ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΕΒΟΛΑ (ΠΕΡΙ ΑΠΟΛΙΤΕΙΑΣ -1)
Από το έργον του Διδασκάλου Έβολα «Ιππεύειν την Τίγρη. Υπαρξιακοί προσανατολισμοί για μιάν εποχή διαλύσεως» («Cavalcare la tigre. Orientamenti esistenziali per un’epoca della dissoluzione» (1961). Μέρος 7ο : Η Διάλυση στον κοινωνικόν τομέα. Κεφάλαιο 25 : Κράτη και Κόμματα – Η απολιτεία
«Από όλους τους τομείς, ο πολιτικοκοινωνικός είναι αυτός στον οποίον, λόγω των γενικών διαδικασιών διαλύσεως, η ανυπαρξία οποιασδήποτε δομής που κατέχει το σήμα κατατεθέν της αληθινής νομιμότητος, προκειμένου να συνδεθεί με ανώτερες έννοιες, είναι σήμερον εμφανεστέρα.
Δεδομένης αυτής της καταστάσεως πραγμάτων, η οποία πρέπει να αναγνωρισθεί σαφώς, ο ανθρώπινος τύπος που μας ενδιαφέρει δεν ημπορεί παρά να βασίζει την συμπεριφοράν του σε αρχές που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες οι οποίες θα ήσαν ιδικές του, στην κοινωνικήν ζωήν, εάν το περιβάλλον ήταν διαφορετικό. Στην σημερινήν εποχή, δεν υπάρχουν Κράτη τα οποία, εκ φύσεως, ημπορούν να διεκδικήσουν κάποιαν αρχήν αληθινής, αναφαιρέτου εξουσίας. Όχι μόνον αυτό: δεν τίθεται πλέον ζήτημα Κρατών με την παραδοσιακήν, αυστηράν έννοιαν. Αυτό που υπάρχει σήμερον είναι μόνον «αντιπροσωπευτικά» και διοικητικά συστήματα, στα οποία το πρωταρχικό στοιχείον δεν είναι πλέον το Κράτος νοούμενον ως οντότης καθεαυτήν, ως ενσάρκωση μιας ιδέας και μιας ανωτέρας δυνάμεως, αλλά η «κοινωνία», νοουμένη ολίγον έως πολύ με όρους «δημοκρατίας»: ένα υπόβαθρον που εμμένει ακόμη και στα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα, αν και αυτά είναι τόσον πρόθυμα να διεκδικήσουν την ποιότητα των «λαϊκών δημοκρατιών».
Επομένως, εδώ και αρκετόν καιρό, δεν υπάρχουν πλέον αληθείς κυρίαρχοι, μονάρχες ικανοί λόγω θεϊκού δικαιώματος («ελέω θεού») να κρατούν σπάθη και σκήπτρο και σύμβολα ενός ανωτέρου ανθρωπίνου ιδανικού. Πριν από έναν αιώνα και περισσότερον, ο Donoso Cortes 1 εσημείωσεν ότι δεν υπήρχαν βασιλείς ικανοί να αυτοανακηρυχθούν ως τέτοιοι παρά μόνον «με τη θέληση του έθνους», προσθέτων ότι, ακόμη και εάν υπήρχαν, δεν θα είχαν αναγνωρισθεί. Οι ελάχιστες μοναρχίες που εξακολουθούν να υπάρχουν είναι αξιοσημείωτα άχρηστες και κενές επιβιώσεις, ενώ η παραδοσιακή αριστοκρατία έχει απωλέσει τον ουσιαστικόν της χαρακτήρα ως πολιτική τάξη και, μαζί του, κάθε υπαρξιακόν κύρος και αξίωμα: ημπορεί να αποτελεί ακόμα αντικείμενο κάποιου ενδιαφέροντος για τους συγχρόνους μας μόνον όταν τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με αστέρες του κινηματογράφου, πρωταθλητές του αθλητισμού και πρίγκιπες οπερέτας για κάποιαν ιδιωτική, συναισθηματική ή σκανδαλώδη υπόθεση των τελευταίων εκπροσώπων της, που θα χρησιμοποιηθεί για άρθρα σε εικονογραφημένα περιοδικά.
