ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΄γ

Μέρος 3

Στην πράξη, ο όντως σπουδαίος (άξιος σπουδής) Ιταλός γλωσσολόγος, δημοσιογράφος, συγγραφεύς και μαρξιστής πολιτικός Αντόνιο Φραντσέσκο Γκράμσι (Antonio Francesco Gramsci, 1891-1937) ήταν ο πρώτος που αντελήφθη, στις αρχές του 20ου  αιώνος, ότι κάθε πολιτικός μηχανισμός ενισχύεται από μίαν αστική συναίνεση, την ψυχολογική υποστήριξη των μαζών. Αυτή η ψυχολογική υποστήριξη εκφράζεται μέσα από την συναίνεση σχετικώς με το επίπεδον του πολιτισμού, την επικρατούσα κοσμοαντίληψη και το ήθος. Έτσι, λοιπόν, η πολιτική εξουσία εξαρτάται από μία πολιτιστικήν δύναμη που διαχέεται στις μάζες. Η κυρίαρχη τάξη ασκεί και αναπαράγει την εξουσία της στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη τόσον μέσω της κρατικής καταστολής και της βίας, όσον και ιδεολογικώς, δηλαδή μέσω της συναινέσως που κατορθώνει  να αποσπά από τις υποτελείς κοινωνικές δυνάμεις.

Βάσει της αναλύσεώς του, ο δαιμόνιος Γκράμσι ισχυρίσθη ότι αυτός ήταν και ο κομβικός λόγος που οι μαρξιστές δεν κατώρθωσαν να καταλάβουν την εξουσία στις αστικές δημοκρατίες: Δεν είχαν την απαιτουμένη πολιτιστικήν δύναμη. Υπεστήριξεν ακριβώς ότι είναι αδύνατον να ανατραπεί ο πολιτικός μηχανισμός χωρίς προηγουμένως να έχει αλλάξει ο έλεγχος της πολιτιστικής δυνάμεως, χωρίς να έχει κερδηθεί η συγκατάθεση του λαού ή χωρίς να έχουν αλλάξει οι ιδέες του, το ήθος, ο τρόπος σκέψεως, το σύστημα αξιών, η τέχνη και η παιδεία του, ήτοι δίχως να έχει επέλθει η κρίσιμος «πολιτιστική μεταμόρφωση». Μόνον όταν οι άνθρωποι αισθανθούν την ανάγκην της αλλαγής ως αυτονόητον, τότε η υφισταμένη εξουσία θα αρχίσει να καταρρέει και θα ανατραπεί. Συμφώνως προς αυτήν την οπτική, η μεταπολιτική ημπορεί να θεωρηθεί ως ένας όντως επαναστατικός πόλεμος στο επίπεδον των κοσμοθεωριών, των τρόπων σκέψεως και του πολιτισμού.

Η ανάπτυξη της ιδέας της «πολιτιστικής – ιδεολογικής ηγεμονίας», από τον Γκράμσι, ωδήγησεν σταδιακώς στην διαμόρφωση του «τρομερού πολιτιστικού μαρξισμού» και της τυραννικής «πολιτικής ορθότητος», μέσω της Σχολής της Φρανκφούρτης και της αναπτύξεως της Κριτικής Θεωρίας. (Η κριτική θεωρία αφορά στην ενδελεχή επανεξέταση των ιδίων των θεμελίων της μαρξιστικής θεωρίας, με την διπλήν στόχευση της εξηγήσεως των σφαλμάτων του παρελθόντος και της προετοιμασίας για μελλοντικήν δράση. Εγκλείει πολυδιάστατες διεπιστημονικές προσπάθειες προσεγγίσεως της σχέσεως θεωρίας – πράξεως, καθώς και επαναπροσδιορισμόν του σκοπού της επαναστατικής δραστηριότητος. Σκοπεί η Κριτική θεωρία στην επανεξέταση των θεωρητικών παραδοχών, των αντιλήψεων αλλά και της πρακτικής του μαρξισμού και επισημαίνει  τον καιρίας σημασίας ρόλον της κοινωνικής ψυχολογίας στην γεφύρωση του χάσματος μεταξύ ατόμου και κοινωνίας).

