Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΕΝΤΟΝΩΣ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΖΟΜΕΝΟ ΚΟΣΜΟ

Το 2024, μια σειρά προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών θα καθορίσουν την πολιτική κατεύθυνση των χωρών που αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του παγκοσμίου πληθυσμού και περίπου το ήμισυ του ΑΕΠ. Ενώ κάθε μία από αυτές τις εκλογές θα είναι διαφορετική, πολλές από αυτές θα ιδούν τα εθνικιστικά κόμματα να αποδίδουν εντόνως, χάρη σε μια ρητορική που επιδιώκει να μετριάσει (και σε ορισμένες περιπτώσεις να αναστρέψει) τις επιπτώσεις της Παγκοσμιοποιήσεως. Μερικά από αυτά τα κόμματα και οι ηγέτες τους προωθούν τον προστατευτισμό για να προστατεύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες από τον ξένο ανταγωνισμό, άλλα επικρίνουν τους διεθνείς οργανισμούς που θεωρούν ότι υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία και πολλοί παρουσιάζουν την μετανάστευση ως απειλή για την εθνική ταυτότητα, για την ασφάλεια και για τις ευκαιρίες εργασίας για τους γηγενείς πληθυσμούς της χώρας τους .

Λαμβάνοντες υπ΄όψη το συνδεδυασμένο οικονομικόν βάρος των χωρών που ψηφίζουν εφέτος και τις κείμενες οπίσω από τα αισθήματα κατά της Παγκοσμιοποιήσεως κοινωνικοοικονομικές τάσεις, μας έρχεται στον νουν ένα ερώτημα: Πώς θα επηρεάσουν άραγε αυτές οι εκλογές την εξέλιξη της Παγκοσμιοποιήσεως βραχυπροθέσμως έως μεσοπροθέσμως;

Επιταχυνομένη Παγκοσμιοποίηση;

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, ας διερευνήσουμε κατά πρώτον την ενδεχομενικήν πιθανότητα ότι, παρά τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές τάσεις, η Παγκοσμιοποίηση όντως θα επιταχύνεται σημαντικώς στα επόμενα 5-10 χρόνια. Σε αυτό το «σενάριον», ο κόσμος θα βιώσει μιαν ισχυρά δέσμευση για παγκόσμιο συνεργασία και διασύνδεση, με τις χώρες να συνεργάζονται στενότερον για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή, οι πιθανές πανδημίες, η πενία και η ανισότης. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, οι κυβερνήσεις θα συνεφώνουν να ενισχύσουν διεθνείς οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη και τον Παγκόσμιον Οργανισμόν Εμπορίου, ώστε να καταστούν αποτελεσματικότεροι. Επιπλέον, τα εμπόδια στο εμπόριον και στις επενδύσεις θα μειωθούν σε όλον τον κόσμον, ενώ οι ηυξημένες επενδύσεις σε φυσικές και ψηφιακές υποδομές θα ενισχύσουν την παγκόσμιο συνδεσιμότητα. Οι παγκόσμιες εκτεταμένες και διαφοροποιημένες άλυσοι εφοδιασμού θα αντεμετώπιζαν επίσης ελαχίστους έως καθόλου κινδύνους διακοπής λόγω κυβερνητικών αποφάσεων. Σε πολιτικόν επίπεδο, θα υπήρχεν ευρεία συναίνεση (τόσον στη Δύση όσον και στον λεγόμενον  «Παγκόσμιο Νότο») σχετικώς με τα οφέλη της Παγκοσμιοποιήσεως για την οικονομικήν ανάπτυξη και την κοινωνικήν πρόοδο, συναίνεση πιθανώς υποβιβάζουσα τις ποικίλες αντι-Παγκοσμιοποιητικές φωνές στο περιθώριον της πολιτικής και της ακαδημαϊκής κοινότητος, (όπου ούτως ή άλλως συμπιέζονται από τις κρατούσες δυτικές ελίτ).