Αλλά ακόμη και εκτός των παραδοσιακών πλαισίων, σήμερον δεν υπάρχουν πραγματικοί αρχηγοί. «Εγύρισα την πλάτη μου στους ηγέτες όταν είδα αυτό που αποκαλούσαν διακυβέρνηση: συναλλαγή και διαπραγμάτευση με τους πληβείους… Από όλες τις υποκριτικές πράξεις, αυτή μου εφάνηκε η χειροτέρα: Ότι ακόμη και αυτοί που διοικούσαν εμιμούντο τις αρετές των υπηρετών» – αυτές οι νιτσεϊκές λέξεις διατηρούν την αξία τους για ολόκληρη την καλουμένην «άρχουσα τάξη» των ημερών μας, χωρίς εξαίρεση.
Όπως ακριβώς το αληθές Κράτος, το ιεραρχικό και οργανικό Κράτος, έχει παύσει να υπάρχει, έτσι σήμερα δεν υπάρχει και κόμμα ή κίνημα στο οποίον ημπορεί κανείς να προσχωρήσει άνευ όρων και για το οποίον ημπορεί κανείς να αγωνιστεί με απόλυτο δέσμευση, επειδή παρουσιάζεται ως ο υποστηρικτής κάποιας ανωτέρας ιδέας. Το καθεστώς των πολιτικών, συχνά αχυρανθρώπων στην υπηρεσίαν οικονομικών, βιομηχανικών ή συνδικαλιστικών συμφερόντων, εξαντλεί τον σημερινόν κόσμο των κομμάτων, πέραν από την ποικιλία των ονομασιών.
Επιπλέον, τώρα η γενική κατάσταση είναι τέτοια που ακόμη και εάν υπήρχαν κόμματα ή κινήματα διαφορετικού τύπου, δεν θα είχαν σχεδόν κανέναν οπαδό μεταξύ των εκριζωμένων μαζών, καθώς αυτές οι μάζες δεν αντιδρούν θετικώς παρά μόνον σε εκείνους που τους υπόσχονται υλικά πλεονεκτήματα και «κοινωνικές κατακτήσεις». Όταν αυτές δεν είναι οι μόνες χορδές που δονούνται, το μόνο σημείον επαφής που προσφέρουν οι μάζες ακόμη και σήμερον – μάλιστα σήμερον περισσότερον από ποτέ – αφορά στο επίπεδον των παθιασμένων και υπο-διανοητικών δυνάμεων, δυνάμεων που εκ φύσεως στερούνται οποιασδήποτε σταθερότητος. Αυτές είναι οι δυνάμεις στις οποίες βασίζονται οι δημαγωγοί, οι λαϊκοί ηγέτες, οι διαχειριστές των μύθων και οι διαμορφωτές της «κοινής γνώμης».
Από αυτήν την άποψη, αυτό που συνέβη κατά το παρελθόν με τα καθεστώτα που εσκόπευαν να πάρουν θέση ενάντια στην δημοκρατία και στον μαρξισμό στην Γερμανία και στην Ιταλία, είναι αρκούντως διδακτικό: αυτό το δυναμικό ενθουσιασμού και πίστεως που τότε είχεν εμπνεύσει μεγάλες μάζες, μερικές φορές μέχρι το σημείο του φανατισμού, έχει εξαφανισθεί χωρίς υπόλειμμα στο σημείον της κρίσεως, ακόμη και αν δεν έχει μεταφερθεί σε μία πίστη προς νέους, αντιθέτους μύθους, οι οποίοι έχουν αντικαταστήσει τους προηγουμένους μόνον από την δύναμη των περιστάσεων. Γενικώς, αυτό είναι που πρέπει να αναμένεται από κάθε συλλογικό ρεύμα στο οποίον ελλείπει η διάσταση του βάθους, καθώς έχει στον πυρήνα του τις προαναφερθείσες δυνάμεις οι οποίες αντιστοιχούν στον καθαρό δήμο και στην κυριαρχία του, κάτι που ισοδυναμεί με το να λέμε «δημοκρατία», συμφώνως προς την κυριολεκτικήν της έννοια.
