ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ:  H Δύση επεδίωκε οικονομικές πολιτικές που ήσαν ολότελα επιβλαβείς για τα εθνικά συμφέροντα των χωρών της,

Ο Γερμανός φιλόσοφος ΄Οσβαλντ Σπένγκλερ, γράφοντας το βιβλίο του «Ο Άνθρωπος και η Τεχνική. Συμβολή σε μια Φιλοσοφία της Ζωής» («Der Mensch und die Technik. Beitrag zu einer Philosophie des Lebens» εκδόσεις C. H. Beck, Μόναχο 1931), υπεγράμμισε αυτό που θεωρούσε ότι ήταν η παράλογη και μυωπική άποψη της Δύσεως όσον αφορά στις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και των αποικιών τους. Ο Σπένγκλερ συνέλαβε την ιδέα ότι η Δύση επεδίωκε οικονομικές πολιτικές που ήσαν ολότελα επιβλαβείς για τα εθνικά συμφέροντα των χωρών της, αλλά φάνηκε να το αποδίδει σε αντικειμενικές ιστορικές τάσεις και όχι σε κάποιον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό από αφανείς ή εν μέρει εμφανείς ισχυρές ελίτ.

Έχουμε ήδη εντοπίσει ως την πρώτη άνοδο της Παγκοσμιοποιήσεως σε αυτό που ο Σπένγκλερ ανέφερε ως καταστροφική «διάδοση της βιομηχανίας», στο τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνος. Η περίοδος αυτή συμπίπτει επίσης με την ενοποίηση της οικονομικής και βιομηχανικής εξουσίας στα χέρια μιας σχετικώς μικρής ομάδας διεθνών πλουτοκρατών. Σε αντίθεση με τον Σπένγκλερ, ο οποίος είναι πασίγνωστος για την μεγαλοπρεπή «Παρακμή της Δύσεως», αυτά τα οικονομικά συμφέροντα ουδόλως εταράσσοντο από τις προοπτικές βαθείας υφέσεως των ευρωπαϊκών κρατών όσον αφορά στις καταστροφικές οικονομικοκοινωνικές παρενέργεις στις αποικίες τους.

Ήδη κατά την πρώτη διόγκωση της Παγκοσμιοποιήσεως, οι οικονομικοί κύκλοι του Λονδίνου και των Παρισίων έκτιζαν τα θεμέλια για μια παγκόσμιο ζώνη εμπορίας και συνάμα συγκροτούσαν την πολυεπίπεδο σκέψη τους περί παγκοσμίου ηγεμονίας και διακυβερνήσεως. Η βρετανική και η γαλλική αυτοκρατορία διηύθηναν ή τουλάχιστον εξασκούσαν κάποια μορφή πολιτικού ελέγχου σε περισσότερα από 50 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. της γης. Επίσης, καθώς τεράστιες οικονομικές ροές από το Λονδίνο και το Παρίσι εισέρεαν στις ΗΠΑ και στην Τσαρική Ρωσία, οι οικονομικοί ολιγάρχες μπορούσαν πλέον να εξετάσουν πολύ καλά μια φάση τελικού σταδίου της κινήσεως τους προς έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας.

Η ιδέα ότι η Αμερική και η Ρωσία θα μπορούσαν να «ξεγλιστρήσουν» από τις οικονομικές τροχιές του Λονδίνου και των Παρισίων πιθανότατα τους φαινόταν μια πολύ μακρινή και σχεδόν απίθανη προοπτική, δεδομένου ότι η εξάρτηση από την ξένη χρηματοδότηση ήταν γενικώς αντιληπτή ως προοίμιο και βεβαίας πολιτικής εξαρτήσεως. Οποιαδήποτε κίνηση της χώρας – παραλήπτη των χρηματοδοτήσεων που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των «οικονομικών πρωτευουσών» μπορούσε θεωρητικώς να αντιμετωπισθεί με άμεσο κλείσμο της «στρόφιγγας» του χρήματος.

Η διαδικασία οικοδομήσεως οικονομικών, εμπορικών και βιομηχανικών διασυνδέσεων, δημιούργησε μια νέα τάξη καταναλωτών στο πλουτοληπτικό άκρο της οικονομικής γενναιοδωρίας. Μερικοί από τους νέους συνεταίρους που βρήκαν η βρετανική και η γαλλική πρωτεύουσα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με την πάροδο του χρόνου μεγάλωσαν και κατέστησαν από μόνοι τους σημαντικοί διεθνείς παίκτες. Οι στενοί δεσμοί μεταξύ των υποκαταστημάτων των Ρότσιλντ του Λονδίνου και των Παρισίων με τον αμερικανικό οίκο των Μόργκαν και τα συμφέροντα των Ροκφέλερ αποτελούν ένα ακριβές παράδειγμα αυτής της σημαντικής ιστορικής τάσεως.

