ΜΥΘΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ  ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ [1]

Μέρος 1

Μέχρι τώρα εξακολουθούν να υπάρχουν μερικοί οι οποίοι θα συνεφώνουν προθύμως με την ιδέαν ότι ζούμε σε μιαν ολοέν και σκοτεινοτέραν εποχήν – σε έναν κόσμον όπου ακόμη και εκείνες οι ολίγες εναπομένουσες αξίες που επεβίωσαν από την επίθεση του 20ου  αιώνος διαλύονται ακριβώς προ οφθαλμών μας. Όπως εσημείωσεν ο Ιούλιος Έβολα στο Α΄ Κεφάλαιον του έργου του «Ιππεύειν την τίγρη – Εγχειρίδιον επιβιώσεως για τους Αριστοκράτες της ψυχής» (γραφέντος το 1961), αυτές οι αξίες των τελευταίων δεκαετιών – για την απώλειαν των οποίων παραπονούνται σήμερον οι περισσότεροι άνθρωποι – είναι απλώς οι αξίες ενός αστικού πολιτισμού, οι οποίες έχουν ήδη απομακρυνθεί κατά πολύ μακράν των αρετών που επεβεβαιώθησαν από τους πολιτισμούς της Αρχαιότητος και του Μεσαίωνος, εγγενώς προορισθείσες να εκφυλισθούν ταχέως και να δώσουν την θέση τους σε μιαν περισσότερον φθίνουσα τάξη πραγμάτων.

Αλλά όταν πρόκειται να ορίσουμε αυτό που είναι πράγματι το βαθύτατον σκότος της εποχής μας, τα αληθινά βάθη του, την προέλευσή του, τα συστατικά και τους τρόπους καταπολεμήσεώς του κλπ., συναντώμεθα με μιαν κακοφωνίαν ασυντονίστων φωνών, διισταμένων ή και ασυναρτήτων απόψεων, καθώς και με ποικίλες αυθαίρετες θεωρίες, βασιζόμενες σε ιδέες γεννηθείσες υπό την αιγίδαν αυτού του σκότους και κινούμενες με μιαν γενικήν «πνευματικήν μυωπίαν». Μίαν «πνευματικήν μυωπίαν» η οποία προτιμά να παραμένει κανείς στο κατά την νιτσεϊκήν προσέγγιση, «ανθρώπινον, πολύ ανθρώπινον», ευπρόσιτον και τρωτόν  επίπεδον, το οποίον αφορά σε όλους τους τομείς της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής.

Για την σφαλεράν και παραπλανημένην προσπάθειαν καταπολεμήσεως των συγχρόνων  μας διαλυτικών ιδεών της νεωτερικότητος, με όπλον αυθαίρετες θεωρίες, βασιζόμενες σε άλλες σύγχρονες  ιδέες (που βεβαίως έχουν επίσης τις ρίζες τους στην νεωτερικότητα του καθεστωτικού σκότους των Διεθνών Επικυριάρχων) ο σπουδαίος Γάλλος εσωτεριστής, δοκιμιογράφος και ιστορικός ερευνητής Υποκόμης Λεόν ντε Πονσέν (Léon de Poncins, 1897-1975) γράφει χαρακτηριστικώς στο βιβλίον του «Ο Απόκρυφος Πόλεμος» («La Guerre occulte», 1936 : «Δεν θεραπεύεται κάποιος από ένα δηλητήριον με την χορήγηση του ιδίου δηλητηρίου αραιωθέντος σε σακχαρούχον ύδωρ». Περί του ιδίου ζητήματος ο Ρενέ Γκενόν (René Guénon) στο 31ον Κεφάλαιον («Παράδοση και Παραδοσιακός χαρακτήρ»), του βιβλίου του  «Η βασιλεία της ποιότητος και τα σημεία της εποχής»  («Le Règne de la Quantité et les Signes des Temps»)  έγραψεν πώς ο καλύτερος τρόπος για να καταστεί ασφαλώς αναποτελεσματική ή «αντίδρασή» μας, είναι να την κατευθύνουμε εσφαλμένως «προς ένα από τα προϊμώτερα και ολιγότερον “προκεχωρημένα” στάδια της ιδίας αποκλίσεως, προς κάποιο στάδιον στο οποίον η διαταραχή δεν είχε γίνει ακόμη τόσον εμφανής και ήταν ωσάν να επαρουσιάσθη υπό μιαν εξωτερικήν πλευράν, πλέον αποδεκτήν από οποιονδήποτε δεν είχεν ακόμη τυφλωθεί εντελώς από ορισμένες υποδείξεις».

