ΟΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΕΒΟΛΑ (ΠΕΡΙ ΑΠΟΛΙΤΕΙΑΣ -2)
Από το έργον του Διδασκάλου Έβολα «Ιππεύειν την Τίγρη*. Υπαρξιακοί προσανατολισμοί για μιάν εποχή διαλύσεως» («Cavalcare la tigre. Orientamenti esistenziali per un’epoca della dissoluzione» – 1961). Μέρος 7ο : Η Διάλυση στον κοινωνικόν τομέα. Κεφάλαιο 25 : Κράτη και Κόμματα – Η απολιτεία
«Έχουμε εξετάσει την ικανότητα αφιερώσεως κάποιου στην υλοποinση ενός δεδομένου έργου χάριν της ιδίας της δράσεως καθ΄εαυτήν και με όρους απροσώπου τελειότητος. Έτσι, κατ’ αρχήν δεν υπάρχει λόγος να αποκλεισθεί ο ίδιος ο πολιτικός τομεύς, ως ειδική περίπτωση μεταξύ πολλών άλλων, που ενεργούν με τους όρους που μόλις ανεφέρθησαν, χωρίς να απαιτούν ούτε κάποιαν αντικειμενική αξία ανωτέρας τάξεως, ούτε παρορμήσεις που προέρχονται από τα συναισθηματικά και παράλογα στρώματα της υπάρξεώς τους. Αλλά εάν με αυτόν τον τρόπο ημπορεί κανείς τελικώς να αφιερωθεί σε μια πολιτική δραστηριότητα, φαίνεται σαφές ότι, μόνον εφ’ όσον η ιδία η πράξη και η απρόσωπη πληρότης στην δράση είναι σημαντικές, αυτή η πολιτική δραστηριότης, για όποιον επιθυμεί να την πραγματοποιήσει, δεν ημπορεί να παρουσιάσει μεγαλυτέραν αξία και αξιοπρέπειαν από την αφιέρωση, με το ίδιον πνεύμα, σε δραστηριότητες που είναι εντελώς διαφορετικές: σε κάποιο αφηρημένο έργο αποικισμού, στην κερδοσκοπία στο χρηματιστήριο, στην επιστήμη, ας πούμε ακόμη και (για να δώσουμε δραστικά στοιχεία στην εν λόγω ιδέα), στο λαθρεμπόριον όπλων ή στο εμπόριον λευκής σαρκός.
Όπως γίνεται αντιληπτόν εδώ, η απολιτεία δεν δημιουργεί καμίαν ιδιαιτέρα προκατάληψη στο εξωτερικό πεδίο, δεν έχει ως απαραίτητον επακόλουθο μια πρακτικήν αποχή. Ο πράματι αποστασιοποιημένος άνθρωπος δεν είναι ούτε ο επαγγελματίας και αμφιλεγόμενος, ξενόφερτος εξωτερικός παρατηρητής, ούτε ο «αντιρρησίας συνειδήσεως», ούτε ο αναρχικός. Μόλις διασφαλίσει ότι η ζωή με τις αλληλεπιδράσεις της δεν εμπλέκει την ύπαρξή του, τελικώς θα είναι σε θέση να εκδηλώσει και τις ιδιότητες του στρατιώτη που, προκειμένου να δράσει και να εκτελέσει ένα έργο, δεν ζητά εκ των προτέρων μια υπερβατική δικαιολόγηση και μια σχεδόν θεολογική διαβεβαίωση για την αγαθότητα του σκοπού. Θα ημπορούσαμε να ομιλήσουμε, σε αυτές τις περιπτώσεις, για μιαν εθελοντική δέσμευση που αφορά στο «πρόσωπο», όχι στο είναι, έτσι ώστε ακόμη και συνδεόμενος κάποιος, να παραμένει απομονωμένος.
