ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΑΖΤΕΚΩΝ
Μέρος 1
Κατά το αποδράν έτος 2024, σε εθνικήν – πατριωτικήν ιστοσελίδαν με γεωπολιτικήν και ιστορικήν θεματολογίαν απήλαυσα τα κείμενα 3 αρθρογράφων που κατετρίβησαν με ζητήματα εθνοφυλετικών συγκρούσεων, (εθνικής ή και υπερεθνικής κλίμακος), καταδεικνύοντα την αδήριτον ιστορικήν και φυσικήν πραγματικότητα : Υποκείμενον της ιστορίας και του πολιτισμού είναι τα έθνη, εδραζόμενα στο φυλετικόν τους ιδιοσυστατικόν υπόβαθρον. Σε παράλληλον κατεύθυνση προς την προαναναφερθείσα, συνεισφέρω με το παρόν κείμενον, περί το συναφές ζήτημα του τίτλου, στοιχειωδώς εμπερίστατον, λόγω του περιωρισμένου χώρου στο ιστολόγιον.
Ο μαθητής του μεγάλου Ρουμάνου Εθνικιστή ιστορικού της θρησκείας Μίρτσεα Ελιάντε (Mircea Eliade, 1907-1986), ο διάσημος Αμερικανός θρησκειολόγος, ιστορικός, ανθρωπολόγος, μεσοαμερικανιστής λόγιος και θεολόγος Δόκτωρ Νταβίντ Λη Καράσκο (Davíd Lee Carrasco), μέλος της Μεξικανικής Ιστορικής Ακαδημίας . γράφει στο βιβλίον του «Πόλη της Θυσίας. Η αζτεκική αυτοκρατορία και ο ρόλος της βίας στον πολιτισμόν» («City of Sacrifice. The Aztec Empire and the Role of Violence in Civilization»,1999, εκδόσεις Beacon, Βοστώνη) στην σελίδα 51, παραθέτων αυτούσιον το κείμενον του αυτόπτη μάρτυρα των τότε γεγονότων, Ισπανού «κονκισταδόρ» Μπερνάλ Ντίαζ ντε Καστίγιο (Bernal Díaz del Castillo) 1:
«… Ηκούσθη το θλιβερόν τύμπανον του [Ουιτζιλοπότστλι2] και πολλά άλλα πνευστά κελύφη και κέρατα και κάποια άλλα όργανα ωσάν σάλπιγγες και ο ήχος όλων τους ήταν τρομακτικός, όλοι δε κοιτάξαμε προς την θεόρατη πυραμίδα. . . και είδαμε ότι οι σύντροφοί μας. . . μετεφέρθησαν βιαίως στις σκάλες προς τα άνω. . .
Είδαμε να τοποθετούν λοφία πτερών στις κεφαλές πολλών από αυτούς και με κάτι πράγματα στα χέρια τους ωσάν ριπίδια (βεντάλιες) τους ηνάγκασαν να χορέψουν εμπρός από αυτόν (τον Ουιτζιλοπότστλι). Αφού δε εχόρευσαν, αμέσως έβαλαν την πλάτη τους επάνω σε κάποιες μάλλον στενές πέτρες…και με μερικές μάχαιρες επριόνισαν τα στήθη τους και έβγαλαν τις παλλόμενες καρδίες τους και τις προσέφεραν στα είδωλά τους.
Μετά απελάκτισαν τα σώματα κάτω από τις σκάλες της πυραμίδος και οι Ινδιάνοι σφαγείς που ανέμεναν στην βάση της, απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια και εξέδειραν το δέρμα από τα πρόσωπα, κατόπιν δε το παρεσκεύεσαν ωσάν δέρμα χειροκτίων, με την γενειάδα επάνω του …. και έφαγαν τις σάρκες με τσιλμόλε 3 »
Είναι βεβαίως γνωστόν πως η ανθρωποθυσία είναι ένα παγκόσμιον φαινόμενον, αλλά πουθενά αλλού δεν έχει καταγραφεί ποτέ στην τεραστίαν κλίμακα που διεπιστώθη μεταξύ των Αζτέκων του Κεντρικού Μεξικού : Στο διάστημα 1440–1521, στον χώρον του νυν Μεξικού, εκτιμάται ότι εθυσιάσθησαν περίπου 1.200.000 άνθρωποι, στην πλειονότητάν τους αιχμάλωτοι πολέμου.
