ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΕΘΝΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ: Η Βούληση για Δύναμη και οι Διεργασίες της Συνείδησης
Με την παραδοχή πως η συνείδηση είναι κυρίως η αντανάκλαση και η αναπαράσταση πραγματικών δυνάμεων και ύλης εξωτερικής προέλευσης, τότε πρέπει να τονιστεί ότι η συνειδητή ύπαρξη του ατόμου είναι περισσότερο αναπαράσταση και δυνατότητα παρά πραγματικότητα και αληθινή ισχύς. Το άτομο διαθέτει κάποια πραγματική δύναμη, αλλά όχι τόση όσο θα ήθελε να πιστεύει. Το μεγαλύτερο μέρος της πραγματικής ισχύος με την οποία θα αγωνίζεται το άτομο σε όλη του τη ζωή προέρχεται από το κοινωνικό του περιβάλλον.
Οι ιδέες που μπορεί να έχει ένα άτομο μπορεί να είναι ισχυρές, αλλά η ισχύς του αφορά μόνο σε δυνητική δύναμη, η οποία χρειάζεται ένα υλικό μέσο (κυρίως άλλα ανθρώπινα όντα και τις φυσικές και διανοητικές δυνάμεις που αυτά ελέγχουν και κατευθύνουν) ώστε να γίνει πραγματικότητα. Μακροπρόθεσμα, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγνοήσει τον βασικό νόμο της ζωής, ο οποίος απαιτεί από όλα τα έμβια όντα να επιδιώκουν την δύναμη, ένα νόμο που έχει τις ρίζες του στη φυσική πραγματικότητα.
Αλλά αν μια υπερανεπτυγμένη συνείδηση και η ικανότητα σκέψης είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, και αν η διάνοια θεωρεί τον εαυτό της ως ένα θεμελιωδώς ατομικό φαινόμενο, τότε πώς μπορούν όλα αυτά να περάσουν στις επόμενες γενιές; Πρέπει άραγε να σκεφτόμαστε μόνο την ακατέργαστη φυσική μας ύπαρξη ως αληθινή πραγματικότητα του είναι μας, την οποία μάλιστα πρέπει να υπερασπιστούμε ενάντια στο διαβρωτικό έργο του χρόνου;
Η λύση σε αυτό το πρόβλημα πρέπει να αναζητηθεί στη διάκριση μεταξύ πραγματικής και δυνητικής ισχύος.
Ναι μεν, ο νους πρέπει να συνεχίσει να αγωνίζεται για τη γνώση, αλλά δεν πρέπει να το κάνει μόνο για τον εαυτό του. Ένα μεγάλο μέρος των πνευματικών προσπαθειών πρέπει επίσης να ωφελήσει τις συλλογικότητες, τις ενώσεις στις οποίες ανήκει το άτομο, ξεκινώντας από την οικογένεια, συνεχίζοντας στην οργάνωση της εργασίας, στην τοπική κοινότητα και τελειώνοντας με την εθνική κοινότητα. Διότι είναι το συλλογικό ον, η μείζων Λαϊκή Κοινότητα και τα φυσικά έμβια όντα που την συναποτελούν, που προσφέρουν τις ιδέες μιας συγκεκριμένης ατομικής πραγματικότητας, αντοχής και ισχύος.
Συνεπώς, η συνείδηση και η σκέψη πρέπει να βοηθούν στην εδραίωση των σχηματισμών στους οποίους προσκολλάται το άτομο και οι οποίοι διαμορφώνουν και φροντίζουν το άτομο. Μέσω της υπηρεσίας προς ομάδες ανθρώπων και προς την ευρύτερη κοινότητα, η νοημοσύνη του ανθρώπου βρίσκει έναν δίαυλο μέσω του οποίου κατακτά τη φυσική, αντιληπτή πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο το άτομο και το εγγενές δυναμικό του ματαπλάθονται σε κοινωνικό συστατικό και σε απτή πραγματικότητα.
