σε όλη την Ευρώπη), καθώς και η Γαλλική Επανάσταση του 1870 (τετάρτη αστική Επανάσταση που ανέτρεψε τον Ναπολέοντα τον Γ΄και την Β΄Γαλλική Αυτοκρατορία).

Η οικογενειακή αλληλεγγύη και οι παραδόσεις αμοιβαίας βοήθειας που μεταφέρθηκαν από το αγρόκτημα βοήθησαν τους νεοαστικοποιηθέντες Ευρωπαίους να προστατευθούν από χειρότερες καταχρήσεις της συγκεντρωμένης οικονομικής δύναμης. Επίσης, ο χριστιανικός κλήρος συνέβαλε στην αποκατάσταση ενός μέτρου οικειότητος και ενός κοινοτικού πνεύματος, ιδρύοντας αστικές ενορίες προς όφελος των «αποριζωμένων» αγροτών. Αλλά έγινε φανερό ότι απαιτούνται και νέες πολιτικές ιδέες, πρόσφορες για την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής.

Η άνοδος του ατομικισμού και η πτώση των ρυθμών των γεννήσεων

Οι δημογραφικοί εμπειρογνώμονες επισημαίνουν, αφ’ ενός, την συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου της αστικοποίησης και της κινητικότητας της εργασίας, και αφ’ ετέρου την συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου της αστικοποίησης και

της σταθερότητας των κοινωνικών ομάδων και των οικογενειών. Η μετατόπιση από τις γεωργικές στις αστικές κοινότητες συνδέεται με αύξηση των διαζυγίων και πτώση των ποσοστών γεννήσεων. Με την εγκατάλειψη των παραδόσεων των αγροτικών κοινοτήτων, το άτομο συνηθίζει να ζει για τον εαυτό του. Ένας κάτοικος της πόλης δεν απαιτεί πλήθος παιδιών και συγγενών για να τον συνδράμουν στην αγροτική εργασία.

Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίον οι κοινωνίες που έχουν επιτύχει τα υψηλότερα επίπεδα αστικοποίησης και κινητικότητας είναι εκείνες που γερνούν δημογραφικά με ταχύτερους ρυθμούς.

Ένα άτομο που συγκροτεί μιαν οικογένεια, ουσιαστικά μεριμνά για τη μετάδοση της ζωτικότητός του σε μιαν άλλη γενιά. Πιστεύει ότι η ζωή του έχει νόημα. Οι νέοι γονείς πρέπει να επενδύσουν ένα σημαντικό μέρος των δημιουργικών τους ενεργειών στην υποστήριξη και στο μεγάλωμα των παιδιών. Για πολλούς, αυτό προσφέρει την καλύτερη ευκαιρία που θα έχουν ποτέ για να επηρεάσουν την κοινωνία τους με ουσιαστικό τρόπο. Ένα άτομο δίχως πίστη στην ανθεκτικότητα της κληρονομιάς του θα προσανατολιστεί περισσότερο στον εαυτό του και στην αισθησιακή του ικανοποίηση.

Η μεταψυχροπολεμική εποχή μας αμφισβητεί ολοσχερώς τα παραδεδεγμένα (εν ονόματι του δολίως υπεσχημένου από τους Διεθνείς Επικυριάρχους μέλλοντος), «σνομπάρει» προκλητικά (περιφρονεί δίχως ευγένεια–sine nobilitatis) τις παλαιές, δοκιμασμένες χρήσιμες ιδέες χωρίς να αναδεικνύει στην θέση τους λειτουργικές νέες ιδέες, ενισχύει τον διανθρωπισμό (και ιδιαίτερα την τεχνητή νοημοσύνη), ενώ παραλλήλως δημιουργεί ανερυθρίαστα την εντύπωση ότι ευνοεί και προωθεί «ατάκτους», δηλαδή παρατύπους και παρανόμους, σκοπούς.

Σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού του 20ου αιώνος θα μπορούσε να είναι το αυτοκίνητο, η υλοποίηση των ένθερμων φιλοδοξιών πολλών και ένας πυλώνας της εξόχως κινητικής κοινωνίας μας. Το αυτοκίνητο παρέχει άμεση ικανοποίηση της ορμής περί ισχύος, ξεπερνώντας εύκολα τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ορισμένοι παρατηρητές διαπίστωσαν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι περισσότερο διατεθειμένος να διατηρεί δύο αυτοκίνητα στο γκαράζ του παρά να αποκτήσει δύο επί πλέον παιδιά στο σπίτι. Ο σύγχρονος καταναλωτισμός περιορίζει και στενεύει την έννοια της ανθρωπίνης ισχύος στη στιγμιαία αισθησιακή σφαίρα του ατόμου. Έτσι, κάποιος απολαμβάνει τις ευχαριστήσεις του «εδώ και τώρα», για τον εαυτό του. Ο καταναλωτής αναζητά προσωπική απόλαυση και άνεση, ενώ η απόκτηση και επίδειξη του πλούτου ενισχύει την κοινωνική θέση του ατόμου.