Ασφαλώς η ιδέα ότι η μεταπολιτική «πολιτιστική μεταμόρφωση» αποτελεί βασικήν προϋπόθεση για τον πολιτικόν μετασχηματισμόν επηρέασε αποφασιστικώς και τους νέους Εθνικιστές, οι οποίοι, κατ΄αρχάς στην Γαλλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εντός εξόχως ταραχώδους κοινωνικού Γίγνεσθαι και με την αριστερά κυριαρχούσα πλέον ιδεολογικώς, ήλθαν σε ρήξη με την ιδεολογικοπολιτικήν ακινησίαν, την πνευματικήν «σπαστικήν και αθετωσικήν παράλυση» της γαλλικής δεξιάς, ημφεσβήτησαν, ανεθεώρησαν και ανενέωσαν καταστάσεις και ερμηνείες πολιτικών όρων, διαμορφώνοντες το μεταπολιτικόν κίνημα της Ευρωπαϊκής «Νέας Δεξιάς».

Αυτό το κίνημα ήταν μία εξόχως δραστήριος πνευματική κίνηση, η οποία ήνοιξεν νέους ορίζοντες για το ευρωπαϊκόν εθνικιστικόν κίνημα, εξ΄αιτίας αυτής της διαδικασίας ενεργού και ευρείας αμφισβητήσεως, εισερχομένης σε χώρους όπως ο κινηματογράφος, η ροκ μουσική, τα κόμικς, η φανταστική λογοτεχνία, αλλά και η οικολογία και οι τοπικές παραδόσεις, ως ουσιώδεις συνιστώσες των εθνικών παραδόσεων. Μέσω της εκδόσεως ικανού αριθμού βιβλίων και περιοδικών, της διοργανώσεως διαλέξεων, συζητήσεων και συνεδρίων, με συνέπειαν και σοβαρότητα, το κίνημα της Νέας Δεξιάς κατώρθωσεν να αναδείξει εξαιρετικούς διανοητές – προσωπικότητες με διεθνές κύρος και αναγνώριση, να υπερβεί τα εθνικά σύνορα της Γαλλίας και όχι μόνον, να αναγκάσει τα κύρια καθεστωτικά ΜΜΕ να ασχοληθούν μαζί του, αλλά επίσης να τους θέτει, συχνότατα, το περιεχόμενον και τους όρους της συζητήσεως της επικαιρότητος.

Μία τέτοια προσπάθεια, βεβαίως, δεν θα ημπορούσε να αναπτυχθεί στα πεπερασμένα και περιοριστικά πλαίσια και στα αγκυλωτικά στεγανά ενός κόμματος. Αντιθέτως, το κίνημα της Νέας Δεξιάς ήταν τελικώς αυτό που εβοήθησεν, εμμέσως ή και αμέσως, στην ανάπτυξη των θέσεων, στην εξέλιξη και στην αναβάθμιση του γαλλικού «Εθνικού Μετώπου», του μεγάλου αγωνιστή Ζαν Μαρί Λεπέν, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών πολιτικών σχηματισμών. 

Ταυτότης, ηθική και πρακτική 

Όπως στοιχειωδώς ανελύθη προηγουμένως, η μεταπολιτική αφορά στην σχεδίαση και θεμελίωση της πολιτικής αλλαγής. Η πνευματική διάσταση της μεταπολιτικής επικεντρώνεται γύρω από τρία βασικά ζητήματα: Την ταυτότητα, δηλαδή το ποίοι είμεθα και ποίοι δεν είμεθα. Την ηθικήν, δηλαδή το ποίες είναι οι υποχρεώσεις μας απέναντι στον εαυτόν μας, στην φυλή μας, στο έθνος μας, στα υπόλοιπα έθνη και στις υπόλοιπες φυλές. Και την πρακτικήν, δηλαδή τι είναι αυτό που θέλουμε να δημιουργήσουμε απέναντι στα ερείπια του παρακμιακού και σηπομένου συγχρόνου κόσμου και πώς θα το υλοποιήσουμε . 

Το ζήτημα της ταυτότητος αφορά, μεταξύ άλλων, στην διατήρηση, καλλιέργεια, ανάπτυξη και προβολή των υπαρχουσών εθνικών ευρωπαϊκών ταυτοτήτων, στο μείζον και υπονομευτικόν πρόβλημα του δυσλειτουργικού και διασπαστικού σωβινισμού, στις βαθύτατες ρίζες της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητος, συμπεριλαμβανομένης της βιολογικής φυλής, στην ευρωπαϊκήν ιστορίαν και προϊστορίαν, στην έννοιαν της συλλογικής μοίρας, στην αυτοκριτικήν, στην παραδοσιοκρατία, στα προβλήματα του αντεστραμμένου αποικισμού, της μεγάλης αντικαταστάσεως των πληθυσμών και του παγκοσμιοποιητικού ανεθνικού νέο-ιμπεριαλισμού των Επικυριάρχων. 