Οι κοσμογονικοί μύθοι των Αζτέκων ήσαν πολυάριθμοι, ποικίλοι και συχνάκις αντιφατικοί, αλλά όλοι εχαρακτήριζοντο από την ακόρεστον όρεξη των θεοτήτων για το αίμα. Ένας προαναφερθείς μύθος έλεγεν πως ο θεός – ήλιος Ουιτζιλοπότστλι είχεν δημιουργηθεί από μια θεϊκήν πράξη θυσίας. Καθώς οι θεοί συνεκεντρώθηκαν στο πρωταρχικόν λυκόφως, ένας κακοποιημένος άρρωστος νάνος (!) έρριψεν εαυτόν σε ένα τεράστιον πύραυνο (μαγκάλι) και ηγέρθη από τους διαπύρους άνθρακες, φλεγόμενος, μετατραπείς στον ήλιον. Ωστόσον, λόγω ελλείψεως επαρκούς αίματος ο ηλιακός δίσκος δεν ημπορούσεν αρχικώς να μετακινηθεί στον ουρανόν. Μόνο αφού οι άλλοι θεοί με την σειράν τους εκάησαν στην πυράν ο ήλιος εξεκίνησεν την καθημερινήν του πορείαν στα ουράνια. Οι θάνατοί τους, του έδωκαν ζωήν. Από εκείνην την εποχήν, εχρειάζετο αίμα για να τον κρατήσει ενεργόν στην καθημερινήν ουρανίαν πορείαν του.
Η ανθρωποθυσία των Αζτέκων επανελάμβανεν την αρχικήν θυσίαν των θεών, χωρίς δε το προσφερόμενον θυσιαστικόν νέον αίμα, ο ήλιος θα απέθνησκεν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι θεοί στο πάνθεον των Αζτέκων έζων με ανθρώπινον αίμα. Μόνο ο μέγας Κουετζαλκοάτλ, το «Πτερωτόν Ερπετόν», αντετάχθη στην ανθρωποθυσίαν, αλλά οι άλλοι θεοί τον εξηνάγκασαν σε εξορίαν.
Οι Αζτέκοι ήσαν πρωτίστως ένας λαός πολεμιστών. Είχαν αναδειχθεί ως μια μικρά φυλή περιβαλλομένη από εχθρικούς γείτονες, αλλά πολεμούντες αδιακόπως τους κατενίκησαν και επιβληθέντες εσφυρηλάτησαν μιαν αυτοκρατορίαν εκτεινομένην στο κεντρικόν Μεξικόν από του Ατλαντικού έως τον Ειρηνικόν Ωκεανόν. Για να ευχαριστήσουν τους θεούς τους για την καλοτυχίαν τους και να τους δωροδοκήσουν, ώστε να συνεχίσουν την εύνοιάν τους προς αυτούς, οι Αζτέκοι τους προσέφεραν το αίμα των αιχμαλώτων τους από τις μάχες. Στην πραγματικότητα, η σύλληψη των θυσιαστικών θυμάτων ήταν τόσον σημαντική, ώστε συντόμως οι μάχες των Αζτέκων εστράφησαν προς τον σκοπόν αυτόν.
Σε αυτούς τους καλουμένους «Πολέμους των Ανθέων», οι Αζτέκοι ηκολούθουν αυστηρούς κανόνες όταν επετίθοντο στους γείτονές τους, εκκινούντες από ευχάριστες και ευγενικές διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς τους περί του χρόνου και του τόπου της μελούσης μάχης. Η μάχη ηκολούθει τα αρχαία τελετουργικά – μια εναρκτήριος πυρά, μουσική, χορός και τέλος μια μαζική έφοδος. Οι μάχες ήσαν διαπροσωπικές, εκ του σύνεγγυς, με αγχέμαχα, κυρίως μη θανατηφόρα όπλα, επειδή οι Αζτέκοι προετίμων να μην βλάψουν τα ανθρώπινα «εμπορεύματά» τους. Οι εχθροί απεμακρύνοντο από την παράταξή τους, εδεσμεύοντο και εσύροντο στην πρωτεύουσα των Αζτέκων Τενοτστιτλάν (όπου νυν η Πόλις του Μεξικού). Οι πολεμιστές των Αζτέκων ανείρχοντο στην κοινωνικήν ιεραρχίαν, συλλαμβάνοντες ζώντες αιχμαλώτους για να θυσιασθούν. [Όρα : Συλλογικόν έργον «Αζτέκοι : Ηγεμονία αίματος και μεγαλείου» («Aztecs: Reign of blood and splendor», Αλεξάνδρεια της Πολιτείας Βιρτζίνια, εκδόσεις Time-Life Books, σειρά «Χαμένοι Πολιτισμοί», 1992), σελίδες 99–100].