Σημειούται εδώ πως οι λέξεις  «Πνεύμα», «Πνευματικός», «Πνευματικότης» ευρίσκονται στην εποχήν μας στο πλείστον των χρήσεών τους πολύ μακράν των αρχικών τους εννοιών. Σε αντίθεση με τις ημέρες μας, [όπου τέτοιες λέξεις χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς από ….. δεισιδαίμονες γυναίκες, «έργω ή λόγω» σκοτεινούς αποκρυφιστές και διαφόρους ζηλωτές της «θρησκείας της αγάπης» και αιρέσεών της], η σφαίρα του Πνεύματος ανεφέρετο αρχικώς σε ένα υπερλογικόν πεδίον, που αποδίδεται ως αρσενική – ή μάλλον, ανδρεία  – αρχή.

Με την φράση «πνευματική μυωπία», αναφερόμεθα εδώ κυρίως στην ανικανότητα να ανέλθουμε υπεράνω του αστικού πεδίου, των διαφωνιών, των στατιστικών, των γεγονότων κ.λπ. το οποίον έχει απλώς διακηρυχθεί ως το ανώτερον όριον της πραγματικότητος. Αυτή η ιδιάζουσα μυωπία αναλογεί σε εκείνους οι οποίοι απλώς είναι ανίκανοι να ιδούν την πραγματικότητα και την αλήθειαν,  άρα είναι ανίκανοι και να τις γνωρίσουν.

Σε αντίθεση με τους συγχρόνους μας, βλέπουμε την παρούσα κατάσταση όχι απλώς ως  μιαν οποιανδήποτε σκοτεινή εποχή – ένα προσωρινόν «οδόφραγμα» στην πορεία της ζωής μας, μίαν φευγαλέαν ανάσχεσή της, ένα άσχετον στατιστικόν ατυχηματικόν σύμβαμα – αλλά ακριβώς ως την κατ΄εξοχήν «Σκοτεινήν Εποχήν», όπως αυτή αναγνωρίζεται στην θεμελιώδη διδασκαλία πολλών Ινδοευρωπαϊκών παραδόσεων και πολιτισμών με διαφορετικά ονόματα: Η «Εποχή του λύκου» των Εδδών (Eddur), [«Η Προφητεία της Βέλβα (Μάντιδος)» – «Βελουσπά» (Völuspa), 45–66], η «Σιδηρά Εποχή» των Ελλήνων και των Ρωμαίων, [Ησιόδου, «Έργα και Ημέρες»/109–201 – Οβιδίου, «Μεταμορφώσεις» / «Οι τέσσαρες Εποχές των Ανθρώπων»   Ποπλίου Βιργιλίου Μάρονος «Εκλογή» IV/ 5–14] και η «Κοσμική Εποχή του Σκότους» («Kali Yuga») των Ινδών [«Βισνού Πουράνα» (Viṣṇu  Purāṇa), IV-Κεφάλαιον 24, VI – Κεφάλαιον 1,  και «Μαχαμπαράτα»(Mahābhārata)VI, Κεφάλαιον 10].

Καθώς η εκάστοτε κοσμική περίοδος υποχωρεί «επί τα χείρω» στην χειροτέραν διάδοχόν της, ο άνθρωπος λησμονεί όλα όσα τον συνέδεεαν με  τις υψηλότερες σφαίρες της υπάρξεως και οπισθοδρομεί σε μίαν κατάσταση όχι σαφώς διακριτήν από εκείνην ενός ζώου.