Από αυτήν την στενή οικονομική συνεργασία μεταξύ των Ρότσιλντ, Ροκφέλερ και Μόργκαν ανεπτύχθη μια ανάμειξη του διεθνούς κεφαλαίου, οι φιλοδοξίες του οποίου υπερέβησαν τα εθνικά συμφέροντα και απέκτησαν παγκόσμια εμβέλεια. Οι Αμερικανοί καπιταλιστές ενίσχυσαν τις άρχουσες γαλλοβρετανικές χρηματοοικονομικές τάξεις, προσθέτοντας στις σφαίρες επιρροής τους τον τεράστιο πλούτο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Την στιγμή που ξεκίνησε ο Α’ Μεγάλος Πόλεμος, η στενή σχέση μεταξύ αμερικανικών και βρετανικών οικονομικών συμφερόντων σύντομα εκδηλώθηκε με την απόφαση του Προέδρου Γούντρου Γουίλσον (Woodrow Wilson) να εισάγει τις ΗΠΑ στον πόλεμο στην πλευρά της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας.

Δύο βασικοί σύμβουλοι του Προέδρου Γουίλσον για ζητήματα πολέμου και ειρήνης ήσαν ο Έντουαρντ Μάντελ Χάους (Edward Mandell House), ένας κοσμοπολίτης χρηματοπιστωτικός «παίκτης» και ο δαιμόνιος χρηματιστής Μπερνάρ Μανς Μπάρουκ (Bernard Mannes Baruch) ένας τραπεζίτης της διαβόητης Γουώλ Στρητ. Ο Χάους υπήρξε ένας εξαιρετικά στενός φίλος και άτυπος βοηθός του Γουίλσον. Διατήρησε ισχυρούς δεσμούς με τους βρετανο-αμερικανικούς οικονομικούς κύκλους και συνέβαλε στην ίδρυση του πανίσχυρου «Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων» («Council on Foreign Relations» – CFR) το 1921.

Ο Μπάρουκ διέθετε σημαντικούς μοχλούς επιρροής στον πρόεδρο των ΗΠΑ από τότε που διεδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση και στην χρηματοδότηση της προεδρικής υποψηφιότητας του Γουίλσον το 1912. Ο Μπάρουκ διορίστηκε από τον Γουίλσον για να διευθύνει τον Σύνδεσμο των Πολεμικών Βιομηχανιών, ο οποίος διοργάνωσε την οικονομική κινητοποίηση για την πολεμική προσπάθεια. Μετά τον πόλεμο, ο Μπάρουκ συνόδευσε τον Γουίλσον στο συνέδριο ειρήνης των Παρισίων, όπου συνέχισε να τον συμβουλεύει για την αναδυόμενη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη.

Οι οικονομικοί κύκλοι της Γουώλ Στρητ ήσαν αναστατωμένοι για την στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ στους συμμάχους, αφού πολλοί Αμερικανοί χρηματοδότες είχαν ήδη δανείσει με δική τους πρωτοβουλία δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ στην Βρετανία και στην Γαλλία, ακόμη και πριν οι ΗΠΑ καταστούν εμπόλεμες. Σε σημαντικό βαθμό, η κήρυξη πολέμου της Αμερικής κατά της Γερμανίας θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μία κίνηση για να σωθούν οι επενδύσεις των αμερικανών τραπεζιτών στον συμμαχικό σκοπό. Χωρίς την στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ, οι Σύμμαχοι πιθανότατα δεν θα είχαν νικήσει τη Γερμανία. Και ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει επηρεάσει καταστροφικά το οικονομικό κατεστημένο των ΗΠΑ.

Κατά την περίοδο μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, ο Μπάρουκ σφυρηλατούσε στενούς προσωπικούς και πολιτικούς δεσμούς με τον Γουίνστον Τσώρτσιλ (Winston Churchill), [του οποίου η μητέρα Τζένη (Jennie) πρέπει να μη ξεχνάμε πως ήταν θυγατέρα ενός αμερικανικού χρηματοοικονομικού μεγιστάνα, χρηματοδότη κυβερνήσεων και διαχειριστή πολιτικών], του Λέοναρντ Γουώλτερ Τζερόμ (Leonard Walter Jerome)]. Ο Μπάρουκ βοήθησε τον μελλοντικό πρωθυπουργό Τσώρτσιλ να ξεφύγει από τους εναγκαλισμούς της οικονομικής καταστροφής λόγω των ανεπιτυχών του κερδοσκοπικών επιχειρήσεων.Κατά τη διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου, ο Μπάρουκ ήταν και πάλι ενεργός υπέρμαχος της υποστήριξης των ΗΠΑ προς τους Συμμάχους. Υπήρξε σημαντικός σύμβουλος του Προέδρου Ρούσβελτ, ο οποίος τον διόρισε ως ειδικό σύμβουλο του και Διευθυντή του «Γραφείου Πολεμικής Κινητοποίησης».