Οι Αζτέκοι επίστευον ότι κατά την δημιουργίαν του κόσμου, οι θεοί τους προσέφεραν τις καρδίες και το αίμα τους στον ήλιον και ότι οι ίδιοι ως κληρονομικοί δικαιούχοι των θεών πρέπει να κάνουν μιαν παρομοίαν θυσίαν, ώστε να διατηρήσουν το σύμπαν σε τελείαν ισορροπίαν. Παρά το ότι οι περισσότερες από τις θεότητες τους απήτουν τακτικές θυσίες, αυτός που εχρειάζετο την περισσοτέραν «τροφήν» ήταν ο προστάτης τους, ο πολεμικός και ηλιακός θεός Ουιτζιλοπότστλι. Εθεωρείτο ότι χωρίς την καθημερινήν του ενίσχυση μέσω των ανθρωπίνων καρδιών και του ανθρωπίνου αίματος, δεν θα είχεν τη δύναμη να πολεμήσει εναντίον των δυνάμεων της νυκτός και θα αποτύγχανε να ανέλθει στο στερέωμα ως ήλιος την επομένην πρωίαν.
[Βεβαίως εδώ προκύπτει ουσιώδης, αυστηρά και αναπάντητος η ερώτηση στην οποίαν προβαίνει κάθε εχέφρων ιστορικός μελετητής: Όντως δεν παρετήρησαν ποτέ οι Αζτέκοι ότι ο ήλιος ανέτειλεν κάθε πρωίαν, ακόμη και εάν δεν προέβαιναν σε θυσίες προς αυτόν;]
Οι εικονογραφήσεις των κωδίκων (ή «σωματίων», ήτοι συλλογών χειρογράφων από πάπυρον, περγαμηνήν ή χάρτη, στερεωμένων σε έν σώμα υπό μορφήν βιβλίου, σε χρήση κυρίως προ της εφευρέσεως της τυπογραφίας) απεικονίζουν την τυποποιημένην ιεροτελεστίαν στον Μεγάλον Ναόν της Τενοτστιτλάν, με έναν ιερέα να «εκριζώνει» την καρδίαν ενός αιχμαλώτου, του οποίου το αίμα κυλά στις σκάλες. Η καρδία προβάλλεται ανερχομένη προς τον ουρανόν. Στην πραγματικότητα κατετίθετο σε ένα ειδικόν δοχείον, ωσάν τεράστιος πέτρινος ιαγουάρος.
Αλλά η καρδία δεν ήταν το μόνον όργανον που διεχειρίζοντο τελετουργικώς οι Αζτέκοι. Ο Σίπε Τότεκ, ένας θεός συνδεόμενος με το έαρ, απήτει επίσης ανθρωποθυσίαν σε μια ετησίαν ιεροτελεστίαν ανανεώσεως. Αφού οι φυλακισμένοι έθνησκον κατά την διάρκειαν μιας σκηνοθετημένης τελετής θανατηφόρου μάχης, τα σώματά τους εξεδέροντο και οι φονείς τους εφόρουν τα σηπόμενα δέρματα των θυμάτων τους επί 20 ημέρες ωσάν φρικιαστικά ενδύματα.
