ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟ ΣΤΗΝ «ΑΠΟΛΙΤΕΙΑ»
O Μέγας Ευρωπαίος διανοούμενος, Βαρώνος Ιούλιος Τσέζαρε Αντρέα Έβολα (1898–1974) είναι ο πλέον εξέχων εκπρόσωπος της εθνικοεπαναστατικής ριζοσπαστικής πολιτικής σκέψεως στον εικοστόν αιώνα. Ο Έβολα ανήκε στο ιδεολογικό στρατόπεδο, το οποίον ωνομάσθη συλλήβδην «φασισμός» ή και «ακροδεξιά», το δε ιδεολογικοπολιτικόν του έργον τοποθετείται στην εποχήν του Μεσοπολέμου και κατόπιν στον πρώιμο Μεταπόλεμο, μετά τον Β΄Μεγάλο Πόλεμο. Υπήρξεν ένας αξιοσημείωτος πολιτικός ριζοσπάστης στην δεκαετίαν του 1920, επέλεξεν την οδόν της «εσωτερικής μεταναστεύσεως» στην δεκαετίαν του 1930, αρνούμενος να δημιουργήσει οργανωτικές και πολιτικές σχέσεις με το «υπερσυντηρητικό, ακροδεξιό, ριζοσπαστικό» φασιστικό καθεστώς που ανήλθε στην εξουσία στην Ιταλία. Μετά τον πόλεμον, απεστασιοποιήθη από την πολιτικήν και επεκεντρώθη αποκλειστικώς στην πνευματικήν εργασία.
Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσω εν συντομία την κίνηση του Έβολα από τον ενεργό πολιτικό ριζοσπαστισμό στην «Απολιτεία», δηλαδή στην εγκαθίδρυση μιας σημαντικής εσωτερικής αποστάσεως από τη σύγχρονο πολιτική, σε συνδυασμόν με την άρνηση ενεργού συμμετοχής σε αυτήν, και θα προσπαθήσω να κατανοήσω τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοιαν επιλογή ζωής.
Ο Ιούλιος Έβολα, υπηρέτησε στις τάξεις του ιταλικού στρατού κατά την διάρκειαν του Α’ Μεγάλου Πολέμου (ως αξιωματικός πυροβολικού, η μονάδα του ευρίσκετο στην περιοχήν του Αζιάγκο). Εστράφη στην πολιτική στα μέσα της δεκαετίας του 1920 και επέκρινε σφόδρα το δημοκρατικόν σύστημα και τις παραδημοκρατικές δομές και λειτουργίες [κατ΄αρχήν στις σελίδες του περιοδικού «Φασιστική Κριτική» («Critica Fascista») που ίδρυσεν το 1923 ο Τζουζέπε Μποτάι (Giuseppe Bottai)], όπως και τα «αστικά» στοιχεία του φασισμού, την δουλοπρέπεια των κρατικών και κομματικών αξιωματούχων και την Καθολικήν Εκκλησία. Οι πολιτικές φιλοδοξίες του νεαρού Έβολα συνεδέοντο με την ελπίδα για μιαν κοσμογονικήν αναγέννηση της παγανιστικής πνευματικότητος, για την επιστροφή του ηρωικού ήθους στην καθημερινότητα, για την αποκατάσταση μιας δικαίας κοινωνικής ιεραρχίας ριζωμένης στην πνευματική δύναμη.
Ο Ιταλός στοχαστής επαρουσίασεν το πρότυπόν του στο έργον του «Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός» (1928), στο οποίον υπεστήριξεν ότι «η Δύση δεν γνωρίζει πλέον την σοφία: Δεν γνωρίζει την ευγενή σιωπή εκείνων που έχουν υπερβεί τον εαυτόν τους, δεν γνωρίζει τη φωτεινή γαλήνη εκείνων “που βλέπουν”, δεν γνωρίζει την υπερήφανο “ηλιακήν” πραγματικότητα εκείνων στους οποίους έχουν αναγεννηθεί οι ιδέες του αίματος, της ζωής, της εξουσίας… Η Δύση δεν γνωρίζει πλέον το Κράτος».
Διατυπώνων μιαν εναλλακτική λύση απέναντι στην Καθολικήν πνευματικότητα, ο Έβολα στρέφεται στον Υπερβόρειον μύθο, στην «Βορεία ηλιακή παράδοση», επαινών την περίοδον της «Χρυσής Εποχής της Ανθρωπότητος» που αναφέρεται στους αρχαίους θρύλους: «Ήδη από τους αρχαιοτέρους χρόνους της προϊστορίας, όπου οι θετικιστικές δεισιδαιμονίες διακατείχαν τους πιθηκοειδείς κατοίκους των σπηλαίων, υπήρχεν ένας ενιαίος και ισχυρός πρωτοπολιτισμός, η ηχώ του οποίου ημπορεί να ακουσθεί σε όλα τα σπουδαία που έχουν φθάσει σε εμάς από το παρελθόν – ως ένα αιώνιο, διαχρονικό σύμβολο. Οι Ιρανοί γνωρίζουν την «Επικράτειαν των Αρίων» (“αϊριάνεμ βαέτζο” – “airyanem vaejo”), μια χώρα που ευρίσκεται στον μακρινό Βορρά, και την θεωρούν ως την πρώτην δημιουργία του “Θεού του Φωτός”, τον τόπο από τον οποίον προήλθεν η φυλή τους. Είναι επίσης η κατοικία της χρυσακτίνου “Λάμψεως” (“χβαρενό” – hvareno), αυτής της μυστικής δυνάμεως που συνδέεται με την Αρία φυλή και, ιδιαιτέρως, με τους θεϊκούς μονάρχες της». Μέσα από αυτό το αναλυτικόν και βαθυστόχαστον πρίσμα, ο Έβολα εξετάζει τόσον την παγανιστική Ρώμη όσον και την μεσαιωνικήν Αγία Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.