Έχει ειπωθεί ήδη ότι, η θετική υπέρβαση του μηδενισμού συνίσταται ακριβώς στο γεγονός πως η έλλειψη νοήματος δεν παραλύει την δράση του «προσώπου». Αποκλεισμένη, από υπαρξιακής απόψεως, θα είναι μόνον η πιθανότης να προσλαμβάνεται και να κινείται η δράση από οποιονδήποτε πολιτικό ή κοινωνικό μύθο των ημερών μας, επειδή έχει αναγνωρίσει ως σοβαρό, σημαντικό και σπουδαίο αυτό που παρουσιάζει όλη η τρέχουσα πολιτική ζωή. Η απολιτεία είναι η αμετάκλητη εσωτερική απόσταση από αυτήν την κοινωνία και τις «αξίες» της. Είναι η άρνηση να δεχθούμε να είμεθα συνδεδεμένοι με αυτήν, με κάποιον πνευματικόν ή ηθικόν δεσμόν. Αυτή η σταθερά παραμονή, με διαφορετικόν πνεύμα, θα καθιστά επίσης δυνατή την άσκηση των δραστηριοτήτων οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις, αντιθέτως, προϋποθέτουν τέτοιους δεσμούς. Επιπλέον, παραμένει η σφαίρα των δραστηριοτήτων που ημπορούν να εξυπηρετήσουν έναν ανώτερο και αόρατο σκοπό, συμφώνως προς όσα έχουν υποδειχθεί, επί παραδείγματι, με την αναφορά μου στις δύο πτυχές της απροσωπίας και για όσα ημπορούν να συλλεγούν από ορισμένες άλλες μορφές της πλέον συγχρόνου υπάρξεως.
Ως αναφορά σε ένα συγκεκριμένο σημείο, η στάση της αποστασιοποιήσεως δεν ημπορεί παρά να διατηρηθεί και προς τις δύο πλευρές που σήμερον αμφισβητούν την κυριαρχία του κόσμου, προς την δημοκρατική καπιταλιστική «Δύση» και την κομμουνιστικήν «Ανατολή». Στην πραγματικότητα, αυτός ο αγών, από πνευματικήν άποψη, στερείται οποιουδήποτε νοήματος. Η «Δύση» (σήμερα) δεν είναι εκφραστής καμίας ανωτέρας ιδέας. Ο ίδιος ο πολιτισμός της, βασιζόμενος σε μιαν ουσιαστική άρνηση των παραδοσιακών αξιών, παρουσιάζει την ιδία καταστροφή και το ίδιο μηδενιστικόν υπόβαθρο που είναι εμφανές στον μαρξιστικό και κομμουνιστικό χώρο, αν και σε διαφορετικές μορφές και βαθμούς. Δεν θα σταθούμε σε αυτό, αφού σε ένα άλλο βιβλίο («Εξέγερση ενάντια στον σύγχρονο κόσμο») έχουμε προ πολλού σκιαγραφήσει μιαν ολοκληρωμένη αντίληψη της πορείας της ιστορίας, ικανή να απομακρύνει κάθε ψευδαίσθηση σχετικώς με το τελικό νόημα του αποτελέσματος, προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, αυτού του αγώνος για τον έλεγχον του κόσμου.
Δεδομένου ότι το πρόβλημα των αξιών δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, από αυτήν την άποψη για τον διαφοροποιημένον άνθρωπο ημπορεί κατά το πλείστον να τεθεί ένα πρακτικόν πρόβλημα. Αυτό το ορισμένο περιθώριο υλικής ελευθερίας που ο κόσμος της δημοκρατίας εξακολουθεί να αφήνει σε ορισμένες εξωτερικές δραστηριότητες για όσους δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να εξαρτώνται εσωτερικώς, βεβαίως θα κατηργείτο υπό ένα κομμουνιστικό καθεστώς. Απλώς ενόψει αυτού, ημπορεί κανείς να πάρει θέση κατά της σοβιετικο-κομμουνιστικής μορφοποιήσεως: για λόγους που σχεδόν θα ημπορούσαν να χαρακτηριστούν στοιχειωδώς φυσικοί, όχι επειδή πιστεύει σε κάποιαν ανωτέρα ιδέα, την οποίαν έχει αφ΄εαυτής η αντίθετος μορφοποinση.