Αυτό το ζήτημα, μαζί με το πλαίσιόν του – το «Δόγμα των Τεσσάρων Εποχών» – έχει ήδη εξετασθεί υπερεπαρκώς σε ορισμένα έργα των Παραδοσιοκρατών Διδασκάλων Ιουλίου  Έβολα και Ρενέ Γκενόν, έργα τα οποία θα ημπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ορθή εισαγωγή για τον αναγνώστη στην σπουδήν της Παραδόσεως. [Έβολα : «Εξέγερση εναντίον στον Συγχρόνον Κόσμον», Κεφάλαιον  22 («Το δόγμα των τεσσάρων εποχών»), Κεφάλαιον 23 («Η Χρυσή Εποχή») και Προσθήκη («Περί της “Σκοτεινής Εποχής”») – Γκενόν : «Κρίση του συγχρόνου κόσμου. Παραδοσιακές Μορφές και Κοσμικοί Κύκλοι», Κεφάλαιον 1 («Μερικές παρατηρήσεις σχετικώς με το Δόγμα των Κοσμικών Κύκλων»)]

Εδώ οφείλω να επισημάνω δύο πράγματα. Πρώτον, όλοι οι ανώτεροι πολιτισμοί στην ιστορία μέχρι την εξάπλωση των αβρααμικών θρησκειών και των ιδεών  της νεωτερικότητος εθεώρουν τον χρόνον ως έχοντα κυκλικήν, σπειροειδή ή σφαιρικήν φύση αντί γραμμικήν. Δεύτερον, σε όλους αυτούς τους ανωτέρους πολιτισμούς, ο άνθρωπος εγνώριζεν μόνον τον πνευματικόν εκφυλισμόν, ως έναν νόμον του χρόνου και δεν εγνώριζεν τίποτε περί «προόδου».

Αντίστοιχα παραδείγματα σε άλλους πολιτισμούς αλλά και παραδόσεις άλλων φυλών περιλαμβάνουν τις Τρεις Εποχές του Ντάρμα («Νόμου») στον Βουδισμόν (Αληθής, Αντιγραφείς και Έχατος Νόμος), τους «Πέντε Ηλίους» των Αζτέκων, τον Πατσακουτίκ – «Μεταβολέα των Κόσμων» των Ίνκα και την σταδιακήν απομείωση της Ταοϊστικής γνώσεως από τις ημέρες των Αρχαίων Διδασκάλων στο «Ταό Τε Τσινγκ» – «Βιβλίον του Δρόμου και της Ισχύος του».

Το Παραδοσιοκρατικόν μήνυμα δεν προορίζεται για ολόκληρον τον Κόσμον ή συνολικώς για τον λαόν. Αφορά αποκλειστικώς σε εκείνους τους ελαχίστους «των οποίων οι οφθαλμοί έχουν επ΄ αυτών ολίγην μόνον κόνιν» (στην σανσκριτικήν ο διεθνώς γνωστός όρος «γκουρού» σημαίνει «αυτός που απομακρύνει την κόνι») Εκείνους οι οποίοι είναι σε θέση να κινηθούν από μόνοι τους, αντί να τους μετακινήσουν. Για εκείνους που εξακολουθούν να αισθάνονται πως οι ρίζες του προβλήματος είναι βαθύτερες από την οικονομίαν ή την πολιτικήν (και απ΄ οτιδήποτε άλλο στο υλικόν επίπεδον), ενώ δεν ικανοποιούνται από τις αστικές πρακτικές της απλής πολιτικής συνεγέρσεως, των διαμαρτυριών και του ακτιβισμού, αλλά θέλουν να φθάσουν στον πυρήνα του θέματος, κυριότερον δε να υπερβούν πρωτίστως την κρίση του συγχρόνου κόσμου εντός τους.