Είναι εύκολον να καταλάβει κανείς γιατί αυτό το «σενάριον» είναι απίθανον, τουλάχιστον κατά το δεύτερον ήμισυ αυτής της δεκαετίας. Αρχικώς, θα απήτει σημαντικήν μείωση των παγκοσμίων εμπορικών διαφορών, του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και των εδαφικών συγκρούσεων, κάτι που φαίνεται απίθανον εν μέσω του αυξανομένου στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, των συνεχιζομένων πολέμων στην Ουκρανία και στην Μέσην Ανατολή και των σημείων ενδεχομένης πολεμικής αναφλέξεως όπως η Ταϊβάν. Αυτά τα δυναμικά στοιχεία  θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την παγκόσμιο πολιτική για τα επόμενα έτη. Το εγχώριον πολιτικό στοιχείον είναι εξ ίσου σημαντικόν, καθώς η άνοδος του εθνικισμού στα περισσότερα μέρη του κόσμου (που βεβαίως συνδέεται με ζητήματα όπως η οικονομική δυσαρέσκεια, η παράνομος μετανάστευση, η αυξανομένη κοινωνική ανισότης και η πολιτική πόλωση, κανένα από τα οποία δεν δεικνύει σημεία υποχωρήσεως) αποτελεί σημαντικόν εμπόδιο σε αυτό το σενάριον. Εάν, όπως αναμένεται, ορισμένες από τις εκλογές σε όλον τον κόσμο το 2024 αποδώσουν ηγέτες που προωθούν προστατευτικές και εθνικιστικές πολιτικές, θα καταστεί δυσκολότερον για τους λάτρεις και προαγωγούς της Παγκοσμιοποιήσεως να προωθήσουν τους σκοπούς τους στο δεύτερον ήμισυ αυτής της δεκαετίας, αλλά πιθανώς και κατόπιν αυτού.

Βαθεία και ευρεία απο-Παγκοσμιοποίηση;

Καθώς εξετάσαμε ένα σενάριον επιταχυνομένης και εκτεταμένης Παγκοσμιοποιήσεως, ας σκεφθούμε τώρα το αντίθετον άκρο: Ένα σενάριον βαθείας και ευρείας απο-Παγκοσμιοποιήσεως. Εδώ, οι διεθνείς συνδέσεις και η αλληλεξάρτηση μεταξύ των χωρών θα εμειούντο εντόνως. Οι μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου θα διέποντο όλες από διοικήσεις αποδίδουσες προτεραιότητα στα εθνικά συμφέροντα έναντι της παγκοσμίου συνεργασίας, ακόμη και εάν αυτή γίνεται σε βάρος της οικονομικής αναπτύξεως, της καινοτομίας και των επενδύσεων. Οι προστατευτικές εμπορικές πολιτικές (όπως οι δασμοί και οι εμπορικοί φραγμοί) θα γίνουν πολύ ισχυρότερες και πολύ ευρύτερον διαδεδομένες, μειώνουσες δραστικώς την ελευθέρα διασυνοριακή ροή αγαθών και υπηρεσιών. Οι χώρες επίσης θα καταστούν εξαιρετικώς δυσανεκτικές στην μετανάστευση, μειώνουσες σημαντικώς την εν γένει μετακίνηση των ανθρώπων (άρα και ενδεχομένων ταλάντων) μεταξύ των εθνών. Σε αυτόν τον κόσμον, οι ανησυχίες για την σύνδεση μεταξύ τεχνολογίας και εθνικής ασφαλείας θα ωδήγουν σε μια σοβαρά τεχνολογικήν αποσύνδεση, όπου τα έθνη αναπτύσσουν κεχωρισμένα τεχνολογικά οικοσυστήματα και όπου η παγκόσμιος διαλειτουργικότης υπονομεύεται σοβαρώς.

Ενώ κατά τα τελευταία έτη ο κόσμος έχει ιδεί από ενωρίς προεξαγγελτικά μηνύματα από αυτές τις τάσεις, ένα σενάριον βαθείας απο-Παγκοσμιοποιήσεως παραμένει βραχυπροθέσμως έως μεσοπροθέσμως απίθανον. Αρχικώς, το παγκόσμιον εμπόριον ρέει εν πολλοίς σταθερόν στην τελευταία δεκαετία, παρά δε την γοητείαν της ρητορικής και των πολιτικών προστατευτισμού, στην πραγματικότητα αυξάνεται σχεδόν κάθε έτος σε όγκο (με αξιοσημείωτον εξαίρεση την κορύφωση της πανδημίας COVID-19 το 2020 ). Και ενώ οι εμπορικές συμφωνίες καθίστανται ολοέν και σπανιότερες, εξακολουθούν να συμβαίνουν. Στην πραγματικότητα, επί του παρόντος οι περισσότερες χώρες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν και να ασφαλίσουν τις αλύσους εφοδιασμού τους από τους κινδύνους, κάτι που συνεπάγεται την σύναψη συμφωνιών με πλέον αξιοπίστους εταίρους και όχι την διακοπήν των δεσμών με τον εξωτερικόν κόσμο.