Από την άλλη πλευρά, ημπορεί κανείς να έχει κατά νουν ότι ο άνθρωπος που εξετάζουμε δεν έχει κανένα συμφέρον να επιβληθεί και να εκτεθεί στην εξωτερική ζωή της σήμερον, καθώς η βαθεία ζωή του παραμένει αόρατος και ασύλληπτος. Γι’ αυτόν ένα κομμουνιστικό σύστημα δεν θα είχε την ιδία μοιραία σημασία με οποιοδήποτε άλλο. Όμως, ακόμη και σε αυτό θα ημπορούσε κάλλιστα να υπάρχει ένα επιμελώς προπαρακευασθέν, κεκρυμμένο «μέτωπον στις κατακόμβες». Ο προσανατολισμός προς την μίαν ή την άλλη κατεύθυνση ενόψει του τρέχοντος αγώνος για παγκόσμιον ηγεμονία δεν είναι πνευματικόν πρόβλημα. είναι μια κοινότοπος πρακτική επιλογή.
Εν πάσει περιπτώσει, η γενική κατάσταση παραμένει αυτή που ο Νίτσε είχεν ήδη χαρακτηρίσει με τις φράσεις: «Ο αγών για την υπεροχήν εν μέσω συνθηκών που είναι άχρηστες: αυτός ο πολιτισμός των μεγάλων πόλεων, των εφημερίδων, του πυρετού, της αχρηστίας». Αυτή είναι η εικών που δικαιολογεί την εσωτερικήν επιταγή της απολιτείας, για την υπεράσπιση του τρόπου υπάρξεως και της αξιοπρεπείας όσων αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια διαφορετικήν ανθρωπότητα και βλέπουν την έρημο γύρω τους!»
Όντες κατά πεποίθηση απολίτευτοι και παρά την πολυετή μας εφηρμοσμένη απολιτεία, ενεπλάκημεν τελικώς στον ψυχοφθόρον λαβύρινθο της παραπολιτικής του αβαθούς μεταπολιτευτικού εθνικισμού, ώστε οι μωρόπιστοι εμείς να μην ενεργήσουμε ως … έργω ριψάσπιδες στην Μεγάλη Εθνική Υπόθεση. Σε απάντηση των πιεστικών περιστάσεων και σε πείσμα της τοξικής εποχής, επιλέξαμε την έμπρακτο συμμετοχή στο δρώμενο.
Αποτέλεσμα τούτου, νομοτελειακώς προεξαγγελθέν υπό του Διδασκάλου Έβολα, ήταν η άκαρπος φθορά της συλλογικής καταπτώσεως, εν μέσω της ποταπής χαμερπείας διαφόρων. Μικρονοϊκοί, απαίδευτοι, ανελλήνιστοι και άγλωσσοι αλαζονικοί πολιτικάντηδες, χειραγωγούμενοι ρουσφετολόγοι ακόλουθοι και χειροκροτητές τους ή φρενοβλαβείς και «απολωλότες» «ιδεολόγοι» του φερ΄ειπείν εθνικού χώρου, εν τέλει μας εθεώρησαν … «πολιτευομένους». Ποικίλοι ρηχοί, τραγελαφικοί και ανερμάτιστοι, υπερφιλόδοξοι «πολιτευτές» του δήθεν εθνικισμού, «ποσαπέρνηδες και θεσιθήρες» κατά Παλαμά, εθεώρησαν τις ανυπόστατες μεγαλοστομίες τους ως …. αντίσταση κατά του Καθεστώτος, ενώ τους δοξολογούσε το ετερόκλητο σύμφυρμα των φωνασκούντων οπαδών τους.
«Το έργον επαίχθη !» Ετελείωσε! Και μαζί του έπαυσαν ανεπιστρεπτί οι αφελέστατες και ανυπόστατες «προβλητικές» ευχολογίες και ελπίδες μας, με διαφόρους «σωτήρες», που εφάνησαν «ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στο αλεύρι».