Το γεγονός ότι σε τέτοιες σκοτεινές εποχές δεν προβαίνουμε σε κλήση για οιεσδήποτε βίαιες μορφές αγώνος στο φυσικόν επίπεδον, ενάντια στους πελωρίους μονολίθους της κυριάρχου «Ζοφοκρατίας» [όπου «Ζοφοκρατία», συνθετικός νεολογισμός με  συστατικά τον ζόφον («πυκνόν,  τρομερόν σκότος του Άδη») + το Κράτος («ισχύς, εξουσία»)],  συμβαίνει επειδή (συμφωνούντες απολύτως με τις διδασκαλίες περί των υστάτων σταδίων της Σκοτεινής Εποχής), παρατηρούμε και σημειώνουμε πως  ουδεμία υπάρχει πιθανότης να γυρίσουμε οπίσω τους τροχούς του χρόνου, ουδεμία υπάρχει πιθανότης επιτυχίας για κάθε είδους εξωτερικήν αντεπανάσταση ή αναδιάρθρωση. Μια τέτοια επιλογή θα ήταν τόσον αφελής όσον η σκέψη πως κάποιος έχει την ευκαιρίαν να σταματήσει την επερχομένη πλημμύρα ή χιονοστιβάδα ιστάμενος εμπρός στον δρόμον της. Το μόνον λογικόν πράγμα που πρέπει να πράξει κάποιος είναι να αποφύγει  αυτές τις δυνάμεις και να τις αφήσει να συνεχίσουν την πορείαν τους  [Ιούλιος Έβολα, «Ιππεύειν την Τίγρη», Μέρος Α’ («Προσανατολισμοί») – Κεφάλαιον 2 («Το τέλος ενός κύκλου» – «Ιππεύειν την Τίγρη»]. Ο Έβολα επίσης εδήλωσεν ρητώς αυτές τις ιδέες στη γνωστήν του  τηλεοπτικήν συνέντευξη το 1971.

Εν τω μεταξύ, αυτό που χρειάζεται εξάπαντος είναι ένας συνεχής εσωτερικός αγών, μια εσωτερική ενίσχυση : Ο  αναζητητής της Παραδόσεως οφείλει να καθαρίσει τις επιρροές της σκοτεινής εποχής εντός του ιδίου του  εαυτού του. Παρ’ όλα αυτά, συμφωνούμε ότι είναι ιδικόν του δικαίωμα να επιλέξει τις ιδικές του προσωπικές μάχες. Ευλόγως, οιοσδήποτε επέλεξεν να διεξάγει μεταπολιτικήν δραστηριότητα στο διανοητικόν και πνευματικόν πεδίον, οφείλει να προβαίνει σε εκλεκτικήν δημοσίευση ουσιωδών αντικειμένων των Εθνικιστικών και Παραδοσιοκρατικών ιδεών.

Για όσους αναζητούν το απολύτως αντίθετον της τρεχούσης καταστάσεως του κόσμου και της αναποφεύκτου κορυφώσεώς της, επισημαίνουμε τον κόσμον της «Παραδόσεως». Της Παραδόσεως γραφομένης με κεφαλαίον το πρώτον γράμμα, ώστε να διαφοροποιείται από την κοινήν αίσθηση της λέξης «παράδοση» (όπως αυτή διαλαμβάνεται στο απλούν «έθιμον», κληθείσα «δημοκρατία των νεκρών» υπό του πολυταλάντου Άγγλου χριστιανού φιλοσόφου, απολογητή και κριτικού τέχνης και λογοτεχνίας Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον (Gilbert Keith Chesterton, 1874-1936)  ).1   

Η Παράδοση συνιστά την πλατωνικήν αρχήν του «Είναι», σε αντίθεση με το «Γίγνεσθαι» του συγχρόνου κόσμου. Όταν χρησιμοποιούμε την λέξη Παράδοση, την εννοούμε ακριβώς με την έννοιαν που της προσέδιδεν ο Ιούλιος Έβολα και τίποτε ολιγότερον,

Τα «Είναι» και «Γίγνεσθαι» αφορούν στην μεταφυσικήν δυάδα η οποία ανευρίσκεται  στον πλατωνικόν «Τίμαιον», τον τριμερή  φιλοσοφικόν διάλογον, που εμφανίζεται τρόπον τινά ως συνέχεια της «Πολιτείας» και ονοματίζεται από το τρίτον μέρος του, την κοσμολογικήν ομιλίαν του Τιμαίου χωρίς παρεμβολές προσώπων του ακροατηρίου, εκτός από κάποιες σποραδικές συγκαταθετικές παρεμβολές του Σωκράτη 2 [«Η σχέση του Γίγνεσθαι με το Είναι είναι ανάλογος προς την σχέση της πεποιθήσεως  προς την αλήθειαν. Εάν λοιπόν, Σωκράτη, δεν κατορθώσουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευράν και ακριβείς λόγους για πολλά ζητήματα, για τους Θεούς και για την γέννηση του Σύμπαντος, μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμεθα ικανοποιημένοι εάν καταλήξουμε στις πλέον εύλογες εξηγήσεις, όταν αναλογισθούμε ότι τόσον έγώ που ομιλώ όσον και εσείς που κρίνετε έχουμε ανθρωπίνη φύση, συνεπώς δε πρέπει να αποδεχόμεθα την εύλογον εξιστόρηση («τον εικότα μυθον») και να μην ζητούμε τίποτε περισσότερον»] και σε άλλα έργα του Πλάτωνος.