Στο ζήτημα της ηθικής, το βασικόν ερώτημα που μας αφορά είναι το εάν είναι σωστόν να προτιμά κάποιος τους ιδικούς του ανθρώπους από αλλοεθνείς ή αλλοφύλους, ιδιαιτέρως από την στιγμήν που η λογική της παγκοσμιοποιήσεως επιτάσσει το ενάντιον. Έτι περαιτέρω, παρά το ότι η εθνοφυλετική πολυμορφία είναι απολύτως θεμιτή, ωστόσον, οι εθνοφυλετικές συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, όταν διαφορετικές ομάδες προσπαθούν να «καταλάβουν» τους ιδίους χώρους. Καθώς ο σύγχρονος («ευνουχοειδής» ελέω πολιτικής ορθότητος) Ευρωπαίος μετατρέπεται σταδιακώς σε ξενόφιλον η και ξενόδουλον εθνομαζοχιστή, πιστεύων ότι με τον τρόπον αυτόν θα δημιουργήσει εμπράκτως μίαν θαυμασίαν ουτοπία χωρίς εθνικές εχθρότητες και συγκρούσεις. Ακριβώς αυτή του η ψευδαίσθηση και η αυταπάτη επιβάλλεται να διαλυθούν, πριν μας οδηγήσουν  όλους στην καταστροφήν και τον αφανισμόν.

Έτσι, λοιπόν, πρέπει αφ’ ενός να καταδείξουμε ότι η εχθρότης και η σύγκρουση είναι αναπόφευκτες κατά την διαδικασίαν της παγκοσμιοποιητικής ομογενοποιήσεως και αφ’ ετέρου να πείσουμε ότι το ανθεκτικόν θεμέλιον επιβιώσεως των εθνικών μας κοινοτήτων είναι η αναγνώριση και συνειδητοποίηση πως όλοι οι λαοί έχουν συμφέρον να διατηρηθεί η αρχή της εθνικής αυτοδιαθέσως. 

Τέλος, εις ό,τι αφορά στο πρακτικόν ζήτημα του αγώνος για την πολιτικήν αλλαγήν, υπάρχουν τρία διαφορετικά επίπεδα : Κατ΄αρχήν, στο πρώτον επίπεδον, ευρίσκεται η θεμελιώδης διαδικασία της αλλαγής των αξιών, της αλλαγής της πολιτιστικής καλλιεργείας, («κουλτούρας») και της αλλαγής των κοσμοαντιλήψεων. Μία διαδικασία η οποία αποτελεί σαφώς πνευματικήν και εξελικτικήν υπόθεση, ημπορεί δε να επιτευχθεί μόνον μέσω της εκπαιδεύσεως. Κατά συνέπειαν είναι a priori τουλάχιστον βλακώδης και ατυχής, η δήθεν εμπνευσμένη, στερεοτυπική άποψη : «Στο εθνικιστικό κίνημα δεν θέλουμε καθηγητάδες, μαχητές θέλουμε. Καθηγητάδες τρείς και χάθηκε η πατρίς ! ». Η ακαλαίσθητος, επιπολαία και αλαζονική παράφραση  του στρεβλωθέντος (από σκοπιμότητα ή αμάθεια) λόγου του μεγάλου Μπίσμαρκ, υπήρξεν ρυθμιστικός κανών της απαιδευσίας των στελεχών του εθνικιστικού κινήματος καθ’ όλην την παρελθούσαν δεκαπενταετίαν, με οξέα και χρόνια τραυματικά επακόλουθα στον αγώνα των Ελλήνων Εθνικιστών.