Η νίκη της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ στον Α’ Μεγάλο Πόλεμο επέτρεψε στους παγκοσμιοποιητές εκείνης της εποχής να κάνουν το πρώτο βήμα τους προς την δημιουργία μιας εμβρυϊκής πολιτικής οργανώσεως ολοκλήρου του κόσμου, ιδρύοντες την «Κοινωνία των Εθνών». Ωστόσο, αυτή η πρώτη προσπάθεια τελικά απορρίφθηκε από τη Γερουσία των ΗΠΑ και οι παγκοσμιοποιητές έπρεπε να περιμένουν το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου, (οπότε οι συνθήκες εθνικής αποσυνθέσεως είχαν πλέον ωριμάσει) για τη δημιουργία του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.

Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι τότε οι Γάλλοι επενδυτές ανέμεναν πως ένα σημαντικό μέρος της αρχούσης τάξεως της Τσαρικής Ρωσίας θα μπορούσε επίσης να συρθεί στην τροχιά τους με τον ίδιον τρόπο που η αμερικανική πρωτεύουσα συνεδέθη με την βρετανική χρηματοδότηση. Δυστυχώς γι αυτούς, η Κόκκινη Επανάσταση αναστάτωσε τα μεγαλοπρεπή σχέδια τους. Διότι οι επαναστάτες προχώρησαν σε μαζική δήμευση σχεδόν όλων των ιδιωτικών ιδιοκτησιών, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων επενδύσεων.

Μια εξαιρετικά αποκαλυπτική αντίστοιχη, σύγχρονη σχετική ερώτηση είναι αν κάποια δυτική πρωτεύουσα θα επιτύχει να απορροφήσει τις κινεζικές ελίτ και να τις πείσει να γίνουν μέρος της κυβερνώσας παγκοσμιοποιητικής «λέσχης των ισχυρών». Παρόλο που η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας προσυπογράφει επισήμως τον κομμουνισμό (ο οποίος τύποις είναι η αντίθεση του καπιταλισμού), περίπου εκατόν από τους 5.000 κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της χώρας είναι δισεκατομμυριούχοι (με περιουσία εκπεφρασμένη σε δολάρια ΗΠΑ), ενώ αρκετές εκατοντάδες περισσσότεροι διαθέτουν έκαστος περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.

Εν όψει αυτής της καταστάσεως, ένας αυξανόμενος αριθμός Κινέζων υπευθύνων επί της λήψεως των αποφάσεων στην Λαϊκή Δημοκρατία διαπιστώνουν ότι οι προσωπικές τους περιουσίες συνδέονται στενά με το παγκόσμιο σύστημα οικονομίας και εμπορίου. Συνεπώς, αυτό θα τους κάνει (θεωρητικά) να είναι ιδιαιτέρως «ευαίσθητοι» σε οποιαδήποτε επιδείνωση των σχέσεων της πατρίδας τους με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικά.

Ωστόσον, ένα αυξανόμενο σύνολο αποδεικτικών στοιχείων υποδηλώνει ότι ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θέλει να επιτύχει η Κίνα μια θέση παγκόσμιας υπεροχής χωρίς να υποκύψει στις δυτικές ελίτ. Ταυτοχρόνως, οι πλούσιοι Κινέζοι είναι από τους πλέον ενεργούς παγκοσμίως σε ότι αφορά στην …. εξαγωγή του πλούτου τους στο εξωτερικό. Το συνολικό ποσόν των ιδιωτικών κινεζικών περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκρυβεί στους λεγομένους «υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους» πιθανότατα ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Πιθανώς τα περιουσιακά στοιχεία μετακινούνται στο εξωτερικό για να τα προστατευθούν από την Λαϊκή Δημοκρατία, εάν η τελευταία επανακάμψει σε κομμουνιστικές ισοπεδωτικές – εξισωτικές πολιτικές. Τώρα, ένα άρρητο κομβικό ερώτημα είναι αν ο Πρόεδρος Σι είναι ένας άλλος Στάλιν, που προετοιμάζει την Λαϊκή Δημοκρατία για μια σύσφιξη του κεντρικού ελέγχου και μιαν αποφασιστική ώθηση ενάντια στην Δυτική ηγεμονία.