Όλοι οι νεαροί άρρενες Αζτέκοι ελάμβαναν στοιχειώδη στρατιωτικήν εκπαίδευση. Σε ηλικίαν περίπου 10 ετών, η κόμη τους εκείρετο, πλην μιας ιδιοτύπου «χαίτης» στον τραχηλικόν αυχένα, ως προκαταρκτικήν μύηση στις ιερές τάξεις των πολεμιστών. Όταν εγένοντο 15 ετών, εξεπαιδεύντο στα όπλα, συναντώμενοι κάθε εσπέρας με εμπειροπολέμους άνδρες που τους αφηγούντο πολεμικές ιστορίες και τους εδίδασκαν τους απαιτουμένους πολεμκούς χορούς και τους συναφείς ύμνους. Επίσης τους εδίδοντο ποικίλα καθήκοντα σχεδιασμένα για να τους σκληρύνουν, όπως η μεταφορά κορμών από τα μακρινά δάση στους ναούς, όπου με τους κορμούς ετροφοδοτούντο οι άσβεστες πυρές που εσυνέχιζαν να καίουν εκεί.
Κάθε νεαρός έπρεπε να διατηρεί τον ανωτέρω περιφραφέντα διακριτικόν θύσανον τριχών μέχρις ότου συμμετάσχει στην σύλληψη ενός αιχμαλώτου. Η πρώτη του εμπειρία στο πεδίον της μάχης περιωρίζετο στην μεταφορά της ασπίδος ενός πολεμιστή και στην παρατήρηση της δράσεως, αλλά η δευτέρα του μαχητική εμπειρία απήτει να συμμετάσχει, με πέντε από τους νεαρούς συνομιλήκους συντρόφους του, στην σύλληψη και αιχμαλωσίαν ζώντος εχθρού. Στην συνέχειαν, ο αιχμάλωτος μετεφέρετο σε εκείνους τους άνδρες που ήσαν υπεύθυνοι για την ανθρωποθυσίαν, οι οποίοι τον εφόνευαν. Το σώμα του εκτελεσθέντος αιχμαλώτου διεμερίζετο μεταξύ των νεαρών για την εξ αυτών τελετουργικήν κατανάλωσή του:
Ο δεξιός μηρός και ο κορμός εδίδοντο στον νεαρόν ο οποίος συμπεριεφέρθη ηρωικότερον. Ο αριστερός μηρός εδίδετο στον δεύτερον γενναιότερον. Ο δεξιός βραχίων στον τρίτο – και ούτω καθεξής μέχρις να μην απομείνει κανένα άλλο τμήμα του σώματος. Έχων αποδείξει τον εαυτόν του ως ικανόν, ο νέος πολεμιστής απέκοπτεν την χαίτη του και άφηνε τις τρίχες του να μεγαλώσουν ώστε να καλύψουν το δεξιόν του ους. Αλλά τώρα ήταν μόνος του. Δεν ημπορούσε πλέον να υπολογίζει στην βοήθειαν των φίλων του, ούτε θα ημπορούσε να τους δώσει καμία βοήθεια στην επόμενη μάχη τους, ακόμα και εάν έβλεπεν ότι ένας σύντροφος είχε πρόβλημα. Εάν έσπευδεν σε βοήθειάν του, διέτρεχεν τον κίνδυνον να κατηγορηεθεί ότι προσεπάθησεν να κλέψει τον πιθανόν αιχμάλωτον του άλλου. Και ήταν αυστηρώς σαφές να μην λυπηθεί έναν φίλον του που δεν κατάφερε να συλλάβει έναν κρατούμενο κατά την διάρκειαν μιας μάχης. Το να του δώσει έναν ιδικόν του αιχμάλωτον ήταν απάτη κολάσιμος με θάνατον.