Έπειτα, στο δεύτερον επίπεδον της πολιτικής πάλης, η υπό διαμόρφωση «εθνικιστική αντί-κουλτούρα», η αντικειμένη στην κρατούσα εθνοαποδομητική καθεστωτική κουλτούρα χρειάζεται να ενσωματωθεί σε μίαν «αντί-κοινότητα», η οποία ζει συμφώνως προς τις αρχές της. Όχι σε μιαν εικονικήν κοινότητα «καθαρολόγων», ούτε απαραιτήτως σε μία κοινότητα ιδιομόρφων «αναχωρητών», αλλά σε μία πραγματικήν, απτήν κοινότητα, έστω και εάν αυτή υφίσταται σε ένα παράλληλον επίπεδον, εντός όμως των υπαρχουσών κοινωνικών δομών.

Στο τρίτον και τελευταίον επίπεδο και μόνον, έρχεται ο αγών για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, διότι η επιβίωση και άνθιση του λαού μας αποτελεί θεμελιώδη νόμον για τους Εθνικιστές. Οφείλουμε μεν να διατηρούμε παγίως στο νου μας, ότι η ιστορία του κόσμου έχει γραφεί από δραστήριες οργανωμένες ομάδες, από «πρωτοπορείες», αλλά μόνον όταν αυτές ενεσωμάτωσαν στις επιλογες τους την θέληση και τις προσδοκίες της πλειοψηφίας

Επειδή το κατ΄εξοχήν μέσον της μεταπολιτικής αλλαγής είναι ο πολιτισμός και ο πολιτισμός αποτελεί ένα πολυσύνθετον αντικείμενο, πολυεπίπεδο, μυστήριο και ευμετάβλητο, συνακολούθως η διαδικασία της πολιτιστικής αλλαγής σε κοινωνικόν και ιστορικόν επίπεδο είναι εξόχως δυσχερής, ιδιαιτέρως αβεβαία και δραματικώς αργή. Βεβαίως για να παρουσιασθεί η μεταπολιτική στο λαό ως κάτι ορατόν, απτόν, εφικτόν  και πρακτικόν και όχι ως μία μεγαλόστομος αοριστία ενός ιδεολογικού «γκέτο», είναι αναγκαίον να καθορισθεί, κατά το ακριβέστερον δυνατόν, το συνολικόν πλαίσιόν της, ποσοτικώς και χρονικώς, με βάση το πραγματικώς υφιστάμενο και το δυνητικώς εφικτόν.

Καθώς η μεταπολιτική αφορά στον αγώνα για την ιδεολογικήν και πολιτιστικήν ηγεμονία, διενεργείται ταυτοχρόνως σε πολλούς τομείς και σε πολλά επίπεδα. Προφανώς, η πολιτιστική ηγεμονία δεν ημπορεί να επιτευχθεί «εν μία νυκτί», αλλά πρέπει να χαραχθούν, να διαμορφωθούν και να υποστηριχθούν, δραστηρίως και ακαταπαύστως συγκεκριμένες αυτόνομες ζώνες από τις οποίες θα προετοιμασθεί δεόντως το έδαφος για την πολιτιστικήν αμφισβήτηση της υπαρχούσης  «κατοχικής» καταστάσεως. 

Είτε το θέλουμε είτε όχι, ευρισκόμεθα στο κέντρον, στην «καρδίαν» ενός ολοκληρωτικού πολέμου. Το μέτωπον είναι παντού. Τα ακατάβλητα όπλα μας, κατ΄ αυτήν την αφανιστικήν σύγκρουση των πολιτισμών, είναι η ιδέα και η αισθητική, ενάντια στον φρενήρη καταναλωτισμόν και στον διαλυτικόν ηδονισμόν της διαχεόμενης σηπτικής και εθνοαποδομητικής ιδεολογίας της εθνοκτόνου «παγκοσμίου αγοράς». Κυρίαρχος αντικειμενικός μας σκοπός είναι να διαμορφώσουμε το ιδικόν μας, πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο,  εναλλακτικό κοινωνικό πρότυπον, εναντίον του ποικιλοτρόπως προωθουμένου προτύπου της ανεθνικής καταναλωτικής κοινωνίας. Να το θεμελιώσουμε στερεόν και να το απαρτιώσουμε λεπτομερώς μέσω του ιδικού μας συμβολισμού και της ιδικής μας ρητορικής. Να θέσουμε τέλος στην διανοητικήν τοξίνωση και στην καλπάζουσα πολιτιστικήν απονέκρωση, καθοδηγούντες τον λαόν μας προς την επιβελημένη ζείδωρον αλλαγή. 