Μια βιώσιμη ανθεκτική κοινωνία με ανεπτυγμένη συλλογική ταυτότητα γίνεται ο οίκος, το ενδιαίτημα ενός ξεχωριστού πολιτισμού που περιέχεται στο σώμα και στο πνεύμα πραγματικών, φυσικών ανθρώπινων όντων. Αυτός ο πολιτισμός θα ζει όσο παραμένουν ζωντανά, με βιολογική έννοια, τα συνειδητά μέλη της κοινότητας.
Αν και η ατομική συνείδηση παύει στο τέλος της βιολογικής ζωής ενός ατόμου, το συνειδητό δώρο του στην κοινωνία θα εκδηλωθεί ως συνειδητή πραγματικότητα στα ζωντανά, φυσικά μέλη της κοινότητας και στην κοινωνική ισχύ που διαχαιρίζονται. Η μετάδοση μιας ιδέας, μιας πρότασης, ενός δόγματος ή ενός πολιτισμού προχωρά με τρόπο ανάλογο με την αναμετάδοση της ζωτικής δύναμης των πρωτόγονων έμβιων όντων, απηχώντας την φυσική αναπαραγωγή. Οι κοινωνικά παγιωμένες ιδέες μοιάζουν με σπόρους. Η δυνητική δύναμη μιας μεταμοσχευμένης ιδέας επεκτείνεται εκθετικά, ριζώνοντας σε νέα άτομα, τα οποία από τη φύση τους είναι ικανά με τη σειρά τους για περαιτέρω διάδοσή της .
Ενδεικτικά, ένας καλός δάσκαλος στο δημόσιο σχολικό σύστημα της πατρίδας μας θα μπορούσε να αναμένει πως θα εκπαιδεύσει περισσότερους από 1.000 μαθητές σε μια τριακονταετή εκπαιδευτική σταδιοδρομία.
Μετά τη συνταξιοδότηση, αυτός ο δάσκλαος μπορεί να νιώσει μύχια ικανοποίηση γνωρίζοντας ότι οι προσπάθειές του θα συνεχίσουν να βοηθούν εκατοντάδες νέους στην επαγγελματική τους ζωή και σε άλλους τομείς στο μέλλον επί δεκαετίες.
Η Ισχύς της ανθρώπινης διάνοιας μπορεί να είναι αυτοκαταστροφική.
Η δυνητική ισχύς της ανθρώπινης διάνοιας είναι πράγματι ένα θαύμα. Ορισμένοι νευροεπιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλος είναι το πλέον περίπλοκο όργανο στο σύμπαν, έχοντας περισσότερους από 100 δισεκατομμύρια νευρώνες, καθένας από τους οποίους συνδέεται με έως και 40.000 συνάψεις με άλλους νευρώνες !
Αυτό σημαίνει ότι οι ευκαιρίες του νου για δημιουργική ανακατασκευή φαινομένων είναι κατά προσέγγιση συγκρίσιμες με τον αριθμό των διασυνδέσεων μεταξύ των νευρώνων του. Με άλλα λόγια, οι δυνατότητές του είναι ουσιαστικά απεριόριστες. Και από αυτή την τεράστια και σχεδόν αδιανόητη δυνητική ισχύ το άτομο μπορεί να βγάλει το λανθασμένο συμπέρασμα πως είναι ελεύθερο να συλλάβει και να επιδιώξει έναν απεριόριστο αριθμό ευκαιριών.
Το αφελώς φιλόδοξο άτομο μπορεί να σκεφτεί ότι αν ο νους μπορεί να επινοήσει άπειρες δυνατότητες, τότε αυτές πρέπει να είναι εφικτές. Αυτή η ικανότητα να φανταζόμαστε μιαν άπειρη δημιουργική ισχύ μας μπορεί να εξηγήσει το γιατί πολλοί άνθρωποι προσκολλώνται στην αφηρημένη ελευθερία ως κατευθυντήρια αρχή της ατομικής ή κοινωνικής ζωής. Γιατί η ελευθερία φαινομενικά ανοίγει την πόρτα σε άπειρες δυνατότητες, στην συνειδητοποίηση των φαινομενικά απεριόριστων δυνατοτήτων του ατόμου.