Κατόπιν ; Ο Διδάσκαλος Έβολα έχει την απάντηση για μίαν ακόμη φορά :
«Η ανύψωση του εαυτού επάνω από αυτό που ημπορεί να γίνει κατανοητόν μόνον υπό το πρίσμα της ανθρωπίνης λογικής· η επίτευξη ενός υψηλού εσωτερικού επιπέδου και μιας ατρώτου καταστάσεως που άλλως θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί: Αυτές είναι ίσως κάποιες μεταξύ των δυνατοτήτων που, μέσω επαρκών αντιδράσεων, προσφέρονται στις περιπτώσεις όπου το νυκτερινό ταξίδι δεν επιτρέπει να γίνει αντιληπτό σχεδόν τίποτα από το τοπίο που διασχίζει κανείς και στις οποίες η θεωρία της εγκαταλείψεως(Geworfenheit γερμανιστί στο κείμενο), της παραλόγου «ρίψεως» στον κόσμο και στον χρόνο, φαίνεται να είναι αληθινή, ειδικώς σε ένα κλίμα στο οποίον η ιδία η φυσική ύπαρξη πρέπει να παρουσιάζει μιαν αυξανομένη ανασφάλεια.
Εάν κάποιος ημπορεί να αφήσει τον νουν του να βασισθεί σε μια τολμηράν υπόθεση που θα ημπορούσε επίσης να είναι μια πράξη πίστεως με μιαν ανωτέραν έννοια – μόλις απορριφθεί η ιδέα της εγκαταλείψεως, μόλις γίνει αντιληπτόν ότι η ζωή εδώ και τώρα, σε αυτόν τον κόσμο έχει νόημα, επειδή είναι πάντα το αποτέλεσμα μιας επιλογής και μιας βουλήσεως, θα ημπορούσε ακόμη και να πιστέψει ότι η ιδική του πραγματοποίηση των δυνατοτήτων που έχω υποδείξει (δυνατοτήτων πολύ περισσότερον αποκεκρυμμένων και ολιγότερον πιθανών σε άλλες καταστάσεις, που ημπορεί να είναι περισσότερον επιθυμητές από την καθαρώς ανθρωπίνην άποψη, από την άποψη του «ατόμου») είναι το απόλυτο σκεπτικό και η σημασία μιας επιλογής που έγινε από ένα «ον» το οποίον ήθελε να αναμετρηθεί με μια δύσκολο πρόκληση: αυτήν του να ζει σε έναν κόσμον αντίθετον με αυτόν που συνάδει με την φύση του, δηλαδή, αντίθετον με τον κόσμον της Παραδόσεως.»
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
* Για την εικόνα που χρησιμοποιώ ως κοσμητικήν προμετωπίδα του παρόντος κειμένου: Είναι μια λαϊκή κινεζική απεικόνιση του μεγάλου Κινέζου ταοϊστή μύστη, αγίου και πολιτικοθρησκευτικού ηγέτη Ζανγκ Νταολίνγκ (張道陵, 34-156 μ.Χ.), ιδρυτή του κινήματος «Ο Δρόμος του Ουρανίου Διδασκάλου» (天師之道 – Τιάν σί ζί ντάο). Συμφώνως με την ταοϊστικήν παράδοση ο πολεμιστής άρχων, δικαστής και θεουργός- μάγος Ζανγκ, στον οποίον απεκαλύφθη ο θεοποιημένος Λάο Τσε, μετεκινείτο ιππεύων μια τρομεράν τίγρη. Έτσι παρίσταται συχνότατα στην κοσμική και θρησκευτική του απεικόνιση ως ο ατρόμητος και ακατάβλητος «Ιππεύς της Τίγρεως». Η επιλογή του Έβολα για τον τίτλον του έργου του, ανάγεται στην συμβολική, αγιογραφική και μαγικοθρησκευτική απεικόνιση του Ζανγκ Νταολίνγκ που προσέδωσε πρώτος θρησκευτική στοιχείωση στον ταοϊσμό και συνάμα ετυποποίησε σωρείαν ψυχοσωματικών τεχνικών επιβιώσεως.