Συμφώνως προς τον Έβολα, ο παγανισμός αντιπροσωπεύει ένα ζωντανό και ενεργόν έμφυτον πνεύμα, το οποίον επιβεβαιώνει τις αληθείς αξίες, ακολούθως δε δε παραδοσιακή αυτοκρατορία ενσαρκώνει αυτό το πνεύμα. Ο Έβολα πιστεύει ότι η αποκατάσταση μιας αυτοκρατορίας όπως αυτή που ονειρεύετο ο φασίστας Ιταλός ηγέτης Μουσολίνι είναι αδύνατη χωρίς την αποκατάσταση αυτής της πνευματικότητος. Όπως ακριβώς η ψυχή οργανώνει το σώμα, η εθνική ηγετική ομάς, η ελίτ του Κινήματος θα πρέπει να οργανώσει το κράτος. Με άλλα λόγια, ο Έβολα δεν εξετάζει την πιθανότητα μιας «επαναστάσεως εκ των κάτω» – εκ των κάτω ημπορεί να προέλθει μόνον το χάος, η αποσύνθεση και η υποβάθμιση. Αντιθέτως, η επανάσταση πρέπει να πραγματοποιηθεί «εκ των άνω», από την ελίτ, ποιμαίνουσα και καθοδηγούσα το έθνος προς τα εμπρός. Αυτή η πεποίθηση αποτελεί το επίκεντρον του έργου του Βαρώνου.
Κατά τον Έβολα η αναδιάρθρωση της φασιστικής Ιταλίας από την ηγέτιδα Πρωτοπορεία του Κινήματος, από τους «Προτίμους», την ελίτ του, έπρεπε να λάβει χώρα υπό το σύμβολον της «επιστροφής στον αυτοκρατορικόν αετό» και να ασχοληθεί κυρίως με δύο κομβικά ζητήματα, που εκαλείτο να αντιμετωπίσει: Την υπερβολικώς αφηρημένη πνευματικότητα και την υπερβολικώς υλιστική πολιτική. Ο Ιταλός στοχαστής βασίζεται στην ιδέαν ενός «οργανικού κράτους» στο οποίον η ελίτ διαφέρει ποιοτικώς και υπαρξιακώς από τις μάζες. Κατά συνέπειαν, η νέα ελίτ καλείται να διαδραματίσει έναν δυσχερέστατον πνευματικόν ρόλο, συνδυάζουσα «ιερατικές» και «βασιλικές» αρχές.
Στο βιβλίον του «Παγανιστικός Ιμπεριαλισμός», ο Έβολα ήσκησεν ιδιότυπον κριτικήν στις σύγχρονες έννοιες του «έθνους» και του εθνικισμού. Υποστηρίζει ότι το έθνος ανεδύθη όταν εξηφανίσθησαν η αυτοκρατορία, η αριστοκρατία και η φεουδαρχία. Ο Έβολα βλέπει περισσότερον και ουσιωδέστερον νόημα στην ινδική έννοια της «κάστας», το υψηλότερον στοιχείον της οποίας υπεστήριζεν τις διαχρονικές υψηλές αξίες. Τόσον οι Ινδοί όσο και οι Γερμανοί επιδιώκουν την ατομικότητα. Ο Έβολα υποστηρίζει ότι η συλλογικότης και ο εξ αυτής «συλλογικισμός» (collectivismo) είναι ξένος σε αυτούς ως αίσθηση, αλλά είναι ισχυρότατος ως εκδηλουμένη δράση. Βεβαίως η έννοια του έθνους είναι από την φύση της συλλογική. Η Παράδοση συνεπάγεται διαφορές και ελεύθερες σχέσεις μεταξύ προσωπικοτήτων. Ο Ιταλός στοχαστής στην συνέχειαν αποκαλεί τον Εθνικισμόν «επιστροφή στον τοτεμισμόν» και την ιδέα του Χέγκελ για «το κράτος ως την ενσάρκωση του απόλυτου πνεύματος» «προσωπίδα για την ιδέα των Σοβιετικών που ομοιάζει με τον Λεβιάθαν».