Πολιτική, Μεταπολιτική και Ηγεμονία

Ήταν και είναι αισθητή και εν μέρει διακιολογημένη (ιδίως μεταπολεμικώς) η απροθυμία των Ευρωπαίων Εθνικιστών να παρουσιάσουν λεπτομερή σχέδια για το πώς θα οργανωθούν πολιτικώς και οικονομικώς οι κατ΄αυτούς επιδιωκόμενοι άρτιοι εθνικοί οργανισμοί. Πράγματι δε, αυτό το ιδιότυπον πολιτικόν έλειμμα συντηρεί την διαρκώς προωθουμένη καθεστωτικήν άποψη ότι ο Εθνικισμός των ευρωπαϊκών λαών είναι –τουλάχιστον- μια παρωχημένη, αφηρημένη, ρωμαντική και ουτοπική ιδεολογία. Η ευστοχοτέρα απόκριση στην κατηγορίαν αυτήν περί ανυποστάτου  ουτοπισμού είναι απλώς να καταδείξουμε τα de facto και de jure σχηματισθέντα εθνικά κράτη σε ολόκληρον τον κόσμον, τόσον στο παρόν όσον και στο παρελθόν.

Επιπλέον, όλοι οι νόμοι και οι πολιτικές που απαιτούνται για να μετατραπούν οι ευρωπαϊκές πατρίδες σε βιώσιμα και ζωηρά εθνικά κράτη υπήρξαν ήδη από τις αρχές του προηγουμένου αιώνος. Έτσι, προς απάντηση σε εκείνους τους «καλώς ανησυχούντες» που θέλουν λεπτομέρειες, δεν χρειάζεται να προσφέρουμε αφηρημένες εικασίες, αλλά συγκεκριμένα, ιστορικά παραδείγματα εθνικισμών σε δράση. Γνωρίζουμε ότι ο εθνικισμός είναι αρκούντως ισχυρός, επειδή ήδη έχει κάνει πλειστάκις πραγματικότητα τα συναφή οράματα.

Θεμέλιος υπαρξιακός και μορφολειτουργικός νόμος ενός κράτους είναι το Σύνταγμά του. Συνεπώς η πιστή τήρηση του είναι συστατικό καθήκον της συνειδήσεως των πολιτών του κράτους αυτού. Βεβαίως η εύλογος επιθυμία προστασίας των Συνταγμάτων  αποδίδει επίσης υπερβολικήν και εμμονικήν σημασίαν στα γραπτά κείμενα, στα επίσημα έγγραφα. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ είναι ένα τεχνικόν αριστούργημα της πολιτικής σκέψεως, αποτελεί όμως στην πραγματικότητα το θεμέλιον του ευρύθμου αμερικανικού πολιτικού συστήματος; Όχι, πράγματι δεν είναι το  καθαυτό θεμέλιόν του. Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμηθεί αυτό είναι να συγκρίνουμε την Αμερικήν και την Αγγλίαν, οι οποίες είναι αρκούντως παρόμοιες στον πολιτισμόν, στους νόμους και στους πολιτικούς θεσμούς τους. Ωστόσον, η Αγγλία δεν έχει καθόλου γραπτόν σύνταγμα. Αντιθέτως, το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιβερίας, που ίσχυσεν από το 1847 έως το 1980, εβασίσθη αυστηρώς και λεπτομερώς στο σύνταγμα των ΗΠΑ, αλλ΄ όμως η Λιβερία δεν ομοιάζει καθόλου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πολιτισμόν της και στην διακυβέρνησή της.

Το θεμέλιον του αγγλικού συστήματος διακυβερνήσεως δεν είναι απλώς ένα υπάρχον άψυχον, αποτυπωμένο κείμενον ή ένα μη αποτυπωμένον όραμα, αλλά ένας ενεργός λαός και οι παραδόσεις του. Το αμερικανικόν σύστημα είναι εν πολλοίς παρόμοιον με το αγγλικόν, επειδή είναι ένα παράγωγον των ιδίων ανθρώπων και της ιδίας παραδόσεως. Το αμερικανικόν σύνταγμα είναι ολιγότερον το θεμέλιον του αμερικανικού συστήματος και περισσότερον μία προσπάθεια διατυπώσεως και συνοψίσεως σημαντικών χαρακτηριστικών της αγγλικής πολιτικής παραδόσεως, καθώς και σχεδόν δύο αιώνων της αποκλινούσης εξελίξεώς της στις αμερικανικές αποικίες. Αυτή η παράδοση και οι άνθρωποι που την εδημιούργησαν και την διετήρησαν είναι τα αληθή θεμέλια του αμερικανικού συστήματος διακυβερνήσεως.