Αλλά με την εγκατάλειψη των ελπίδων για συγκρότηση μιας οικογένειας, του φυσικού συνόλου που παίζει έναν ιδιαιτέρως εποικοδομητικό ρόλο στην κοινότητα ή με την εγκατάλειψη της συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία, το άτομο καθιστάμενο ένας αχαλίνωτος εγωιστής και αισθησιακός «ιδιώτης» (…που «ιδιωτεύει» μακράν της Πολιτείας, πάσχων από «ιδιωτεία»), αφοπλίζεται ενώπιον υπερτέρων και πλέον αποφασισμένων δυνάμεων. Καθώς απελευθερώνεται από τους κοινωνικούς δεσμούς και τις υποχρεώσεις του, το άτομο πράγματι … επιτυγχάνει κάποια προσωπική ελευθερία, αλλά επίσης στερείται ταυτοχρόνως την αληθινή ισχύ, αν ερμηνεύσουμε την ισχύ ως ικανότητα ενός εκάστου να ασκεί διαρκή επιρροή στο ανθρώπινο περιβάλλον του.

Όμως, παρά την διευρυνόμενη «ιδιωτεία» της εποχής, σε πείσμα των καιρών και των περιστάσεων, μέσα στον κυκεώνα της αδυσώπητης πραγματικότητος εξακολουθεί να εκδηλώνεται εμπράκτως ο αλτρουισμός, το ανυστερόβουλο ενδιαφέρον και η φροντίδα για το καλό των υπολοίπων μελών της υπό διωγμόν οικογενείας και της υπό διωγμόν Λαϊκής Κοινότητος. Πρακτικές που οριοθέτησε η Φύση, επισφράγισε η Ιστορία και πιστοποίησε

η κοινωνιολογία, συγκαταλέγονται διαχρονικά στις ηθικές πράξεις, που σεβάστηκε ο χρόνος. Αποτελούν δε μείζον πρόβλημα των Εξουσιαστών, οι οποίοι επιδιώκουν πάσει δυνάμει να επιβάλλουν την «Δικτατορία Γνώμης και Αισθήματος» και θα ήταν σφάλμα, αν έσπευδε κανείς να τις υποτιμήσει ή και να τις παραμερίσει, υποστηρίζοντας ότι αποδυναμώθηκαν και αργοσβήνουν μέσα στον έλος της «Παγκοσμιοποίησης».

Διότι, ευτυχώς, από γνώμες, συζητήσεις ή ποικίλες (σποραδικές και μη) προσπάθειες, προκύπτει σαφώς πως η κοινοτική φιλαλληλία, υπάρχει ακόμη. Υφίσταται συντριπτικές δοκιμασίες, περιθωριοποιείται με τα σφαλερά ή ανερμάτιστα κριτήρια των ημερών μας και συχνά διστάζει να αποκαλυφθεί. Την παρεμποδίζει συστηματικά, η εμπαθής εγωπάθεια των διαφόρων «επιτυχημένων» που νομίζουν ότι τα πάντα ξεκινούν και εξαρτώνται από αυτούς.

Δεν πρόκειται εδώ για απλό εγωισμό, για την αγάπη του εαυτού, δηλαδή για ένα «φυσικό» αίσθημα, εξελικτική μετεγγραφή του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως. Αφορά πλέον σε ένα ψυχοπαθητικό ναρκισσισμό, μία νοσηρή «φιλαυτία», ένα φρενήρη και βουλιμικό εγωισμό που έχει υπερβεί τα εσκαμμένα και επιφέρει «αχαλίνωτο, ολέθριο πάθος που παρασύρει τους θνητούς προς το αντικείμενο των επιθυμιών τους», όπως καταγράφει ο μέγας Σταγειρίτης στα Ηθικά Νικομάχεια.

Μήπως δεν ανταμώνουμε και τώρα, στον ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό μας περίγυρό, συνανθρώπους μας οι οποίοι με αφετηρία την υπέρμετρη αγάπη στον εαυτό τους, έχουν απαράδεκτα υπεροπτική συμπεριφορά, διαφωνούν με κάθε γνώμη που δεν συμφωνεί με τις απόψεις τους, δίδουν προτεραιότητα στο συμφέρον τους και αδιαφορούν πλήρως για τις ατυχίες ή τις δυσχέρειες του «πλησίον» τους; Δυστυχώς, δεν αποτελεί θλιβερό προνόμιο μόνον των ποικίλων «ανεκτικών» δικαιωματιστών, οικουμενιστών, διεθνιστών και «φιλελευθέρων» ο αχαλίνωτος εγωπαθής ατομισμός.