Επιπλέον, ορισμένες από τις κρισιμότερες τεχνολογίες του 21ου αιώνος περιλαμβάνουν παγκόσμιες αλύσους εφοδιασμού που δεν είναι εύκολον ή ευφθηνό να αντικατασταθούν στο εσωτερικόν. Επί παραδειγματι, η κατασκευή ημιαγωγών αιχμής, απαιτεί τις συντονισμένες προσπάθειες εταιρειών στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Ασία-Ειρηνικόν, όπου οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις δεν θα ημπορέσουν να αντικαταστήσουν πλήρως, τουλάχιστον στην επομένη δεκαετία. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζουν να έχουν περιορισμένην επιτυχία στο να πείθουν άλλες χώρες να υιοθετήσουν μια σκληροτέρα γραμμή στον τεχνολογικόν τομέα έναντι της Κίνας, η Ουάσιγκτον πιθανότατα θα εξακολουθεί να διενεργεί μονομερείς κινήσεις (υπερβαίνουσες κάθε συμφωνίαν που υπογράφει με άλλες κυβερνήσεις) για να στοχεύσει τις κινεζικές εταιρείες και να διαταράξει περαιτέρω τις τεχνολογικές φιλοδοξίες του Πεκίνου.

«Κατακερματισμένη» Παγκοσμιοποίηση

Το πλέον εύλογον σενάριο για τα επόμενα έτη ευρίσκεται κάπου μεταξύ αυτών των δύο ακραίων επιλογών. Στην πραγματικότητα, η Παγκοσμιοποίηση θα συνεχισθεί, αλλά και επίσης θα κατακερματισθεί σε ανισομεγέθη και ανισοβαρή τμήματα. Η Παγκοσμιοποίηση είναι απίθανο να ακολουθήσει μια γραμμικήν πρόοδον, είτε προς επιτάχυνση, είτε προς αντιστροφήν της, οπότε ένα υβριδικό σενάριον φαίνεται ως πλέον εύλογον, δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών και πολιτικών τάσεων. Το διεθνές εμπόριον ημπορεί να απωλέσει την δυναμικήν του ως σύνολον, αλλά θα παραμείνει έντονο σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ η τεχνολογία θα συνεχίσει να δημιουργεί ευκαιρίες για διεθνή ολοκλήρωση.

Ωστόσον, οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, θα επιταχύνουν την επιδίωξη των ιδικών τους σφαιρών επιρροής, ενώ οι χώρες στον «Παγκόσμιο Νότο» (από τη Βραζιλία έως την Ινδία) θα πιέσουν για την δημιουργίαν διεθνών θεσμών και πλαισίων συνεργασίας, παραλλήλων προς  εκείνα που κυριαρχούνται από την Δύση. Η σύνοδος κορυφής του οικονομικού συγκροτήματος των BRICS το 2023 έθεσεν τελικώς τις βάσεις για μελλοντικά κριτήρια και μηχανισμούς εντάξεως για την δημιουργία μεγαλύτερων εμπορικών και χρηματοοικονομικών ροών χρησιμοποιουσών μη δυτικά νομίσματα, (αν και οι εσωτερικές διαιρέσεις θα επιβραδύνουν μερικώς αυτήν την πρόοδον).

Το κρίσιμον αυτό βήμα συνεργασίας θα οδηγήσει στην σταδιακήν εμφάνιση χωριστών τεχνολογικών οικοσυστημάτων, χρηματοοικονομικών δικτύων και συμφωνιών συνεργασίας.