Ελπίζουμε πως οι προηγηθείσες παράγραφοι θα υπογραμμίσουν το κύριο μειονέκτημα της ευρωπαϊκής ηγεσίας κατά την περίοδο 1870-1939, δηλαδή την παράδοση της εθνικής πολιτικής εξουσίας σε μιαν οικονομική ολιγαρχία που αποσκοπεί στην παγκόσμια κυριαρχία και διακυβέρνησηη. Θα μπορούσαν οι ευρωπαίοι ηγέτες να ενεργήσουν διαφορετικά για να αποτρέψουν τη διάβρωση της εθνικής κυριαρχίας και τη μείωση της ζωτικότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών της εποχής μας; Μήπως πρέπει οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να επιδιώξουν την εθνικοποίηση των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, των τραπεζών και του εξωτερικού εμπορίου κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου μετατοπίσως της παγκόσμιας ισχύος;

Θα μπορούσε κανείς να βρει ικανά επιχειρήματα υπέρ της μεγαλυτέρας κρατικής παρεμβάσεως, στις οικονομίες των ευρωπαϊκών εθνών κατά τα έτη 1870-1939. Η πλέον προσεκτική παρακολούθηση ή η αυστηροτέρα ρύθμιση των μαρξιστών που χαράσσουν σχηματικώς τα επιτρεπτικά ύψη μιας οικονομίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να κατευθύνουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες προς μεγαλυτέρα ευθυγράμμιση με τα εθνικά ή ευρωπαϊκά περιφερειακά συμφέροντα και όχι με εκείνα των διεθνών οικονομικών κύκλων των Επικυριάρχων. Ο πράγματι τεράστιος πλούτος που εξήχθη τότε από τους Αγγλο-Γάλλους στο εξωτερικό των χωρών τους για την οικοδόμηση της οικονομικής αυτοκρατορίας των παγκοσμιοποιητών θα μπορούσε να είχε διοχετευθεί ώστε να βελτιώσει την εγχώρια υποδομή ή να μειώσει την πενία μεταξύ των εργατικών τάξεων της Γαλλίας και της Βρετανίας.

Αντίθετα, οι Μπολσεβίκοι κατενόησαν πολύ καλά την σχέση μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αυτοί οι αποτελεσματικοί και αδίστακτοι πιστοί του ολοκληρωτισμού διόλου δεν άργησαν να προβούν σε εθνικοποίηση σχεδόν ολόκληρης της οικονομίας της Ρωσίας μετά την ανατροπή του Τσάρου. Η αντίληψη και κατανόηση των Μπολσεβίκων περί των πολιτικών συνεπειών της οικονομικής εξουσίας, τους βοήθησε να κερδίσουν την τελική νίκη στον αγώνα για την εξουσία. Δυστυχώς για τους Μπολσεβίκους, ο υπερβολικός κυβερνητικός έλεγχος της οικονομίας της πολυεθνικής αυτοκρατορίας τους, αποδείχθηκε εν τέλει η «αχίλλειος πτέρνα» του κομμουνιστικού συστήματος.

Ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν στο παρελθόν οι πολιτικώς συνειδητοποιημένοι Ευρωπαίοι πατριώτες ήταν η ανεπαρκής εκτίμησή τους για το πώς η οικονομική εξουσία επιδρούσε καθοριστικώς στον τομέα διαμορφώσεως της εθνικής πολιτικής. Οι αυξανόμενοι οικονομικοί δείκτες, οι οποίοι συχνά αντανακλούσαν ηυξημένο εξωτερικό εμπόριο και ξένες επενδύσεις, εθεωρήθησαν γενικώς ως θετικά σημεία αυξανομένης εθνικής δυνάμεως. Οι Εθνικιστές εφάνηκαν βραδείς στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίον ο αυξανόμενος πλούτος των τραπεζών των χωρών τους, αλλά και των εθνικών τους εμπορικών συμφερόντων θα προσέδιδε σε αυτούς τους φορείς κυρίαρχη επιρροή στις εθνικές πολιτικές : Όπως είδαμε, τα συμφέροντα των ολιγαρχικών ελίτ και οι πολιτικές που υπεστήριζαν είχαν τελικώς τραγικές συνέπειες για τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη.

Α. Κωνσταντίνου 

Similar Posts