Για κάποιο χρονικό διάστημα ο Εθνικισμός αποκαθιστά την κοινωνική αλληλεγγύη

Δεν ήταν τυχαίο ότι η φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, ο σοσιαλισμός και ο Εθνικισμός εμφανίστηκαν ως οι κυρίαρχες πολιτικές ιδέες του 19ου και του 20ου αιώνος. Η κάθε μια, με τον δικό της τρόπο, προσεπάθησε να αναβιώσει την αίσθηση της κοινότητος, αίσθηση η οποία είχε χαθεί στα σκοτεινά διαμερίσματα και στα ανήλιαγα στενά των βιομηχανικών πόλεων. Η σοσιαλδημοκρατία προσεπάθησε να ανακόψει τον αντίκτυπο των διογκουμένων ανισοτήτων στο εισόδημα και στην ευημερία, οι οποίες προκαλούσαν δυσαρέσκεια και υπονόμευαν την αλληλεγγύη. Η φιλελεύθερη δημοκρατία προσέφερε συντάγματα, κοινοβούλια, επέκταση του δικαιώματος της ψήφου και «ελευθεροτυπία», για να δώσει στο άτομο (τουλάχιστον τυπικά), τα μέσα με τα οποία μπορεί να διαμορφώσει τη δημόσια ζωή στις μαζικές κοινωνίες.

Την εποχή εκείνη ο Εθνικισμός εμφανίστηκε ως η ισχυρότερη ενοποιητική δύναμη των κοινωνιών, εν μέρει επειδή αντανακλούσε τα ήδη υπάρχοντα συναισθήματα συγγένειας, με βάση τις κοινές γλώσσες, τον πολιτισμό και την μακρά ιστορική αλληλεπίδραση. Επίσης κατάφερε να διατυπώσει μια πολύ ευρύτερη σφαίρα ευρωπαϊκών φιλοδοξιών σε σχέση με τα άλλα νεοεμφανιζόμενα ρεύματα σκέψης. Οι εθνικιστικές πεποιθήσεις, σε συμμαχίες με φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες, επιτέθηκαν με επιτυχία ενάντια στην αριστοκρατική κυριαρχία και υπονόμευσαν τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες.

Ο Εθνικισμός ικανοποίησε την ανάγκη του ατόμου για συνέχεια και σκοπό σε μιαν εποχή αβεβαιότητος. Υποστήριξε την ιδέα του λαού ως οργανικού συνόλου, που περιελάμβανε παρελθούσες, παρούσες και μελλοντικές γενεές, όλες εργαζόμενες για τους κοινούς στόχους. Οι εθνικιστές προτρέπουν τα μέλη μιας εθνικής κοινότητος να υπερηφανεύονται για τα προηγούμενα επιτεύγματά τους και να αναζητούν νέα επιτεύγματα προς όφελος των επομένων γενεών. Για πολλούς Ευρωπαίους, αυτές οι ιδέες αναζωπύρωσαν τις ελπίδες ανεύρεσης νοήματος στις ξεριζωμένες ζωές τους.

Δυστυχώς, τα επακόλουθα ιστορικά γεγονότα εξάλειψαν την εθνική ιδέα ως ισχυρή, συνδετική δύναμη στην Ευρώπη. Μετά το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου, δύο οικουμενικά δόγματα, ο φιλελευθερισμός της ελεύθερης αγοράς των ΗΠΑ και ο σοβιετικός κομμουνισμός της ΕΣΣΔ, μεταμοσχεύθηκαν στο σώμα της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψεως.

Τα οικουμενικά δόγματα, τα οποία μεταφύτευσαν οι υπερ-δυνάμεις στα ερείπια του πολέμου, δεν παρήγαγαν ανθεκτικές κοινότητες. Αντιθέτως, βοήθησαν να παραχθεί και να προωθηθεί μια τεράστια μάζα «εξατομικευμένων» και αλλοτριομένων ατόμων, που επιδιώκουν τους ατομικούς ξεχωριστούς σκοπούς τους.

Ο κοινωνικός κατακερματισμός, που προκλήθηκε από την εκβιομηχάνιση και αντισταθμίστηκε αποτελεσματικά από τον Εθνικισμό για περισσότερο από έναν αιώνα, μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου επανέλαβε ταχύτερα την ισοπεδωτική πορεία του με την καλπάζουσα Παγκοσμιοποίηση. Τώρα πλέον ο ατομικισμός φυτεύεται στην ευρωπαϊκή ψυχή θεσμικά και πνευματικά, σταθερά και συστηματικά.

Α. Κωνσταντίνου

Similar Posts