Ο διμερής χαρακτήρ και ο προστατευτισμός θα καταστούν πλέον διαδεδομένοι από τον πολυμερισμόν και την απελευθέρωση, καθώς οι χώρες και οι επιχειρήσεις δίδουν προτεραιότητα στην αυτάρκεια και επιδιώκουν να προφυλάξουν από κίνδυνον τις αλύσους εφοδιασμού τους. Σε αυτό το πλαίσιον, το «reshoring» (η επανεγκατάσταση στην πατρώα γη), το «nearshoring» (ο πλησιοχωρισμός ή πλησιοπορισμός, ήτοι εγκατάσταση σε γειτνιάζουσες χώρες) και το «friend-shoring» (ο φιλιοπορισμός, δηλαδή η χρήση πρώτων υλών από φίλιες συμμαχικές χώρες) θα καταστούν περισσότερον διαδεδομένα ως στρατηγική για τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις, με στόχον  την μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με την εφοδιαστικήν άλυσο.

Σε αυτόν τον κόσμο, η τεχνολογία και η εθνική ασφάλεια θα είναι βαθέως συνυφασμένες και οι επιπτώσεις της κατακερματισμένης Παγκοσμιοποιήσεως θα είναι εντονότερες σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες είναι ταυτοχρόνως πολιτικώς ευαίσθητες, οικονομικώς κρίσιμες και από στρατιωτικής πλευράς  στρατηγικές. Ο αγών για την τεχνολογικήν κυριαρχία (κυρίως μεταξύ των μεγαλυτέρων παγκοσμίων δυνάμεων, αλλά και μεταξύ των μεσαίων δυνάμεων) θα ενταθεί σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική πληροφορική και η προηγμένη κατασκευή, τους οποίους οι κυβερνήσεις θεωρούν ότι είναι απαραίτητοι για την εθνικήν τους ασφάλεια.

Αυτό σημαίνει επίσης ότι τα ίδια τα δεδομένα (ιδιαιτέρως δε οι ροές δεδομένων πέραν τω συνόρων), θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενες πιέσεις για κατακερματισμόν. Εξ αιτίας αυτού, το παγκόσμιον τεχνολογικόν τοπίον θα ημπορούσε να κατακερματίζεται ολοέν και περισσότερον, καθώς τα παγκόσμια τεχνολογικά πρότυπα επίσης αποκλίνουν ολοέν και περισσότερον, εν μέσω των προσπαθειών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας να υπονομεύσουν η μία την τεχνολογική ανάπτυξη της άλλης και να διαμορφώσουν αυτές τις τεχνολογίες συμφώνως προς τις ιδικές τους προτιμήσεις, αξίες και στρατηγικά συμφέροντα. Σε αυτό το πλαίσιον, οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες θα αναγκάζονται όλο και περισσότερον να επιλέγουν πλευρές, να προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά τους πρότυπα και να συμμορφώνονται με διαφορετικούς κανονισμούς.

Συνδεδεμένοι με αυτό το φαινόμενον, οι παγκόσμιοι θεσμοί θα συνεχίσουν να μειώνονται σε συνάφεια, καθώς η συνεργασία μεταξύ των χωρών καθίσταται  συνεχώς δυσκολοτέρα. Ενώ ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή θα παραμείνουν στην «πρώτη γραμμή» του προγράμματος πολλών κυβερνήσεων, η παγκόσμιος συνεργασία ημπορεί να καταστεί δυσχερεστέρα σε έναν περισσότερον κατακερματισμένο κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διεθνής συνεργασία θα τερματισθεί, καθώς ορισμένοι πολυμερείς οργανισμοί θα ημπορούσαν να γίνουν ενεργότεροι εάν οι παγκόσμιοι ομόλογοί τους δεν καταφέρουν να φέρουν αποτελέσματα. Με τον ίδιον τρόπο με τον οποίον οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προσεπάθησαν να δημιουργήσουν τις ιδικές τους πολυμερείς δομές συνεργασίας κατά την διάρκειαν του Ψυχρού Πολέμου, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας πιθανότατα θα αυξήσει την υποστήριξή της για παράλληλες οντότητες (από αναπτυξιακές τράπεζες έως fora ασφαλείας) για να υπονομεύσει την επιρροήν των ΗΠΑ και να αυξήσει την ιδικήν της.