Αλλά εδώ υπάεχει ένα παράδειγμα εξέλιξης που υπερβαίνει το βασικό ένστικτο της ζωής. Ο θαυμάσια ισχυρός ανθρώπινος νους δημιουργεί πάρα πολλά σαγηνευτικά μονοπάτια ευκαιριών, υπερφορτώνοντας έτσι συχνά την ικανότητα της θέλησης για δύναμη να εκτιμήσει σωστά ποια από αυτά θα οδηγήσουν σε εδραίωση και ποια θα διαλύσουν τη δύναμη. Η συγκέντρωση μιας τεράστιας μάζας αδιαφοροποίητων πληροφοριών, η ενασχόληση με άσχετα πεδία ή η διαρκής αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος του ατόμου απλώς θα διαλύσουν τη δύναμη.
Η Ζωτική Ισχύς της Θέλησης
Χρειάζεται οπωσδήποτε ένας ζωτικός παράγοντας, η θέληση, ώστε να συμπιέσει τη μάζα των εντυπώσεων που στριμώχνουν το μυαλό σε ένα ξεκάθαρα καθορισμένο μονοπάτι που οδηγεί τελικά στη δύναμη. Η μνήμη συγκεντρώνει και μετατρέπει τη δύναμη του παρελθόντος σε δυνητική ενέργεια, καθιστώντας έτσι εφικτό στη διάνοια να δημιουργήσει μια αφθονία νέων λειτουργιών, αξιών και επιλογών. Θεωρώντας τον εαυτό του ως Θεό, ο άνθρωπος φαντάζεται περιστασιακά το εύρος των προοπτικών του απεριόριστο. Αλλά είναι η θέληση, η συγκέντρωση της προσοχής σε έναν ή σε λίγους στόχους, που φέρνει αύξηση, επιτυχία, κέρδος ή πλεόνασμα πάνω και πέρα από την ενέργεια που δαπανάται στην επιδίωξή τους.
Η θέληση για δύναμη είναι το νήμα της συνέχειας που μας συνδέει με όλα τα άλλα έμβια όντα στη γη, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρωτόγονων και απλών. Είναι η υπέρτατη εντολή να αναπτυχθεί ή να χαθεί το άτομο, εντολή την οποία οι πρώτες μορφές ζωής μετέδωσαν στον άνθρωπο μέσω της πορείας της εξέλιξης.
Δεν είναι Δυνατή η Απεριόριστη Ανάπτυξη του Ατόμου.
Το μεμονωμένο ζωντανό ον, ανεξάρτητα από το πόσο περίτεχνα είναι ανεπτυγμένες οι λειτουργίες του, δεν μπορεί να αναπτύσσεται επ’ αόριστον ως άτομο. Κάθε αύξηση μάζας και ισχύος αυξάνει τις απαιτήσεις που τίθενται στις κατευθυντήριες και συντονιστικές ικανότητες ενός συνεκτικού συστήματος. Σε κάποιο σημείο, η αδιάκοπη ανάπτυξη θα δημιουργούσε μια δυσκίνητη μάζα, ανίκανη να ανταποκρίνεται ελαστικά σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Επιπλέον, η φυσική φθορά της καθημερινής ζωής γερνά τον οργανισμό και τα συστατικά του μέρη.
Όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα και η πολυπλοκότητα ενός ζωντανού όντος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να επηρεάσει η διαδικασία γήρανσης ένα σημαντικό όργανο ενός μεμονωμένου ζωντανού όντος και επομένως να υπονομεύσει τον οργανισμό ως σύνολο. Κατά συνέπεια, κάθε είδος ανέχεται την ατομική ανάπτυξη μόνο σε ένα συγκεκριμένο μέγεθος, αυτό που είναι βέλτιστο για αυτό το είδος.
Αλλά η επεκτατική φύση της ζωής, η αδιάκοπη ανάγκη της να ενεργεί «προς τα έξω» του ατόμου, στο εξωτερικό του, δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί. Η συγκεντρωμένη δύναμη απαιτεί διέξοδο. Ζωντανά μεμονωμένα όντα που έχουν φτάσει στην ωριμότητα (δηλαδή τη βέλτιστη συσσώρευση δύναμης) βρίσκουν αυτή την έξοδο, θραύοντας το κέλυφος της ατομικότητας. Μεταξύ των πλέον πρωτόγονων οργανισμών, οι επιμέρους ζωντανές μονάδες χωρίζονται σε δύο αντίγραφα του πρωτοτύπου.