Ο Βαρώνος Έβολα ασκεί αποφασιστικήν κριτικήν τόσο στον καπιταλισμόν όσο και στον σοσιαλισμόν. Η σταδιακή και συνεχής πτώση των αριστοκρατών, των φεουδαρχών και των μοναρχών οδήγησε στην υποβάθμιση της ιδέας του κράτους σε επίπεδο μιας ωφελιμιστικής και οικονομικής ενώσεως. Αντί για την δύναμη της ποιότητος, αναδύεται η δύναμη της ποσότητος – ειδικότερον, η ποσότης του χρήματος, μια απρόσωπος αλλά ισχυρά δύναμη. Η κρίση μιας πλουτοκρατικής κοινωνίας δημιουργεί κατόπιν ένα διεθνές προλεταριακό κίνημα, η νίκη του οποίου θα εσήμαινε την πλήρη κατάρρευση και αποσύνθεση όλων των ζωντανών και ευγενών αξιών.
Επίσης ο Έβολα επικρίνει τον σύγχρονον σεβασμόν για την τεχνολογία. Συμφώνως προς τον Διδάσκαλον, η τεχνική εξουσία είναι θεμελιωδώς ανήθικη εκ της φύσεως της και ημπορεί να ενδυναμώσει οποιονδήποτε, πράγμα το οποίον την καθιστά έναν ακόμη μηχανισμό του «κόσμου της ποσότητος». Η πορεία της παραδοσιακής εξουσίας σημαίνει «το να γνωρίζεις σημαίνει να είσαι» και όχι «το να γνωρίζεις σημαίνει να έχεις». Ο Έβολα ανησυχεί επίσης για την εμμονή με την κατάκτηση και την δημιουργία, κυρίαρχα χαρακτηριστικά του «Φαουστιανού» ανθρώπου. Πρόκειται ουσιαστικώς για μιαν ιδιάζουσα μορφή μεσσιανισμού, που εκπηγάζει από την ανεπάρκειαν της ψυχής και έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακήν αρμονία. Συμφώνως προς τον Έβολα, αυτή είναι η «ανθρωπίνη» πτυχή που ο Νίτσε μας προέτρεψε να υπερβούμε στους αφορισμούς του έγου του «Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο».
Ο Βαρώνος καλεί τους συγχρόνους του να επιδείξουν πνευματικόν θάρρος, χωρίς το οποίον είναι αδύνατον να γίνει ένα αποφασιστικό βήμα κατά της ευρωπαϊκής παρακμής – ένα βήμα προς μια νέαν αρμονία και μιαν εκ νέου ανακτηθείσα «ολότητα υπάρξεως». Υποστηρίζει ότι «υπάρχει ένα τέλειον, ολοκληρωμένο, θετικόν σύστημα αξιών, το οποίον ανεπτύχθη λαμβάνον υπόψη άλλες μορφές εισελθούσες στον σύγχρονο βέβηλο πολιτισμό, σύστημα το οποίον αποτελεί επαρκή βάση ετοιμότητος ώστε να αρνηθούμε – χωρίς φόβον πως θα καταλήξουμε στο τίποτα – όλα όσα ανήκουν στην ευρωπαϊκήν παρακμή».
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει την επαφή με το «υπερβατικόν», έχει λησμονήσει αυτήν την γνώση και δεν προσπαθεί να την ανακτήσει.
Ο ριζοσπαστισμός, που ημπορεί μόνον να είναι συνεργικόν χαρακτηριστικόν της νεότητος και μιάς παθιασμένης, ειλικρινούς πίστεως στην αλήθεια των πεποιθήσεών του, είναι η ακριβεστέρα περιγραφή αυτού του πρωίμου έργου του Ιουλίου Έβολα. Προσεπάθησε να συγκροτήσει έναν φορέα για τον ιταλικό φασισμό (και με μιαν ευρυτέραν έννοια – για όλη την Ευρώπη) προς την αποκατάσταση των αρχαίων παραδόσεων, από τις οποίες μόνον θραύσματα και αποσπασματικές μνήμες παρέμειναν στην μαζική συνείδηση. Στην Ιταλία, αυτό το βιβλίο σαφώς δεν επέρασεν απαρατήρητο, αλλά δεν επέτυχεν το αποτέλεσμα που επιθυμούσε ο συγγραφεύς. Ο Μουσολίνι εδιάβασεν τον «Παγανιστικό Ιμπεριαλισμό», αλλά προφανώς στις εκ των υστέρων αποφάσεις του επεκράτησεν η πολιτική κοινή λογική και το 1929 υπεγράφησαν τα Σύμφωνα του Λατερανού1, σηματοδοτούντα την αναβίωση της συμμαχίας μεταξύ της ιταλικής κυβερνήσεως και της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό ήταν ένα πλήγμα για τις ελπίδες του νεαρού Βαρώνου – δεν υπήρχε πλέον καμία συζήτηση για μια παγανιστικήν αναβίωση στην Ιταλία.