Ποικίλες ευκαιρίες για τις αναδυόμενες οικονομίες

Ακριβώς όπως κατά τον Ψυχρόν Πόλεμον, η Ευρώπη υπήρξεν το κέντρον του ανταγωνισμού των δύο τότε υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, σήμερον και πάλιν ο Λευκός Οίκος αναμένει από την Ευρωπαίκήν Ένωση να προσαρμόσει τις πολιτικές της στην στρατηγικήν των ΗΠΑ για τον περιορισμόν της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας . Οι περισσότεροι κρατούντες στην Ένωση, ειδικότερον δε τα ανώτατα κλιμάκια της διοικήσεως των Βρυξελλών, είναι κατ’ ουσίαν πρόθυμοι και πανέτοιμοι να ακολουθήσουν την πορεία της Ουάσιγκτον και κατά συνέπειαν προτείνουν μια ενιαία, πειθαρχημένη και ισχυρά θέσθετη προς το Πεκίνο. Ωστόσον υφίσταται επίσης και μια μιρά αλλά ισχυρά  αντίσταση προς αυτήν την μονομερή  κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική, όπως διεφάνη από τα ταξείδια Μακρόν και Στολτς στην Κίνα το παρελθόν έτος.

Και σε καθαρώς θεωρητικόν επίπεδο, υφίστανται επίσης διακριτές διαφωνίες σχετικώς με την εξωτερικήν πολιτική της ΕΕ, ιδιαιτέρως όσον αφορά στην σχέση της με την Λαϊκήν Δημοκρατία της Κίνας. Ενδεικτική επ΄αυτού είναι η σκέψη του Μαρκ Χιούγκο Λέοναρντ,  σπουδαίου διανοητή του λίαν εγκρίτου «Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων» (ECFR), της κορυφαίας πανευρωπαϊκής Δεξαμενής Σκέψεως. Ο εν λογω Βρεττανός Πολιτικός Επιστήμων, Διευθυντής του ECFR, γεωπολιτικός και γεωοικονομικός αναλυτής εξειδικευμένος σε ζητήματα ΕΕ και Κίνας, ανέφερεν ευστόχως ότι : «…η μάχη για την παγκόσμιο υπεροχή δεν είναι μεταξύ δημοκρατιών και αυταρχιών, αλλά μεταξύ διαφορετικών μοντέλων παγκοσμίου τάξεως,με την Κίνα και την Δύση  παρέχουσες η κάθε μία την ιδική της ιδιαιτέρα ερμηνεία της “δημοκρατίας”. Όσον ενωρίτερον το αναγνωρίσουν αυτό οι Δυτικοί ηγέτες, τόσον καλυτέρα ευκαιρία θα έχουν για να προσελκύσουν νέους εταίρους.» Πράγματι, οι δυτικοί ηγέτες φαίνονται πως πιστεύουν ότι υπερασπίζονται μία παγκόσμιο τάξη από αναθεωρητικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία, μία τάξη βασισμένη σε εκπεφρασμένους κανόνες. Δηλαδή, φαίνονται να πιστεύουν πως ο κόσμος πολώνεται μεταξύ δημοκρατιών οι οποίες σχετίζονται με το κράτος δικαίου και επιθετικών «απολυταρχιών», ενώ η Δύση χρειάζεται μάλλον μια καλυτέραν αφήγηση για να πείσει άλλες (αναπτυσσόμενες) χώρες ως εταίρους της  ότι, μεταξύ άλλων, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει σημαντικές επιπτώσεις για αυτούς.