Η Ενότητα της Ανάπτυξης και της Αναπαραγωγής
Αν εξετάσουμε προσεκτικά τις σύντομες ζωές εξαιρετικά πρωτόγονων οργανισμών, θα δούμε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη στενή συγγένεια μεταξύ ανάπτυξης και αναπαραγωγής στα έμβια όντα. Ο αρχικός οργανισμός γίνεται απλώς δύο οργανισμοί σχεδόν πανομοιότυποι μεταξύ τους. ΄Ετσι η αρχική δύναμη του ενός διπλασιάζεται.
Δεν μπορεί να υπάρξει αλλοτρίωση της ατομικότητας, αφού τα μονοκύτταρα πλάσματα δεν έχουν την ικανότητα να αισθανθούν την ατομικότητά τους. Δεν το αντιλαμβάνονται, αλλά είναι δυνάμεις που πρέπει να επεκταθούν.
Δεν σκεφτονται. Ενεργούν σε αντίθεση με τον εξωτερικό κόσμο. Για τον μεμονωμένο οργανισμό, η αναπαραγωγή ανοίγει τεράστιες ευκαιρίες στην επιδίωξη της εξουσίας.
Ο μοναχικός οργανισμός περιορίζεται από τη μοναχικότητα και τη θνητότητά του. Η αναπαραγωγή προσφέρει την ευκαιρία να παρακάμψουμε τον θάνατο για κάποιο χρονικό διάστημα, μέσω της εμβάπτισής μας στη ζωή του είδους, η οποία σε σύγκριση με εκείνη του ατόμου, είναι σχεδόν απεριόριστη.
Αν και ο θάνατος στερεί από ένα μεμονωμένο πλάσμα τη συνείδησή του ως μεμονωμένου όντος (στο βαθμό που ένα ζωντανό πλάσμα έχει αυτή την ιδιότητα), η αναπαραγωγή επιτρέπει σε ένα ουσιαστικό μέρος της ατομικής ύπαρξης να συνεχιστεί. Είναι αυτή η δύναμη να ξεπεραστεί το περιβάλλον με τρόπο συγκεκριμένο για το είδος, την οποίαν ο μεμονωμένος οργανισμός δανείζεται από το είδος του και η οποία επιστρέφει στο είδος μέσω της αναπαραγωγής.
Μέσω της τεκνοποίησης, αυτή η δύναμη όχι μόνο αντέχει, αλλά μπορεί να αυξηθεί πολύ πέρα από το εύρος της ζωής ενός ατόμου. Γι’ αυτό η αναπαραγωγική ώθηση μπορεί να είναι ισχυρότερη σε ορισμένα είδη από το ένστικτο της ατομικής αυτοσυντήρησης.
Η υπερεκτίμηση της σεξουαλικής ορμής από τον Ζίγκμουντ Φρόϋντ
Στο πλαίσιο της εξέλιξης, το ένστικτο της αύξησης της δύναμης και της αναπαραγωγής προϋπήρξε της ικανότητας της συνείδησης του εαυτού σε πολύ ανεπτυγμένους μεμονωμένους οργανισμούς. Έτσι, η ανάπτυξη των περίπλοκων διανοητικών λειτουργιών του ανθρώπου πρέπει να θεωρείται ως εκλεπτυσμός αυτού του βασικού ενστίκτου. Ο Φρόϋντ πίστευε ότι η σεξουαλική ορμή επηρεάζει αποφασιστικά τη συνείδηση ενός ατόμου και είναι πιο ισχυρή από τη συνειδητή σκέψη.
Η ικανότητα της ανθρώπινης διάνοιας για ορθολογική σκέψη πρέπει επομένως να έχει κληρονομήσει την τροχιά της αρχικής παρόρμησης. Σύμφωνα με τον Φρόϋντ, η σεξουαλική ενέργεια είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την τάση ενός ατόμου να βελτιώσει το νου του, να συσσωρεύσει γνώση και να δημιουργήσει. Τα υψηλότερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας και ο ίδιος ο πολιτισμός είναι απλώς προϊόντα αυτής της πρωταρχικής παρόρμησης.