Ολίγον μετά το κλείσιμο του περιοδικού «La Torre» (Ο Πύργος), που ίδρυσεν ο Έβολα το 1930, ο Βαρώνος εγκατέλειψε τις προσπάθειες αμέσου πολιτικής επιρροής και αφιέρωσε τον περισσότερον χρόνον του στην εργασία του θεμελιώδους έργου «Εξέγερση Ενάντια στον Σύγχρονο Κόσμο», το οποίον εξεδόθη το 1934. Αυτό το έργον, γραμμένο υπό την εμφανή επιρροή του Ρενέ Γκενόν, από τον οποίον ο Έβολα δανείζεται την προσέγγιση και εκείνην του Όσβαλντ Σπένγκλερ, από τον οποίον ο Έβολα δανείζεται σε μεγάλον βαθμόν τη μέθοδον, αντιπαραθέτει ριζικώς δύο πνευματικούς πόλους – τον «κόσμον της Παραδόσεως» και τον «σύγχρονον κόσμο». Ο Βαρώνος ασπάζεται και τεκμηριώνει πλήρως την παραδοσιακήν άποψη ότι, η ιστορική «πρόοδος» είναι άτοπη και παράλογη και ότι στην πραγματικότητα λαμβάνει χώρα μόνον η σταδιακή και αδιάκοπος υποβάθμιση των πνευματικών, κοινωνικών και πολιτικών μορφών.
Στην «Εξέγερση Ενάντια στον Σύγχρονο Κόσμο», δεν υπάρχει ίχνος της φλογεράς πολιτικής κλήσεως του «Παγανιστικού Ιμπεριαλισμού». Από την οπτικήν γωνία της αξιολογήσεως της συγχρόνου πολιτικής καταστάσεως, είναι ένα εντελώς απαισιόδοξον έργο, που προσφέρει μιαν αποθαρρυντική διάγνωση του συγχρόνου κόσμου, ενώ παραλλήλως σκιαγραφεί ένα κανονιστικόν ιδανικόν, τον ημι-μυθικό «κόσμον της Παραδόσεως», οργανικόν, αρμονικόν και εμπεποτισμένον με έμφυτον πνευματικότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει την επαφήν του με το «υπερβατικόν», έχει λησμονήσει αυτήν την γνώση και δεν προσπαθεί να την ανακτήσει. Πώς, λοιπόν, ημπορεί να ομοιάζει η «εξέγερση» ενάντια στον σύγχρονο κόσμο εάν δεν είναι δυνατή η παραδοσιακή αποκατάσταση; Είναι αποκλειστικώς μια εξέγερση του πνεύματος, υπαρξιακής φύσεως και όχι πολιτικής (με την ευρείαν έννοιαν), την οποίαν μόνο μια μικρά μειοψηφία, ικανή να αντιληφθεί την «σπίθα της Παραδόσεως», ημπορεί να την αναλάβει. Το μεταγενέστερον έργον του Έβολα θα απευθύνεται κατά το πλείστον σε αυτούς τους ανθρώπους.
Η «Εξέγερση» είναι το πρώτο σημαντικόν έργο του Έβολα το βασιζόμενο στην αρχήν της «απολιτείας». Όλες οι αγνές μορφές υπάρξεως που περιγράφονται από τον Βαρώνο στο πρώτον μέρος του έργου, έχουσες κανονιστικήν αξίαν, είναι ουσιαστικώς μη πραγματοποιήσιμες στις συνθήκες του συγχρόνου κόσμου, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο στοχαστής. Συμπερασματικώς, ο Έβολα δηλώνει: «Όσοι έχουν ήδη αναγκασθεί να παραδεχτούν αυτό που αποκαλούν “παρακμήν της Δύσεως”, λόγω της μαρτυρίας γεγονότων, συνήθως συνοδεύουν τις σκέψεις τους με διάφορες εκκλήσεις που στοχεύουν στην ανέγερση προστατευτικών δομών ή στην πρόκληση κάποιας αντιδράσεως. Δεν θέλουμε να εξαπατήσουμε τον εαυτόν μας ή τους άλλους. Καταλείποντες την παρηγορία στην ευθηνή αισιοδοξία, επιθυμούμε μόνον μιαν αντικειμενικήν αντίληψη της πραγματικότητος». Δεν ζητά ηρωικό αλλά απελπισμένον πολιτικόν αγώνα – συμφώνως προς τον Βαρώνο, «η Δύση ημπορεί να σωθεί μόνον με την επιστροφή στο παραδοσιακόν πνεύμα, στο πλαίσιον μιας νέας, ενωμένης ευρωπαϊκής συνειδήσεως», για την οποίαν εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν προϋποθέσεις.