Αφ΄ετέρου, η Κίνα αναπτύσσει μια «διαφορετικήν εκδοχή δημοκρατίας», κύριος στόχος της οποίας είναι η χειραφέτηση του φερομένου ως «Τρίτου Κόσμου» από την κυριαρχίαν της Δύσεως. Ενώ η Ουάσιγκτον θέλει να αυξήσει την επιρροή της μέσω της παγκοσμίου πολώσεως, το Πεκίνο προτιμά έναν πλέον «κατακερματισμένο» κόσμο. Δηλαδή, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν θέλει να καταλάβει την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως πλανητική μονοδύναμη, αλλά να εκληφθεί ως αληθής φίλος των αναπτυσσομένων χωρών οι οποίες φιλοδοξούν να έχουν μεγαλυτέραν επιρροήν επί της  πλανητικής πολιτικής σκηνής. Εν σχέσει προς αυτό, οι Βρυξέλλες οφείλουν προφανώς να λάβουν υπ΄όψη την επιρροήν της Κίνας στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι περισσότερες των οποίων ήσαν απρόθυμες να υποστηρίξουν τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και στις οποίες η ευμενής εικών της Κίνας ως μη επιθετικής δυνάμεως, έχει παγιωθεί και ενισχυθεί. Αυτές οι χώρες εκτιμούν την ισχυρά γεωπολιτικήν επιρροήν της Κίνας ως αντίβαρον στην Δύση, άρα και στην ΕΕ.

Το μήνυμα που επιδιώκει να διασπείρει η πλειοψηφία της αρχούσης Δυτικής πολιτικής ελίτ καθίσταται ολοέν και σαφέστερον : Όταν άτομα σε υπεύθυνες θέσεις στην ΕΕ και τις ΗΠΑ ομιλούν σήμερον για «αποσύνδεση από την Κίνα» ή «ελαχιστοποίηση του κινδύνου» από αυτήν, στέλλουν στην πραγματικότητα ένα καθοδηγητικόν μήνυμα στους επιχειρηματικούς κύκλους πώς να προσαρμόσουν τις επενδύσεις και τις προσδοκίες τους στο μέλλον, υπονοούντα πιθανά πολιτικά προβλήματα σε περίπτωση «υπερβολικής» εξαρτήσεως από την πελωρία κινεζική παραγωγικήν ικανότητα. Είναι ένα είδος ηπίας ωθήσεως της οικονομίας ώστε να ανεύρει αφ΄ εαυτής νέες ευκαιρίες, δηλαδή νέες αλύσους εφοδιασμού. Συνεπώς οι επιχειρήσεις αναμένεται να προετοιμασθούν καταλλήλως εκ των προτέρων για χειροτέρευση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ ανεπτυγμένης Δύσως και Κίνας, με έναν ευκολότερον και ευφθηνότερον τρόπον, κάτι που είναι βεβαίως προτιμότερον από μιαν οξεία κρίση στις εν λόγω τις πολιτικές σχέσεις, κρίση η οποία θα επροξένει μείζονες διαταραχές της διεθνούς αγοράς.

Η αναδυομένη νέα πραγματικότης είναι ότι οι πολιτικοί της Δύσεως, συμπεριλαμβανομένων και των δύο κομμάτων στις ΗΠΑ, ενός μεγάλου μέρους των πολιτικών κομμάτων εξουσίας και των εκλεγμένων ηγετών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, αλλά όχι το σύνολον της επιχειρηματικής ελίτ, λαμβάνουν μια απόφαση που θεωρούντες ότι μακροπροθέσμως είναι καλή για τους πολίτες τους ή τουλάχιστον για τις ίδιες τις ελίτ. Ο χρόνος θα καταδείξει εάν η απόφαση αυτή είναι ορθή.

Ασφαλώς, αυτός ο κόσμος θα δημιουργήσει και ευκαιρίες για τις χώρες που μαθαίνουν να πλοηγούν μεθοδικώς στα ταραγμένα νερά της ανισομερούς «κατακερματισμένης» Παγκοσμιοποιήσεως, ιδιαιτέρως δε λόγω της αυξανομένης αντιπαλότητος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Το Βιετνάμ είναι ένα εξαιρετικόν παράδειγμα αυτού του δρωμένου, καθώς η χώρα προσελκύει επενδύσεις από εταιρείες, ειδικώς στην βιομηχανίαν ηλεκτρονικών, οι οποίες μεταφέρουν μέρος της παραγωγής από την Κίνα, λόγω του φόβου τόσον του αυξανομένου κόστους εργασίας όσον και του αυξανομένου ανταγωνισμού με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Βιετνάμ πράττει αυτό ενώ ακολουθεί επίσης μια πολύ «πονηρά» εξωτερικήν πολιτική: Τον Σεπτέμβριον του 2023 η χώρα ανεβάθμισεν την σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πολυεπίπεδο πλαίσιον της «Συνολικής Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσεως». Δύο μήνες αργότερον, το Βιετνάμ και η Κίνα ανεκοίνωσαν 37 συμφωνίες (συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών σχέσεων, των σιδηροδρόμων και των τηλεπικοινωνιών) κατά την πρώτην επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στο Ανόϊ εδώ και έξι έτη.