Στο έργο του «Ο Πολιτισμός πηγή Δυστυχίας» (1929), ο Φρόϋντ δίδαξε ότι με την πάροδο του χρόνου οι ανθρώπινες κοινωνίες έμαθαν να καταπιέζουν, να ελέγχουν και να ανακατευθύνουν αυτό το ένστικτο προς πιο περίπλοκες επιδιώξεις.
Αλλά ο πολιτισμός, που καταστέλλει τη σεξουαλική ορμή για να προχωρήσει, επιβάλλει επίσης ένα βαρύ κόστος στην ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, τα άτομα των οποίων η ανατροφή συνδέεται με τη σεξουαλική καταστολή θα είναι πιο επιρρεπή σε ψυχολογικές ανισορροπίες από τα άτομα που ζουν σε πρωτόγονες κοινωνίες που ο Φρόϋντ πίστευε ότι ήταν πιο ανεκτικές όσον αφορά την ακολασία.
Μπορούμε να εκτιμήσουμε βαθειά τις διεισδυτικές ιδέες του Φρόϋντ για τη σχέση μεταξύ της νόησης και των βασικών ανθρώπινων ορμών. Αλλά πιστεύουμε ότι το σεξουαλικό ένστικτο δεν μπορεί να είναι η πρωταρχική και κύρια κινητήρια δύναμη της ζωής. Μεταξύ των πιο ανεπτυγμένων ζωντανών πλασμάτων, το ζευγάρωμα και η εκτροφή των νέων διεκδικούν μόνο το μικρότερο μέρος της δαπανημένης ενέργειας των ώριμων οργανισμών. Επιπλέον, ορισμένες ζωντανές μορφές αναπαράγονται ασεξουαλικά.
Το πιο σημαντικό : Είναι προφανές ότι οι πολιτισμένες κοινωνίες, που παραδίδονται στην επιταγή των σεξουαλικών παθών και επιστρέφουν σε μια πρωτόγονη μορφή συνειρμού, εύκολα θα πέσουν θύματα εξωτερικής επιθετικότητας από διεκδικητικές, πειθαρχημένες και τεχνικά πιο προηγμένες κοινωνίες.
Ο περιορισμός της σεξουαλικής ορμής εντός των παραδοσιακών κανόνων στην πραγματικότητα έχει να κάνει με τον περιορισμό της καταστροφικής δυνητικής δύναμης του σεξ σε σχέση με ανθεκτικές ανθρώπινες συναναστροφές.
Θα πρέπει να είναι προφανές πως μια ακατάσχετη κι αναεξέλεγκτη στάση απέναντι στο σεξ, στην οικογένεια αλλά και σε ένα εργασιακό περιβάλλον θα μπορούσε να υπονομεύσει τη συνοχή της οικογένειας ή μιας εργασιακής δραστηριότητας. Δεδομένου ότι οι υψηλότερες μορφές ισχύος συνδέονται με μακροχρόνιες ενώσεις όπως η οικογένεια, είναι προφανές πως μια ανεξέλγξτη σεξουαλική ορμή θα τείνει να αποδυναμώσει μια κοινωνία.
Σε ατομικό επίπεδο, είναι προφανές ότι ένα νέο άτομο που έχει ανεξέλεγκτη εμμονή με την αισθησιακή ικανοποίηση θα χάσει την ευκαιρία να αναπτύξει αυτοπειθαρχία και να μάθει τα οφέλη της εστιασμένης και διαρκούς προσπάθειας.
Οι παρακμασμένοι πολιτισμοί πεθαίνουν και αντικαθίστανται από δυναμικούς πολιτισμούς. Ως εκ τούτου, η παρακμή δεν μπορεί να είναι το πρωταρχικό κίνητρο της ζωής. Με γνώμονα την παρατήρηση της φυσικής πραγματικότητας και την αξιολόγηση της ιστορικής εμπειρίας μπορούμε αβίαστα κι απροκατάληπτα να συμπεράνουμε ότι ο Νίτσε μάλλον είχε δίκιο όταν υποστήριξε ότι η «θέληση για δύναμη» βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας των πρωταρχικών ενστίκτων.
Α. Κωνσταντίνου