Ο στόχος μιας τέτοιας συγκρούσεως τύπου «Πολέμου των Ανθέων» ήταν να προσπαθήσει ο Αζτέκος πολεμιστής να εμπλακεί με έναν εχθρόν, του οποίου η κατάσταση ήτο ισοδύναμος ή υπερέβαινε την ιδικήν του και να τον υποτάξει χωρίς να του προξενήσει υπερβολικόν τραυματισμόν. Οι ακρωτηριασμένοι κρατούμενοι δεν ήσαν κατάλληλοι για θυσίες. Για κάθε εχθρόν που συνελάμβανε ζώντα, ο φιλόδοξος πολεμιστής ελάμβανεν ειδικόν μανδύαν, οπότε η στρατιωτική του επίδοση και ικανότης εγένετο ορατή σε όλους ανά πάσαν στιγμήν. Αυτοί οι νεαροί που απετύγχανον να διακριθούν στο πεδίον της μάχης με την σύλληψη αιχμαλώτων εκινδύνευαν να υποβληθούν σε γελοιοποίηση και να μειωθούν, ώστε να ζήσουν μια ταπεινή ζωή. Η αρχή της δημοσίας ανταμοιβής επεξετείνετο περαιτέρω, όταν ένας πολεμιστής είχεν τέσσαρες ή περισσοτέρους αιχμαλώτους στο όνομά του. Στην συνέχεια καθίστατο τετιμημένος στρατιώτης με δικαίωμα σε μερίδιον των αφιερωμάτων από τα υποτελή κράτη και ίσως εξεπλήρου τις προϋποθέσεις για μιαν θέση στο Συμβούλιον Πολέμου, το οποίον ενημέρωνε τον κυβερνήτη για στρατιωτικά θέματα. Επι πλέον, ο πολεμιστής ήταν επιλέξιμος αναλήψεως ανωτέρων ευθυνών στην πολιτική ζωή, όπως η διαχείριση των σχολείων όπου εξεπαιδεύοντο τα τέκνα των κοινών πολιτών.
Λεπτομερείς νόμοι καθώριζαν σαφώς το ακριβές ένδυμα και τα διακριτικά εμβλήματα τα οποία εδικαιούτο λόγω των στρατιωτικών του κατορθωμάτων Πράγματι, συμφώνως προς την προτροπήν του πρίγκηπος Τλακαέλελ, ενός στρατηγού που υπηρέτησεν ως ένα είδος υπάτου αρμοστή ή μεγάλου βεζύρη (ως «σιακοάτλ» – «Θήλυ ερπετόν») σε τρεις μονάρχες της αζτεκικής συνομοσπονδίας του 15ου αιώνος, των πόλεων κρατών Τενοτστιτλάν, Τεξκόκο και Τλακοπάν. Ένας τέτοιος ήρως εγένετο δικαίως ο αποδέκτης μόνον των καλυτέρων κοσμημάτων και των καλυτέρων μανδυών και ασπίδων. Για να διατηρηθεί η αποκλειστικότης αυτών των βραβείων, ουδείς ηδύνατο να τα αγοράσει στην αγοράν. Σε περαιτέρω αναγνώριση των επιτευγμάτων του, ο έμπειρος πολεμιστής, ειδικώς εάν ήταν ευγενής, ημπορούσε να κληθεί να συμμετάσχει σε μιαν από τις επίλεκτες αριστοκρατικές ομάδες επαγγελματιών μαχητών, που εβοήθησαν να καταστούν τόσον τρομεροί στον τομέα τους οι στρατοί των Αζτέκων.
Η αριστοκρατική «Τάξη του Αετού» και οι «Ιππότες Ιαγουάροι» κατείχαν την ανωτάτην σχετικήν θέση. Τα εμβληματικά τους διάσημα και οι στολές που έφεραν υπερηφάνως οι ιππότες ανεκάλουν στον νουν των θεατών τους ανωτάτους χερσαίους και εναερίους θηρευτές του μεσοαμερικανικού φυσικού κόσμου.
Οι Αζτέκοι εθεώρουν τον αετόν «ατρόμητον», ως ένα «γενναίον και τολμηρόν» πτηνόν, έναν «κραυγάζοντα πτερυγοκρούστη», που ημπορούσε να «κοιτάξει κατά πρόσωπον, τον ήλιον», δηλαδή ένα ον με ιδιότητες άξιες να τις μιμηθούν οι πολεμιστές τους. Έβλεπαν δε τον ιαγουάρον ως «προσεκτικόν, σοφόν και υπερήφανον», ένα ισχυρόν ζώον που απέφευγεν τα βέλη του κυνηγού-διώκτη του πριν κινηθεί αιφνιδίως, τανυθεί και εν συνεχεία εκτιναχθεί επάνω στον διώκτην του.