Ημπορούμε να προσθέσουμε ότι προς το παρόν, στο πρώτο τέταρτον του εικοστού πρώτου αιώνος, η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί ακόμη περισσότερον από τα θετικά παραδοσιακά ιδανικά – ο εκτεταμένος υλισμός, η χλεύη καθετί ιερού, η έλλειψη κατανοήσεως οποιωνδήποτε υγιών ιεραρχιών και οι νέες ποικιλίες του φιλελευθέρου-δημοκρατικού μύθου (όπως οι πολεμιστές της … «κοινωνικής δικαιοσύνης» και παρόμοιες τραγελαφικές διαστρεβλώσεις) αποτελούν τον κανόνα. Έτσι, για όσους δεν ανήκουν πνευματικώς στον σύγχρονο κόσμο, απομένει μόνον η οδός της ατομικής σωτηρίας, μακράν της πολιτικής με την ευρείαν έννοιάν της – η οδός της απολιτείας. Τα μεταγενέστερα έργα του Έβολα επικεντρώνονται στη διευκρίνιση συγκεκριμένων πτυχών αυτής της οδού για τους ολίγους, που είναι άξιοι προσοχής – τους οποίους αποκαλεί «αριστοκράτες του πνεύματος».
Παρά την ήδη διαμορφωμένη τάση προς την απολιτεία, κατά την διάρκεια του Β’ Μεγάλου Πολέμου, ο Ιταλός στοχαστής έκανε μια τελευταίαν προσπάθεια να ασκήσει αποτελεσματικήν επιρροή στην πολιτικήν διαδικασία. Στο μικρόν έργο «Σύνθεση του Δόγματος της Φυλής» (1941), σε αντίθεση με το γερμανοκεντρικό ή και φιλοεθνικοσοσιαλιστικό, αποκλειστικώς βιολογικό πρότυπον του φυλετισμού (που εισήχθη επισήμως στην Ιταλία το 1938, ως νομοθεσία περί φυλετικής αμύνης), προέτεινε την ευρυτέραν έννοια μιας τρισυποστάτου φυλής, «βιολογικής φυλής», «ψυχικής φυλής» και μιάς «πνευματικής φυλής», όσο το δυνατόν μακρότερον της υλιστικής ευγονικής. Ωστόσον και αυτή η προσπάθειά του κατέληξεν σε αποτυχία, μετά την οποίαν ο Έβολα απεσύρθη τελικώς από την πολιτικήν.
Το βραχύ κείμενο «Προσανατολισμοί», που εγράφη από τον Έβολα το 1950, ημπορεί να θεωρηθεί ως το μανιφέστο, η διακήρυξη της παραδοσιοκρατικής απολιτείας. Ο Βαρώνος επισημαίνει ότι έχει έλθει στο προσκήνιο το πρόβλημα της ανατροφής και προετοιμασίας ενός νέου είδους ατόμου, ικανού να αλλάξει την τρέχουσα κατάσταση, καθώς κάθε ιδέα χωρίς έναν άξιον φορέα είναι καταδικασμένη να εξαφανισθεί. Το πρότυπο για τον Έβολα είναι το «λεγεωναρικό πνεύμα», η αποφασιστική στάση του πιστού λεγεωναρίου που συνειδητοποιεί την απατηλήν φύση των συγχρόνων μύθων και επιτυγχάνει την αυτοπραγμάτωση χάρη στις εξαιρετικές του ιδιότητες.
Εσωτερικώς, ένα τέτοιο άτομο δημιουργεί μια τάξη που δεν υπόκειται στον «κόσμον της εξεγέρσεως». Το ιδανικόν του «ειδικού ατόμου» δεν σχετίζεται ούτε με οικονομικές, ούτε με κοινωνικές τάξεις. Πρόκειται για ένα είδος «ενεργητικής απροσωπίας». Το κριτήριον είναι η δράση, η ευθύνη, η εκτέλεση εργασιών και η επίτευξη στόχων. «Η αληθινή μας πατρίδα βρίσκεται στην ιδέα. Δεν ενώνει την γη ή την γλώσσα, αλλά μια κοινήν ιδέα. Αυτή είναι η βάση, το σημείον εκκινήσεως», δηλώνει κατηγορηματικώς ο Βαρώνος. Τόσον τα κοσμικά, όσον και τα ιερατικά-κληρικά κράτη είναι παντελώς ξένα προς τον Έβολα – η πνευματικότης που πρεσβεύει ο νέος τύπος ανθρώπου, δεν χρειάζεται δογματικά πλαίσια, ηθικολογίες ή οιουδήποτε τύπου «πουριτανισμόν» (υπέρμετρον, εμμονικήν αυστηρότητα και συντηρητισμόν, που διέπει την συλλογική εκδήλωση του ανθρώπου, κυρίως σε θέματα ήθους και ηθικής, ιδίως όσον αφορά στην σεξουαλική συμπεριφορά). Το συνεγερτικόν κάλεσμα του Έβολα είναι το εξής: «Αυτή η ιδέα πρέπει να νικήσει, πρώτον και κύριον, στην εικόνα του νέου ατόμου. ενός ατόμου ετοίμου να αντισταθεί. ενός ατόμου που έχει αντισταθεί ανάμεσα στα ερείπια. Αν είμεθα προορισμένοι να υπερβούμε αυτήν την περίοδον κρίσεως και ασταθούς, απατηλής τάξεως, μόνον ένα τέτοιο άτομο έχει μέλλον. Αλλά ακόμα και εάν η μοίρα αυτού του κόσμου είναι προκαθορισμένη και επίκειται η τελική του καταστροφή, πρέπει να μείνουμε σταθεροί: Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ό,τι ημπορούμε να κάνουμε θα γίνει επειδή η πατρίδα μας – ιδέα δεν ημπορεί να καταληφθεί ή να καταστραφεί από κανέναν εχθρόν».