Αυτό το παράλογο και υπο-διανοητικό σχέδιο, ή το άλλο που καθορίζεται από καθαρώς υλικά και «κοινωνικά» οφέλη – είναι οι μόνοι τομείς που έχουν απομείνει για οποιαδήποτε αποτελεσματική πολιτική δράση, μετά το τέλος των παλαιών καθεστώτων. Επομένως, ακόμη και αν ενεφανίζοντο σήμερον ηγέτες άξιοι του ονόματός τους – άνδρες, επομένως, που απευθύνοντο σε δυνάμεις και συμφέροντα διαφορετικού τύπου, που δεν υπέσχοντο υλικά πλεονεκτήματα, αλλά που απήτουν, που επέβαλαν αυστηρά πειθαρχία σε όλους, που δεν συνήνουν στην εκπόρνευση και στην υποβάθμιση του εαυτού τους προκειμένου να εξασφαλίσουν μια εφήμερη, ανακλητή και άμορφη προσωπικήν εξουσία – αυτοί οι ηγέτες δεν θα είχαν σχεδόν καμίαν επιρροή στην σημερινή κοινωνία. Οι «αθάνατες αρχές» του 1789 και τα ισοπεδωτικά δικαιώματα, που παρεχωρήθησαν από την απόλυτη δημοκρατία στο άτομο – εξατομικευμένο όν, πέραν από κάθε προσόν και οποιανδήποτε ιεραρχική βαθμίδα του, η εισβολή των μαζών στην πολιτική δομή, με την έννοιαν μιας αποτελεσματικής «καθέτου εισβολής κάτωθεν βαρβάρων» (Walther Rathenau) 2, έχουν οδηγήσει σε αυτό. Και κατά συνέπειαn, αυτό που είπεν ένας δοκιμιογράφος, ο Ortega y Gasset 3, παραμένει αληθές: «Το χαρακτηριστικόν γεγονός της στιγμής είναι ότι η χυδαία ψυχή, αναγνωρίζουσα τον εαυτόν της ως χυδαίον, έχει το θράσος να επιβεβαιώνει το δικαίωμα της χυδαιότητος και την επιβάλλει παντού».
Στην εισαγωγήν του βιβλίου αναφέραμε τους ολίγους οι οποίοι σήμερον, λόγω ιδιοσυγκρασίας και κλίσεως, εξακολουθούν παρ΄όλα ταύτα να σκέπτονται, την δυνατότητα μιας διορθωτικής πολιτικής δράσεως. Για τον ιδεολογικό προσανατολισμόν αυτών των ανθρώπων εγράψαμε το βιβλίον «Οι άνθρωποι και τα ερείπια» («Gli uomini e le rovine»). Χωρίς τις εμπειρίες που συλλέξαμε, δεν ημπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ευθέως την ανυπαρξίαν των απαραιτήτων προϋποθέσεων ώστε να οδηγήσει ένας αγώνας αυτού του είδους σήμερον σε οποιοδήποτε αξιόλογο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Από την άλλην, έχουμε διευκρινίσει ότι σε αυτές τις σελίδες εξετάζουμε καταλλήλως έναν ανθρώπινο τύπον ο οποίος, αν και πνευματικώς είναι συγγενής με τα στοιχεία που μόλις ανεφέρθησαν, πρόθυμος να πολεμήσει ακόμη και σε χαμένες θέσεις, έχει διαφορετικόν προσανατολισμόν. Αυτός ο τύπος, από την αντικειμενική ισορροπία της καταστάσεως, ημπορεί να αντλήσει ως έγκυρον κανόνα μόνον αυτόν της αδιαφορίας, της αποστασιοποιήσεως από οτιδήποτε είναι σήμερον «πολιτική». Συνεπώς η αρχή του θα είναι επομένως αυτή που στην αρχαιότητα κατείχε το όνομα της απολιτείας (όρα «απολίτευτος» κατά τον Πλούταρχον στους «Βίους Παραλλήλους» – Μάριος, 31 – αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτικήν ζωή, ο αποστασιοποιηθείς από το πολιτικό δρώμενο, αυτός που δεν «κάνει πολιτική», ο ειλικρινής) .