Χρονολογούντες την ιστορίαν έως τους πρώτους χρόνους της ισχύος των Αζτέκων, αυτές οι προδιαμορφωμένες, οι παντοιοτρόπως «στυλιζαρισμένες» μάχες διεξήγοντο υπό αυστηρώς καθορισμένους κανόνες. Επελέγετο ένα πεδίον μάχης κάπου επί των συνόρων των δύο εμπολέμων κρατών και προεκαθορίζετο μία ημέρα ώστε να εκκινήσει η σύγκρουση. Ανήψαν μιαν μεγάλην πυρά (με έναυσμα από χάρτη και θυμίαμα τοποθετημένο μεταξύ των δύο στρατών) που εσημασιοδότει την έναρξη των εχθροπραξιών. Η φύση των αγώνων αυτών ήταν όλως διαφορετική από άλλες μάχες. Ο καταιγισμός από βέλη, πέτρες και ακόντια με τα οποία ήρχιζαν οι άλλες συγκρούσεις απουσίαζεν, δίοτι το ζητούμενον της ασκήσεως ήταν να επιδειχθεί ανδρεία, ικανότης και υπεροχή στην εκ του σύνεγγυς μάχην, με σκοπόν να συλληφθούν ζώντες και υγιείς αιχμάλωτοι ώστε κατόπιν να … θυσιασθούν.
Ο σκοπός των «Πολέμων των Ανθέων» φαίνεται πως ήταν τριπλούς:
Πρώτον – αν και αυτό το κίνητρον ουδέποτε εγένετο δημοσίως παραδεκτόν – ήταν μια ισχυρά υπενθύμιση της στρατιωτικής δυνάμεως των Αζτέκων, αποθαρρύνουσα τους δυνητικώς απειλητικούς γείτονες από οποιανδήποτε πλέον απειλητικήν επίδειξη στρατιωτικών δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων.
Δεύτερον, εδίδετο μια εξαιρετική ευκαιρία για ρεαλιστικήν επιχειρησιακήν εκπαίδευση μάχης.
Τελευταίον και πιθανώς σημαντικότερον, παρείχετο μιαν σταθερά προσφορά αιχμαλώτων πολέμου για να τροφοδοτείται η αδιάκοπος ανάγκη των θυσιαστικών θυμάτων. Η ανθρωποθυσία είχεν σημαίνοντα ρόλον στους περισσοτέρους μεσοαμερικανικούς πολιτισμούς, αλλά επ΄ουδενί στην κλίμακα που ανελήφθη από τους Αζτέκους, για τους οποίους απέκτησεν την ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασίαν της από την μυστικιστικήν σημασίαν που απέδιδαν στο ανθρώπινον αίμα, στο ζωτικόν υγρόν που διετήρει ζώντα τον κόσμον.
[Ενώ ανεδίφων τις διαθέσιμες πηγές μου σχετικώς με τους Αζτέκους, ανεκάλυψα ένα βιβλίον της σειράς «Ήμουν κι εγώ εκεί» (που διένειμε κατά το δεύτερον ήμισυ της δεκαετίας του ‘60 το απορρυπαντικόν ROL (!)) με τίτλον «Στην χώρα των Αζτέκων», γραφέν από την αείμνηστον φιλόλογον Ειρήνη Ταρσούλη. Επίσης, εχρησιμοποίησα και το δίτομον έργον «Παγκόσμιος Μυθολογία», συλλογικόν έργον υπό την εποπτείαν του σπουδαίου Γάλλου φιλολόγου Félix Guirand (1879-1945), με τίτλον πρωτοτύπου πρώτης εκδόσεως : «Mythologie générale», 1935, των διασήμων εκδόσεων Larousse, σε δευτέραν ελληνικήν απόδοση των εκδόσεων Γιοβάνης εν έτει 1968, σε εξαιρετικήν μετάφραση του Νικολάου Τετενέ και επιμέλειαν του εθναμύντορος λογοτέχνη και φιλολόγου Μιχαήλ Πετρίδη.. Εντός αυτού του εξαιρετικού βιβλίου συνήντησα και πάλιν τους Αζτέκους, στο κεφάλαιον περί της «Μυθολογίας των δύο Αμερικών», του μεγάλου Γάλλου μεσοαμερικανιστή ιστορικού και λαογράφου Max Fauconnet.
Βεβαίως οι εντυπώσεις και μνήμες μου επ’ αφορμή των στοιχειωδών αναδιφήσεων των πηγών μου περί το παρόν άρθρον, μοιραίως με ωδήγησαν στον θλιβερόν προβληματισμόν περί των αναγνωσμάτων των συγχρόνων νέων (όσων δηλαδή εξ αυτών διαβάζουν ακόμη) : Η περιρρέουσα σχετική κατάσταση είναι επιεικώς … ζοφερά.]