Με άλλους λόγους το «Είναι» αντιστοιχεί στην «αλήθειαν» και το «αμετάβλητον» ήδη γεγονός, ενώ το «Γίγνεσθαι» αντιστοιχεί στην «γνώμην» και στην «σταθεράν ροήν». Η καθαρά αρρενωπότης και η ανάλογος θηλυκότης ημπορούν επίσης να εξομοιωθούν με αυτές τις δύο πτυχές της υπάρξεως.

Συνεχίζεται…


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

«Η παράδοση είναι η δημοκρατία των νεκρών. Σημαίνει να χορηγούμε μιαν ψήφο στην πλέον σκοτεινήν από όλες τις τάξεις : στους προγόνους μας.» Η φράση  προέρχεται από το βιβλίον του Τσέστερτον «Ορθοδοξία», Κεφάλαιον 4, «Η Ηθική της Χώρας των Ξωτικών». Και μετά την ανωτέρω εισαγωγικήν φράση συνεχίζει με πικρόχολον και σκωπτικήν διάθεση: «Η παράδοση αρνείται να υποκύψει στην μικρά και αλαζονικήν ολιγαρχίαν εκείνων που απλώς τυγχάνει να περπατούν. Όλοι οι δημοκράτες αντιτίθενται στους άνδρες που αποκλείονται από το ατύχημα …. της γεννήσεως. Η παράδοση αντικρούει τον αποκλεισμόν των προγόνων  από το ατύχημα …. του θανάτου. Η δημοκρατία μας λέγει να μην παραμελούμε την γνώμην ενός καλού ανθρώπου, ακόμα και εάν είναι ο σταβλίτης μας. Η παράδοση μας ζητά να μην παραμελούμε τη γνώμη ενός καλού ανθρώπου, ακόμα και εάν είναι ο πατέρας μας.»

2 Η ιστορική διαδρομή του «Τιμαίου» και η επίδραση που ήσκησεν από την αρχαιότητα έως σήμερα συνιστά ένα όντως δαιδαλώδες κεφάλαιον της ιστορίας της φιλοσοφίας. Ουδέν έτερον φιλοσοφικόν κείμενον ανεγνώσθη ή εσχολιάσθη  μέχρι τον 17ον  αιώνα όσον ο «Τίμαιος». Επί 2000 έτη ο «Τίμαιος» υπήρξεν κατ΄ουσίαν  όλος ο Πλατωνισμός: Ήταν το ευαγγέλιον των μυστικιστών, όταν στην ύστερον Αρχαιότητα υπεχώρησεν η ορθολογική σκέψη και ο ισχυρότερος και σαφέστερος συνδετικός κρίκος χριστιανισμού και   αρχαίας ελληνικής σκέψεως, καθώς αποτελεί το μοναδικόν μείζον αρχαίον φιλοσοφικόν κείμενον που αναφέρεται στην δημιουργίαν του Κόσμου. Επίσης δε  υπήρξεν η ισχυρά έμπνευση όλων όσων εθεώρησαν, όπως ο μέγας Ιταλός Γαλιλαίος ντι Βιντσέντσο Μποναγιούτι ντε Γαλιλέι, ότι «το βιβλίον της φύσεως είναι γραμμένο με μαθηματικούς χαρακτήρες». Το κύρος και η επικαιρότης του «Τιμαίου» υπέστη ισχυρόν πλήγμα μετά την επικράτηση του μηχανιστικού κοσμοειδώλου της νεοτέρας φυσικής κατά τον 17ον  αιώνα.

Similar Posts