Ωστόσον είναι σημαντικό να τονισθεί, ότι αυτή η αρχή αφορά ουσιαστικώς στην εσωτερική στάση. Στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, σε ένα κλίμα δημοκρατίας και «σοσιαλισμού», οι υποχρεωτικές συνθήκες του παιγνίου είναι τέτοιες ώστε ο εν λόγω άνθρωπος δεν ημπορεί απολύτως να συμμετάσχει σε αυτό, αναγνωρίζων αυτό που έχει ειπωθεί: ότι σήμερον δεν υπάρχουν ιδέες, αιτίες και σκοποί άξιοι δεσμεύσεως της αληθινής του υπάρξεως, απαιτήσεις στις οποίες ημπορεί κανείς να αναγνωρίσει οποιοδήποτε ηθικό δικαίωμα και οποιανδήποτε βάση εκτός από αυτό το οποίον -σε εντελώς εμπειρικό και κοσμικό χυδαίο επίπεδο- προέρχεται από μιαν απλή κατάσταση γεγονότων. Ωστόσον, η απολιτεία, η αποστασιοποίηση, δεν συνεπάγεται απαραιτήτως συγκεκριμένες συνέπειες στον τομέα της απλής και αγνής δράσεως.»
(συνεχίζεται)
Επιμέλεια Α, Κωνσταντίνου
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. O Χουάν Φρανθίσκο Μαρία δε λα Σαλούδ Ντονόσο Κορτές υ Φερνάντεζ Κανέδο, Μαρκήσιος Βαλδεγκάμας (Francisco María de la Salud Donoso Cortés y Fernández Canedo, marqués de Valdegamas, 1809–1853) ήταν ένας Ισπανός Αντεπεναστάτης συγγραφεύς, διπλωμάτης, πολιτικός και καθολικός πολιτικός θεολόγος. Αντέταξε τον καθολικισμό στην φιλελευθέρα κοινωνικοπολιτική τάξη. Ο καθολικός αντιφιλελευθερισμός του κατέστη έτσι η πρωτογενής πηγή κριτικής του καπιταλισμού και των αστικών τάξεων, των τάξεων που, συμφώνως προς τον Ντονόσο Κορτές («Επιστολή της 24ης Οκτωβρίου 1851») φλυαρούν σε «άσκοπες συζητήσεις» (Las Clases Dicutidoras), αντί να αποφασίζουν και να πράττουν, όπως οφείλει να κάνει μια αυθεντική πολιτική τάξη. Στα σπουδαίον έργο του «Δοκίμια περί του καθολικισμού, του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού» (1851), αναπτύσσει την θεωρίαν ότι η κοινωνικοπολιτική τάξη ενός λαού είναι αποτέλεσμα των βασικών αρχών του πολιτισμού του οποίου είναι φορεύς.
Ο Κορτές, παραδέχεται μεν τις σοσιαλιστικές θέσεις περί εκμεταλλεύσεως του προλεταριάτου από τους πλουτοκράτες αστούς, υποστηρίζει όμως ότι η σοσιαλιστική απάντηση αποτελεί μόνον διάχυση της ιδεολογίας του φθόνου και του μίσους κατά των αστών. Με τον τρόπον αυτόν, κατακερματίζει την κοινωνία και διαφθείρει ηθικώς την εργατική τάξη. Ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο σοσιαλισμός, τον οποίο θεωρεί απλώς «παραστρατημένο», αλλά ο φιλελευθερισμός.
Στην «Ομιλία περί δικτατορίας» (1849), δεν εδίστασε να προτείνει την επιβολή καθολικής δικτατορίας στην Ευρώπη, με σκοπό να την σώσει από τη φιλελευθέρα ηθική και κοινωνική παρακμή. Κατ΄αυτόν, η «δικτατορία του Θεού» είναι προτιμοτέρα από την επιβολή μιας δημοκρατικής τάξεως στην οποίαν όλοι είναι δούλοι χωρίς να ημπορούν καν να σκεφτούν ότι πρέπει να ελευθερωθούν.