Το Μεξικό προσφέρει ένα άλλο παράδειγμα, καθώς η χώρα είδε προσφάτως μιαν αύξηση στις «επενδύσεις σε αναξιοποίητες ζώνες» («greenfield investments») από κινεζικές εταιρείες, οι οποίες θέλουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος της Λατινικής Αμερικής (που έχει μια συμφωνίαν ελευθέρου εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες) ώστε να διατηρήσουν πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ σε μιαν εποχήν αυξανομένης εμπορικής εντάσεως μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Όπως το Βιετνάμ, έτσι και το Μεξικό επιδιώκει επίσης μιαν ισορροπημένη εξωτερική πολιτική: Κατά την διάρκειαν μιας συναντήσεως στα τέλη του παρελθόντος Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος  Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ και ο Σι Τζινπίνγκ περιέγραψαν την σχέση Μεξικού-Κίνας ως «αμοιβαίως επωφελή» και η κινεζική κυβέρνηση εδημοσίευσεν μια δήλωση λέγουσα ότι το Πεκίνο ήταν πρόθυμο να «προωθήσει τις διμερείς σχέσεις σε υψηλότερον επίπεδο». Ειδικότερον, αυτό συνέβη καθώς το Μεξικό το 2023 κατέστη ο κύριος ανά τον κόσμον εξαγωγεύς αγαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποβιβάζον την Κίνα στην δευτέρα θέση για πρώτην φορά σε δεκαπέντε έτη.

Τόσον το Βιετνάμ όσον και το Μεξικό καταδεικνύουν πώς η Παγκοσμιοποίηση μάλλον αλλάζει παρά φθίνει : Παρ’ όλον που τα βασικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι εισαγωγές των ΗΠΑ από τις δύο χώρες αυξάνονται, οι κινεζικές εταιρείες έδρασαν με τις επιθετικότερες  επενδύσεις στο Βιετνάμ και το Μεξικό, ενώ τα κινεζικά προϊόντα αποτελούν μεγάλα μερίδια των εμπορευμάτων που εξάγονται από τις δύο χώρες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η στρατηγική του Βιετνάμ και του Μεξικού δεν είναι νέα. Κατά την διάρκειαν του Ψυχρού Πολέμου, πολλές χώρες ανεζήτουν μιαν ισορροπία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενώσεως. Ωστόσον, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στο πλαίσιον μιας ολοέν και πλέον κατακερματισμένης Παγκοσμιοποιήσεως θα πιέσει τις κυβερνήσεις να προσαρμόσουν αναλόγως τις εξωτερικές τους πολιτικές. Η εκμετάλλευση της ευκαιρίας να λειτουργήσει κάποια χώρα ως «μεσάζων» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας θα είναι εξ ίσου σημαντική, με την διατήρηση «εγκαρδίων» διπλωματικών δεσμών και με τις δύο. Η πρόκληση για τις χώρες αυτές είναι ότι αυτή η στρατηγική θα λειτουργεί όσον οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν διαχειρίσιμες. Η Κίνα είναι μάλλον απίθανον να εισβάλει στην Ταϊβάν στα επόμενα 5-10 έτη, αλλά όχι αδύνατον : Αρκετοί παράγοντες θα ημπορούσαν να αλλάξουν το σκεπτικόν του Πεκίνου και να ωθήσουν την Κίνα προς μιαν επιθετικοτέρα στρατηγική.