Αυτή η αλήθεια έχει υπερκαλυφθεί και αποκρυβεί από την άστοχον και ευχολογιακήν ιδέαν ότι το Σύνταγμα –ως αφηρημένος ύπατος νόμος-είναι το μοναδικόν θεμέλιον του πολιτικού μας συστήματος, παρά το ότι ακόμη και οι πλέον αφοσιωμένοι και αυστηροί οπαδοί της συνταγματικής ιδέας παραδέχονται ότι ουδέν Σύνταγμα ημπορεί να ερμηνευθεί χωρίς αναφοράν στην πρόθεση των νομοθετών και στην επίδραση του πολιτισμού της εποχής. Επιπλέον, το παράδειγμα της Λιβερίας καταδεικνύειότι δεν υπάρχει κάποια «εκπολιτιστική μαγεία» απολύτου ισχύος στο οιοδήποτε Σύνταγμα και μόνον. Το αμερικανικόν σύνταγμα δεν θα ημπορούσε ποτέ με κανέναν τρόπον να «μεταμοσχευθεί» με επιτυχία σε ριζικώς διαφορετικούς ανθρώπους, με ριζικώς διαφορετικές παραδόσεις διακυβερνήσεως.

Η σχετική αδυναμία των ποικίλων Συνταγμάτων (τόσον των γραπτών όσον και των συζητουμένων αγράφων) καθώς και των συναφών ανεπισήμων προβληματισμών, υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι σήμερον, σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση έχει υιοθετήσει πολιτικές μεταναστεύσεως που τελικώς οδηγούν σε αντικατάσταση της λευκής φυλής, μιαν πορείαν δράσεως τόσον αντιφυσικήν και νοσηράν ώστε και οι σοφότεροι των νομοθετών δεν θα ημπορούσαν να την έχουν προβλέψει και να την έχουν απαγορεύσει. Πράγματι, εάν είχαν θέσει ακόμη και την πιθανότητα μιας τέτοιας αντιφυσικής και βεβιασμένης «άνωθεν» και «έξωθεν» διεθνούς πρακτικής, θα είχαν ευλόγως χλευασθεί ως παράλογοι. Επιπλέον, η σιωπηρώς διενεργουμένη «εθνοφυλετική γενοκτονία» έχει γίνει επίσημος και αδιαμφισβήτητος διεθνής πολιτική, χωρίς να μεταβληθούν ουσιαστικώς τα γραπτά ή άγραφα συντάγματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Καθαγιασμένοι θεσμοί και ιστορικώς δοκιμασμένα  ιδρύματα δεν εσταμάτησαν την άνοδον των αντεθνικών καθεστώτων. Αλλά, με τον ίδιον τρόπο, δεν ημπορούν να σταματήσουν και την επιστροφήν των όντως εθνικών κρατών, των εθνικών καθεστώτων. Όμως για να επιστρέψουν τα εθνικά καθεστώτα, πρέπει να κατανοήσουμε την αληθινή βάση της πολιτικής εξουσίας.

Τα πολιτικά συντάγματα δεν είναι καλύτερα από τους ανθρώπους που τα ερμηνεύουν και τα εφαρμόζουν. Οι πολιτικοί θεσμοί δεν είναι καλύτεροι από τους ανθρώπους που τους επανδρώνουν και τους στελεχώνουν. Έτσι, η πολιτική εξαρτάται εν τυέλει από κάτι που ευρίσκεται έξω από την πολιτική. Ο όρος «μεταπολιτική» αναφέρεται στις μη πολιτικές και εξω-πολιτικές συνθήκες που καθιστούν δυνατήν την πολιτική. Αυτές οι συνθήκες εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες:

  • Ιδέες
  • Εξω-πολιτικά ιδρύματα, θεσμοί, δίκτυα και κοινότητες.