2.Ο Βάλτερ Ράτεναου (Walther Rathenau, 1867-1922) ήταν Γερμανοεβραίος βιομήχανος, συγγραφεύς και φιλελεύθερος πολιτικός. Κατά τον Α’ Μεγάλον Πόλεμον υπήρξεν υπεύθυνος Πρώτων Υλών και Εφοδιασμού στο υπουργείον Στρατιωτικών. Το 1921 έγινε υπουργός Ανοικοδομήσεως και το 1922 υπουργός Εξωτερικών. Υπεστήριζεν την εκπλήρωση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλιών, αλλά ταυτχρονως και την αναθεώρησή της, καταστείς αποδιοπομπαίος τράγος των Εθνικιστών. Υπέγραψεν την γερμανο-σοβιετική συνθήκη του Ραπάλο το 1922 με την ΕΣΣΔ. Η εν λόγω συνθήκη επέτρεψε τον κρυφόν επανεξοπλισμόν της Γερμανίας με την σοβιετική συνδρομή.
Βεβαίως, ο Ράτεναου, καθότι «φύσει και θέσει» κεφαλαιοκράτης, μόνον φιλοσοβιετικός δεν ήταν. Επιπλέον, ήταν ιδιαιτέρως επικριτικός απέναντι στις σοβιετικές μεθόδους διακυβερνήσεως. Η εβραϊκή καταγωγή και ο πλούτος του τον κατέστησαν εξόχως μισητό στους εθνικιστικούς κύκλους. Εφολοφονήθη στις 24 Ιουνίου 1922 από μέλη της «Οργανώσεως Ύπατος» (Organisation Consul – O.C.)., που ήλπιζαν ότι η εκτέλεσή του θα έριχνε την κυβέρνηση και θα επυροδότει εμφύλιον πόλεμον. Ανεκηρύχθη μάρτυρας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
3. Ο Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ (Jose Ortega y Gasset, 1883 – 1955) ήταν δημοκρατικός Ισπανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος που ήσκησεν σημαντικήν επιρροή στην πνευματική και πολιτιστικήν αναγέννηση της Ισπανίας κατά το πρώτον ήμισυ του 20ου αιώνος.
Στο κομβικόν έργον του «Η εξέγερση των μαζών» («La rebelión de las masas», 1930) επεσήμανει την σπουδαιότητα της ελεύσεως του πλήθους στο προσκήνιον της ιστορίας, του πλήθους το οποίον ήταν κρυμμένο στο βάθος της ιστορικής σκηνής. Η κυριαρχία και η παντοδυναμία των μαζών αλλοιώνει ποιοτικώς τον πολιτισμόν, ανατρέπει την προοπτικήν του και δημιουργεί νέες δυνατότητες: ευτυχίας αλλά και δυστυχίας, προόδου αλλά και οπισθοδρομήσεως, δημιουργίας αλλά και καταστροφής.
Εσκιαγράφησεν επιτυχώς τον μέσον άνθρωπο, τον κοινό άνθρωπο που, «απωλεσθείς» μέσα στην αφθονία του και χωρίς ουσιώδη σκοπόν, σύρεται απλώς από το ρεύμα. Ωστόσον, οι φωτισμένες μειοψηφίες, οι εκλεκτοί που ενεργούν δρώντες και όχι αντιδρώντες, εκπέμπουν μείζον μήνυμα αισιοδοξίας. Παρά τις αντίξοες ιστορικές συνθήκες, μάλιστα δε εξ αιτίας αυτών, ολοέν και περισσότερες συνειδήσεις αφυπνίζονται από τον βαρύν λήθαργον της αδιαφορίας «για μιαν Ευρώπη ιστορική – ισταμένη στο ύψος της ιστορικής ώρας. Για μιαν ιστορία ανθρώπινη – ισταμένη στο ύψος της υπερτάτηςαξίας, που είναι η Ζωή».