Με βάση μια στρατηγική ανάλυση, καθαρώς τύπου «κόστους-οφέλους», γιά τα πάντα, από την οικονομία και την πολιτική μέχρι τις τεχνολογικές εκτιμήσεις και την δυναμική των συμμαχιών, φαίνεται πιθανόν ότι το Πεκίνο θα καθυστερήσει μιαν εισβολή στην Ταϊβάν επί αρκετά έτη, εάν όχι δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, η Λαϊκή Δημοκρατία θα προσπαθήσει να εξαναγκάσει την Ταϊβάν να εγκαταλείψει τα όνειρά της για εθνική κυριαρχία και επίσης να πείσει την Δύση και ιδιαιτέρως τις ΗΠΑ ότι, δεν αξίζει τον κόπο μία σύγκρουση προς χάρη της Ταϊβάν. Ημπορεί να έλθει μια στιγμή που αυτές οι χώρες θα αναγκασθούν να διαλέξουν μια πλευρά ή να διακινδυνεύσουν μια σύγκρουση με την εγγυτέρα προς αυτές δύναμη. Επι πλέον, αυτή η στρατηγική δεν είναι ακίνδυνος σε έναν κόσμον διαρκώς προστατευτικότερον. Επί παραδείγματι, κατά την διάρκειαν μιας πιθανής δευτέρας θητείας, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα ημπορούσε να πιέσει για επαναδιαπραγμάτευση ορισμένων από τους όρους της εμπορικής συμφωνίας με το Μεξικό ή και να επιβάλει υψηλοτέρους δασμούς σε βιετναμέζικα προϊόντα, ώστε να μειώσει το εμπορικόν έλλειμμα της χώρας του και με τις δύο χώρες.

Επίσης θα υπάρξουν ευκαιρίες παραλλήλως προς τον ανταγωνισμόν ΗΠΑ-Κίνας. Τους τελευταίους μήνες, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν προσεγγίσει χώρες από την Χιλή μέχρι την Αυστραλία, ως μέρος της ωθήσεώς τους να αυξήσουν και να διαφοροποιήσουν τις προμήθειες κρισίμων πρώτων υλών. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία εδημιούργησεν επίσης νέες ευκαιρίες σε χώρες όπως η Αλγερία και το Κατάρ ώστε να αυξήσουν τις εξαγωγές τους σε φυσικόν αέριον, εν μέσω των προσπαθειών της Ευρώπης να μειώσει την εξάρτησή της από τον ρωσικόν ενεργειακόν εφοδιασμό (όρα και άρθρον παρελθόντος Οκτωβρίου : «Οι νέες ενεργειακές και κλιματικές πραγματικότητες ωθούν την Ευρώπη να επανεξετάσει την   πυρηνική ενέργεια».). Η διαφοροποίηση του εμπορίου και της προσφοράς, καθώς και η απομάκρυνση του κινδύνου, ιδίως για στρατηγικούς τομείς, θα παραμείνουν κεντρικά στοιχεία ενός κόσμου κατακερματισμένης Παγκοσμιοποιήσεως.

Το 2024, οι εκλογές σε ολόκληρον τον κόσμο θα διαμορφώσουν το παγκόσμιο πολιτικό τοπίο για τουλάχιστον το δεύτερον ήμισυ της δεκαετίας και οι εθνικιστικές και αντι-Παγκοσμιοποιητικές ιδεολογίες θα επηρεάσουν πολλά από τα αποτελέσματα. Αν αυτό το δρώμενο δεν οδηγήσει σε μιαν βαθεία διαδικασία απο-Παγκοσμιοποιήσεως, ασφαλώς δεν θα συμβάλει στην επιταχυνομένη Παγκοσμιοποίηση. Πιθανότατα, θα οδηγήσει σε ηυξημένον γεωπολιτικόν ανταγωνισμό, καθώς και εμπορικό και τεχνολογικό «κατακερματισμό», που θα επηρεάσουν τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των χωρών. Αυτό το πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο σενάριον «κατακερματισμένης Παγκοσμιοποιήσεως» θα παρουσιάσει προκλήσεις για την διεθνή συνεργασία και τις πολυεθνικές εταιρείες, με τον διμερισμό (ή τον «ολιγοπλευρισμό») και τον προστατευτισμό να καθίστανται περισσότερον διαδεδομένοι. Ωστόσον, θα προκύψουν ευκαιρίες για εκείνες τις χώρες (και τις επιχειρήσεις) που θα «πλοηγηθούν» επιδεξίως στην βαθεία πολυπλοκότητα μιας κατακερματισμένης Παγκοσμιοποιήσεως και θα μεγιστοποιήσουν τα οικονομικά της οφέλη.

Similar Posts