Αυτό το κάλεσμα ερμηνεύθη από ορισμένους νεαρούς Ιταλούς ως κάλεσμα για ριζοσπαστικές ενέργειες (συμπεριλαμβανομένων και βιαίων εκνόμων ενεργειών), κάτι που όπως απεδείχθη εκ των υστέρων ήταν εν τέλει θεμελιωδώς λανθασμένο. Ως εκ τούτου, σε μεταγενέστερα έργα – κυρίως στα βιβλία «Οι άνθρωποι και τα ερείπια» («Gli uomini e le rovine»,1953, στην αγγλικήν μετάφραση «Men Among the Ruins: Post-War Reflections of a Radical Traditionalist», εκδόσεις Inner Traditions/Bearμ 2002) και «Ιππεύειν την Τίγρη»2 («Cavalcare la tigre», 1961, στην αγγλικήν μετάφραση «Ride the Tiger: A Survival Manual for the Aristocrats of the Soul», εκδόσεις Inner Traditions/Bear, 2003) – ο Έβολα ανέπτυξε την ιδέαν ότι η αντίσταση στον σύγχρονο κόσμο πρέπει να έχει, πρώτον και κύριον, έναν εσωτερικόν, πνευματικόν χαρακτήρα, ειδικώς ελλείψει οποιασδήποτε εξωτερικής, πολιτικής υποστηρίξεως. Το κρισιμότερον καθήκον που αντιμετωπίζει ο «ειδικός τύπος ανθρώπου» – ο «αριστοκράτης του πνεύματος» – είναι να διατηρήσει τον εαυτόν του σε ένα εντελώς εχθρικό περιβάλλον, να επιβιώσει σε συνθήκες όπου κανείς θεσμός, καθεστώς ή πολιτισμός που υπάρχει στον σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί να τον υποστηρίξει επαρκώς.
Εξ ου και η καταλληλότης της απολιτείας ως πορείας προς την επιβίωση και την αυτοσυντήρηση, για την απόκτηση γνησίων νοημάτων πέρα από το κράτος και το πολιτικό δρώμενο. Μόνον όταν οικοδομηθεί ο απαραίτητος ακλόνητος υπαρξιακός τρόπος ζωής μέσα στον εαυτό, το «ξεχωριστό άτομο» θα έχει την ευκαιρία να διεκδικήσει το μέλλον και να επιχειρήσει να «ιππεύσει την τίγρη» – να δαμάσει τον απελευθερωμένον δαίμονα της νεωτερικότητος, που πρέπει να είναι ο απώτερος στόχος του. Αυτή είναι η εξελικτική πορεία της σκέψεως του Έβολα σχετικώς με το εξεταζόμενον ζήτημα.
Στην περίπτωση του ιδίου του Έβολα, η κατάσταση εξελίχθηκε ως εξής. Οι συμφωνίες του Λατερανού, που συνήψε ο Μουσολίνι με τους Καθολικούς, εδραίωσαν το συντηρητικό καθεστώς που είχε αναδυθεί στα πρώτα χρόνια του καθεστώτος. Στη δεκαετίαν του 1930 η γνησία επαναστατική συνιστώσα του ιταλικού φασισμού ελαχιστοποιήθηκε και η οικοδόμηση του φασιστικού κράτους προσήγγιζε ολοέν και περισσότερον τα «αστικά» μοντέλα (ο Έβολα το αναλύει αυτό λεπτομερώς στο έργον του «Ο Φασισμός. Δοκίμιο για μια κριτική ανάλυση από την οπτική γωνία της Δεξιάς» («Il Fascismo. Saggio di una analisi critica dal punto di vista della Destra» 1964, στην διττήν αγγλικήν μετάφραση: Fascism Viewed from the Right εκδόσεις Arktos, 2013 και «Notes on the Third Reich», εκδόσεις Arktos 2013).
Στην Γερμανία, ο Έβολα ήταν πολύ γνωστός – στο δεύτερον ήμισυ της δεκαετίας του 1930, ενεφανίζετο συχνά στη χώρα, δίδων διαλέξεις σε διάφορες εκδηλώσεις. Η πλέον σημαντική δραστηριότης του έλαβεν χώρα μεταξύ 10ης Δεκεμβρίου 1937 και 27ης Ιουνίου 1938. Ωστόσον, όπως αποδεικνύεται από τις αναφορές της Υπηρεσίας Ασφαλέιας των SS, οι επίσημες αρχές δεν εχαιρέτισαν ιδιαιτέρως τις παρουσιάσεις του Έβολα και μάλιστα απηγόρευσαν εν συνεχεία την δημοσίαν δραστηριότητά του στην Γερμανία. Στη μεταπολεμικήν Ιταλία, ο στοχαστής απέκτησεν ακουσίως την φήμη του «γκουρού» των νεοφασιστών, αλλά ο ίδιος δεν ενδιεφέρετο για την πολιτική, δεν ενετάχθη σε κανένα κίνημα και σε όποιον εχρειάζετο την συμβουλή του δεν συνιστούσε κάποιες αστόχαστες δραστηριότητες στη νέα «φιλελεύθερη» εποχή, της «δημοκρατικής» καταστολής.