Συνεχίζεται
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Ο Μπερνάλ Ντίαζ ντε Καστίγιο (Bernal Díaz del Castillo, 1492 -1584), ήταν ένας Ισπανός «Κατακτητής» – «Κονκισταδόρ» (Conquistador), που συμμετείχεν ως στρατιώτης υπό την αρχηγίαν του Χερνάν Κορτές ντε Μονρόϋ υ Πιθάρρο Αλταμιράνο (Hernán Cortés de Monroy y Pizarro Altamirano) στην κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Αζτέκων, αργότερον δε στην ζωήν του έγραψεν μιαν εκτενή περιγραφήν των γεγονότων της κατακτήσεως. Ως έμπειρος μισθοφόρος πολεμιστής, είχεν ήδη συμμετάσχει σε αποστολές στην Στερεάν Γην, την Κούβα και στο Γιουκατάν πριν να ενταχθεί στην εκστρατευτικήν δύναμη του Κορτές.
[Κατά την διάρκειαν της ισπανικής Νέας Παγκοσμίου Αυτοκρατορίας, οι παράκτιες κτήσεις της ηπειρωτικής χώρας που περιβάλλουν την Θάλασσα της Καραϊβικής και τον Κόλπον του Μεξικού ανεφέροντο συλλογικώς ως «Ισπανικόν Μέην». Το νότιον τμήμα αυτών των παρακτίων κτήσεων ήταν γνωστόν ως «Επαρχία της Στερεάς Γης» («Provincia de Tierra Firme») ή «Επαρχία της Ενδοχώρας» (σε αντίθεση με τις εγγύς νησιωτικές αποικίες της Ισπανίας. Η «Επαρχία της Στερεάς Γης», ή απλώς «Στερεά Γη», εκαλείτο επίσης και «Στερεά Ακτή» – «Costa Firme».]
Στα επόμενα χρόνια του, ο Καστίγιο υπήρξεν ένας «εκ παραχωρήσεως κτηματίας» (encomendero) και κυβερνήτης στην Γουατεμάλα, όπου συνέγραψεν τα απομνημονεύματά του καλούμενα «Η αληθής ιστορία της κατακτήσεως της Νέας Ισπανίας». Εξεκίνησεν τον έγγραφον απολογισμόν του για την κατάκτηση σχεδόν τριάντα έτη μετά τα γεγονότα και αργότερον αναθεώρησεν και επεξέτεινεν την αφήγησή του.
2.Ο Ουιτζιλοπότστλι ήταν ο λίαν αιμοδιψής θεός του πολέμου και του ηλίου και προστάτης της πρωτευούσης πόλεως των Αζτέκων Τενοτστιτλάν. Υπήρξεν ο εθνικός θεός των Αζτέκων, ων επίσης θεός του θανάτου, των πολεμιστών, των προστάτης, πομπός των καταιγίδων και σύμβουλος -οδηγός για μεγάλα ταξίδια των Αζτέκων – «Μεσίκα», όπως σε εκείνο που τους ωδήγησεν από την κοιτλιδαν τους Αζτλάν στην Τενοτστιτλάν. Το τρομερόν είδωλόν του, τον επαρίστα ευρυπρόσωπον και με οργίλους – φοβερούς οφθαλμούς, ενώ ο αριστερός πους του ήταν κεκοσμημένος με πτερά κολυβρίου [εξ ου και το όνομά του (ουίτζι=κολύβρι, και πότστλι=αριστερός)]. Επίσης έφερεν χρυσή ζώνη που ανεπαρίστα ιοβόλον όφη, ενώ στον τράχηλόν του έφερεν ιμάντα εκ του οποίου εκρέμοντο χρυσά και αργυρά αφιερώματα (κεφαλές και καρδίες).
3. Αδρομερές άρτυμα («σάλτσα») από ψιλοκομμένη τομάτα, κρόμμυι, ραφανίδα, άλας, μαύρο πιπέρι, όξος και κονιοποιημένο τσίλι, που χρησιμοποιείται για ψητά κρέατα και θαλασσινά.