Όπως προανεφέρθη ανωτέρω οι θεμελιώδεις μεταπολιτικές ιδέες περιλαμβάνουν ζητήματα ταυτότητος (ποίοι είμεθα εμείς και ποίος δεν είναι με εμάς;), ζητήματα ηθικής (ποία είναι τα καθήκοντά μας προς τους εαυτούς μας, προς τα έθνη μας, προς την φυλήν μας και προς τα άλλα έθνη και φυλές;) και ζητήματα πρακτικότητος (πώς ημπορούμε εμείς πράγματι να δημιουργήσουμε εθνικώς ομοιογενείς πατρίδες;). Οποιαδήποτε θεσμικά όργανα και κοινότητες που ασκούν επιρροήν στον πολιτικό τομέα είναι μεταπολιτικής φύσεως. Αυτά περιλαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα και τα κινήματα, τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ιδρύματα, τα μέσα ενημερώσεως και ψυχαγωγίας, τις οργανωμένες εθνοτικές και οικονομικές ομάδες πιέσεως και τις μυστικές, ανεξέλεγκτες σπείρες, εκείνες τις ασύδοτες κλίκες συμφερόντων, οι οποίες τώρα αναφέρονται με την ασαφή γενίκευση ως «βαθύ κράτος».

Για να κατανοήσουμε πώς διαμορφώνει η μεταπολιτική την πολιτικήν, πρέπει να προβούμε σε μιαν απαραίτητον  διάκριση μεταξύ της «σκληράς ισχύος» και της «ηπίας ισχύος». Η σκληρά ισχύς είναι εκείνη η πολιτική δύναμη, η οποία κατ’ ουσίαν  υποστηρίζεται απ΄τους φορείς της αλλά και επιβάλλεται δυναμικώς. Η ηπία ισχύς είναι η μεταπολιτική ισχύς, η οποία επηρεάζει την πολιτικήν με δύο τρόπους:

  • Οι μεταπολιτικές ιδέες διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις των ανθρώπων για το τι είναι πολιτικώς εφικτόν και επιθυμητόν.
  • Οι μεταπολιτικές οργανώσεις διαμορφώνουν τις πολιτικές συνήθειες, τις τακτικές και τους κανόνες, ενώ οι ίδιες παραμένουν εκτός του πολιτικού τομέως.

Εάν τελικώς «η πολιτική ισχύς προέρχεται από την κάνη ενός όπλου», (Μάο Τσετούνγκ – τοποθέτηση στην έκτακτη συνάντηση του Κ.Κ.Κίνας στις 7 Αυγούστου 1927, κατά την έναρξη του Κινεζικού Εμφυλίου Πολέμου), τότε η μεταπολιτική καθορίζει ποίος στοχεύει με το όπλον, κατά ποίου στοχεύει και γιατί. Εάν η πολιτική εξουσία είναι «σκληρά» ισχύς, επειδή τελικώς συνοψίζεται  στην δύναμη, η μεταπολιτική ηγεμονία είναι «ηπία» ισχύς, η οποία τελικώς συνοψίζεται  στην πειθώ. Ασφαλώς,  πειθώ  δεν είναι μόνον τα λογικά επιχειρήματα, αλλά και ο συναισθηματικός χειρισμός και τα οικονομικά κίνητρα ανταμοιβής και τιμωρίας («καρότο και μαστίγιο»), συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της απλής δωροδοκίας και του εκβιασμού.

Μία από τις κρισιμότερες διακρίσεις μεταξύ της σκληράς και της ηπίας ισχύος επικεντρώνεται στην ιδέαν της λογοδοσίας. Η σκληρά πολιτική ισχύς είναι, (τουλάχιστον θεωρητικώς), υπόλογος στον λαό. Πολιτική λογοδοσία σημαίνει εν τέλει ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις είναι γνωστοί στο κοινόν και ημπορεί να τιμωρηθούν για την προδοσίαν της εμπιστοσύνης του. Αλλά η άσκηση της ηπίας ισχύος δεν έχει τέτοιαν διαφάνειαν ή λογοδοσίαν. Η ηπία ισχύς επιτρέπει την διαμόρφωση των πεπρωμένων των εθνών από άτομα των οποίων οι ταυτότητες και τα προγράμματα είναι εν πολλοίς ασαφή, ενώ τα άτομα είναι ουσιαστικώς ανεξέλεγκτα για τις συνέπειες των ενεργειών τους. Πράγματι, συχνότατα είναι αλλοδαποί, χωρίς δεσμούς και πίστη στα έθνη τα οποία χειραγωγούν.


Similar Posts