Ολοκληρώνων το παρόν περιληπτικόν άρθρο, πρέπει να σημειώσω ότι η εξέλιξη των απόψεων είναι μια μάλλον μια φυσική διαδικασία που αντιμετωπίζει κάθε σημαντικός στοχαστής, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Συχνά, μια αλλαγή θέσεων οδηγεί σε μιαν αλλαγή στην στάση απέναντι σε ορισμένα φαινόμενα και γεγονότα, σε μιαν αλλαγή στο πρότυπο συμπεριφοράς στην δημοσία σφαίρα και στον πολιτικόν χώρο, όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του μεγάλου Ιουλίου Έβολα. Αυτές οι αλλαγές είναι αποτέλεσμα του αδιακόπου έργου της δημιουργικής σκέψεως καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής κάποιου, αποδιδομένης της πρεπούσης προσοχής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του πέριξ κόσμου, με υπόβαθρον διαχρονικές αξίες.
Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το έργον του Έβολα, υπό το φως όλων των κρισίμων γεγονότων που αντιμετωπίζουμε στην προβληματική μας νεωτερικότητα, συνεχίζει απολύτως να μας ενδιαφέρει, ζωηρό, ενεργό, διαφωτιστικό, σκιαλυτικό και καθοδηγητικό όπως πάντα. Το 1951 ο Έβολα, παραπληγικός τραυματίας των σοβιετικών βομβαρδισμών της Βιένης, εσύρθη σε ιταλικό δικαστήριο κατηγορούμενος ότι …. εσχημάτιζεν ένα νέο φασιστικό κόμμα στην θέση του μεταπολεμικώς απηγορευθέντος παλαιού. Επεράτωσεν την υπερασπιστικήν του απολογία λέγων καταληκτικώς « ….δεν είμαι φασίστας. Είμαι υπερφασίστας!» (μεταφασίστας, υπερβάς τον φασισμόν).
* Για την εικόνα που χρησιμοποιώ ως κοσμητικήν προμετωπίδα του κειμένου:Ο «Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» («Wanderer über dem Nebelmeer») είναι έργον ζωγραφικής και ψυχική αυτοπροσωπογραφία του ρομαντικού Γερμανού ζωγράφου Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ (1774–1840). Εφιλοτεχνήθη το 1818 και σήμερον ευρίσκεται στο μουσείον «Αίθουσα Τέχνης του Αμβούργου» (Hamburger Kunsthalle).
Είναι χαραυγή, όταν ο Οδοιπόρος μετά από νυκτερινήν πορεία φθάνει στο υψηλότερο ορεινό σημείο, πιθανώς κατορθώνων τον στόχον της οδοιπορίας του. Η πυκνή ομίχλη δημιουργεί μιαν αόριστον αίσθηση του τοπίου. Το βλέμμα στρέφεται στους επομένους στόχους, τις κορυφογραμμές που βρίσκονται εμπρός και φθάνουν έως τον ορίζοντα. Εκεί, υπό τον αίσιον εωθινό ουρανό, το τοπίον χωρίζεται στο δεξιόν και αριστερόν τμήμα του. Στο κέντρον όμως του πίνακος και σε μεγαλύτερον μέγεθος από όλα τα λοιπά επί μέρους στοιχεία του τοπίου ευρίσκεται ο Οδοιπόρος. Είναι ένας άνθρωπος που εβάδισε μέσα στην σκοτεινή νύκτα (σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο) για να κατακτήσει την κορυφήν του βουνού και τώρα ευρίσκεται εκεί, έτοιμος να αντιμετωπίσει όλες τις υψηλότερες αποστολές που του επιφυλάσσει το μέλλον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Συνθήκη του Λατερανού αποτέλεσε μέρος των Συμφώνων του Λατερανού(Patti Lateranensi) του 1929, μεταξύ του Βασιλείου της Ιταλίας υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι και της Αγίας Έδρας υπό τον Πάπα Πίο τον ΙΑ΄, για την επίλυση του μακροχρόνιου Ρωμαϊκού Ζητήματος. Η συνθήκη και τα συναφή σύμφωνα έλαβαν το όνομά τους από το Ανάκτορον του Λατερανού, όπου υπεγράφησαν στις 11 Φεβρουαρίου 1929. Το ιταλικό κοινοβούλιο τα επεκύρωσε στις 7 Ιουνίου 1929. Η συνθήκη ανεγνώρισε την Πόλη του Βατικανού ως ανεξάρτητον κράτος υπό την κυριαρχίαν της Αγίας Έδρας. Η ιταλική κυβέρνηση συνεφώνησεν επίσης να δώσει χρηματικήν αποζημίωση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία για την απώλεια των Παπικών Κρατών. Το 1947, η Συνθήκη του Λατερανού ανεγνωρίσθη από το δημοκρατικό Σύνταγμα της «μετά φασισμόν» Ιταλίας ως ρυθμιστικός παράγων των σχέσεων μεταξύ της νέας ιταλικής Δημοκρατίας και της Καθολικής Εκκλησίας. Τα Σύμφωνα του Λατερανού περιελάμβαναν και ένα λεπτομερές εκκλησιαστικόν σύμφωνον («Κονκορδάτο») που ερύθμισε τις σχέσεις μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του ιταλικού κράτους, με εν πολλοίς θρησκόληπτον και «αντιφασιστικόν άρωμα».
2. Στο «Ιππεύειν την Τίγρη» ο Διδάσκαλος Έβολα γράφει:
«……Η τοποθέτηση του μέσου αθρώπου στον παρόντα αγώνα για την παγκόσμιον ηγεμονία δεν είναι πνευματικόν πρόβλημα, αλλά μια κοινότοπη, πρακτική επιλογή.
Η γενική κατάσταση παραμένει όπως εχαρακτηρίσθη υπό του Νίτσε: “Ο αγών για την υπεροχήν εν μέσω συνθηκών που δεν αξίζουν τίποτα: αυτός ο πολιτισμός των μεγάλων πόλεων, των εφημερίδων, του πυρετού, της αχρηστίας”. Αυτό είναι το πλαίσιον που δικαιολογεί την εσωτερικήν επιταγή της απολιτείας: Η υπεράσπιση του κόσμου του Είναι και της αξιοπρεπείας εκείνου που αισθάνεται ότι ανήκει σε μια διαφορετική ανθρωπότητα και αναγνωρίζει την έρημο γύρω του.
Ο διαφοροποιημένος άνθρωπος δεν μπορεί να αισθάνεται μέρος μιας «κοινωνίας» όπως η τωρινή, η οποία είναι άμορφη και βυθισμένη στο επίπεδο των καθαρώς υλικών και οικονομικών αξιών, ενώ επιπλέον ζει σε αυτό το επίπεδο και ακολουθεί την παράφρονα πορεία της υπό το έμβλημα του παραλογισμού. Επομένως, η απολιτεία απαιτεί την πλέον αποφασιστική αντίσταση σε κάθε κοινωνικόν μύθο…
Ο διαφοροποιημένος άνθρωπος αισθάνεται απολύτως εκτός κοινωνίας, ενώ δεν αναγνωρίζει καμίαν ηθική αξίωση που να απαιτεί την ένταξή του σε ένα παράλογο σύστημα. Ημπορεί να καταλάβει όχι μόνον όσους είναι εκτός, αλλά ακόμη και όσους είναι εναντίον της «κοινωνίας» – δηλαδή εναντίον της παρούσης κοινωνίας. Αφήνοντας στην άκρη όλα όσα δεν τον αφορούν άμεσα (επειδή ο τρόπος του καθόλου δεν ταιριάζει με αυτόν των συγχρόνων του), είναι ο τελευταίος που θα υπεστήριζε προσπάθειες ομαλοποιήσεως και «αποκαταστάσεως» εντός της «κοινωνίας» όσων έχουν βαρεθεί το εξαθλιωτικό παίγνιο και στιγματίζονται ως «ακραίοι», «ακατάλληλοι» και «αντικοινωνικοί», υφιστάμενοι το ανάθεμα των «δημοκρατικών» κοινωνιών. Ο απώτερος σκοπός τέτοιων προσπαθειών είναι να ναρκώσουν και να εξουδετερώσουν όσους ημπορούν να ιδούν πέραν από τον παράλογον και μηδενιστικόν χαρακτήρα της σημερινής συλλογικής ζωής, πίσω από όλες τις «κοινωνικές» προσωπίδες και την αντίστοιχη, τεχνητή και επιβεβλημένη σύγχρονη, δήθεν «λαϊκή» μυθολογία του συγχρόνου αντι-ιστορικού και αντι-φυσικού κόσμου.
Προφανώς, τέτοιες προσπάθειες απέτυχαν να εδραιωθούν σε αυτήν τη διαφοροποιημένη διάνοια. Η διαίσθησή μου παρείχε πάντα έναν σταθερό οδηγό για το τι είναι και τι δεν είναι μια αξιόλογη φιλοσοφία ζωής. Την ακολουθώ ακόμα.
Μόλις ένας ολιγότερον εξηρτημένος νους αναγνωρίσει τη μετριότητα και τον παραλογισμό των περισσοτέρων κοινωνικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων στις οποίες ευρισκόμεθα βυθισμένοι, είναι δυνατόν, ίσως ακόμη και εύκολο, να ανακηρύξει τον εαυτόν του κυρίαρχον και, μάλιστα, “υπεράνω όλων αυτών”. Για μερικούς από εμάς, υπήρξεν μία μακρά προετοιμασία ζωής για αυτήν την στιγμή.»